σύνδεση

Μια κυκλοδίωκτη φούγκα του μίσους

Μια κυκλοδίωκτη φούγκα του μίσους Γενική άποψη του στρατοπέδου Εβραίων προσφύγων στην Αμμόχωστο, 1946. Φωτ. υλικό Yad Vashem.

 

 

Νάσια Διονυσίου, Τι είναι ένας κάμπος, Πόλις, Αθήνα 2021, σελ. 112

 

 

Πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο - νουβέλα της Κύπριας Νάσιας Διονυσίου. Το ιστορικό πλαίσιο είναι το εξής: Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε με τη συντριβή των δυνάμεων του Κακού, του Άξονα δηλαδή, και τη νίκη των δυνάμεων του Καλού, όπως θέλουμε να θυμόμαστε.

Βρισκόμαστε στο 1947 και στα απόνερα μιας αιματοχυσίας που κόστισε εκατομμύρια νεκρούς, αλλά και στα απόνερα του Ολοκαυτώματος, οπότε λίγο πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ περίπου πενήντα χιλιάδες Εβραίοι πρόσφυγες κρατούνται από τους Εγγλέζους σε στρατόπεδα της Αμμοχώστου.

Η νουβέλα είναι ένα κράμα αίσθησης και παραίσθησης, ένα μίγμα ονείρου και εφιαλτικής πραγματικότητας. Μια σπαρακτική κραυγή, μια αγωνία ενός μωσαϊκού εθνοτήτων ζωντανών ανθρώπων, για πολλοστή φορά ξεσπιτωμένων, για τους οποίους το αποτρόπαιο παρελθόν δεν έχει ακόμη παρέλθει. Και δεν εννοεί να παρέλθει. Κι ας έχει εδώ και δυο χρόνια ο πόλεμος τελειώσει και μάλιστα με τη νίκη των δυνάμεων του Καλού, όπως ακόμα θέλουμε να θυμόμαστε.

Θυμούνται, όμως και εκείνοι του στρατοπέδου. Και ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν –τι άλλο;– τα αυτονόητα, ένα νόημα.

Θυμάται και ο Μωυσής, Ρωμανιώτης από τα Γιάννενα που πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας: «Αλήθεια, προς τι τόσες θυσίες; Γιατί πολεμήσαμε; Για την ελευθερία, για τη δικαιοσύνη;». Θυμάται ακόμη και συγκλονίζεται: «Υπηρέτησα στο τάγμα του Μορντεχάι Φριζή, ήμουν μαζί του όταν ρίξαμε σ’ ενέδρα τη μεραρχία των Αλπινιστών κι έτσι μπήκαμε στην Κόνιτσα. Ο Φριζής έδωσε τη ζωή του για την Ελλάδα, μια Ελλάδα και για χριστιανούς και για εβραίους, για όλους όσους την ποτίζουν με τον ιδρώτα τους. Εκεί επάνω στην Πρεμετή τον ρίξανε τα βομβαρδιστικά, τον είδα με τα μάτια μου να πέφτει απ’ τ’ άλογο, να ξεψυχάει. Κι άλλοι, ο Ερρίκος, ο Σαμπετάι, ο Ζάλα, φίλοι αδερφικοί, σύντροφοι που χάθηκαν για πάντα στα παγωμένα βουνά και τώρα, να η αμοιβή μας».

Famagusta 2

Παράνομοι Εβραίοι μετανάστες καθ᾽ οδόν προς το στρατόπεδο προσφύγων στην Αμμόχωστο προκειμένου οι Άγγλοι να τους επιστρέψουν στην Ευρώπη, 1946.

Κι ύστερα πάλι η ασίγαστη μνήμη, βελόνα καυτερή που ξανατρυπάει τις ώρες από ένα Ρωσοεβραίο που ζούσε στο Αννόβερο: «Στις 23 Οκτωβρίου. Πέμπτη βράδυ, οχτώ η ώρα, ήρθε ένας αστυνομικός, χτύπησε την πόρτα, κόντεψε να γκρεμίσει το σπίτι, τόσο δυνατά χτυπούσε, διέταξε να πάμε στο Αστυνομικό Τμήμα 11. Να μην πάρουμε τίποτα, είπε, να πάμε έτσι όπως ήμασταν, μόνο διαβατήρια και μια κουβέρτα. Βγείτε! Βγείτε!»… «Έπειτα στους συρμούς, κανένας για τον αποχαιρετισμό… τα βαγόνια κλειστά ως επάνω…. Τι ακόμα αν υπάρχει Θεός. Τι ακόμα, τι, αν υπάρχει ο άνθρωπος»…

Τέλος –είναι όμως τέλος;–, η μνήμη έρχεται στο πάλι αγκαθωτό τώρα. Τώρα, στον καιρό ειρήνης που λέμε, τώρα είμαστε πλέον ελεύθεροι. Και πάνε δυο χρόνια που τώρα είμαστε με τους νικητές. Όχι με τους κακούς δαίμονες, αλλά με εκείνους που θέλουμε να τους θυμούμαστε ως «καλούς».

