Τάκης Θεοδωρόπουλος, Εμείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της γης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2022, σελ. 208
Το βιβλίο του Τάκη Θεοδωρόπουλου είναι μια ελεγεία ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι, για το χάσμα που χωρίζει ως επί το πλείστον την νεοελληνική φιλοδοξία από το διανοητικό επίτευγμα.
Ο Θεοδωρόπουλος χτίζει μεθοδικά τον κόσμο του Περικλή Γιαννόπουλου, ενός ωραίου νέου στις αρχές του αιώνα που απέφυγε με την αυτοχειρία του τις απογοητεύσεις της ωριμότητας και της γήρανσης. Λίγοι άλλωστε νεοέλληνες ξεπέρασαν τους περιορισμούς που τους επέβαλε η πενία επικοινωνίας και πρωτοτυπίας στη σκέψη. Οι εξαιρέσεις είναι λίγες. Ροΐδης, Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Βενιζέλος, κι ίσως λίγοι ακόμα. Ο μοναχικός ήρωας του Θεοδωρόπουλου ζει σε ενδιαφέρουσα εποχή ζυμώσεων για την Ελλάδα, αλλά είναι κυρίως απορροφημένος από τον εαυτό του και τις ιδέες του.
O Περικλής Γιαννόπουλος σε σχέδιο του Πέτρου Ρούμπου, περ. Ο Καλλιτέχνης, τχ. 2, Μάιος 1910.
Η ερωτική σχέση του με τη Σοφία Λασκαρίδου θα τον είχε σώσει, γιατί ο δεσμός τους υπάκουε στους νόμους της φυσικής έλξης και της πνευματικής επικοινωνίας. Όμως η ζωγράφος Σοφία ήταν απαλλαγμένη από τις συμβάσεις της εποχής και πίστευε υπερβολικά στο ταλέντο της. Έτσι προτίμησε να κρατήσει την ελευθερία της και να αρνηθεί την πρόταση γάμου του Γιαννόπουλου. Η άρνηση αυτή τον ακολουθεί σε όλο το μικρό υπόλοιπο του βίου του ωθώντας τον όλο και περισσότερο στην αναζήτηση της αναγνώρισης που δεν ήρθε ποτέ, σαν υποκατάστατο της αγαπημένης που σπούδαζε πια στο Μόναχο.
Ποια είναι όμως η σκέψη του Περικλή Γιαννόπουλου που ερανίζεται από τον συγγραφέα σε διάφορα σημεία του μυθιστορήματος; Ασχολήθηκε, ίσως χάρη στη Σοφία, με την εκπόνηση μιας αισθητικής που προτείνει στους Έλληνες δημιουργούς της τέχνης έναν απλό κανόνα: Να μιμούνται το ελληνικό τοπίο. Η αισθητική του Γιαννόπουλου είναι η περιγραφή της ελληνικής φύσης, της «Ελληνικής γραμμής» όπως την αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του.
Ο Γύζης είναι η πρώτη και όχι η τελευταία επιλογή του, που ελάχιστη σχέση έχει με το ελληνικό τοπίο. Οι εκλεπτυσμένες νεαρές υπάρξεις των έργων του περιβάλλονται από την σκοτεινιά που αναδεικνύει το σκηνικό ενός χωριάτικου σπιτιού. Αυτόν επιλέγει ο Γιαννόπουλος σαν πρότυπο ελληνικότητας. «Ο Γύζης σημαία καλλιτεχνική προς την οποία πρέπει ν’ ατενίζουν όχι μόνον οι νέοι ζωγράφοι αλλά και όλων των τεχνών και όλου του πνευματικού μας κόσμου η νεότης.» (Η Ελληνική γραμμή, Γαλαξίας, 1961 [1902-1904], σ. 21). Τον διδακτικό αυτόν τόνο διατηρεί σ’ όλο το έργο του, το οποίο συχνά γίνεται καταγγελτικό των ελληνικών αδυναμιών: «Κοινωνία η οποία επέταξε την φουστανέλλα προχθές και εφόρεσεν ευρωπαϊκά. Κοινωνία η οποία επέταξε συγχρόνως κάθε ιδέαν και αίσθημα ελληνικόν και ήρπασε κάθε φραγκικόν.» (ό.π., σελ. 23). «Εις όλα είμεθα και επιμένομεν να μένωμεν παιδιά βρέφη, βρέφη θέλοντα να παίξουν τους μεγάλους, εις όλα παίζομεν τις κουμπάρες: οι κυβερνήται παίζουν το έθνος. Οι στρατιωτικοί τον στρατόν, οι γλύπται την γλυπτικήν. Επόμενον και οι ζωγράφοι να παίζουν την ζωγραφικήν.» (ό.π., σ. 27).
Όμως δεν περιορίζεται ο Γιαννόπουλος σε παραινέσεις, μας διαφωτίζει με προσβλητικές συγκρίσεις λαών. Λέει για τους αποτυγχάνοντες Έλληνες καλλιτέχνες: «Εάν ήσαν Βούλγαροι επαναλαμβάνω θα ήσαν αξιοθαύμαστοι, ως Έλληνες είναι ελεεινοί, όντες τα πλάσματα και τα θύματα των ουτιδανοτάτων ανθρώπων που διευθύνουν από της αφυπνίσεως, τας τύχας λαού εκ φύσεως προωρισμένου να ευρίσκεται εις την πρώτην γραμμήν (...)» (ό.π., σ. 33-34).
