σύνδεση

Μπόρχες, το Άλεφ της Λογοτεχνίας

Μπόρχες, το Άλεφ της Λογοτεχνίας Ο Μπόρχες με την μετέπειτα σύζυγό του Μαρία Κοντάμα και τον Δημήτρη Καλοκύρη στην Αθήνα, 3 Σεπτεμβρίου 1983.

 

 

 

Νάσος Βαγενάς, Η λογοτεχνία στο τετράγωνο. Σημειώσεις για τη γραφή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Αθήνα, Πόλις 2020, σελ. 153

 

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι διεθνώς η βιβλιογραφία για τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986) είναι τεράστια, απόδειξη της παγκόσμιας αναγνώρισης και διάδοσης του έργου του, το ερώτημα τι θα μπορούσε ουσιαστικά να προσθέσει ένα σημερινό ελληνόγλωσσο βιβλίο στη γνώση μας για τον περίφημο Αργεντινό συγγραφέα είναι εύλογο, αν αντικρίσουμε αυτό το βιβλίο πέρα από την οπτική της εξέτασης του ζητήματος ποια πρόσληψη είχε στη χώρα μας το μπορχεσιανό συγγραφικό σύμπαν. Κι όμως, το βιβλίο του Νάσου Βαγενά Η λογοτεχνία στο τετράγωνο. Σημειώσεις για τη γραφή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες πιστεύω ότι ιχνηλατεί μερικές ακόμα άγνωστες ή, έστω, ανεπαρκώς εξερευνημένες περιοχές στον χάρτη της επισκόπησης, όχι μόνο στη μικρή μας γωνιά, του τι σημαίνει να διαβάζεις τον Μπόρχες και, στη συνέχεια, τη λογοτεχνία μέσα από το έργο του. Για να εξηγήσω τι εννοώ (και για να αποφύγω περισσότερες μεταφορές), είναι σκόπιμο, αρχικά, να κάνω μία σύντομη αναδρομή στην ήδη γνωστή και πραγματολογικά εξακριβωμένη σχέση του Βαγενά με τον Μπόρχες, καθώς μάλιστα αυτή η σχέση καλύπτει ικανό μέρος της ύλης του βιβλίου του πρώτου για τον δεύτερο. Οι μέχρι σήμερα, λοιπόν, γνωστές και βασικές στιγμές της σχέσης τους ήταν η πρώτη τυχαία συνάντηση και γνωριμία τους στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 στο κέντρο της Αθήνας, συνάντηση οι παράδοξες περιστάσεις της οποίας περιγράφονται παραστατικά στο γραπτό του Βαγενά «Ο Μπόρχες στην οδό Πανεπιστημίου» (σ. 121-125), και, στη συνέχεια, οκτώ μήνες αργότερα, η αναγόρευση του Μπόρχες σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, στις 12 Μαΐου 1984· στην τελετή της αναγόρευσης ο Βαγενάς, καθηγητής τότε του εκεί Πανεπιστημίου, ανέγνωσε την ομιλία του «Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και ο λαβύρινθος της ειρωνείας» (σ. 15-45). Αλλά ο ενήμερος τόσο για το έργο του Βαγενά όσο και για την πρόσληψη του Μπόρχες στον τόπο μας αναγνώστης γνωρίζει ήδη ότι τα κείμενα αυτά έχουν, εδώ και πολλά χρόνια, λίγο καιρό αφότου γράφτηκαν, δημοσιευτεί και, επομένως, υποθέτει, σωστά, ότι στο παρουσιαζόμενο εδώ βιβλίο επανεκδίδονται, και μάλιστα χωρίς αλλαγές.