Κι όμως και πάλι η μνήμη συντηρεί τα αγκάθια της. Και πάλι ο αβυσσαλέος πόνος: Και πάλι «στην είσοδο ο φρουρός – χακί στολή, μπερές, τουφέκι περασμένο στον ώμο. Πίσω του η πινακίδα, φτενή σαν από χαρτί, κόκκινα κεφαλαία γράμματα να απαγορεύουν την είσοδο. Ακόμα πιο πίσω το συρματόπλεγμα, θυμάμαι πως εισέρχομαι σε στρατόπεδο, πως όλο το νησί είναι ένα τέτοιο βρετανικό στρατόπεδο… το αντίσκηνο είναι χωρισμένο στα τρία μέρη, μπαίνω στο πρώτο, πέντε κρεβάτια εκστρατείας, μαξιλάρια, λάμπα κηροζίνης. “Μια οικογένεια σε κάθε δωμάτιο”, μου λέει η γυναίκα. Παρατηρώ πως η μπλούζα της έχει το ίδιο χρώμα με το κουρελιασμένο εσωτερικό της σκηνής, πως είναι καμωμένο από την ίδια φόδρα… Από το ίδιο μπέζ χρώμα είναι θαρρώ πάντα το χρώμα της προσφυγιάς.»

Άλλες εποχές. Οι ίδιοι πάλι άνθρωποι. Θυμούνται και μάταια ψάχνουν να βρουν το νόημα. Το νόημα τούτης της ζωής. Το νόημα τούτης της μνήμης. Δεν τα καταφέρνουν. Μελαγχολούν και σκέφτονται τον ποιητή:

… κατά ζεύγη τα ζώα
Κατά μόνας τα φυτά
Κατά κρημνού οι άνθρωποι – αγεληδόν.

Και ενώ όλα γύρω αλλάζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα δυσμενή ενδεχόμενα εξακολουθούν να καραδοκούν. Οι Εφιάλτες επιβιώνουν. Αλλάζουν μορφή, αλλά η βία και το μίσος είναι εδώ. Τούτοι οι έγκλειστοι έχουν ξεπεράσει «τους μόχθους των βουνών». Τώρα και πάλι έχουν να ξεπεράσουν τους «μόχθους των κοιλάδων». Που είναι και οι χειρότεροι.

Ο αναγνώστης της νουβέλας θλίβεται για μια ακόμη φορά. Έχει κουραστεί όμως. Η ιστορία, όμως, δεν λέει να τον αφήσει να ξεκουραστεί, έστω και λιγάκι. Η Αμμόχωστος κάποτε έπαψε να είναι στρατόπεδο. Απλώθηκε γαλήνια πάνω στη λαμπρή ακρογιαλιά της να απολαύσει την ηρεμία του ξένοιαστου, τη γαλήνη της ειρήνης,

Όμως δεν πρόφτασε. Ένας αναπάντεχος Αττίλας, ξανά ο νέος Εφιάλτης έφτασε ως την καρδιά της και τη στράγγισε από ζωή. Έκτοτε μένει κουφάρι αδειανό, ερειπωμένο φάντασμα μιας άλλοτε απαστράπτουσας πολιτείας της Μεσογείου, με τους κυανόκρανους να διευθετούν τα φαντάσματα. Και τους μεγάλους του κόσμου να μην βλέπουν τίποτε. Όπως δεν έβλεπαν και τότε που ο παρανοϊκός δικτάτορας των Ναζί ακόνιζε τα μαχαίρια του, για να ξυπνήσουν όταν πια τα στιλέτα είχαν καρφωθεί στο σώμα τους. Το ίδιο και τώρα δεν βλέπουν και αφήνουν μια ολόκληρη πολιτεία να είναι ένα κοιμητήριο.

Μαύρο γάλα της αυγής το πίνουμε το βράδυ
Το πίνουμε το μεσημέρι και πρωί το πίνουμε τη νύχτα
Πίνουμε και πίνουμε
Σκάβουμε τάφους στους αιθέρες εκεί δεν θα ’ναι στριμωχτά.

Ναι, «εκεί δεν θα ’ναι στριμωχτά», αλλά ίσως μόνον για τους ανθρώπους, όχι και για πολιτείες ολόκληρες και μάλιστα σαν την Αμμόχωστο.

Το Άουσβιτς πετάχτηκε από την Ιστορία. Η βία όμως έμεινε εδώ. Και μας θυμίζει πως τίποτε δεν τελείωσε. Η Νάσια Διονυσίου με τη νουβέλα της μας αναστατώνει εκ νέου. Γνωρίζει πως οι άνθρωποι συνηθίζουν. Ακόμη και το κακό. Και συχνά, αντί να το πολεμήσουν προτιμούν να το ημερώσουν, να συμβιβαστούν μαζί του. Άλλωστε οι άνθρωποι σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από ασύνδετες πληροφορίες, μπορούν να βλέπουν και ταυτόχρονα να μη βλέπουν. Μπορούν να ακούν και ταυτόχρονα να μην ακούν. Η συγγραφέας με τη νουβέλα μάς προτρέπει βίαια να μην επαναπαυόμαστε, να μην συνηθίζουμε. Λαοί που δεν θυμούνται αυτοκαταδικάζονται να πορευτούν προς την άβυσσο.

