Ήρθε στα γράμματα κάπως μεγάλος
Γραβατωμένος δικηγόρος «εν Αθήναις» απ’ την επαρχία
Στα μέρη του φυτρώνουν οι περσότεροι ανά στρέμμα ποιητές
(εδώ ρωτήστε τον Αλέξανδρο Κοτζιά)
Oι υποθέσεις λιγοστές – ο χρόνος άφθονος
Παρηγορία ζήτησε στα γράμματα, όπως και τόσοι
που γράφανε καλούτσικες εκθέσεις στο γυμνάσιο.
Έγραψε ποίηση – η πρώτη συλλογή όσκαρ πρωτοτυπίας:
Ποιήματα - Α
(αυτό το άλφα ηχούσε βέβαια κάπως απειλητικά)
Διακόσα τύπωσε και κακοτυπωμένα σ’ ένα υπόγειο της Γερανίου
«Εκδόσεις Δάφνη»– ήγουν το ζητούμενο.
Τα μοίρασε σε καμιά δεκαπενταριά συγχωριανούς – να σκάσουν
Στον πρόεδρο πρωτοδικών της επαρχίας
Ένα στον κουτσομπόλη του χωριού τον καφετζή
άλλο ένα για το δάσκαλο να το εξηγήσει στα παιδιά.
Είκοσι έστειλε στον εθνοτοπικό για το Δου Σου και όποιον άλλο
και ανά δύο σ’ όλες τις βιβλιοθήκες του έθνους – και της Κύπρου.
Μέχρι και στου Κογκρέσου έστειλε αντίτυπο σινιέ.
Τα πιο πολλά τα φύλαξε για τους Ανθρώπους των Γραμμάτων
(αντρέσες ξεπατίκωνε από τα Χουιζχού)
μαζί με δουλικές αφιερώσεις που τελειώναν:
«… τον Λογοτέχνη και τον Άνθρωπο».
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς –ως λογοτέχνες και ως άνθρωποι–
ούτε που απαντήσαν – ήταν βλέπεις και τα ταχυδρομικά.
Τούτους κατόπιν τους σκυλόβριζε συλλήβδην.
Πεντέξι του έγραψαν «το έλαβα, ευχαριστώ, θα το διαβάσω»
(άλλοι χωρίς εκείνο το «θα το διαβάσω»)
Και το απίθωσαν ευθύς στο κάτω ράφι, τμήμα Πολτο-ποίηση.
Δυο τρεις που –μέγα λάθος!– του ’γραψαν δυο λόγια πέρα από
τα τυπικά τους εκτιμούσε ως τα ουράνια
και τους βομβάρδιζε εφεξής με τα λογής γραφτά του.
Τα υπόλοιπα βιβλία τα άπλωσε ανφάς στα ράφια του γραφείου
Να νιώθει ο εισερχόμενος σε ποιου γραφείο μπαίνει.
Αργότερα έβγαλε δέκα δώδεκα ακόμη συλλογές
μια απ’ τα ίδια.
Όσοι θυμούνταν το όνομα του δράστη που μύριζε νταηλίκι, αγριελιά
θυμάρι, καβαλίνα και τυρομυτζήθρα
ούτε που ανοίγαν τους φακέλους με τα Τιμής Ένεκεν.
Τα λογής περιοδικά Λόγου και Τέχνης και Γραμμάτων
λυπήθηκαν δυο λόγια ως λόγου χάρη:
«Ελπίζουμε πως η επόμενη συλλογή…» και τα τοιαύτα.
Η μόνη αναγνώριση, η μνεία στα «Βιβλία που ελάβαμε».
Μια άλλη διάκριση στα φάιναλ είκοσι για
πρωτοεμφανιζόμενους μεσήλικες στον Λαθραναγνώστη
(είκοσι ήταν όλοι κι όλοι οι φιναλίστ)
Αργότερα δοκίμασε τα ανυπόμονα φτερά του
και σ’ άλλα είδη έντεχνου λόγου
Ωστόσο ποιητή σεμνά ήθελε να τονε καλούνε
(μεριάζουμε για να περάσεις, Ποιητή)
Θέατρο, μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο
(«τα καθήκοντα του πνευματικού ανθρώπου στην εποχή μας»)
και βέβαια κριτική ιθαγενούς λογοτεχνίας
(«Δείνα Ταδίδης μια άλλη φωνή…»).
«Υπηρέτησε τα Γράμματά μας σε όλα τα είδη του λόγου»
έγραφε στο αυτοβιογραφικό Προς εαυτόν.
Μάλιστα ένια ποιήματα αυτού του μη Έννιου
μεταφραστήκανε δαπάναις του στα αγγλικά
(η φήμη ως γνωστόν έρχεται στους ιθαγενείς απ’ έξω…)
Με μεταφράζουν για τους ξένους φούσκωνε ο διάνος.