Γιατί ανακάλεσα, λοιπόν, τα γεγονότα και τα συναφή με αυτά γνωστά κείμενα; Όχι τόσο για να ανασυστήσω το ορατό παρελθόν της πραγματικής σχέσης του Βαγενά με τον Μπόρχες, αλλά κυρίως επειδή τα εν λόγω συμβάντα και κείμενα λειτούργησαν ως κρίσιμοι σταθμοί για τη δεξίωση του Μπόρχες στη χώρα και τη γλώσσα μας. Κι αυτό επειδή συνετέλεσαν όχι στο να σχηματιστεί, καθώς υπήρχε ήδη, αλλά στο να παγιωθεί μία ομάδα αφοσιωμένων στο έργο του Μπόρχες αναγνωστών, που είναι, συνάμα, καλοί λογοτέχνες και εξίσου καλοί μεταφραστές. Αναφέρομαι, προφανώς, εκτός από τον Βαγενά, κυρίως στον Δημήτρη Καλοκύρη και τον Αχιλλέα Κυριακίδη και, επίσης, στον ηλικιακά νεότερο κριτικό λογοτεχνίας Αριστοτέλη Σαΐνη, συστηματικό μελετητή της τύχης του Μπόρχες στην Ελλάδα. Χάρη στους μεταφραστικούς καρπούς της μακρόχρονης, ήδη από τη δεκαετία του 1970, και επίμοχθης ενασχόλησης του Καλοκύρη και του Κυριακίδη με τον Αργεντινό συγγραφέα, ή καλύτερα της εκλεκτικής προσήλωσης, που φαίνεται και στο πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο τους, ο σημερινός έλληνας αναγνώστης της καλής λογοτεχνίας, μισόν αιώνα μετά, διαθέτει και μπορεί να διαβάσει το έργο του Μπόρχες σε ένα εκφραστικά συνεκτικό και άρτια επιμελημένο ως προς το συνοδευτικό πληροφοριακό υλικό του σύνολο πέντε τόμων, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη: τα Ποιήματα (ένας τόμος), τα Πεζά (δύο τόμοι) και τα Δοκίμια (δύο τόμοι).

Συνεπώς, ο Βαγενάς συγκεντρώνει σε ένα βιβλίο, θα έλεγα με διάθεση απολογισμού, όλα τα κατά καιρούς κείμενά του για τον Μπόρχες. Εκτός από τα δύο που ήδη ανέφερα, στο βιβλίο περιέχονται δύο ποιήματα του Βαγενά, «Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες στην οδό Πανεπιστημίου» (σ. 127) και «Μπόρχες» (σ. 128), περιλαμβανόμενα σε ποιητικές συλλογές του αντιστοίχως το 1986 και το 2010, ποιητικές αποδόσεις τιμής και υψηλής αναγνώρισης του σπουδαίου συγγραφέα, καθώς και πέντε μεταφράσεις ποιημάτων του Μπόρχες (σ. 132-143), εκείνων που προφανώς ο Βαγενάς ξεχωρίζει από το corpus της μπορχεσιανής ποίησης και τα έχει μεταφράσει κατά τέτοιο τρόπο νοηματικής ακρίβειας και συνάμα εκφραστικής οικείωσής τους ώστε δικαιούμαστε να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για ποιήματα που προστίθενται στο έργο του έλληνα ποιητή· αυτές οι μεταφράσεις-ποιήματα δημοσιεύτηκαν σε βιβλία του Βαγενά το 1989 και το 2017.

