σύνδεση

Κληρονόμοι ή επίγονοι; Χαρακτικό δύο αλογοκεφαλών του Μπέντζαμιν Ρόμπερτ Χέιντον, 1817. Το αριστερό από τον Παρθενώνα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, το άλλο αποδίδεται στον Λύσιππο και βρίσκεται στην Βενετία. Βρετανικό Μουσείο.

 

 

Τάκης Θεοδωρόπουλος, Τα Ελγίνεια και τα πορτοκάλια. Επίγονοι ή κληρονόμοι;, Μεταίχμιο, Αθήνα 2020, σελ. 151

 

 

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος έχει την μοναδική ικανότητα να μην ξοδεύει τον παράγοντα έκπληξη στα καθημερινά του άρθρα, και κυρίως να μην επαναλαμβάνει στολισμένες προτάσεις με αναφορές σε αφηρημένες έννοιες. Επισημαίνει άπαξ, και ποτέ ξανά, ότι οι Έλληνες δεν είχαν φαντασία και γι’ αυτό έπρεπε να βλέπουν και να αγγίζουν ταυτόχρονα το ωραίο που φύλαγαν μέσα τους. Από τον καιρό του Σωκράτη ακόμα το πνεύμα το έβλεπες στο πρόσωπο του συνομιλητή σου, η φωνή του «είχε το ηχόχρωμα της δικής του φωνής, όμως ο πυρήνας του, ο Δαίμων, παραμένει σιωπηλός».

Η σύντομη γραφή είναι η αρετή του δοκιμιογράφου και ο Θεοδωρόπουλος διακρίνεται για τον περιεκτικό του λόγο. Από τον υπότιτλο κιόλας του εξωφύλλου, «Επίγονοι ή κληρονόμοι;», τίθεται το καίριο ερώτημα τούτου του έργου. Η χρονολογική ανασκόπηση της Αθήνας ιχνηλατεί τη σχέση των Νεοελλήνων με αυτήν και την αρχαιότητα. Απέκτησαν άραγε ποτέ οι αλλόγλωσσοι μέτοικοι οργανική σχέση με τους αρχαίους αυτόχθονες; Σίγουρα έμαθαν στα σχολεία τους τη γλώσσα των Ελλήνων και έμαθαν ακόμα να λατρεύουν τα είδωλα που εκείνοι άφησαν να κοιμούνται στη γη τους. Έπειτα, πώς να αγνοήσουν οι μέτοικοι τα λευκά κόκκαλα αυτού του θηρίου στην κορυφή του περιώνυμου λόφου που κάποτε ήταν ζωντανό και λαμπερό;

Από τη λαφυραγώγηση του Σκώτου πειρατή το μνημείο του Παρθενώνα έσωσε πολλά κομμάτια από την πομπή των Παναθηναίων με έφιππους που τριποδίζουν την αιώνια μουσική τους. Σε οποιαδήποτε παραλία της Αττικής θα τους ξαναδείς με το σγουρό καστανό κεφάλι, τον μεγάλο κορμό του Πολυκλείτου και του Φειδία, σαν τα πρότυπά τους της ζωφόρου.

Αν οι Νεοέλληνες είχαν δει τα ρωμαϊκά αντίγραφα της ύστερης αρχαιότητας που βρίσκονται στο Βατικανό ή τη βίλα Μποργκέζε της Ρώμης, θα νόμιζαν ότι ήταν βόρειοι επισκέπτες με ίσια μαλλιά, μακρόστενο σώμα και ίσως γαλάζιο βλέμμα. Ευτυχώς, για τη σχέση με τους αρχαίους δεν τα είχαν δει, ενώ έβλεπαν διαρκώς να αναπαράγεται ο σωματότυπος των Παναθηναίων γύρω τους. Από την εποχή που ο Πραξιτέλης προσέθεσε ένα ακόμα κεφάλι στο ύψος των εφήβων του, ο σωματότυπος άλλαξε και συνέχισε να αλλάζει με τα έργα του Λυσίππου και της ελληνικής γλυπτικής.