Όμως εκεί που λάλησε για τα καλά ο κακομοίρης
ήτανε τότε που κάποιοι ομότεχνοί του χρόνια στο κουρμπέτι
βρήκανε ένα επιστολόχαρτο της Σουηδικής Πρεσβείας
και γράψαν να τους στείλει τα πιο αντιπροσωπευτικά του
έργα μεταφρασμένα στα σουηδικά.
Κάποιες εισαγωγές θα βοηθούσαν οπωσδήποτε
ει δυνατόν από έγκριτο πανεπιστημιακό.
Ξόδεψε ό,τι είχε και δεν είχε τρελαμένος
πήγε και το παλιάμπελο στην άκρη του χωριού
και πήρε σβάρνα τους προβεβλημένους προφεσόρους
σάμπως σε αναζήτηση του Λίβινγκστόν του
μέσα στη μαύρη ζούγκλα των γραμμάτων.
Μισόμαθε απόκοντα και κάποια σουηδικούλια άνευ διδασκάλου
– γιατί ποτέ δεν ξέρεις…
Ειρήσθω εδώ πως σαν και τόσοι ισόκυροί του
μισούσε τα Δύο Νόμπελ που του(ς) πήραν τη σειρά
Σχολίαζε μάλιστα μνησίκακα τον Υέλτη που έκανε
βασιλικές πρόβες υπόκλισης για τη Μεγάλη Τελετή.
Αυτός που και μες στην Αίτνα θα ’πεφτε για ένα
επιλαχόν βραβείο του Συλλόγου Ακαρνάνων Ποιητών.
Η γενική σοδειά λοιπόν απ’ την Αθήνα τζίφος
Σκεφτότανε επιστροφή στις ρίζες, στο χωριό
(τούρκικο όνομα είχε στα παλιά, τώρα το λέγαν Κρύα Βρύση)
Όμως ουδείς στον τόπο του προφήτης όπως
παλιοί και κατ’ επάγγελμα προφήτες προείπαν.
Μετέφρασε (από συμπιλήματα) ένα αρχαίο δράμα
και σεμνά πρότεινε στου Δωδωναίου να ανεβεί το φεστιβάλ
Ο Σύλλογος των Απανταχού Κρυοβρυσιωτών
κίνησε γη και ουρανό για το Σκοπό
Ωστόσο ο τοπικός πολιτευτής έβαλε πόδι
Έλαχε να ’χει το κουσούρι, έγραφε και αυτός…
Με τούτα και με κείνα πέρναγαν τα χρόνια
σαν εκεινού του επαρχιώτη «Μπρος στο Νόμο» από τη Δίκη
που εκλιπαρούσε μέχρι και του θυροφυλάκου τους κοριούς.
Οι βαριές πόρτες της αναγνωρισιμότητας ούτε που χάραξαν λιγάκι
Οι έμφροντεις φωτό μπροστά σε πλούσια βιβλιοθήκη φίλου
δε βοηθήσαν
Φρουροί ακοίμητοι οι συσσωματωμένες μετριότητες
των ποετάστρων, όπως τους αποκαλούσε.
Στο έπακρο πεισμένος για την τεράστια αδικία
αφού για το έργο του διδαχτορικά σίγουρα θα γραφόνταν
σε φιλική χειρονομία προς τους μέλλοντες δοκτόρους
μάζευε σαν ιερό κειμήλιο ό,τι τον αφορούσε.
Έδωσε συνεντεύξεις προς τον εαυτό του
φωνή και φάτσα σε βίντεα, γιου τουμπ και μαγνητόφωνα
με άκρα ψευτοταπεινοφροσύνη – αλλά και οργή
μιλούσε ακατάπαυστα για την Ποιητική του.
Μάζευε ρόγες ό,τι να ’ναι ευλαβικά
σαν Μακρυγιάννης που περίμενε τον Επαχτίτη
το υλικό διάνθισε και με λογής φωτογραφίες
(Το σχόλιο έγραφε «στη μέση ο Ποιητής»)
από εκδηλώσεις τοπικών συλλόγων, παλαιών συμμαθητών
και από τέτοια.
Καρφίτσωνε και σχόλια για τον μελλοντικό Εργοβιογράφο
Εδώ ο Ποιητής θέλει να πει… κ.τ.λ.
Όλα τα φύλαγε σ’ ένα μπαούλο της γιαγιάς με τσέρκια
που νόμιζε πως ήταν του Πεσσόα
Μα –φευ!– του Αλεξάνδρου το κιβώτιο ήταν.
Όποτε μπόραγε ο ποιητής μας
έπαιζε βέβαια τον αριστερό – παλιό το κόλπο
μια φάση μάλιστα ήταν στρατευμένος ως τα μπούνια
που αρβύλα μύριζε απ’ την κορφή ώς τα νύχια
όμως πρωτοστατούσε στη γιορτή του άγιου του χωριού
πρώτος δεξιά και στου επιτάφιου τη γύρα.
