Helen Pluckrose, James Lindsay, Cynical Theories: How Activist Scholarship Made Everything about Race, Gender, and Identity – And Why This Harms Everybody [Κυνικές Θεωρίες: Πώς η ακτιβιστική διανόηση κάνει τα πάντα να αφορούν τη φυλή, το φύλο και την ταυτότητα – και γιατί αυτό μας βλάπτει όλους], Pitchstone Publishing 2020, 352 pp.
Αξίζει να παρατηρήσουμε εξ αρχής ότι οι συγγραφείς του ανά χείρας βιβλίου στον τίτλο Cynical Theories (Κυνικές Θεωρίες) θέτουν διαγραμμένη τη λέξη Critical την οποία αντικαθιστούν με την λέξη Cynical. Διότι, όπως θα δούμε, στην Καινογλώσσα των μεταμοντερνιστών οι Κριτικές Θεωρίες είναι κατ’ ευφημισμόν κριτικές, και στην πραγματικότητα εφιαλτικές Κυνικές Θεωρίες.
Στην ταραχώδη σύγχρονη εποχή μας ένα πράγμα είναι σίγουρο: ότι τίποτε δεν είναι σίγουρο. Στην παγκόσμια σκηνή αυτό που κυριαρχεί είναι σύγχυση και ανησυχία. Στην Οικονομία, στην Πολιτική, στην Κοινωνία, στην Φιλοσοφία, στην Τέχνη, ακόμα και στην Επιστήμη κυριαρχεί αβεβαιότητα. Η μετακίνηση των πληθυσμών, η απειλή συρράξεων, η ιδεολογική πόλωση και η τεχνολογία της πληροφορίας έχουν δημιουργήσει ένα σκηνικό χάους και αποπροσανατολισμού. Αν αυτή η τοποθέτηση γίνει δεκτή σαν μια υπόθεση εργασίας, το ερώτημα είναι: Γιατί;
Το πόνημα των Πλάκροουζ και Λίντσι δίνει μία εμπεριστατωμένη, τεκμηριωμένη και πειστική εξήγηση. Η αρχική παρατήρηση είναι ότι μετά τον Διαφωτισμό αναδύθηκε και επικράτησε αυτό που έχει ονομαστεί Κλασικός Φιλελευθερισμός. Μετά τις επαναστάσεις στην Γαλλία και στην Αμερική στα τέλη του 18ου αιώνα ακολούθησε η βιομηχανική επανάσταση και η διαμόρφωση του Μοντερνισμού ή Νεωτερικότητας. Το κοινωνικοπολιτικό φάσμα από τον συνετό συντηρητισμό μέχρι και τον «πρακτικό» σοσιαλισμό είχε αποδεχθεί (με μικρές παραλλαγές) τις βασικές αξίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατικής διακυβέρνησης, της ελευθερίας του λόγου, των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και του σεβασμού των διαφορών ανάμεσα σε παραδόσεις και θρησκείες διαχωρίζοντάς τες από την εξουσία. Αυτές οι αξίες, περιληπτικά, χαρακτηρίζουν τον Κλασικό Φιλελευθερισμό. Δεν πρέπει να συγχέεται αυτός ο όρος με την σημερινή έννοια του Φιλελευθερισμού που είναι ένας καθαρά πολιτικός (σχεδόν «κομματικός») προσανατολισμός, με διαφορετική μάλιστα σημασία στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Η έλευση του Μαρξισμού και η εγκατάσταση κομμουνιστικών καθεστώτων σε μεγάλο μέρος της υφηλίου διατάραξε την σταθερότητα του Κλασικού Φιλελευθερισμού, υιοθετώντας εν τούτοις αρκετές από τις αρχές της Νεωτερικότητας (ιδίως στην Επιστήμη και στην Τεχνολογία). Η λαίλαπα των δύο Παγκοσμίων Πολέμων συγκλόνισε την όποια ισορροπία είχε επικρατήσει. Η απογοήτευση για την αποτυχία της Μαρξιστικής υπόσχεσης και η αμφιβολία για την κατεύθυνση του Μοντερνισμού ευνόησαν κατά την δεκαετία του 1960 την ανάπτυξη του φιλοσοφικού ρεύματος του Μεταμοντερνισμού των Φουκώ, Ντεριντά, Λυοτάρ, και άλλων φιλοσόφων, κυρίως εκ Γαλλίας. Και εκεί ακριβώς εντοπίζεται η αρχή της σημερινής αποδόμησης.
