«ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΔΡΙΑ»
Μόλις μπήκε στο σαλόνι ακούμπησε την υδρία πάνω στο τζάκι, κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ και με δύο επιδέξιες κινήσεις πέταξε, σαν κακομαθημένο κορίτσι, τα παπούτσια της στο πάτωμα. Στο χέρι κρατούσε ένα ποτήρι ακριβό κόκκινο κρασί. Έμοιαζε πολύ χαρούμενη, όχι πάντως με γυναίκα που είχε μόλις αποτεφρώσει τον σύζυγό της.
«Λυπάμαι, Ντίνο, που δεν συμμορφώθηκα με τις τελευταίες σου εντολές», είπε χαμογελώντας, «αλλά όπως γνωρίζεις απεχθάνομαι τους παπάδες και τα νεκροταφεία. Δεν είμαι εγώ για να πλένω τάφους, ν’ αλλάζω λουλούδια στο ανθοδοχείο, να βλέπω χήρες να χτυπιούνται πάνω σε μαρμάρινες πλάκες. Καλύτερα να σ’ έχω εδώ. Εξάλλου, έτσι θα βλεπόμαστε καθημερινά. Ξέρω, θα προτιμούσες να καθόσουν εσύ τώρα στον καναπέ και οι δικές μου στάχτες να αναπαύονται στην υδρία, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα στη ζωή! Ας μην παντρευόσουν μια τόσο νέα γυναίκα! Στη ζωή! Συγγνώμη, μακάβριο αστείο. Αλλά, Ντίνο, δες το ζήτημα και από τη δική μου πλευρά. Άλλες γυναίκες στη θέση μου θα σε είχαν βάλει τώρα σε κλεψύδρα, όχι σε υδρία. Φαντάζεσαι γιατί; Για να την αναποδογυρίζουν κάθε τόσο και να σε κάνουν να τρέχεις όλη μέρα. Όσο δεν έτρεχες όσο ζούσες, να τρέχεις τώρα νεκρός. Γελάς; Κι όμως κάπου διάβασα ότι αυτό ακριβώς έκανε μια χήρα στην Αγγλία που ο σύζυγός της τής είχε βγάλει το λάδι, όπως το έβγαλες εσύ σ’ εμένα. Ιδιοφυής εκδίκηση, δεν μπορείς να πεις. Αυτή να ξεκουράζεται επιτέλους, και εκείνος, ο άθλιος, να τρέχει. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, διαρκώς. Είδες όμως τι καλή που είμαι εγώ; Επομένως, μη μου σουφρώνεις τα φρύδια. Θα σε αφήσω εκεί ήρεμο να παρακολουθείς σιωπηλός όλα όσα σκοπεύω να κάνω μπρος στα μάτια σου – όχι πίσω από την πλάτη σου, όπως έκανες εσύ πονηρούλη».
Τη στιγμή εκείνη χτύπησε το κουδούνι. Η Αγγελική έτρεξε ν’ ανοίξει. Στην πόρτα στεκόταν ο Τριαντάφυλλος, ο νεαρός ασκούμενος στο γραφείο του Ντίνου. Την ώρα που τη φιλούσε παθιασμένα στον καναπέ το βλέμμα του έπεσε πάνω στην υδρία.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε.
«Κητς, αγάπη μου, Κητς. Ωδή στον έρωτά μας», είπε εκείνη, και σφίγγοντας τα πόδια γύρω από τη μέση του, τον έσπρωξε ακόμη πιο βαθιά μέσα της.
LOVE AT FIRST CALL
Αύριο είναι του Αγ. Βαλεντίνου. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω λοιπόν σ’ έναν ποιητή που είχα γνωρίσει το καλοκαίρι στην Αμοργό.
«Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη» είπα.
«Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;» είπε.
«Μήπως θα μπορούσες να μου προτείνεις ένα ποίημα με θέμα τον έρωτα; Θέλω λόγω της ημέρας να το προσφέρω στη γυναίκα μου».
«Δεν περίμενα να είσαι τόσο αναίσθητος» είπε.
«Γιατί το λες αυτό;» είπα.
«Επειδή μου ζητάς κάτι ερωτικό, ενώ ξέρεις ότι μόλις χώρισα με τη δική μου» είπε.
«Η αλήθεια είναι ότι κάπου το άκουσα. Όμως μου είπαν ότι εσύ πήρες την απόφαση» είπα.
«Και τι μ’ αυτό;» είπε. «Όταν δυο άνθρωποι κρατούν ένα σκοινί, πονάει λιγότερο αυτός που το αφήνει από αυτόν που συνεχίζει να το κρατάει;».
«Αυτός που το συνεχίζει να το κρατάει πέφτει» είπα. «Εξάλλου, ήσασταν πολύ μικρό διάστημα μαζί».
«Επτά μήνες το θεωρείς λίγο;» είπε.
«Δεν είναι και πολύ» είπα.
«Ξέρεις πόσες μέρες κράτησε η πολιορκία του Πεκίνου;» είπε. «Όχι» είπα.
«Σαράντα τέσσερις» είπε.
«Πάντως της Τροίας, λιγότερα απ’ όσα είμαι παντρεμένος» είπα. «Όποτε συναντιόμασταν στην Αιγιάλη πάντως τόνιζες πόσο τη μισείς».
«Ναι, τη μισώ» είπε. «Είναι φρικτή. Η ζωή μαζί της ήταν αφόρητη».
«Τότε ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα με το ποίημα;» είπα.
«Θα ήθελα εγώ να το χαρίσω στη γυναίκα σου» είπε.
«Εσύ;» είπα.
«Ναι» είπε.
«Μα ούτε που τη γνωρίζεις» είπα.
«Αυτήν αγαπώ» είπε.
«Από πότε;» είπα.
«Από πάντα» είπε.
«Και γιατί μου το λες τώρα;» είπα.
«Επειδή το συνειδητοποίησα καθώς μιλούσαμε» είπε.
«Και ποιο ποίημα σκέφτεσαι να της δώσεις;» είπα.
«Ένα δικό μου» είπε.
«Το έχεις δημοσιεύσει;» είπα.
«Όχι» είπε. «Δεν το έχω γράψει ακόμη».
«Τι περιμένεις;» είπα.
«Να κλείσεις το τηλέφωνο» είπε.
«Έτσι γράφεις ποιήματα εσύ;» είπα.
«Προφανώς δεν ξέρεις τι σημαίνει έμπνευση» είπε. «Ήδη το πρώτο δίστιχο άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου».
«Για να τ’ ακούσω» είπα.
«Τόσα χρόνια νιώθει μόνη με τον Μάνο./ Στο κορμί της μόνο εμένα θέλει απάνω».
«Μα δεν με λένε Μάνο» είπα.