Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! Ο Αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση. Ανθολογία, Ανθολόγηση: Θανάσης Γαλανάκης - Μάνος Κουμής, Έρευνα υλικού, γενική φιλολογική επιμέλεια, υπομνηματισμός: Θανάσης Γαλανάκης, Κοσμήματα, επεξηγηματικά υπομνήματα: Ηρώ Νικοπούλου, Αθήνα, Τράπεζα Πειραιώς – Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος 2021, σελ. 970
Η συμμετοχή της Τράπεζας Πειραιώς στον εορτασμό της επετείου των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, μέσω του πλούσιου προγράμματος των «Επετειακών Δράσεων 1821-2021», έτσι όπως μπορεί πλέον να κριθεί, καθώς οδεύουμε προς το τέλος του επετειακού έτους, αντιστοιχεί επάξια τόσο στην ιστορική διαδρομή όσο και στο σημερινό κύρος της Τράπεζας ως σημαντικού φορέα όχι μόνο της οικονομικής αλλά ευρύτερα της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής του τόπου μας. Ανάμεσα στις εκδόσεις που περιέλαβε το πρόγραμμα των «Επετειακών Δράσεων 1821-2021» ίσως η πιο ενδιαφέρουσα, σύμφωνα με το κριτήριο ότι απευθύνεται κυρίως σε ευρύ κοινό, είναι η ανθολογία Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! Ο Αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση. Η ανθολόγηση έγινε από τους φιλολόγους Θανάση Γαλανάκη και Μάνο Κουμή, που αμφότεροι είναι υποψήφιοι διδάκτορες νεοελληνικής φιλολογίας στον Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, ενώ ο πρώτος έκανε επίσης την έρευνα υλικού, τη γενική φιλολογική επιμέλεια και τον υπομνηματισμό των ποιημάτων. Στο βιβλίο συνέβαλε η Ηρώ Νικοπούλου, που φιλοτέχνησε τα σχετικά με το 1821 κοσμήματα και συνέταξε τα επεξηγηματικά υπομνήματα γι’ αυτά. Επίσης το βιβλίο διανθίζεται από εικόνες ζωγραφικών έργων εμπνευσμένων από την Επανάσταση. Η ανθολογία, στην οποία συνεισέφεραν και μερικά ακόμα πρόσωπα, όπως ο Ξάνθος Μαϊντάς και ο Συμεών Σταμπουλού, είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της Τράπεζας Πειραιώς με το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος.
Συγκρινόμενο το βιβλίο με τις δύο προηγούμενες ομοιόθεμες ανθολογίες, εκείνες που επιμελήθηκαν ο ποιητής Ηλίας Γκρης, Το 1821 στην ελληνική ποίηση (2011 και εμπλουτισμένη επανέκδοση το 2020), και ο συγγραφέας Κώστας Σταμάτης, Η ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης 1821. Δημοτικό τραγούδι – Νεοέλληνες ποιητές από τον Σολωμό και τον Κάλβο μέχρι σήμερα (2020), υπερέχει αισθητά. Η υπεροχή είναι προφανής σε ό,τι αφορά τα ποσοτικής τάξης στοιχεία. Συγκεκριμένα, η ανθολογία των Γαλανάκη και Κουμή είναι 350 περίπου σελίδες μεγαλύτερη από εκείνη του Σταμάτη, καθώς περιέχει αρκετά περισσότερα πρωτότυπα ελληνόγλωσσα ποιήματα, και στο δεύτερο μέρος της περιλαμβάνει μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα ποιήματα που γράφτηκαν την εποχή της Επανάστασης από ξένους ποιητές, υλικό που δεν υπάρχει στις δύο προηγούμενες ανθολογίες, ενώ επίσης το φιλολογικό περικείμενό της, κυρίως σε ό,τι αφορά τον αναλυτικό γλωσσικό και πραγματολογικό υπομνηματισμό των ποιημάτων, είναι πληρέστερο. Το ποσοτικό εύρος της ανθολογίας αποτυπώνεται στην πληροφορία που μας δίνει στο σημείωμά του ο επιμελητής: «Στο ελληνικό τμήμα βρίσκονται 149 εγγραφές αποτελούμενες από 145 ταυτισμένους και 3 αταύτιστους Έλληνες ποιητές, όπως επίσης και τη δημοτική ποίηση. Το φιλελληνικό τμήμα περιλαμβάνει 43 εγγραφές αποτελούμενες από 41 ταυτισμένους και 2 αταύτιστους ποιητές» (σ. 19).