Τι ακριβώς ήταν ο Μεταμοντερνισμός; Πολύ περιληπτικά, οι βασικές αρχές του ήσαν η απόρριψη της έννοιας της αντικειμενικής γνώσης, του ορθολογισμού, και της ατομικότητας. Επομένως η γνώση δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, αλλά δημιουργείται ανάλογα με το επικρατούν πολιτισμικό αφήγημα. Επιπλέον, στο πολιτικό επίπεδο, η κοινωνία απαρτίζεται από πλέγματα ισχύος και ιεραρχιών που υπαγορεύουν τι γνώση μπορεί να αποκτηθεί και με ποιο τρόπο επιτρέπεται ή είναι δυνατή η απόκτησή της. Η δε γλώσσα δεν αναγνωρίζεται σαν μέσο επικοινωνίας αλλά σαν εργαλείο των «ισχυρών».
Αν αυτή η περιγραφή ακούγεται περίπλοκη και στριφνή, η αιτία είναι αυτή καθαυτή η Θεωρία του Μεταμοντερνισμού, που αποτελεί ένα αυθαίρετο δημιούργημα και προβάλλεται σαν διέξοδος στην απογοήτευση από τον κλασικό Μαρξισμό και την ανεκπλήρωτη υπόσχεση του Φιλελευθερισμού. Εναλλακτικά, αν όχι εξίσου στριφνά, το Δόγμα της Μετανεωτερικότητας διατυπώνεται και υπό την μορφή των εξής τεσσάρων ακρογωνιαίων λίθων: (1) κατάργηση των πάσης μορφής συνόρων (γεωγραφικών, λογικών, ιστορικών και γλωσσικών), (2) θεώρηση της γλώσσας όχι σαν μέσο επικοινωνίας, αλλά ως εργαλείο υπερίσχυσης, (3) αντικατάσταση του «ατομισμού» και της «οικουμενικότητας» με «ομάδες» και «πολιτιστικές» τάξεις, και (4) απόλυτη πολιτισμική σχετικότητα.
Λίντα Σόφι Γιάνσον, Κραυγή, 250η Θερινή Έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας, 2018.
Αρχικά η δυσκολία του Μεταμοντερνισμού να «αγγίξει» τον μέσο άνθρωπο περιόρισε σημαντικά την εξάπλωσή του. Αν και γεννήθηκε στη Γαλλία, βρήκε κάποιο γόνιμο έδαφος στην Ιταλία σαν έκφραση ρεύματος στην Τέχνη, και στις Αγγλοσαξονικές χώρες και την Αμερική σαν «γραφική» μορφή φιλοσοφίας σε κοινωνικό επίπεδο. Μετά από δύο-τρεις δεκαετίες «παρουσίας» θεωρήθηκε ότι το πέρασμά του εξαντλήθηκε. Ο λόγος δεν ήταν μόνο η ασάφεια και η περίτεχνη μορφή του, αλλά, κυρίως, το ότι δεν προσδιόρισε κάποια συνταγή εφαρμογής στην πράξη. Παρέμεινε σαν διανοητική άσκηση στην σφαίρα της Θεωρίας και δεν είχε σχέδιο «εφαρμογής». Ευδοκίμησε κάπως στον τομέα της Τέχνης με την φιλοπαίγμονα ιδιότητα της ασάφειας και αμφισημίας.
