Εν μέσω δικτατορίας, το 1970, στον συλλογικό τόμο Δεκαοχτώ κείμενα, ο Δημήτρης Μαρωνίτης δημοσίευσε κείμενο με τίτλο «Υπεροψία και μέθη: ο Ποιητής και η Ιστορία».[1] Επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Μαρωνίτη στο κείμενο εκείνο ήταν το ποίημα «Ο Δαρείος» του Καβάφη. Δικαίως το κείμενό του άφησε εποχή και κέρδισε μια θέση στην ιστορία. Τώρα που θυμάμαι τον νεαρό εαυτό μου να μπαίνει στο βιβλιοπωλείο του Κέδρου στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1970 και να αγοράζει αντίτυπο των περιπόθητων και νεωστί εκδοθέντων Δεκαοχτώ κειμένων, φρίττω με τη σκέψη ότι το διάστημα που μεσολάβησε από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι την κυκλοφορία του τόμου είναι λίγο μικρότερο από το διάστημα που χωρίζει το 1970 από το 2022.
Στο κείμενό του ο Μαρωνίτης επικέντρωνε την προσοχή του στη σχέση του φανταστικού ποιητή Φερνάζη με την ιστορία. Στο ποίημα ο Φερνάζης, κάτοικος της Αμισού, σημαντικής παραθαλάσσιας πόλης του Βασιλείου του Πόντου, σχεδιάζει ένα επικό ποίημα με θέμα την άνοδο του Δαρείου στον θρόνο της Περσίας 450 περίπου χρόνια νωρίτερα. Τα ποιητικά του σχέδια όμως διακόπτονται με την είδηση ότι οι Ρωμαίοι είναι έτοιμοι να επιτεθούν στον Πόντο και να τον καταλάβουν. (Και πράγματι η Αμισός έπεσε στους Ρωμαίους το 71 π.Χ.) Οι σκέψεις λοιπόν του Φερνάζη ταλαντεύονται ανάμεσα στην παλαιά ιστορία του Δαρείου και στη σύγχρονή του ιστορία μακροχρόνιας αντιπαράθεσης του βασιλιά Μιθριδάτη ΣΤ΄ του Πόντου με τους Ρωμαίους. Δεδομένου ότι ο Μαρωνίτης θεωρούσε το φανταστικό πρόσωπο του Φερνάζη ως προσωπείο του Αλεξανδρινού ποιητή, είναι εντυπωσιακό το ότι στο κείμενό του ο Σαλονικιός φιλόλογος αγνοούσε σχεδόν τελείως τη σχέση του ίδιου του Καβάφη με την ιστορία του καιρού του.
Ο τόσο οξυδερκής φιλόλογος και κριτικός εμπλεκόταν ο ίδιος με ενεργό και οδυνηρό τρόπο στη σύγχρονή του ιστορία. Πέρασε κάποια διαστήματα ως πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές της χούντας και πριν και μετά τη συγγραφή του κειμένου του για τον καβαφικό «Δαρείο».
Μια από τις ενότητες του κειμένου του Μαρωνίτη τιτλοφορείται «Η ιστορική επικαιρότητα». Έχοντας σημειώσει ότι η χρονολογία σύνθεσης (γρ. δημοσίευσης) του «Δαρείου» ήταν το 1920, αναρωτιέται: «Τι συμβαίνει αυτή την εποχή στην Αλεξάνδρεια, που θα μπορούσε να ερεθίση τον Καβάφη να γράψη τον “Δαρείο”;». Ο Μαρωνίτης ομολογεί ότι δεν μπορεί να απαντήσει στο δικό του ερώτημα, διότι η έρευνα του Στρατή Τσίρκα σχετικά με τις πολιτικές απόψεις του αλεξανδρινού ποιητή σταματά το 1911.[2] Και τελειώνει την εν λόγω ενότητα με την εξής πρόταση: «Προς το παρόν, μια που είμαστε αβοήθητοι στο σημείο αυτό, δεν μας μένει τίποτε πιο συγκεκριμένο να στηρίξουμε τον “Δαρείο”, έξω από την πολιτική και πολεμική σύγχυση που κυριαρχούν το 1920 στον βαλκανικό χώρο.»[3]
Μεταγενέστεροι μελετητές, γνωρίζοντας ότι «Ο Δαρείος» γράφτηκε τον Μάιο του 1917 και όχι το 1920, το συνέδεσαν με τον Εθνικό Διχασμό, και συγκεκριμένα με την περίοδο μετά το Κίνημα της Θεσσαλονίκης (Αύγουστος 1916) και πριν από την είσοδο της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (Ιούνιος/Ιούλιος 1917). Οι μελετητές εκείνοι αναφέρθηκαν στην πίεση που ασκήθηκε από τις βρετανικές αρχές της Αιγύπτου στους Αιγυπτιώτες Έλληνες να δηλώσουν ότι ήταν με το μέρος του Βενιζέλου (υπέρ δηλαδή της εισόδου της Ελλάδας στον Πρώτο Πόλεμο με την πλευρά των Βρετανών και των συμμάχων τους) και όχι του βασιλιά. Ο Γιώργος Βελουδής μάλιστα συνέδεσε ρητά τον «πόλεμο» που αναφέρει ο Φερνάζης («Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα») με το δίλημμα αυτό των Αιγυπτιωτών.[4]
Και όμως η εμβέλεια της κοσμοθεωρίας – και της ελληνοθεωρίας– του Καβάφη δεν περιορίζεται στην Αλεξάνδρεια και στον βαλκανικό χώρο∙ εκτείνεται και σε όλη τη Μικρά Ασία και πιο πέρα ακόμα. Για τους Έλληνες υπηκόους του Σουλτάνου ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αρχίσει τον Νοέμβριο του 1914, όταν η Ρωσία, η Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και το 1920 η μοίρα του Ελληνισμού δεν παιζόταν ούτε στην Αλεξάνδρεια ούτε στον βαλκανικό χώρο αλλά στη Μικρά Ασία.