Αλλά τα στοιχεία της ποιοτικής υπεροχής της ανθολογίας έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το κυριότερο είναι ότι, προκειμένου να γίνει η επιλογή των ποιημάτων, οι δύο ανθολόγοι έκαναν προηγουμένως συστηματική έρευνα, αν κρίνουμε και μόνο από την πληροφορία που δίνουν στον πρόλογό τους ότι «προέκυψαν περισσότερα από 1.500 ποιήματα και ποιητικές συνθέσεις που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αφορούν στο 1821 και αποτέλεσαν την τελική δεξαμενή από την οποία αντλήθηκε το υλικό της ανθολογίας» (σ. 15). Μάλιστα για έναν έμπειρο και ειδικό αναγνώστη του βιβλίου δεν μένει αμφιβολία ότι οι δύο ανθολόγοι εργάστηκαν ευσυνείδητα και εντατικά, μάλιστα κάτω από τις δυσχερείς για την έρευνα συνθήκες που επέβαλε η πανδημία, συνθήκες που αναπόφευκτα απηχούνται στην επιλογή ορισμένων εκδόσεων έναντι άλλων εγκυρότερων, αλλά, προφανώς, δυσπρόσιτων. Ευχής έργο θα ήταν ο κατάλογος των 1.500 ποιημάτων και ποιητικών συνθέσεων να δημοσιευτεί είτε έντυπα είτε ηλεκτρονικά.
Ευγένιος Ντελακρουά, Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα, λάδι σε μουσαμά, 1856, Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
Έτσι όπως σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε, η ανθολογία αποβλέπει στο να καλύψει κυρίως τις ανάγκες του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού που ενδιαφέρεται να γνωρίσει πώς η ελληνική ποίηση δύο αιώνων αλλά και ένα μέρος της ξένης ποίησης θεματοποίησαν την Επανάσταση του 1821. Σε σχέση με τις ανάγκες αυτού του κοινού, η ανθολογία ανταποκρίνεται πολύ καλά στον στόχο της τόσο με τα πολλά και ποικίλα ανθολογημένα κείμενα όσο και με τις ευρύτατες πληροφορίες που προσφέρει γι’ αυτά ο επιμελητής. Επίσης το βιβλίο είναι τυπογραφικά καλαίσθητο και δεν έχει αβλεπτήματα. Εξεταζόμενη από τη σκοπιά του προορισμού της και για το ειδικό κοινό, η ανθολογία των Γαλανάκη και Κουμή περιλαμβάνει όχι μόνο τα λίγο ως πολύ αναμενόμενα ποιήματα με θέμα την Επανάσταση, αλλά και αρκετά άλλα που θα χαρακτηρίζαμε αθησαύριστα, κείμενα που κατά βάση είναι ελάχιστα γνωστά σήμερα, ακόμα και στην κοινότητα των ειδικών. Η εξισορρόπηση κατά την επιλογή των ποιημάτων ανάμεσα στα γνωστά και στα αθησαύριστα, αποτέλεσμα της συστηματικής έρευνας στην οποία ήδη αναφέρθηκα, δείχνει την τεράστια διάχυση της Επανάστασης ως θέματος στην ελληνική ποίηση. Η επιλογή των ανθολόγων, όπως γράφουν, «μεταξύ των ανθολογημένων κειμένων [να] υπάρχουν αρκετά κείμενα που διατηρούν την ποιητική φόρμα, [τα οποία] ωστόσο συγκαταλέγονται στο είδος του αφηγηματικού δράματος, καθώς κινούνται ανάμεσα στην ποίηση και το θέατρο» (σ. 16), εμπλουτίζει το υλικό της ανθολογίας, καθώς ανάλογη επιλογή δεν έγινε στις δύο προηγούμενες ανθολογίες. Η συμπερίληψη και «αφηγηματικών δραμάτων» προκαλεί ειδολογική αστάθεια στην ανθολογία, σύμφωνα με τα σημερινά