Ό,τι, όμως, φαίνεται κυρίως να ώθησε τον Βαγενά ώστε να κάνει τη συγκέντρωση των αναφερόμενων στον Μπόρχες γραπτών του είναι η συμπερίληψη στο βιβλίο δύο ανέκδοτων κειμένων του, αυτών που συγκροτούν την μέχρι σήμερα αόρατη πλευρά της σχέσης του με τον Αργεντινό συγγραφέα. Το παλαιότερο είναι το «Η γενεαλογία του Πιέρ Μενάρ» (σ. 83-115), κείμενο που, όπως μας πληροφορεί ο Βαγενάς στον πρόλογο του βιβλίου, γράφτηκε το 1972, στα 27 του χρόνια, ως μεταπτυχιακή εργασία του στην αγγλική γλώσσα (στο βιβλίο έχει μεταφραστεί από την Μάρα Ψάλτη) για το Πανεπιστήμιο του Έσσεξ. Στη μελέτη αυτή ο Βαγενάς διαβάζει προσεκτικά «ένα από τα σημαντικότερα διηγήματα του Μπόρχες» (σ. 88), το «Πιέρ Μενάρ, συγγραφεύς του Δον Κιχώτη» (Ο κύκλος με τα διακλαδωτά μονοπάτια, 1941: Τα πεζά, τόμος πρώτος, σ. 153-165), και το φωτίζει μέσα από το πρίσμα της εξέτασης του ως λανθανόντως αυτοβιογραφικού και ως κειμένου ποιητικής: το διήγημα είναι σημαντικό, γράφει ο Βαγενάς, «όχι μόνο για τον τρόπο με τον οποίο ιχνηλατεί την πνευματική ιστορία του ήρωά του, αλλά και για τον βαθιά αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του, ο οποίος μας προσφέρει ένα σχεδιάγραμμα της συγγραφικής μεθόδου του ίδιου του Μπόρχες» (σ. 88). Εξετάζοντας, κατόπιν, επιμέρους ζητήματα, όπως τις απόψεις του Μπόρχες για την καθαρά δημιουργική φύση της λογοτεχνικής μετάφρασης, το ζήτημα των πολλαπλών δυνατοτήτων της πρόσληψης ενός έργου τέχνης και τη βαθιά συγγενική συγγραφική σχέση του Αργεντινού με τον Γάλλο συμβολιστή Πωλ Βαλερύ, ο Βαγενάς καταλήγει, μεταξύ άλλων, σε μία κρίσιμη διαπίστωση που παραθέτω αυτολεξεί, ως σύνοψη της μπορχεσιανής συγγραφικής μεθόδου: «Ο Μπόρχες με το “Πιέρ Μενάρ” φαίνεται να οδηγεί την έννοια της λογοτεχνίας σε έναν λογοτεχνικό ιδεαλισμό: οι συγγραφείς, ελάσσονες ή μείζονες, είναι απλά σχήματα, εκφραστές, περισσότερο ή λιγότερο προνομιούχοι, των πολύμορφων βουλήσεων μιας υπερβατικής δύναμης που ονομάζεται Λογοτεχνία. Ο συγγραφέας που νομίζει ότι γράφει ένα νέο βιβλίο αυταπατάται γιατί, στην πραγματικότητα, επαναλαμβάνει, χωρίς μάλιστα να το αντιλαμβάνεται, τα βιβλία που έχουν προηγηθεί» (σ. 97-98). Θεωρώντας από την απόσταση σχεδόν μισού αιώνα το γραπτό του Βαγενά για τον μπορχεσιανό «Πιέρ Μενάρ» και μη μπορώντας παρά να εμπιστευτούμε την πληροφορία ότι η εν λόγω μελέτη γράφτηκε πράγματι το 1972, προκαλεί ευχάριστη έκπληξη η πρώιμη ωριμότητα της κριτικής σκέψης του τότε νεαρού Έλληνα θιασώτη της μπορχεσιανής λογοτεχνίας. Έτσι, η μελέτη για το διήγημα «Πιέρ Μενάρ, συγγραφεύς του Δον Κιχώτη» μπορεί να αποτιμηθεί ως το γόνιμο έδαφος του σταθερού, στη συνέχεια, συγγραφικού δεσμού του Βαγενά με τον Μπόρχες, το έδαφος εκείνο που θα δώσει καρπούς τα επόμενα, όπως θα δούμε, χρόνια.

Το δεύτερο ανέκδοτο κείμενο του βιβλίου είναι το «Η λογοτεχνία στο τετράγωνο. Σημειώσεις για τη γραφή του Μπόρχες» (σ. 49-80). Αποτελείται από 36 σύντομες αριθμημένες σημειώσεις, ως ένα βαθμό συνδεδεμένες μεταξύ τους αλλά και ανεξάρτητες, όπου ο Βαγενάς άλλοτε ανατρέχει στην εμπειρία της γνωριμίας του με το έργο του Μπόρχες (η αρχή έγινε το 1970 σε ένα βιβλιοπωλείο της Ρώμης) και με τον ίδιο τον άνθρωπο (στις λίγες ευτυχισμένες ημέρες που οι δυο τους συνυπήρξαν στο Ρέθυμνο τον Μάιο του 1984) και αλλού στην εμπειρία της ανάγνωσης και της κατανόησης του έργου του. Ο τίτλος «Η λογοτεχνία στο τετράγωνο» πρόκειται για φράση για το έργο του Μπόρχες γραμμένη από τον Ιταλό πεζογράφο Ίταλο Καλβίνο, που ο Βαγενάς την ασπάζεται και την υιοθετεί. Η καταγραφή μερικών διαλόγων του με τον Μπόρχες επαληθεύει σε τέτοιο βαθμό την οξύτητα της σκέψης του Αργεντινού ώστε οι φράσεις φαίνονται να είναι αποσπασμένες από κείμενά του ή έτοιμες να μεταπλαστούν σε ποιήματα, διηγήματα ή δοκίμιά του. Δεν έχει νόημα να περιγράψω επιμέρους απόψεις και στοχασμούς αυτών των σημειώσεων, όπως π.χ. τις οξυδερκείς παρατηρήσεις για τη συγγένεια ανάμεσα στον Μπόρχες και τον Καβάφη (βασικό θέμα και της ομιλίας «Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και ο λαβύρινθος της ειρωνείας»), επειδή έτσι ίσως περιόριζα την επιθυμία του αναγνώστη να τις διαβάσει αδιαμεσολάβητες από τον δικό μου σχολιασμό. Γενικά θεωρημένες, οι σημειώσεις αυτές επαληθεύουν τις οφειλές του δοκιμιογράφου Βαγενά στον λογοτέχνη Μπόρχες: οι σκέψεις του στη σύλληψή τους είναι διαυγείς σαν το κρύσταλλο, διατυπωμένες με την ακρίβεια ενός γεωμετρικού σχήματος και, συνάμα, παλλόμενες από μία φιλτραρισμένη συγκίνηση διανοητικού τύπου (αναφέρομαι στον Βαγενά, αλλά, μέσω αυτού, και στον Μπόρχες).