Είναι γνωστό ότι από το 1914 οι οθωμανικές αρχές εκτόπιζαν χριστιανικούς πληθυσμούς από τα μικρασιατικά παράλια (και ιδίως της Μαύρης Θάλασσας) και τους έστελναν στην ενδοχώρα. Οι άντρες στάλθηκαν στα διαβόητα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού). Συγκεκριμένα στον Πόντο, στόχος των οθωμανικών αρχών ήταν να απομακρύνουν τους χριστιανούς υπηκόους του Σουλτάνου για τους οποίους υπήρχε η υποψία ότι θα μπορούσαν ίσως να συνεργαστούν με τους ομόθρησκούς τους Ρώσους, οι οποίοι κατόρθωσαν τελικά να εισβάλουν στο οθωμανικό έδαφος και να καταλάβουν την Τραπεζούντα τον Απρίλιο του 1916.
Όπως ανέφερα, ο Καβάφης έγραψε τον «Δαρείο» τον Μάιο του 1917.[5] Συγκεκριμένα για την Αμισό (τη μετέπειτα Σαμψούντα ή Samsun), είναι φανερό ότι, κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του ίδιου έτους –αμέσως πριν από τη συγγραφή του «Δαρείου»– οι εκτοπισμοί άρχισαν να γίνονται με πιο συστηματικό τρόπο. Όπως γράφει ο τούρκος ιστορικός Taner Akçam,
Σε κωδικοποιημένο μήνυμα που έστειλε προς την επαρχία της Σαμψούντας στις 11 Ιανουαρίου 1917 ο Ταλαάτ γράφει τα εξής: «Μίλησα με τον Ενβέρ Πασά. Μου είπε ότι οι σχετικές προετοιμασίες έχουν πραγματοποιηθεί από την Τρίτη Στρατιά. Ο σκοπός είναι να εκτοπιστούν οι Έλληνες από τα παράλια στην ενδοχώρα, σε απόσταση 30 με 50 χιλιομέτρων από τη θάλασσα.» [...].[6] Στις 21 Ιανουαρίου 1917 οι περισσότερες από τις επαρχίες της βορειοκεντρικής Ανατολίας προειδοποιήθηκαν ότι «η Αρχηγία της Τρίτης Στρατιάς θεωρεί ως επείγουσα ανάγκη τον εκτοπισμό του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής του λεκανοπεδίου της Σαμψούντας σε ενδότερα σημεία και την εγκατάστασή του σε χωριά των επαρχιών Σεβάστειας, Κασταμονής, Άγκυρας και Μπολού.»