Ο Θεοδωρόπουλος σωστά επισημαίνει την εμπλοκή του θυμικού στη σχέση μας με τους ξένους. Το επεισόδιο στο Λούβρο με τη Νίκη της Σαμοθράκης να ανεμίζει στην κορυφή της σκάλας και μια Ελληνίδα να ψιθυρίζει επίμονα: «Μας την πήραν κι αυτήν οι παλιάνθρωποι», είναι ενδεικτικό του ενδημικού μας θυμού. Διαφωνώ όμως ότι δεν κατανοούμε αυτό το γνώρισμα στους αρχαίους. Αν εξαιρέσουμε τον ώριμο Θουκυδίδη, πόσος θυμός δεν περισσεύει στον Θεμιστοκλή, τον Ηρόδοτο, τον Ξενοφώντα και τόσους άλλους;

Η Αθήνα άραγε εξαγόρασε την ατιμωρησία από τον Καίσαρα και τον Οκταβιανό, νικητές των συμμάχων της, χάρη στη μεγάλη παραγωγή της σε καλλιτεχνικά και πνευματικά έργα ή ήταν η μεταμόρφωση της πόλης σε μουσείο που την γλίτωσε από την καταστροφή; Όπως και να ήταν, αυτό που δεν έκαναν οι Ρωμαίοι το πέτυχε εκείνος ο ανόητος Ενετός ο Μοροζίνι, αιώνες αργότερα, όταν χτύπησε την πυριτιδαποθήκη του οθωμανικού Παρθενώνα με το πυροβολικό του. Έκτοτε όσα δεν έφερε ο χρόνος τα έφερε η βλακεία. Το τρόπαιο που κουβάλησε στη Βενετία ο Μοροζίνι ήταν αντάξιο της εκστρατείας του. Ο Λέων που βρισκόταν στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά (Πόρτο Λεόνε) είναι δίκαια καταχωνιασμένος στο παλιό ναυπηγείο της Γαληνοτάτης.

Ο Θεοδωρόπουλος ομολογεί ότι δεν διάβασε ολόκληρα τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Ωστόσο, η παρατήρησή του για «τον φορέα του ψυχικού ιού του ελληνισμού που δεν σου επιτρέπει να αναγνωρίσεις καμιάν αξία πέρα από τον εαυτό σου», είναι πολύ εύστοχη. Κρίμα που δεν την είχαν αντιληφθεί οι θαυμαστές του Μακρυγιάννη, Σεφέρης και Θεοτοκάς. Ο συνομιλητής αυτός των αγίων δεν διαθέτει μεγαλοψυχία για τους συνανθρώπους του και ιδιαίτερα για τους αντίπαλους του εμφυλίου. Στον Παπαφλέσσα μόνο δίνει τη συγχώρεσή του γιατί σκοτώθηκε ηρωικά στο Μανιάκι. Κατά τα άλλα, στη σκέψη του κυριαρχεί η σύγχυση και ο αυτοθαυμασμός, και βέβαια η γκρίνια.

Ο συγγραφέας αυτού του έξυπνου βιβλίου μάς μαθαίνει ότι ο πρώτος θιασώτης της επιστροφής των μαρμάρων ήταν ο Άγγλος Φρέντερικ Χάρισον το 1891. Η διάδοχος Μελίνα, πολλά χρόνια αργότερα, κατείχε την τέχνη να προκαλεί τα δάκρυά της κατά βούληση, όπως διαπίστωσε ο γράφων ευρισκόμενος κάποτε στην πρώτη σειρά του Θεάτρου Τέχνης στην παράσταση Το γλυκό πουλί της νιότης, του Τένεσι Ουίλιαμς. Έτσι και ως υπουργός Πολιτισμού του Ανδρέα Παπανδρέου, υπό την σκηνοθεσία του ταλαντούχου συζύγου της Ζυλ Ντασέν, εδάκρυσε ενώπιον των μαρμάρων μας στο Βρετανικό Μουσείο και οι εφημερίδες γέμισαν τίτλους την επομένη.