κριτήρια. Τα «αφηγηματικά δράματα» είναι θεατρικά κείμενα και ως θεατρικά έργα λειτουργούν στο δικό τους επικοινωνιακό πλαίσιο. Σύμφωνα, όμως, με την ισχύουσα στον 19ο αιώνα ποιητική θεωρία συνδέονταν στενά με τα αμιγώς ποιητικά έργα. Η κατάταξη που επέλεξαν οι ανθολόγοι, συγκεκριμένα, όπως γράφουν, «η ταξινόμηση των ποιητών βάσει της χρονολογίας γέννησής τους και η συνακόλουθη κατάταξή τους σε γραμματολογικές γενιές» (σ. 17), δεν είναι η πιο λειτουργική και μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση στον μη ειδικό αναγνώστη. Πολύ πιο λειτουργική θα ήταν η ταξινόμηση όχι των ποιητών, αλλά των ποιημάτων κατά τον χρόνο της πρώτης δημοσίευσής τους, καθώς έτσι θα φαινόταν πολύ καλύτερα η ανταπόκριση των ποιητών σε ερεθίσματα του εκάστοτε πολιτικοκοινωνικού παρόντος τους. Μερικά ποιήματα του πρώτου μέρους της ανθολογίας κρίνω ότι δεν έχουν σχέση με την Επανάσταση του 1821, όσο κι αν διευρύνουμε την έννοιά της.[1] Το δεύτερο, το φιλελληνικό τμήμα της ανθολογίας, είναι πολύ λιγότερο συστηματικό, σε σύγκριση με το πρώτο, καθώς η μεγάλη πλειονότητα των ξένων ποιημάτων προέρχεται από πρόσφατες υπάρχουσες πηγές ανά ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Η επανάληψη των ίδιων πληροφοριών σε διάφορα σημεία, στη βάση του σκεπτικού των ανθολόγων ότι ο αναγνώστης μπορεί να διαβάζει άτακτα το βιβλίο, και η παράθεση αρκετών πληροφοριών, όπως τα βιογραφικά σημειώματα, εύκολα εντοπίσιμων σήμερα διόγκωσαν περιττά το φιλολογικό περικείμενο. Τέλος, πολύ χρήσιμος θα ήταν ένας πίνακας ονομάτων, τόπων και συμβάντων που αναφέρονται στα ποιήματα, καθώς θα έκανε πολύ πιο λειτουργική τη χρήση της ανθολογίας. Αυτές, όμως, οι επιφυλάξεις και ελλείψεις δεν μειώνουν ουσιαστικά την αξία της ανθολογίας των Γαλανάκη και Κουμή, που, όπως έγραψα, είναι η πληρέστερη και ποιοτικότερη σε σύγκριση με τις ομοιόθεμές της.
Οι ανθολόγοι γράφουν στον πρόλογό τους ότι η υιοθέτηση του θεματικού κριτηρίου για την επιλογή ορισμένων ποιημάτων «δεν σημαίνει ότι συμπεριλήφθηκαν στην ανθολογία ποιήματα χαμηλής ή κακής ποιότητας, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η αντιπροσωπευτικότητα» (σ. 16). Η γνώμη μου είναι ότι έχουν περιληφθεί και αρκετά ποιήματα χαμηλής ή κακής ποιότητας, κυρίως ανάμεσα σε όσα χαρακτήρισα αθησαύριστα ή ελάχιστα γνωστά, χωρίς όμως έτσι να μειώνονται η λειτουργικότητα και η χρηστικότητα της ανθολογίας. Αντιθέτως, πιστεύω ότι καλά έπραξαν οι ανθολόγοι και επέλεξαν και αυτά τα ποιήματα, καθώς πρόκειται για ποιήματα γραμμένα από ποιητές του μέσου όρου και γι’ αυτό τον λόγο είναι πολύ περισσότερο αντιπροσωπευτικά, από ό,τι τα ποιήματα του Σολωμού, του Κάλβου και γενικότερα των μειζόνων και γνωστών ποιητών. Είναι ποιήματα αδιάφορα από αισθητική σκοπιά, αλλά αποτυπώνουν γραμμικά τη συλλογική αντίληψη και τους κοινούς τόπους της ιδεολογίας κάθε εποχής.