Εκεί και στην απέναντι πλαγιά έπιασε ένα σπίτι
όπου κατάφευγε τα καλοκαίρια σαν άλλος Νίτσε κει ψηλά
στο Σιλς Μαρία
ή ο μαύρος Χάιντεγκερ στη Ηütte του στο Μαύρο Δάσος.
Εκεί μόναζε κι έγραφε
Αφουγκραζόταν τους βουκολικούς επί το πλείστο ήχους
να πιάσεις του ψιθύρους του Ερμή.
Έγραφε πέρα μα και πάνω από τ’ ανθρώπινα.
Μια το μολύβια έξυνε, μια το σοφό κεφάλι
ιδέες νέες να του φέρει ει δυνατόν μεταμοντέρνες – μα όχι ακρότητες
Έγραφε και ξανάγραφε με το μυαλό στους άλλους
(Κοττέει γαρ ποιητής ποιητή κ.τ.λ.)
Μουντζούρωνε ακατάσχετα χαρτιά, έμβρυα στίχων
Τίποτα το δικό του δεν πετούσε
πού ξέρεις ίσως κρύβουνε πραγματικά διαμάντια
Το θέμα το άφηνε για τον μελλοντικό Μαξ Μπροντ του.
Όμως μήτε στο (ακόμη) άσημο χωριό
– που μόνο αυτός θα το ’βαζε στο χάρτη –
μήτε στην κοντινή πολίχνη
μπόρεσε να έχει κάποιαν αναγνώριση.
Είδε κι απόειδε ώσπου του ’ρθε μια φαεινή ιδέα.
Το πατρικό του στο χωριό βρισκότανε στη δημοσιά
από εκεί περνούσαν όσοι πήγαιναν στ’ Αρχαία.
Γι’ αυτά τ’ αρχαία έγραψε ένα ποίημα
και το έβαλε αντικριστά με ένα κάποιου κάπα Παλαμά.
Το πατρικό με δάνειο επισκεύασε
σε στυλ νεοκλασικό επαρχιώτικο
Πάνω στη βυσσινιά εξώθυρα ένα ρόπτρο τύπου Ρίτσου
Γκρίζα και μαύρα με λευκό πλακάκια έστρωσε
που σε πηγαίναν στην αυλή.
Εκεί μια κρεβατίνα έβλεπε κανείς για ώρες περισυλλογής το γιόμα.
Όμως από το σπίτι κάτι έλειπε, κάτι έλειπε!
Η οδός ίσως, ο αριθμός;
Η οδός είχε τ’ όνομα ενός μεγαλοτσιφλικά του τόπου
Το δίκιο θα ’ταν βέβαια να εκτοπιστεί απ’ το δικό του.
(ή μάλλον να το δίνανε στην κοντινή πλατεία με το ηρώο;)
Έβαλε λοιπόν με βαριά καρδιά και φτιάξανε
μια πινακίδα γαλλική μπλε εμαγιέ μισοανάγλυφη
με τ’ όνομα του αλήστου μνήμης τσιφλικά.
Αμέσως καταλάβαινες πως είν’ το σπίτι Κάποιου.
Όμως ακόμη στη φασάντ σαν κάτι να έλειπε.
Σίγουρα κάτι έλειπε.
Στο τέλος πήρε τη μεγάλη απόφαση
ν’ αφήσει παρεκεί την κάλπικη μετριοφροσύνη.
Πήγε και βρήκε το μαρμαρογλύπτη απέναντι απ’ το νεκροταφείο
παλιό συμμαθητή, για εχεμύθεια
(ανδρών γαρ αφανών πάσα γη τάφος)
Μερικές μέρες παραΰστερα ήτανε η παρέλαση για το Εικοσιένα
(στο οποίο το χωριό τίποτε δεν προσέφερε – ένεκα ο τσιφλικάς
Οι μαζεμένοι είδαν ξαφνικά στο πρέπον ύψος
μια εντοιχισμένη πλάκα από γυαλιστερό μαύρο βασάλτη
(απομεινάρι από το μνήμα ενός κοντού)
όπως της Στήλης της Ροζέτας με την αιώνια επιγραφή.
Τη στήριζαν τέσσερις βίδες μπρούντζινες χοντρές
ακλόνητο να είναι το μνημούρι.
Και έγραφε η μαύρη πλάκα γράμμασιν χρυσοίς:
«Διαβάτη, στάσου και στοχάσου.
Σε τούτο εδώ το ταπεινό σπιτάκι
γεννήθηκε στα χίλια εννιακόσα τόσο
ο Ποιητής Κίτσος Καπάνταης του Μήτρου και της Χάμκως
που την αξία του δε νιώσαν οι συγκαιρινοί
μα θα τη νιώσουν οι αιώνες που θα ’ρθούν».
Θα δημοσιευθεί στο τεύχος 131 (Σεπτεμβρίου)