Αυτή η αδυναμία της υλοποίησης των ιδεών του Μεταμοντερνισμού γεφυρώθηκε από τους θιασώτες του μέσω της Ιδέας της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Η ερμηνεία από τους Μεταμοντερνιστές της έννοιας της Κοινωνικής Δικαιοσύνης (με κεφαλαία αρχικά) διαφέρει από την συνήθη έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης όπως αυτή ήταν και είναι ευρέως κατανοητή. Η Κοινωνική Δικαιοσύνη αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της Θεωρίας του Μεταμοντερνισμού με τον Εφαρμοσμένο Μεταμοντερνισμό που γεννήθηκε κατά την δεκαετία του 1990 και γιγαντώθηκε μέχρι τις μέρες μας. Ο λόγος της γιγάντωσης ήταν ότι μετέτρεψε την Θεωρία σε πρακτικό πρόγραμμα υλοποίησης.
Πριν «θεριέψει», το πρόγραμμα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης προσεταιρίστηκε μία επιλογή από πραγματικά κοινωνικά προβλήματα (όπως ο ρατσισμός, η οικονομική ανισότητα, η καταπίεση περιθωριακών κοινωνικών ομάδων, κ.ά.) και άρχισε να οικοδομεί τις λεγόμενες Κριτικές Θεωρίες. Η πρώτη γνωριμία του ευρύτερου κοινού με την Κοινωνική Δικαιοσύνη αναπτύχθηκε με την διάδοση της Πολιτικής Ορθότητας. Αρχικά αυτή έμεινε περιορισμένη στους ακαδημαϊκούς κύκλους και αντιμετωπίστηκε άλλοτε με σκεπτικισμό ή ειρωνεία, αλλά συχνά και με συμπάθεια.
Διάφορες συγκυρίες στο παγκόσμιο σκηνικό (κατάρρευση του Σιδηρού Παραπετάσματος, άνοδος της Κίνας, εκρηκτική ανάπτυξη του Ισλαμισμού, μαζική μετανάστευση, λαϊκιστικά και ακροδεξιά καθεστώτα, η τεχνολογία του Διαδικτύου, κ.λπ.) βοήθησαν στο να εξαπλωθεί η πρόταση της Κοινωνικής Δικαιοσύνης και να αποκρυσταλλωθεί μια σειρά προγραμμάτων παραλογισμού που έφεραν πραγματική αναστάτωση (μέχρι στιγμής κυρίως) στις Δυτικές κοινωνίες. Ο λόγος ήταν η εκμετάλλευση από τους θιασώτες της νέας Θεωρίας των ευκαιριών που προσέφεραν και του αποπροσανατολισμού που εισήγαγαν αυτές οι συγκυρίες. Συγκεκριμένα (και χονδρικά), όπως εμπεριστατωμένα παρουσιάζει το βιβλίο, τα προγράμματα αυτά διακρίνονται σε
(1) Θεωρία Μετααποικιακής Πρακτικής (ή αντίστροφης καταπίεσης),
(2) Queer Θεωρία, που περιλαμβάνει τα θέματα γένους, φύλου, σεξουαλικής ταυτότητας, κ.λπ. (ή απελευθέρωσης από την κανονικότητα),
(3) Κριτική Θεωρία Φυλής και Διαθεματικότητας (Intersectionality) (ή τελειώνοντας με τον ρατσισμό βλέποντάς τον παντού),
(4) Θεωρία Φεμινισμών και Σπουδές Φύλου (ή απλοποίησης και κατάργησης της γενετικής ταυτότητας),
(5) Σπουδές Αναπηρίας και Πάχους (ή Πολιτικής της Ταυτότητας), και
(6) Διανόηση και Σκέψη για την Κοινωνική Δικαιοσύνη (ή δημιουργία «Υπουργείου της Αλήθειας» στην Εκπαίδευση και στην Πολιτική).