Θα επιχειρήσω, στη συνέχεια, να κάνω ένα συνοπτικό διάγραμμα ανάγνωσης των ελληνικών ποιημάτων της ανθολογίας, από τον χώρο της έντεχνης ή προσωπικής ποίησης, σύμφωνα με το ανάπτυγμά τους μέσα στον ιστορικό χρόνο. Προφανώς πρέπει να διακριθούν τα ποιήματα που γράφτηκαν ενόσω ακόμα συνέβαινε η Επανάσταση, ως άμεση ανταπόκριση ή και ευκταία, σύμφωνα με τις προθέσεις των ποιητών, συμβολή σε μία συλλογική κατάσταση που ακόμα ήταν ρευστή, με αβέβαιη έκβαση, από τα ποιήματα που γράφτηκαν μετά το τέλος της Επανάστασης και τη δημιουργία του κράτους, όταν πια ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας αποτελούσε παρελθόν, που πάντοτε γίνεται αντικείμενο διαχείρισης από τη σκοπιά του παρόντος. Έτσι, η ελληνική ποίηση του 19ου αιώνα περιέχει πλήθος ποιητικά κείμενα που θεματοποιούν την Επανάσταση. Όπως έγραψε ο Παναγιώτης Σούτσος επιλογικά στο ποίημά του «Διθύραμβος εις την εικοστήν πέμπτην Μαρτίου», «ο αγών της Ελλάδος υπήρξεν τοσούσον μέγας και τοσούτους ήρωας παρήγαγεν, ώστε εκτός της διθυράμβου αυτού, ει και συνεθέσαμεν τρισχίλια έτι έπη πλήρη αυτού εν τη Κιθάρα, εν τοις Ελεγείοις και εν τη τραγωδία του Καραϊσκάκη και δώδεκα πανηγυρικούς λόγους εξεφωνήσαμεν πλήρεις αυτού, ουκέτι όμως εξηντλήσαμεν το θέμα» (σ. 186). Πράγματι το θέμα ήταν ουσιαστικά ανεξάντλητο, επειδή τα κατά καιρούς ποιήματα με θέμα διάφορα πρόσωπα, συμβάντα και όψεις της Επανάστασης, όταν πια αυτή, με το πέρασμα του ιστορικού χρόνου, απομακρυνόταν στο παρελθόν, την επανέφεραν μνημονικά στο παρόν, προκειμένου οι ποιητές τους να αναμετρηθούν με ιδεολογικά και αισθητικά αιτήματα της συγχρονίας τους. Η δυναμική της ιστορικής εξέλιξης, δηλαδή η αναπόδραστη σχέση με το παρόν όταν σκεφτόμαστε το παρελθόν, προσδιόρισε και τη θεματική και το αξιακό φορτίο των αναφερόμενων στην Επανάσταση ποιημάτων. Και επειδή η ιστορική εξέλιξη στους δύο αιώνες εθνικού και συνάμα κρατικού βίου δεν υπήρξε αδιατάρακτη, η έννοια της πατρίδας και συνεπώς και η σημασία της Επανάστασης ανασημασιοδοτήθηκαν πολλαπλά.