Από τη στιγμή που (μέσω της μελέτης του για τον μπορχεσιανό «Πιέρ Μενάρ», ο Βαγενάς συνειδητοποίησε ότι) ο κάθε λογοτέχνης επαναλαμβάνει, χωρίς μάλιστα να το αντιλαμβάνεται, τα βιβλία που έχουν προηγηθεί, εξίσου εύκολα (ή δύσκολα) μπορεί να επινοήσει γράφοντας και να γράψει επινοώντας το λογοτεχνικό παρελθόν του. Αυτό ακριβώς έπραξε ο Βαγενάς, με την μπορχεσιανή συγγραφική μέθοδο, το 1976, τέσσερα χρόνια μετά τη μελέτη του για τον «Πιέρ Μενάρ» και έξι χρόνια ύστερα από την πρώτη του γνωριμία με το έργο του Μπόρχες. Αναφέρομαι, βέβαια, στο, μοναδικό μέχρι σήμερα, πεζογραφικό βιβλίο του, το Η συντεχνία (1976). Πρόδηλα ο λόγος για τον οποίο η Συντεχνία δεν συστεγάστηκε στη Βιογραφία. Ποιήματα 1974-2014 (2015), τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Βαγενά, είναι ότι τα τρία γραπτά της, «Πάτροκλος Γιατράς ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Έρημης Χώρας», «Μενέλαος Σοϊλελμετζίδης (1889-1955)» και «Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση του Ίλιγγου», εκ πρώτης όψεως φιλολογικά ή λογοτεχνικά δοκίμια, είναι μυθοπλαστικά και σχετικώς εκτεταμένα αφηγήματα. Ανήκουν, λοιπόν, στο είδος της πεζογραφίας. Κατά βάθος, όμως, αυτά τα, γραμμένα πάνω στα χνάρια της συγγραφικής μεθόδου του Μπόρχες, ψευδοδοκίμια της Συντεχνίας, ευφυή τόσο στη σύλληψη όσο και στη γραφή τους, ουσιαστικά λειτουργούν ως μια καίρια ψηφίδα της ποίησης του Βαγενά: αναφερόμενα σε υπαρκτούς και επινοημένους ποιητές, καθώς επίσης σε ποιήματα και μεταφράσεις τους, προκαταβάλουν ροπές της και εξυφαίνουν το ισχυρό δίχτυ του διακειμενικού διαλόγου της με τα νήματα του υψηλού, ελληνικού και ευρωπαϊκού, ποιητικού μοντερνισμού· εξάλλου η Συντεχνία περιλαμβάνει ποιήματα και μεταφράσεις αποδιδόμενα σε άλλα πρόσωπα αλλά γραμμένα από τον (μπορχεσιανό) Βαγενά.

 sel8
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κρήτης, Μάιος 1984. Πίσω του διακρίνονται οι Νίκος Σβορώνος, Βασίλης Κρεμμυδάς και Νίκος Παναγιωτάκης. Δίπλα του ο Οδ. Τσαγκαράκης.