Όλη αυτή η άχαρη λίστα προγραμμάτων μπορεί να μοιάζει εκ πρώτης όψεως ότι αποτελείται από φύρδην μίγδην εννοιολογικά κατασκευάσματα. Δεν είναι όμως έτσι. Πρόκειται για εκτενές και πλήρως συγκροτημένο πρόγραμμα υλοποίησης με κύριο στόχο την ενοχοποίηση των Λευκών Ετεροφυλόφιλων Ανδρών που «ευθύνονται» αποκλειστικά για την έλλειψη ή απουσία Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
Να δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τι ακριβώς πρεσβεύουν αυτές οι Κριτικές Θεωρίες και γιατί ουσιαστικά πρόκειται για Κυνικές Θεωρίες, όπως ευρηματικά τις χαρακτηρίζουν οι συγγραφείς.
1. Θεωρία Μετααποικιακής Πρακτικής
Με απλά λόγια η ευθύνη για την κοινωνική ανισότητα τοποθετείται ευθέως στις Δυτικές Κοινωνίες Λευκών που εξάπλωσαν την επιρροή τους στις Αποικίες. Επομένως πρέπει να αποδομηθεί κάθε χαρακτηριστικό του πολιτισμού τους. Η απόκτηση γνώσης που βασίστηκε στην επιστημονική μέθοδο, την έρευνα και τον ορθολογισμό είναι υποβολιμιαία και πρέπει να αντικατασταθεί από συναισθήματα, παραδόσεις και τρόπους σκέψης των καταπιεσμένων. Ακόμα και οι Φυσικές Επιστήμες και τα Μαθηματικά, των οποίων η ανάπτυξη βασίστηκε στις μεθόδους των καταπιεστών, πρέπει να αναθεωρηθούν. Η διδασκαλία αυτή καθεαυτή αποτελεί είδος καταπίεσης. «Ποιος είσαι εσύ για να μου πεις ότι 1+1=2» είναι ένα παράδειγμα του πόσο «λάθος», κατά την Κριτική Θεωρία, είναι η παραδοσιακή μέθοδος διδασκαλίας της Αριθμητικής.
Η απόρριψη του πολιτισμού, αν συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την αποικιοκρατία, εναρμονίζεται πλήρως με την αμφισημία που χαρακτηρίζει το Δόγμα του Μεταμοντερνισμού. Υπήρξε εκμετάλλευση και καταπίεση κατά την διάρκεια της Αποικιακής εποχής και ακόμα μετά το τέλος της; Προφανώς. Χρειάζεται να υπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη που να αντιστρέψει τα κατάλοιπα αυτής της εποχής; Ασφαλώς. Χρειάζεται όμως να εξαλειφθεί από τα βιβλία και το περιβάλλον κάθε μνεία των ιστορικών εξελίξεων και να καταρριφθούν όλοι οι ανδριάντες των ηγετών της εποχής εκείνης όπως διατείνεται η Θεωρία της Κοινωνικής Δικαιοσύνης; Σαφώς όχι. Θα αποτελούσε πολιτισμική αυτοκτονία για την υφήλιο.
Σημειωτέον δε ότι οι θιασώτες αυτής της αποδόμησης δεν είναι τόσο τα θύματα της Αποικιοκρατίας, αλλά διάφορες «ελίτ» ομάδες κυρίως λευκών. Πρόκειται περί αμπελοφιλοσόφων, συνήθως από τον ακαδημαϊκό χώρο, επικουρουμένων από τους απανταχού καλοπροαίρετους «χρήσιμους ηλίθιους» (κατά την Λενινιστική ορολογία) και κυνικούς οπορτουνιστές, καθώς και αριστερόφρονες πολέμιους του καπιταλισμού, που κερδοσκοπούν από τον σάλο που επικρατεί (για να θυμηθούμε μια ακόμα περίφημη ρήση του Μεγάλου Τιμονιέρη, ότι «μεγάλη αναστάτωση = θαυμάσια κατάσταση»).