Η περιγραφή του Περικλή από τον συγγραφέα είναι αποκαλυπτική των πνευματικών του κόπων. Λέει για τον κηπουρό που του εμπιστεύτηκε κείμενό του ότι τον φανταζόταν να διαβάζει όλη μέρα. Όμως μας λέει, «αν διαβάζεις δημιουργικά, το χρονικό όριο δεν περνάει το δίωρο. Άλλο τόσο για να γράψεις. Όσοι ισχυρίζονται ότι διαβάζουν και γράφουν όλη μέρα μάλλον αναφέρονται σε λογιστικά βιβλία ή καταλόγους υποθηκοφυλακείων.» (Εμείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της γης, σ. 183).
Η εξομολόγηση της μητέρας της Σοφίας, ότι αυτή και ο σύζυγός της συμβούλεψαν την κόρη τους να μην σπεύσει στον γάμο πριν ολοκληρώσει τα σχέδια για την καριέρα της στη ζωγραφική, σε αντίθεση με την επιλογή της μητέρας και του πατέρα που έβαλαν τον έρωτα πρώτο, αποτελεί συντριβή για τον Περικλή. Συντριβή που εικάζεται, χωρίς να αναφέρεται.
Όμως, αν αφήσουμε αυτή την έντιμη μυθιστορηματική βιογραφία και επιστρέψουμε στην μισαλλοδοξία του ίδιου του Γιαννόπουλου θα διαβάσουμε στην Ελληνική γραμμή τα ακόλουθα:
Ένας Γερμανός, λόγου χάριν, με Σώμα υλικής συστάσεως και γραμμικής λεπτότητος Πελασγικού βάθρου, με στόμαχον, εις τον οποίον η μπίρρα αγωνίζεται να τρίψη τα δυνατότερα λουκάνικα και τα ξυλωδέστερα λαχανικά, με εγκέφαλον παχύν, βαρύν, πυκνόν, σκοτισμένον, ομιχλώδη, με λαβυρινθώδη από τους εσωτερικούς ατμούς των ζυμώσεων και στουμπωμένον από τον πεπιεσμένον ατμόν εκατόν ατμοσφαιρών της ομιχλογερμανοσοφικής (...), μένει εκεί οκτώ μήνες και σου πετά 32 τόμους Αισθητικής, όπου όλο το Ωραίον της οικουμένης εξηγείται, σχολιάζεται, διορθώνεται, κατά την (...) βαρβαροσαπίλα κάθε Φονπρίτς, Μπουρούμπουμπούψ (...)
Τι διάβολον θέλει ο Γερμανός, ο Σουηδός, ο Παρισινός, Λονδρέζος να ομιλή διά πράγματα… που δεν βλέπει.» (ό.π., σ. 120-121)
Εκεί που όντως αποδεικνύεται ο εξωφρενικότερος των παλαβών της Ελληνίδας γης είναι όταν γράφει ανάμεσα σε άλλα:
«Κατά ταύτα και η Ελλ. Γη εγέννησε Ζώον Ελληνικόν, τον Έλληνα: ΕΜΑΣ. Και όπως συνέβη και έτυχεν η Γη αυτή μας, να είνε η ημερωτέρα, η φιλανθρωποτέρα γη του πλανήτου αυτού, και το ζώον αυτό που εγέννησεν έτυχε να είνε ο: ΑΝΘΡΩΠΟΣ. (…) Κάκιστα και αδιάντροπα, αποδίδεται ο τίτλος Άνθρωπος υπό της χονδροκοπικής Επιστήμης, εις τα ομοιοφανή Ζωολογικά προϊόντα των άλλων Γαιών, ενώ όλαι αι άλλαι δεν κατόρθωσαν να παραγάγουν ποτέ των έως τόρα τίποτε άλλο ως ανώτερον Ζώον των από τον: ΑΝΘΡΩΠΟΕΙΔΗ.» (Έκκλησις προς το Πανελλήνιον κοινόν (1907), σ. 9)
Ο στενός του φίλος Ίων Δραγούμης δεν βρίσκεται πολύ μακριά από αυτή την παραληρηματική γραφή, όμως εκφράζεται με ευπρέπεια για τους ξένους.
Στο Βερονάλ ο Θεοδωρόπουλος υπολήπτεται τον Συκουτρή ώστε η αυτοκτονία του να έχει μια τραγικότητα. Η εξιστόρηση και το σκηνικό του βίου του Γιαννόπουλου είναι κάποτε πονετική, αλλά δεν εμπνέουν εκτίμηση για τον άνθρωπο. Είναι σκηνικά στο έργο ενός ηθοποιού που παίζει διαρκώς τον ίδιο ρόλο. Τη ζωή του και, στην κατακλείδα, τον θάνατό του.
Κι όμως υπάρχει αγάπη σ’ αυτή την μυθιστορηματική βιογραφία για τον ήρωά της. Το διανοητικό του έργο μπορεί να είναι ασήμαντο, όμως η ίδια η ζωή του Γιαννόπουλου αποτελεί στοιχείο ξεχωριστής δημιουργίας. Και ο Θεοδωρόπουλος τελειώνει με μια αποστροφή του Εντμόν Αμπού στην Ελλάδα του Όθωνα: «Οι Έλληνες μπορεί να είναι αμόρφωτοι, μπορεί να μην είναι ιδιαιτέρως έξυπνοι, όμως τι χαρακτήρες!».