Για να επιστρέψουμε σε εκείνον τον φιλέλληνα Χάρισον, πρέπει να πούμε ότι βρήκε αντίπαλό του τον εκδότη μιας επιθεώρησης με τίτλο Δέκατος ένατος αιών, τον Τζέιμς Νόουλς, ο οποίος θεωρούσε τον Έλγιν μεγάλο ευεργέτη της ανθρωπότητας. Απάντηση στον Νόουλς απηύθυνε ο Κ. Π. Καβάφης από την Rivista Quindicinale της Αλεξάνδρειας και την εφημερίδα Εθνική Αθηνών, στις 29 Απριλίου 1891, για τα μάρμαρα που λαφυραγώγησε ο Έλγιν. «Είναι τεμάχια μοναδικού μνημείου, του περιφημοτάτου εν τω κόσμω μνημείου, … Είναι το εξωτερικόν και ορατόν μνημείον της εθνικής υπάρξεως και αναγεννήσεως [των Ελλήνων]». Ο Καβάφης είχε βαθιά κατανόηση της τέχνης των Αρχαίων και εθήτευσε με μεγίστη επιτυχία στην ανάπλαση του ποιητικού τους πνεύματος.

Ο ιδρυτής του Λούβρου, Βιβάν Ντενόν, πίστευε ότι για να εξαργυρωθεί το έργο τέχνης πρέπει να αποκοπεί από τον φυσικό του χώρο και η αξία του να αναδειχθεί στο αχρονικό μουσείο. Τι πιο φυσικό από την εκλογίκευση του ιδρυτή ενός εξαιρετικού μουσείου. Όμως ας μας επιτραπεί να έχουμε αντιρρήσεις στην άποψη που διατύπωσε ο πολύς Ντενόν: η αξία ενός έργου δεν μεγαλώνει με την παράδοσή του στην αχρονικότητα του μουσείου. Καταστρέφεται απλώς μια διάστασή του, εκείνη της χρονικότητας. Καταστρέφονται ακόμα οι προοπτικές της αξιοποίησής του, όχι μόνο του χρόνου της γέννησής του, αλλά και της γεωγραφίας μέσα στην οποία ανέπνευσε για πρώτη φορά.

Η κατάρα της Αθηνάς που επικαλέστηκε ο Μπάιρον έπληξε τον Έλγιν παντοιοτρόπως. Δεν του έφτανε η σύφιλη που τον ρήμαξε· η μεταφορά των κλοπιμαίων, η καθέλκυση των ναυαγίων και η φύλαξή τους του κόστισαν πολύ περισσότερο από τις 35.000 λίρες τις οποίες πλήρωσε το βρετανικό κοινοβούλιο για την εξαγορά τους. Ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας είχε πληρώσει μόνο 6.000 λίρες για τα αγάλματα από τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα, ενώ οι Ντιλετάντι πούλησαν τη ζωοφόρο από τον ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας για 15.000 λίρες στο Βρετανικό Μουσείο. Ο Έλγιν όμως είχε ο ίδιος ξοδέψει 74.000 λίρες για τον θησαυρό του και κατέληξε με τα μισά.

Το 1812 ιδρύθηκε στην Αθήνα η «Φιλόμουσος Εταιρεία» για τη διάδοση τάχα της παιδείας στο αρβανιτοχώρι εκείνο. Ένα από τα ιδρυτικά μέλη ήταν κι ο γιος του Άγγλου προξένου, ο οποίος είχε βοηθήσει τον Έλγιν στο άθλιο έργο της καταστροφής του Παρθενώνα. Βέβαια, ελάχιστα απασχολούσε τους ιδρυτές η εκπαίδευση των Αθηναίων επήλυδων, αλλά και τους νεοέλληνες οι αρχές που παραβίαζαν οι ξένοι. Ήθελαν ωστόσο να διεκδικήσουν και εκείνοι κάτι από τα εισοδήματα που θα έπρεπε να τους ανήκουν από το εμπόριο της καταγωγής τους.