Κάνοντας μια εποπτική αναδρομή, από τη σκοπιά που τώρα μας προσφέρει το βιβλίο Η λογοτεχνία στο τετράγωνο, στο συνολικό συγγραφικό έργο του Βαγενά, γεννιέται το ερώτημα γιατί ο ποιητής, φιλόλογος και δοκιμιογράφος δεν έγραψε, ύστερα από το 1976, γραπτά όμοια ή παρόμοια με εκείνα της Συντεχνίας; Την απάντηση την δίνει εμμέσως ο ίδιος σε σημείο των σημειώσεών του για τον Μπόρχες, όπου παρατηρεί, με οξυδέρκεια, ότι ο Αργεντινός είναι κατά βάθος ποιητής σε όλα τα κείμενά του, η διάκριση των οποίων σε ποιήματα, διηγήματα και δοκίμια είναι επιφανειακή (βλ. τη σημείωση 17, σ. 63-65). Κατ’ αναλογία, και ο Βαγενάς είναι κατά βάθος ποιητής σε όλα τα γραπτά του, τα δοκιμιακά, ακόμα και τα φιλολογικά, καθώς όλα εκφράζουν, παρά την επιφανειακή ειδολογική ανομοιότητά τους, την αντίληψή του για τη φύση και τη λειτουργία της λογοτεχνίας, όπως αυτές προσδιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την αφομοίωση της μπορχεσιανής συγγραφικής μεθόδου. Επίσης την απάντηση μπορούμε να δώσουμε και οι προσεκτικοί αναγνώστες του Βαγενά (και του Μπόρχες): ο Βαγενάς παροχέτευσε από την πεζογραφική Συντεχνία του τη μπορχεσιανή μαθητεία του στην ποίησή του που τώρα μας αποκαλύπτεται πολύ πιο μπορχεσιανή απ’ ό,τι μέχρι τώρα μπορούσαμε να διακρίνουμε ότι είναι. Π.χ. τα ποιήματά του με θεματική ύλη τους καταλόγους ανακαλούν πολλά παρόμοια κείμενα του Μπόρχες. Επιπρόσθετα, το βιβλίο Η λογοτεχνία στο τετράγωνο γεννά στον ευαίσθητο και φιλέρευνο αναγνώστη του (με τη φράση αυτή δεν υπαινίσσομαι ότι ανήκω στην παραπάνω κατηγορία) την απορία: μήπως υπάρχουν και λανθάνουν, όπως η αόρατη πλευρά του Πιέρ Μενάρ, ανέκδοτα, μπορχεσιανής σύλληψης και εκτέλεσης, κείμενα του Βαγενά; Με δεδομένη τη, δημοσίως γνωστή, μακρόχρονη γνωριμία και σχέση μας έχω από τον ίδιο κατά καιρούς πληροφορίες που μου επιτρέπουν να υποθέσω, όχι αβάσιμα, ότι τέτοια κείμενα (μπορεί να) υπάρχουν. Ή, αν μη τι άλλο, αν δεν υπάρχουν, πιθανόν να γραφούν.

Επιστρέφω στο γνωστότερο και κεντρικότερο κείμενο του Βαγενά για τον Μπόρχες, το «Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και ο λαβύρινθος της ειρωνείας», για να εστιάσω την προσοχή μου σε ένα μόνο σημείο, ανάμεσα σε πολλά άλλα πολύ ενδιαφέροντα για τον φωτισμό του έργου του Αργεντινού. Συγκεκριμένα, και αφού έχει παρατηρήσει ότι ο Μπόρχες είναι εξίσου ειρωνικός με τον Καβάφη, γράφοντας διανοητική ποίηση, στις διάφορες ειδολογικές εκδοχές του έργου του, και χρησιμοποιώντας ιδίως τον τρόπο της δοκιμιακής σκέψης, ο Βαγενάς επικεντρώνει την προσοχή του στην εικόνα του λαβυρίνθου: «Η εικόνα του λαβυρίνθου είναι το κεντρικότερο σύμβολο του έργου του [του Μπόρχες], και θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε ολόκληρο το έργο του με έναν λαβύρινθο» (σ. 17). Στη συνέχεια, και αφού παραθέσει απόψεις άλλων μελετητών, ο Βαγενάς αναρωτιέται τι βρίσκεται στο κέντρο του λαβύρινθου, για να δώσει τη δική του, πολύ ερεθιστική, κατά τη γνώμη μου, απάντηση: «Στο κέντρο του λαβυρίνθου του Μπόρχες βρίσκεται ενσαρκωμένη η ιδέα της αιωνιότητας. Αισθάνεται κανείς ότι για τον Μπόρχες αυτό που δίνει ένα νόημα στη ζωή είναι η δίψα του απολύτου· και ότι η μόνη πηγή που μπορεί να τροφοδοτεί αυτή τη δίψα είναι το ανέφικτο του απολύτου» (σ. 43-44). Μια τέτοια σκέψη νομίζω ότι δικαιώνει την εισαγωγική παρατήρησή μου ότι το βιβλίο του Βαγενά θα μπορούσε να είναι μια συμβολή στην κατανόηση του μπορχεσιανού σύμπαντος, η οποία θα μπορούσε να ενδιαφέρει όχι μόνο τους έλληνες αναγνώστες του.