Στον 19ο αιώνα τα περισσότερα αναφερόμενα στην Επανάσταση ποιήματα συνδέονταν κυρίως με το αίτημα της αρχικά σχηματιζόμενης και τελικά κυρίαρχης στην εθνική ιδεολογία «Μεγάλης Ιδέας». Η αμφίθυμη διάθεση με την οποία θεματοποιείται η Επανάσταση, τις πρώτες δεκαετίες μετά τη σύσταση του κράτους, φαίνεται από το ότι, από τη μία, εξιστορούνται με δραματικό και μνημειώνονται με επικό τρόπο πρόσωπα και γεγονότα ως απαράμιλλα παραδείγματα εθνικής διδαχής, και, από την άλλη, με την αναδρομή στο παρελθόν εκφράζεται παραστατικά η έκπτωση του ιδανικού, με άλλα λόγια η αντίληψη πως ό,τι συμβαίνει στον σύγχρονο ελληνικό πολιτικοκοινωνικό βίο είναι ανάξιο του λαμπρού παρελθόντος της Επανάστασης και των υψηλών αξιών της. Η πρώτη όψη, της εξιστόρησης και της μνημείωσης, συνδέεται στενά, μεταξύ άλλων, και με τη λειτουργία της ποίησης ως μέρους του δημόσιου βίου, σε περιστάσεις όπως οι επέτειοι, οι ημέρες εορτασμού – ιδίως η 25η Μαρτίου, οι δημόσιες τελετές για αποκαλυπτήρια αδριάντων και οι ποιητικοί διαγωνισμοί του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με την άλλη όψη, την έκπτωση του ιδανικού, συνδέονται επίσης ορισμένα διαχρονικά και μέχρι σήμερα διακριτά γνωρίσματα της συλλογικής νοοτροπίας, όπως είναι η αντιδυτική στάση και το αίσθημα της υπεροχής των νεοελλήνων έναντι των επίβουλων εχθρών τους στην ευρωπαϊκή Δύση. Κατά βάθος, όμως, η αμφιθυμία, που εμφανίζεται ήδη όσο διαρκεί η Επανάσταση και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια με δηκτικά σατιρικά ποιήματα, είναι φαινομενική, καθώς πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: όσο πιο πολύ εξιδανικεύεται το παρελθόν της Επανάστασης τόσο περισσότερο οικτίρεται το ανάξιό της και ξεπεσμένο παρόν. Στην πορεία του χρόνου, όσο τα πρόσωπα που έδρασαν στην Επανάσταση βρίσκονταν ακόμα εν ζωή και συμμετείχαν στον δημόσιο βίο – ανάμεσά τους και επιφανή πρόσωπα όπως ο Κανάρης και ο Μακρυγιάννης, τα σχετικά με αυτά τα πρόσωπα ποιήματα συνδέονται με την άμεση εμπειρία των δημιουργών τους ως αυτοπτών μαρτύρων. Έτσι, τα αρκετά ποιήματα, γραμμένα τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, που έχουν ως θέμα τους τα γηρατειά ή τον θάνατο αγωνιστών, δείχνουν τη μετάβαση προς την περίοδο όπου πλέον η Επανάσταση θα διαμεσολαβείται μέσω της μνήμης, κυρίως εκείνης που βασίζεται σε κάθε είδους κειμενικά τεκμήρια ενός ολοένα και πιο μακρινού παρελθόντος.
Η ναυμαχία του Ναβαρίνου, Φρήντριχ Μπούτερβεκ, 1837.