Και συνεχίζει ο Ακτσάμ:
Κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα του 1917, γύρω στους 80 διακεκριμένους κατοίκους της Σαμψούντας συνελήφθησαν και τέσσερις χιλιάδες κάτοικοι εκτοπίστηκαν, πρώτα στην Χαβζά και στη συνέχεια στο Τσορούμ. Οι εκτοπισμένοι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στις πρώην κατοικίες των εκτοπισμένων αρμενίων χωρικών.[7]
Αυτά λοιπόν συνέβαιναν στις παραμονές της συγγραφής του «Δαρείου». Δυο χρόνια αργότερα, μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στις 19 Μαΐου 1919 (ημέρα της οποίας η επέτειος, καθόλου συμπτωματικά, θεσπίστηκε διά νόμου στην Ελλάδα το 1994 ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου) ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, προκειμένου να ξεκινήσει την εθνικιστική εκστρατεία του, η οποία είχε δύο σκοπούς: την ανατροπή του ηττημένου από τους Συμμάχους σουλτανικού καθεστώτος και την εκδίωξη όλων των κατοχικών δυνάμεων (βρετανικών, γαλλικών, ιταλικών και ελληνικών) από τη χώρα του. Η εκστρατεία του αυτή κατέληξε το 1923 στην ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας, με τον Κεμάλ ως πρώτο πρόεδρό της. Στην Τουρκική Δημοκρατία η 19η Μαΐου εορτάζεται κάθε χρόνο ως επέτειος της έναρξης του Απελευθερωτικού Αγώνα της χώρας. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι η αποβίβαση του Κεμάλ στη Σαμψούντα συνέβη τέσσερις μόλις μέρες μετά την αποβίβαση των πρώτων ελληνικών κατοχικών δυνάμεων στη Σμύρνη.
Μου φαίνεται τελείως παράλογο να αποκλείσουμε την πιθανότητα ότι, την εποχή που έγραφε τον «Δαρείο», ο Καβάφης είχε στον νου του και τα σύγχρονά του τεκταινόμενα στη γεωγραφική περιοχή όπου τοποθετείται η δράση του «ιστορικοφανούς»[8] ποιήματός του – και ίσως ότι η απόφασή του να δημοσιεύσει το εν λόγω ποίημα τον Οκτώβριο του 1920 να οφείλεται και στην επικαιρότητα που είχε προσλάβει ο Πόντος στη σύγχρονη ιστορία του Ελληνισμού. Είναι εύλογο ο (πάντα ανήσυχος και μάλλον απαισιόδοξος απέναντι στην Ιστορία) Καβάφης να μην εφησύχασε με την αποκατάσταση της τάξης στην περιοχή μετά την ανακωχή που υπογράφτηκε μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Συμμαχικών Δυνάμεων στον Μούδρο της Λήμνου στις 18/31 Οκτωβρίου 1918.
Θυμίζω ότι ο Καβάφης έγραψε το «Πάρθεν» τον Μάρτιο του 1921, λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του «Δαρείου» και αρκετά πριν από την τελική νίκη των τουρκικών στρατευμάτων εναντίον των ελληνικών.[9] Ο Καβάφης δεν χρειαζόταν και τόσο μεγάλη δόση διορατικότητας ώστε να προβλέψει το τραγικό τέλος του ποντιακού Ελληνισμού. Προέβλεπε –σαν να ήταν ήδη τετελεσμένο γεγονός– ότι, όπως «η Ρωμανία πάρθεν» το 1453, ο Μικρασιατικός Ελληνισμός αύριο μεθαύριο θα καταστραφεί ολοκληρωτικά. Τα ενδιάμεσα 470 περίπου χρόνια δεν ήταν παρά μια αναβολή, μια διορία.
Μπορούμε να φανταστούμε τον Φερνάζη και ως σύγχρονο Πόντιο, αντιμέτωπο με την επικείμενη καταστροφή του ποντιακού Ελληνισμού από τους Τούρκους:
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.
Και πραγματικά, μέχρι να δημοσιευτεί, το καβαφικό ποίημα είχε προσλάβει πρόσθετη επικαιρότητα: τα ελληνικά στρατεύματα είχαν ήδη «περάσει τα σύνορα» που συμφωνήθηκαν μεταξύ Συμμάχων και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διά της Συνθήκης των Σεβρών (Αύγουστος 1920), προκειμένου να περιφρουρηθεί η πόλη της Σμύρνης και η ενδοχώρα της.
Αλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Αμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Πίσω από τη φράση «οι Ρωμαίοι» οι υποψιασμένοι αναγνώστες μπορούν να διαβάσουν «οι Τούρκοι», ενώ πίσω από τη φράση «οι Καππαδόκες» ίσως να πάει ο νους μας όχι μόνο στους άμαχους Ποντίους αλλά και στους ποντίους αντάρτες που δρούσαν κατά την περίοδο από τα πρώτα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 1922, με σκοπό να προστατεύσουν τους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς.[10]
Δεν είμαι ιστορικός και δεν γνωρίζω τι λεπτομέρειες θα μπορούσε να ξέρει ο Καβάφης (από εφημερίδες και άλλες πηγές) για τη σύγχρονή του κατάσταση στον Πόντο. Φαντάζομαι όμως ότι τα δεινά που συνέβαιναν ήταν πασίγνωστα σε όποιον ενδιαφερόταν για το μέλλον του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
Αν αληθεύει η ατεκμηρίωτη εικασία του Γ. Π. Σαββίδη ότι ο Καβάφης πρωτοέγραψε το ποίημά του πριν από το 1897,[11] τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο ποιητής δεν θα συνέδεε τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του Δαρείου και της εποχής του Μιθριδάτη στα οποία αναφέρεται το ποίημα με την κατάσταση του ελληνικού Πόντου την εποχή της γραφής. Ο ιστορικός ποιητής όμως δεν είναι μόνο ο ποιητής που χειρίζεται την ιστορία στην ποίησή του. Και ο ίδιος και η ποίησή του είναι εμπλεγμένοι στην ιστορία του καιρού τους, καθώς και στην ιστορία του καιρού του εκάστοτε μελλοντικού αναγνώστη τους. Μέχρι τον Μάιο του 1917 που γράφτηκε με τη μορφή που το ξέρουμε, το ποίημα του Καβάφη ήταν ήδη εμπλεγμένο στη σύγχρονη ιστορία του Πόντου, ενώ μέχρι τον Οκτώβριο του 1920 που πρωτοδημοσιεύτηκε, στον Πόντο είχαν σημειωθεί πρόσθετες δυσοίωνες εξελίξεις. Εκείνα τα χρόνια δηλαδή τα νοήματα που περιέχει ο «Δαρείος» του Καβάφη μεταλλάσσονταν συνεχώς καθώς το ποίημα έπλεε στα ταραγμένα νερά της σύγχρονής του ιστορίας.
Ευχαριστώ και από δω τη φίλη Ναταλία Δεληγιαννάκη, η οποία με βοήθησε να βελτιώσω την ελληνική διατύπωση.
[1] Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Υπεροψία και μέθη», στο Δεκαοχτώ κείμενα (Αθήνα 1970), σ. 135-154.
[2] Στρατής Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του (Αθήνα 1958).
[3] Δ. Ν. Μαρωνίτης, ό.π., σ. 148.
[4] Γιώργος Βελουδής, «“Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα” (Η κρίση της καλλιτεχνικής συνείδησης)» , στου ίδιου, Προτάσεις: Δεκαπέντε γραμματολογικές δοκιμές (Αθήνα 1981), σ. 159. Ευχαριστώ θερμά την Diana Haas που είχε την καλοσύνη να μου στείλει το κείμενο του Βελουδή.
[5] Κ. Π. Καβάφης, Τα ποιήματα Β΄ (1919-1933). Νέα έκδοση του Γ. Π. Σαββίδη (Αθήνα 1992), σ. 111.
[6] Ο Μεχμέτ Ταλαάτ ήταν πρωθυπουργός της οθωμανικής κυβέρνησης, ενώ ο Ισμαήλ Ενβέρ ήταν υπουργός Στρατιωτικών.
[7] Taner Akçam, The Young Turks' Crime against Humanity: The Armenian Genocide and Ethnic Cleansing in the Ottoman Empire (Πρίνστον και Οξφόρδη 2012), σ. 111-112. Μετάφραση από τα αγγλικά PM. Ο Akçam βασίζει τις πληροφορίες του σε συγκεκριμένα επίσημα έγγραφα του οθωμανικού Υπουργείου των Εσωτερικών, στα οποία παραπέμπει σε υποσημειώσεις.
[8] Ο χαρακτηρισμός είναι του Σαββίδη, ό.π., σημ. 4.
[9] Ένα γεγονός άνευ προηγουμένου συνέβη τον ίδιο μήνα που ο Καβάφης έγραφε το «Πάρθεν», μπορεί κιόλας να ήταν από τις κύριες αφορμές του ποιήματος. Παραθέτω πρόχειρα από πρόσφατο κείμενο: «στις αρχές Μαρτίου του 1921, ο ελληνικός στρατός, στο κύριο μέτωπο της Μικράς Ασίας, ηττήθηκε για πρώτη φορά και υποχώρησε στην αναμέτρηση με τις διαρκώς ισχυροποιημένες δυνάμεις του Κεμάλ» (Γιάννης Γιανουλόπουλος, «Οι αντίπαλοι του υπαρκτού Ρήγα», Athens Review of Books, Ιανουάριος 2022, σ. 46).
[10] Αρχικά ο όρος Καππαδοκία δήλωνε μια τεράστια περιοχή που εκτεινόταν από τα σύνορα της Κιλικίας μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Καππαδοκία ήταν και η αρχική ονομασία του Βασιλείου του Πόντου. Στη συνέχεια όμως το βορειοανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας (με πόλεις όπως η Τραπεζούντα, η Αμισός και η Σινώπη) αναφερόταν ως «Πόντος», ενώ ο όρος «Καππαδοκία» περιοριζόταν σε νοτιότερο τμήμα (με πόλεις όπως η Νύσσα και τα Τύανα).
[11] Ό.π., σημ. 5.