2. Queer Θεωρία
Η «διαφορετικότητα» ανά τους αιώνες και ανά την υφήλιο σίγουρα αντιμετωπίστηκε αρνητικά, όπως σχεδόν κάθε απόκλιση από τα καθιερωμένα πρότυπα που επικρατούσαν σε κάθε κοινωνία και θρησκεία. Ιδιαίτερα στα θέματα των φύλων και της σεξουαλικότητας υπήρξε καταπίεση και κατάφωρα άδικη μεταχείριση. Αλλά πάλι ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται διάκριση ανάμεσα στις έννοιες: 1) του φύλου (άνδρες-γυναίκες), αγγλιστί sex, 2) του γένους (αρσενικά-θηλυκά), αγγλιστί gender, και 3) του σεξουαλικού προσανατολισμού (λεσβιακού, ομοφυλοφιλικού, αμφιφυλικού, διεμφυλικού (ή τρανσφυλικού), ή ΛΟΑΤ), αγγλιστί LBGT. H Θεωρία της Κοινωνικής Δικαιοσύνης δεν περιορίζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη και την αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων χωρίς στιγματισμό της διαφορετικότητας, αλλά, εναρμονιζόμενη με την αμφισημία του Μεταμοντερνισμού, «απαιτεί» (προσέξτε, δεν «συνιστά») την πλήρη άρνηση και κατάργηση κάθε διαφοράς. Έτσι φτάνουμε σε εξωφρενικά άκρα παραλογισμού, όπως απαλοιφή των όρων «πατέρας» και «μητέρα», «αδελφός», «κύριος», «κυρία», και (ουαί και αλίμονο) «δεσποινίς». Αυτά συμβαίνουν ήδη σε σχολεία των ΗΠΑ και ακόμα και στο Αμερικανικό Κογκρέσο! Το δε ευτράπελο είναι ότι αυτές τις ακρότητες δεν τις ενστερνίζονται (στην πλειονότητά τους) τα άτομα που θεωρούνται σαν θύματα αυτών των διακρίσεων.
3. Κριτική Θεωρία Διαθεματικότητας
Εδώ αναπτύσσεται η Θεωρία ότι για την επίτευξη Κοινωνικής Δικαιοσύνης δεν αρκεί η αναγνώριση και μεταφορά προνομίων στις τάξεις των μη Λευκών (δηλαδή των «εγχρώμων») και των μη αρρένων. Σημειωτέον ότι ο κάποτε απαξιωτικός όρος «έγχρωμος» έχει μεταβληθεί σε «πολιτικώς ορθό» όρο. Και έγχρωμοι χαρακτηρίζονται οι πάσης αποχρώσεως μελαψοί και οι αυτόχθονες (όπως Εσκιμώοι, Ινδιάνοι, κ.λπ., παρ’ όλο που ο όρος «Εσκιμώος» έχει πλέον χαρακτηριστεί απαράδεκτα «ρατσιστικός»). Αλλά όχι οι Ασιάτες (Κινέζοι, Ιάπωνες, Κορεάτες, Βιετναμέζοι, κ.λπ.), οι οποίοι θεωρούνται, άτυπα, «σχεδόν λευκοί». Αυτό που χρειάζεται κατά την Θεωρία της Κοινωνικής Δικαιοσύνης είναι η περαιτέρω αναγνώριση των «υποομάδων» σε κάθε «έγχρωμη» κατηγορία που χρειάζονται προνομιακή μεταχείριση. Για παράδειγμα, μπορεί να συμφωνηθεί ότι δικαιούνται αποζημίωσης μαύροι και γυναίκες, ωστόσο η αποζημίωση τελικά να δοθεί σε μαύρους άνδρες και σε λευκές γυναίκες, αλλά όχι απαραίτητα σε μαύρες γυναίκες. Άρα απαιτείται πιο λεπτομερής ομαδοποίηση και κατακερματισμός που να αναγνωρίζει σαν ξεχωριστή κατηγορία τα άτομα τα οποία ανήκουν στην «τομή» (με την μαθηματική έννοια) διαφορετικών συνόλων.