Με τη γενιά του 1880, τη γενιά του Παλαμά, η Επανάσταση εξακολουθεί να θεματοποιείται στην ποίηση κατά κανόνα με θετικό τρόπο, μέχρι και την εποχή της Μικρασιατικής Καταστροφής, συναρτημένη με τον ακόμα ισχυρό πυλώνα της εθνικής ιδεολογίας, τη Μεγάλη Ιδέα. Τα σχετικά ποιήματα, πάντως, εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από λειτουργικά δίπολα, γνωστά από το παρελθόν: από τη μια, η ηρωογονία∙ από την άλλη, η πτώση του ιδανικού. Από τη μια, επίσης, η εξιδανικευτική του εθνικού παρελθόντος πατριδολατρία∙ από την άλλη, η στηλίτευση, σατιρική ή μη, της προγονοπληξίας. Η ποίηση του Παλαμά είναι ενδεικτική της συλλειτουργίας αυτών των διπόλων. Ύστερα, όμως, από την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τα τραγικά επακόλουθά της, η στάση των ελλήνων ποιητών έναντι της Επανάστασης άρχισε σταδιακά να αλλάζει. Για την ακρίβεια, όσο η ελληνική ποίηση προχωρούσε στον 20ό αιώνα και οι ποιητές ζούσαν τις ιστορικές περιπέτειες που τον (και τους) σημάδεψαν (Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος, Δικτατορία των Συνταγματαρχών) η στάση τους απέναντι στην Eπανάσταση υπαγορεύεται, με το πέρασμα του χρόνου, από την ολοένα και κριτικότερη στάση τους απέναντι στη σύγχρονή τους πολιτικοκοινωνική κατάσταση. Έτσι, η θεματική ύλη της Επανάστασης δεν έπαψε να προσαρμόζεται και κατά συνέπεια να ανταποκρίνεται σε αιτήματα του παρόντος, καλύπτοντας, εντέλει, με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές ανάγκες. Εξηγούμαι: στοιχεία της Επανάστασης ως πρότυπα μίμησης και παραδείγματα συνέχειας (ή ασυνέχειας) επικαλούνται έλληνες ποιητές με σημείο σύγχρονής τους αναφοράς τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, τον αγώνα εναντίον των κατακτητών την περίοδο της Κατοχής, τον Εμφύλιο, τη μεταπολεμική εποχή, τη δικτατορία του 1967. Επίσης τα ίδια πρόσωπα και γεγονότα και το ίδιο αξιακό φορτίο που αυτά φέρουν ανακαλούν ποιητές η ιδεολογία των οποίων καλύπτει ολόκληρο σχεδόν το ιδεολογικό φάσμα, από τους κομμουνιστές, όπως ο Ρίτσος, που προβάλλουν τον καπετάνιο Άρη Βελουχιώτη ως άμεσο συνεχιστή των οπλαρχηγών του 1821, μέχρι τους φιλελεύθερους αστούς ή και τους δεξιούς που προβάλλουν τον Μακρυγιάννη ως πρότυπο του διαχρονικού Έλληνα με την ανόθευτη λαϊκή ψυχή, ταγμένη στην υπηρεσία της πατρίδας και της δικαιοσύνης. Αν κανείς επιλέξει και διαβάσει τα περιλαμβανόμενα στην ανθολογία των Γαλανάκη και Κουμή ποιήματα που γράφτηκαν για τον Μακρυγιάννη στη διάρκεια του 20ού αιώνα, ύστερα από τη δημοσίευση των περίφημων απομνημονευμάτων του Στρατηγού, μέχρι τις μέρες μας, νομίζω ότι θα επαληθεύσει τις παρατηρήσεις μου. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το ποιος ποιητής, πότε και με ποιους εξατομικευμένους όρους θεματοποιεί την Επανάσταση, το βέβαιο είναι ότι το 1821 μένει ακλόνητο στο υψηλό βάθρο του ως ανεξάντλητο σημείο αναφοράς, κατά τρόπο ώστε η αμφίθυμη διάθεση που διακρίναμε στα ποιήματα του 19ου αιώνα να επιβιώνει, ανατροφοδοτημένη, και σε εκείνα του 20ού αιώνα. Θα επικαλεστώ το εύγλωττο παράδειγμα ενός πολύ σύντομου και πολύ γνωστού μεταπολεμικού ποιήματος του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Πρόκειται για το εξής άτιτλο τετράστιχο ποίημα:
καημένε Μακρυγιάννη να ’ξερες
γιατί το τζάκισες το χέρι σου
το τσάκισες για να χορεύουν σέικ
τα κωλόπαιδα (σ. 549)
Απευθυνόμενος στον Μακρυγιάννη, τον λαϊκό αγωνιστή-πρότυπο της αφιέρωσης στην ιδέα της συλλογικής πατρίδας και της δικαιοσύνης, ο Χριστιανόπουλος χρησιμοποιεί αυτό το υποδειγματικό πρόσωπο του παρελθόντος για να εκφράσει τη δυσαρμονική σχέση του με το παρόν, με την κατάσταση των αποκαλούμενων κωλόπαιδων, των εξαχρειωμένων πλέον, εν συγκρίσει με τον Έλληνα Μακρυγιάννη, επειδή χορεύουν το αμερικάνικο σέικ. Προφανώς ο Μακρυγιάννης δεν μπορούσε να ακούσει την επίκληση του Χριστιανόπουλου. Αλλά το ποίημα ουσιαστικά απευθυνόταν στα αποκαλούμενα κωλόπαιδα και σε όσους ήθελαν ή και θέλουν να τα κακίζουν. Η πτώση του ιδανικού, λοιπόν, παραμένει παρούσα και στα μεταπολεμικά χρόνια. Όπως εμφανείς είναι, ακόμα και σε ποιήματα αναφερόμενα ποικιλοτρόπως στην Επανάσταση γραμμένα την εποχή της μεταπολίτευσης, ο αντιδυτικισμός και ειδικότερα ο αντιευρωπαϊσμός. Είναι αξιοπαρατήρητο, λοιπόν, ότι στην ποίησή μας, όπως γνωρίζουμε ότι συμβαίνει και στη συλλογική νοοτροπία μας, επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας ένα ισχυρό σύνδρομο κλεφταρματολισμού.
Σε τι συμποσούνται, εντέλει, τα ποιήματα δύο αιώνων με θέμα την Επανάσταση; Ίσως ένας εύγλωττος τρόπος να το αντιληφθούμε με τα λόγια ενός ποιητή είναι το εξής παράθεμα από το δοκίμιο του Οδυσσέα Ελύτη «Μίλτα ή το Αρχέτυπον»: «Έτσι το ποίημα συνεχίζεται. Συνεχίζεται και λέει για τα πάθια του ελληνισμού, για τους παπάδες που απαγχονιστήκανε, για τους κοτζαμπάσηδες με τη βράκα και το πελώριο φέσι, για τον Καποδίστρια, για τον Λούη τον ολυμπιονίκη, για την Κρητική Επανάσταση, για τις εποποιΐες του ’12-’13, για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για τα σπίτια του Πικιώνη. Δεν κατάφερα όλ’ αυτά να τ’ αποστηθίσω ποτέ μου. Δεν ξέρω από ιστορία, μολονότι ξέρω καταλεπτώς τις αντιδράσεις που δημιουργήσανε την ιστορία».[2] Αυτά με τον τρόπο του Ελύτη που προβάλλει το δικαίωμά του ως ποιητή να ποιητικοποιεί την ιστορία υπεράνω της ιστορίας. Σύμφωνα με τον δικό μου τρόπο διατύπωσης, οι λογαριασμοί μας με την Επανάσταση, και μέσω της ποίησης, δύο αιώνες μετά, παραμένουν ανοικτοί. Και θα παραμείνουν πιστεύω ανοιχτοί όσο μία πληθυσμιακά μικρή εθνική κοινότητα θα αναζητά εναγώνια στο παρελθόν της τα ερείσματα του συλλογικού παρόντος της.
[1] Βλ. τα ποιήματα του Ιωάννη Καρασούτσα, «Η προς τους ευεργέτας της Ελλάδος ευγνωμοσύνη μας, ή Ο σοφός Αδαμάντιος Κοραής» (σ. 243-244), του Σοφοκλή Κ. Καρύδη, «Αποχαιρετισμός» (σ. 256-260), του Γεωργίου Σουρή, «Στο θάνατο του Γλάδστωνος» (σ. 342) και του Γεωργίου Αθάνα, «Λιποτάχτης» (σ. 461).
[2] Οδυσσέας Ελύτης, «Μίλτα ή το Αρχέτυπον», στη συλλογή δοκιμίων του Εν Λευκώ. Το απόσπασμα ανθολογημένο στο βιβλίο, Η Ελλάδα του Ελύτη, Ανθολόγηση-επιμέλεια: Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Ίκαρος, Αθήνα 2021, σ. 44-45.