Η εύθραυστος λέμβος της συλλογικής μνήμης άρχισε να παραδέρνει μέσα στην τρικυμία των «νέων σκοπιμοτήτων» ή να περισώζεται στους επιγόνους των θυμάτων. Οι κερδισμένοι έγραφαν τη δική τους ιστορία. Οι χαμένοι από την άλλη τη δική τους. Χωρίς κι οι δυο να υποψιάζονται πως σε σχέση με την ιστορία και οι δυο ήταν ηττημένοι. Όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε σύγκρουση: Νίκη δεν υπάρχει για κανένα. Υπάρχει μόνο ήττα και αίμα. Στη δημοκρατία οι κοινωνίες είναι αντιμέτωπες με τον ίδιο τον εαυτό τους

Συχνά ακούγεται και η ένσταση: Να μη μείνουμε αιχμάλωτοι του παρελθόντος. Οι καιροί αλλάζουν, μαζί και οι άνθρωποι. Πράγματι οφείλουμε και να ξεχνούμε. Και να κοιτούμε μπροστά. Αυτό είναι αναγκαίο και σωτήριο υπό την προϋπόθεση ότι το παιδευτικό μήνυμα της Ιστορίας το πήραμε και το εφαρμόζουμε. Και είναι ένα και μοναδικό: να συνυπάρξουμε ειρηνικά, προωθώντας εκείνα που μας ενώνουν και περιθωριοποιώντας αυτά που μας διαφοροποιούν. Ωστόσο, για να ελπίζουμε σ’ αυτό, εμείς μεν μπορούμε και πρέπει να λησμονούμε. Εκείνοι, όμως, που μας προκάλεσαν τον πόνο πρέπει να θυμούνται πάντα. Τα θύματα μπορούν να ξεχνούν. Οι θύτες ποτέ. Και όταν οι θύτες καμώνονται πως ξεχνούν, τότε πρέπει εμείς να θυμόμαστε. Και όχι για να μένουμε ισόβιοι αιχμάλωτοι του παρελθόντος. Αλλά για να αντλούμε από την ακριβή κατανόησή του τα κριτήρια προκειμένου να σταθμίσουμε το παρόν και να καθορίσουμε το μέλλον μας. Το μέλλον της συνύπαρξής μας. Της συνύπαρξης όλων μας. Ώστε να μη χρειαστεί στο μέλλον να ξαναζυγιάσουμε στις παλάμες μας την ευθύνη ενός άλλου, νέου αποτρόπαιου γεγονότος, και να ψάχνουμε και πάλι τίνος η ευθύνη είναι βαρύτερη.

Και κάτι για τη γραφή της νουβέλας από έναν εξ ορισμού αναρμόδιο. Η δομή της νουβέλας, όπως άλλωστε δηλώνεται από τη συγγραφέα, θυμίζει κάτι από τη φούγκα του θανάτου του Πάουλ Τσέλαν. Κάτι, δηλαδή από τη φούγκα της μουσικής, όπου οι φθόγγοι συνακροώνται, χωρίς να κινούνται παράλληλα. Ο καθένας διαμορφώνει, «ανεξάρτητα» από τους άλλους, τη δική του μελωδική πρόταση και τα παράλληλα θέματα, τα διαφορετικά ή και αντίθετα, και συνήθως κυκλοδίωκτα, αλληλοδιαδέχονται δίκην ερωταποκρίσεων το ένα το άλλο. Οι συνακροώμενες πλέον μελωδικές προτάσεις, εδώ διάβαζε συνακροώμενες διηγήσεις, αν και διαφορετικές, ή και αντίθετες ακόμη, συγχρονίζονται με έναν μοναδικό τρόπο, που διασώζει και την ατομικότητά τους, αλλά και τη διαφορά. Και βεβαίως την ενότητα. Και ουσιαστικά έχουμε έτσι την αρμονική ενότητα των διαφορών και τελικά την αρμονική «ομοφωνία των αντιθέσεων». Και καθώς το υλικό τους δεν δεσμεύεται από το περιοριστικό βάρος κάποιου σημασιολογικού περιεχομένου, στο πλαίσιο αυτής της «κάθετης» πλέον αρμονικής πανδαισίας, η «πολλαπλή αφήγηση» τείνει να είναι αφήγηση του αδιευκρίνιστου. Καλύτερα, του μη περιγραφόμενου σαν μια κυκλοδίωκτη φούγκα του μίσους και του θανάτου.

Κι ίσως αυτή είναι η αρετή της νουβέλας: επιχειρεί να εκφράσει το ανέκφραστο. Αυτό για το οποίο δεν έχει γεννηθεί ακόμη αυτή η γλώσσα. Και ας ελπίσουμε και ας ευχηθούμε ότι δεν θα χρειαστεί σε κάποιο μέλλον να καταφύγουμε σ’ αυτήν.


Σημ. ARB: Το παραπάνω κείμενο θα δημοσιευθεί στο τεύχος Μαΐου.