Με άλλα λόγια οι «περιθωριακές» μειονότητες πολλαπλασιάζονται μέσω της καθιέρωσης της «ταυτότητας» κάθε υποσυνόλου. Δηλαδή τα επιτεύγματα του κινήματος για ίσα δικαιώματα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και για την επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης μέσω «αχρωματοψίας» στην κοινωνία, όπως πρεσβεύει ο Κλασικός Φιλελευθερισμός, ακυρώνονται και αντικαθίστανται από πλήρη επάνοδο σε ρατσιστικούς διαχωρισμούς για την απονομή Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Αυτό φαίνεται να αντιφάσκει με την αρχή της κατάργησης συνόρων που κηρύσσει το Δόγμα του Μεταμοντερνισμού. Αλλά η «γοητεία» του Μεταμοντερνισμού έγκειται και στις εσωτερικές του αντιφάσεις.
4. Θεωρία Φεμινισμών και Σπουδών Φύλου
Αυτή η θεωρία έχει πολλά κοινά σημεία με την Queer Θεωρία αλλά προχωράει πιο πολύ με την εστίαση στον Κλασικό Φεμινισμό που υπήρξε αναπόσπαστο τμήμα του Κλασικού Φιλελευθερισμού. Η επιδίωξη των φεμινιστικών κινημάτων ήταν η απόλυτα ίση παροχή ευκαιριών και δικαιωμάτων στις γυναίκες. Ο σκοπός δηλαδή ήταν να μπορεί να λέει μία γυναίκα: «είμαι άτομο που τυχαίνει να είμαι γυναίκα». Η Κοινωνική Δικαιοσύνη όμως απαιτεί να λέει πρώτα (ή, μάλλον, να φωνασκεί): «είμαι γυναίκα».
Εδώ παρατηρούμε την γλωσσική δυσκολία που παρουσιάζεται με την αναφορά στον «άνθρωπο», που είναι γένους αρσενικού (με την έννοια του γένους της γραμματικής). Η Θεωρία του Μεταμοντερνισμού δράττεται της ευκαιρίας για να ισχυριστεί ότι και αυτό αποτελεί απόδειξη του ότι η γλώσσα είναι ανδρικό δημιούργημα που αποσκοπεί στην υποβάθμιση της γυναίκας. Ο σκεπτόμενος αναγνώστης θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι κατά το Μεταμοντέρνο Δόγμα δεν υπάρχει η έννοια της «απόδειξης», αφού απόδειξη σημαίνει αποδοχή επιστημονικής σκέψης την οποίαν η Θεωρία της Κοινωνικής Δικαιοσύνης απορρίπτει. Αλλά υπενθυμίζουμε ότι η «ομορφιά» της Θεωρίας της Κοινωνικής Δικαιοσύνης έγκειται και στην ασυναρτησία της.
Στην Αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται ο κατά κάποιον τρόπον ουδέτερος όρος human που αποφεύγει την κακοτοπιά του man/woman. Αλλά ούτε αυτό ικανοποιεί τους θιασώτες της Κοινωνικής Δικαιοσύνης γιατί εμπεριέχει σαν συστατικό την λέξη man. Έφτασαν να προτείνουν τον όρο huwoman! Τέλος πάντων, στην Ελληνική έχουμε και το ουδέτερο γραμματικό γένος και έτσι «ξεφεύγουμε» από το δίλημμα με την λέξη «άτομο». Η Κριτική Θεωρία του Φεμινισμού έχει αναγάγει τον κλασικό φεμινισμό σε δυσθεώρητα ύψη παραλογισμού.