Ο Θεοδωρόπουλος επισημαίνει ότι η εντοπιότητα έκανε τους Αθηναίους να φιλοδοξούν να γίνουν συνεταίροι στην επιχείρηση διάσωσης του ενδόξου παρελθόντος. Οι ξένοι όμως τους συμπεριφέρονταν σαν να ήταν απλοί υπάλληλοι. Ο γραμματέας του Έλγιν, Χάμιλτον, έγραφε ότι από τους Έλληνες δεν υπήρξαν αντιδράσεις κατά του Σκώτου αφεντικού του.

Όταν έφτασαν στην Αθήνα οι Βαυαροί σαν νέοι διαχειριστές της τύχης της, ο Παρθενώνας βρισκόταν σε κακά χάλια. Θα περάσει ένας ακόμα αιώνας για να επιχειρήσουν οι Νεοέλληνες έργα αποκατάστασης. Ώσπου να έρθει η ώρα του Χαράλαμπου Μπούρα και του Μανώλη Κορρέ, το μνημείο θα υποστεί πολλές ταλαιπωρίες στα χέρια ερασιτεχνών συντηρητών. Ένας απ’ αυτούς αντικατέστησε το μολύβι ανάμεσα στους σπονδύλους με σίδερο, το οποίο είναι ευαίσθητο στις αλλαγές θερμοκρασίας αλλά και στην οξείδωση. Η εκμάθηση της συμπεριφοράς των υλικών έγινε βέβαια εις βάρος  του μνημείου.

Σωστά ο Θεοδωρόπουλος μέμφεται όσους οργάνωσαν τα εγκαίνια του νέου μουσείου της Ακρόπολης για να καταδείξουν την αναξιοπιστία των Βρετανών δεσμοφυλάκων των μαρμάρων μας. Θα ήταν ασφαλώς πιο πειστικοί αν φρόντιζαν να οργανώσουν πανεπιστημιακά τμήματα με σκοπό τη μελέτη της αρχαίας ιστορίας, τομέα στον οποίο τόσο θλιβερά υπολειπόμαστε των δεσμοφυλάκων των εξόριστων αρχαιοτήτων μας.

Τι κάναμε, αλήθεια, ως κληρονόμοι της γης και του κλίματος των αρχαίων για να βελτιώσουμε τις γέφυρες επικοινωνίας με εκείνους; Καταργήσαμε τη γλώσσα που υπήρξε ο σύνδεσμος, τα αρχαία αλλά και την καθαρεύουσα, εγκαταλείψαμε τις ανώτατες σπουδές της αρχαίας Ελλάδας στη τύχη τους και γίναμε από τους πιο φτωχούς Ευρωπαίους στη μελέτη της αρχαιότητας. Δυο μόνο σημαντικούς καθηγητές και έναν ακαδημαϊκό της αρχαίας ιστορίας διαθέτουμε και πολλούς αρχαιολόγους είναι η αλήθεια, που δεν προλαβαίνουν να σκάβουν, αλλά, με λίγες εξαιρέσεις, χωρίς να διαφωτίζουν για τη φύση των ευρημάτων τους. Και πάλι οι ξένοι στον τόπο μας αριστεύουν πάντοτε και σ’ αυτό το αγώνισμα.

Η διεκδίκηση της αρχαιότητας θα αποκτήσει νόημα για μας όταν θα καταθέσουμε την πνευματική συνεισφορά μας, όχι σαν κληρονόμοι αλλά ως επίγονοι. Προς το παρόν διεκδικούμε την κληρονομιά χωρίς να συμμεριζόμαστε τις υποχρεώσεις που οφείλουμε.