5. Σπουδές Αναπηρίας και Πάχους
Ναι, υπάρχουν πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών που εξετάζουν το πάχος. Και εδώ έχουμε υπερκάλυψη με την Θεωρία της διαφορετικότητας και την Θεωρία Queer. Δηλαδή και ο ανάπηρος θεωρείται σαν μέλος καταπιεζόμενης ομάδας. Ο Κλασικός Φιλελευθερισμός ηγήθηκε της καμπάνιας για άτομα με ειδικές ανάγκες. Η εν λόγω Θεωρία όμως πάει πιο πέρα. Όλοι συμφωνούμε ότι ένα παχύσαρκο άτομο πρέπει να αντιμετωπίζεται με τον ίδιο σεβασμό όπως κάθε άλλο. Το ίδιο και για οποιοδήποτε άτομο που πάσχει από κάποια αναπηρία. Η Κριτική Θεωρία όμως ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει καν να συνιστά ένας γιατρός (πάλι χρησιμοποιούμε αρσενικό γένος!) σε παχύσαρκο άτομο να προσπαθήσει να ελαττώσει το βάρος του. Γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί υπαινιγμό καταπίεσης. Η Πολιτική της Ταυτότητας επεκτείνεται με την Θεωρία της Κοινωνικής Δικαιοσύνης και περιλαμβάνει κάθε δυνατή «ιδιότητα» ή χαρακτηριστικό. Δεν έχει πλέον σημασία το άτομο ή το σύνολο, αλλά η συγκεκριμένη ομάδα, δηλαδή η ταυτότητα.
6. Διανόηση και Σκέψη για την Κοινωνική Δικαιοσύνη
Ο όρος στην Αγγλική είναι scholarship (με την έννοια της ευρυμάθειας η λογιότητας). Το αποδίδουμε με την λέξη «διανόηση» σαν πιο ταιριαστή έννοια «μάθησης» ή «σκέψης». Σε αυτό το θέμα αγγίζουμε το αποκορύφωμα της Θεωρίας Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Όλες οι προηγούμενες επιμέρους Θεωρίες αποτελούν απλές συνιστώσες τής πιο ολοκληρωμένης έκφανσης του Εφαρμοσμένου Μεταμοντερνισμού που κορυφώνεται στην «Κριτική Θεωρία Διανόησης».
Η εν λόγω Κυνική Θεωρία έχει αναδειχθεί σαν αντικείμενο μελέτης και ακαδημαϊκή «ειδίκευση», που έχει ήδη παρεισφρήσει επικίνδυνα βαθιά στα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών. Νεολογισμοί που είναι ακατανόητοι έχουν πλημμυρήσει όχι μόνο τα πανεπιστήμια, αλλά και τα σχολεία. Ιδιότητες Ομάδων, Πιστοποιητικά Αδικίας, Ερμηνευτική Δικαιοσύνη, Γλωσσική Ηθική, Ολέθρια Άγνοια, Πιστοποίηση Προδοσίας, Ερμηνευτική Ιδιωτικότητα είναι μερικά παραδείγματα της Νέας Ορολογίας. Η Οργουελιανή Καινογλώσσα έχει πάρει στα σοβαρά τον ρόλο της και δεν δείχνει διάθεση να επιστρέψει σαν φάρσα.
Η Θεωρία της Διανόησης δεν ισχυρίζεται ότι αποτελεί Επιστήμη. Ο λόγος, πιστά ακολουθώντας το Δόγμα του Μεταμοντερνισμού, είναι ότι η απόκτηση γνώσης πρέπει να αναζητά νέες μεθόδους που δεν δεσμεύονται από τους παραδοσιακούς τρόπους της Επιστήμης, η οποία αποτελεί δημιούργημα της καταπίεσης από Λευκούς Ετεροφυλόφιλους Άνδρες (ευτυχώς δεν προσθέτει, απαξιωτικά, και «Υγιείς»). Αν αυτό θυμίζει την έννοια του «Υπουργείου της Αλήθειας» μιας εφιαλτικής κοινωνίας του μέλλοντος, δεν πρόκειται για σύμπτωση. Περί αυτού ακριβώς πρόκειται.
Αυτή είναι η ανασκόπηση που επιχειρεί το βιβλίο των Πλάκροουζ και Λίντσι. Οι παραπομπές σε τεκμήρια που ενισχύουν την πληρότητα της ανάλυσής τους είναι συχνότατες και διεξοδικές. Η προσέγγισή τους είναι ψύχραιμη, υπομονετική και πειστική. Καταλήγουν δε σε έναν δημιουργικό επίλογο που απερίφραστα εξηγεί τι καταδικάζει και τι προτείνει για την αντιμετώπιση αυτού του απερίσκεπτου και καταστροφικού κύματος το οποίο υποσκάπτει τα θεμέλια της σύγχρονης κοινωνίας.
Οι Πλάκροουζ και Λίντσι παρατηρούν ότι η Θεωρία της Κοινωνικής Δικαιοσύνης δεν έχει σημείο αναφοράς ή εστίασης σε συγκεκριμένες πηγές από όπου ξεκίνησε. Δεν υπάρχει «ιδρυτής» ή «υπεύθυνος». Πρόκειται για ένα «διανεμημένο» κίνημα, σκορπισμένο σε πολλές πτυχές των κοινωνιών του Δυτικού κόσμου. Και άρα είναι άκρως επικίνδυνο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη Οργάνωση ή Πολιτική Παράταξη ή επίσημος Εκπρόσωπος με τους οποίους να γίνει διάλογος. Αυτή η Κριτική (ορθότερα Κυνική) Θεωρία πλανάται και διαχέεται σαν υδράργυρος ή, καλύτερα, σαν ιός που μολύνει και μεταδίδεται.
Η διείσδυσή του στα πανεπιστήμια (όπου έχει παρουσιάσει εκρηκτική αύξηση), αλλά κυρίως στα σχολεία, όπου σπέρνει αφάνταστη σύγχυση και προξενεί ανυπολόγιστη ζημιά, θα προκαλέσει κατάρρευση του κοινωνικού ιστού αντί κοινωνικής δικαιοσύνης. Όταν οι γενιές που γαλουχούνται σήμερα με το Δόγμα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης εξέλθουν στην κοινωνική ζωή της πραγματικότητας, οι συνέπειες θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, απρόβλεπτες.
Αν υπάρχει κάτι που παραβλέπει το βιβλίο, αυτό είναι ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων τα οποία έχουν διευκολύνει την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα. Αλλά αυτό είναι ένα ξεχωριστό και πολύ καυτό πρόβλημα που ξεπερνάει το προκείμενο θέμα.
Συνοπτικά, το βιβλίο κλείνει με την πλήρη αναγνώριση του γεγονότος ότι ακόμα υπάρχουν προβλήματα ρατσισμού, σεξισμού και διακρίσεων στον κόσμο, αλλά τονίζει την απόλυτη αντίθεση στην παραμορφωμένη Θεωρία της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, που δεν είναι παρά μία καρικατούρα της πραγματικής κοινωνικής δικαιοσύνης. Επισημαίνει με ενάργεια ότι πρόκειται για παλιρροϊκό κύμα παραλογισμού και για υπαρξιακή απειλή για τα επιτεύγματα του Κλασικού Φιλελευθερισμού. Δεν διαφέρει πολύ από την «Πολιτιστική Επανάσταση» του Μάο.
Το ερώτημα είναι πού θα καταλήξει αυτή η παραφροσύνη. Θα υπάρξουν αρκετά αντισώματα στην κοινωνία για να αναχαιτίσουν την λαίλαπα; Μία σειρά από λελογισμένα «αντίμετρα» αποτελούν τον επίλογο αυτού του αξιοπρόσεκτου πονήματος που είναι από τα πρώτα και, για την ώρα, λίγα τεκμήρια της διάγνωσης αυτής της επερχόμενης πολιτιστικής πανδημίας: ΝΑΙ στην αναγνώριση και αντιμετώπιση των συστημικών προβλημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης! ΟΧΙ στην καταστροφική παρωδία θεραπείας που προτείνει η Κυνική Θεωρία Κοινωνικής Δικαιοσύνης! Αυτή είναι η απλή και περιεκτική συνταγή που προσφέρει ετούτη η σημαντική προσθήκη στην σύγχρονη κοινωνιολογική βιβλιογραφία.
Ευχαριστίες στον Θάνο Σκούρα, ομότιμο καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος μου συνέστησε αυτό το βιβλίο, για τα χρήσιμα σχόλιά του.