Η κατάληξη της μελέτης «Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και ο λαβύρινθος της ειρωνείας», αλλά και γενικότερα το βιβλίο του Βαγενά, στοχαστική κατάθεση και αναγνώριση οφειλής σε ένα έργο που τον καθόρισε, με ώθησαν να ξαναδιαβάσω μερικά αγαπημένα μου κείμενα του Μπόρχες, για να αναζητήσω, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, το κέντρο του λαβυρίνθου. Σκέφτομαι, λοιπόν, τα εξής. Παρά την διανοητικότητα και το συχνά ρεαλιστικό πλαίσιο αναφοράς των γραπτών του, ο Μπόρχες ανάγει την κάθε είδους πραγματικότητα (της φιλοσοφίας, της θεολογίας, της ιστορίας, της παλαιότερής του λογοτεχνίας ως πολιτισμικής μνήμης και ως αστείρευτου πεδίου άντλησης μύθων) στη φαντασία, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η σύγχυση των ορίων ανάμεσά τους – στην πραγματικότητα και τη φαντασία, με άλλα λόγια η ανεπαίσθητη μετάβαση του αναγνώστη σε έναν λαβυρινθώδη κόσμο ή έναν δαιδαλώδη λαβύρινθο, να μην του προκαλεί την αίσθηση της ανησυχίας, του φόβου ή του πανικού, αλλά την αίσθηση του καθησυχασμού ή και της ευφορίας, καθώς στο κέντρο αυτού του λαβυρίνθου βρίσκεται η μακάρια αιωνιότητα. Εγκιβωτίζοντας ή μπολιάζοντας τα κείμενά του διαρκώς με σημάνσεις του ιστορικού χρόνου, δηλαδή του παρελθόντα χρόνου, και δείκτες χωρικής αναφοράς, αναγνωρισμένους στον πραγματικό κόσμο, δηλαδή σε μέρη όπου δεν (μπορούμε να) είμαστε (συνεχώς), ο Μπόρχες τους μετατρέπει στα υλικά της μαγικής τέχνης του· με άλλα λόγια, δημιουργεί εκείνο το κειμενικό φίλτρο που διυλίζει όλα αυτά τα υλικά ώστε να μεταδίδεται, εντέλει, η παρηγορητική αίσθηση της αχρονίας και της χωρικότητας του ονειρικού τύπου, ενόσω, όμως, βρισκόμαστε στο βάθος του πραγματικού κόσμου, πίσω από την επιφανειακή όψη του. Στο μπορχεσιανό σύμπαν είμαστε εμείς και ο άλλος εαυτός μας, εδώ και αλλού, τότε και τώρα, ζωντανοί και νεκροί (και ξανά ζωντανοί). Γι’ αυτό και, κατά τη γνώμη μου, η λογοτεχνία του Μπόρχες δεν πρόκειται να παλιώσει, επειδή είναι γραμμένη με εκείνον τον μοναδικά δικό του τρόπο που να την κάνει εξακολουθητικά παρούσα και ενεργή. Αλλά ποιος είναι αυτός ο τρόπος;

Ξαναγράφω ότι η ανάγνωση του βιβλίου του Βαγενά με ώθησε να ξαναδιαβάσω τον Μπόρχες, προσπαθώντας να τον συλλάβω. Σκέφτομαι να διατυπώσω αυτή τη σύλληψη με μία αλληγορία: ο Μπόρχες είναι το Άλεφ της Λογοτεχνίας. Στο κείμενό του «Το Άλεφ», περιλαμβανόμενο στην ομώνυμη συλλογή αφηγημάτων του το 1949 (Τα πεζά, τόμος πρώτος, σ. 438-457), ο λογοτεχνικός χαρακτήρας του Μπόρχες ανακαλύπτει στο σκοτεινό υπόγειο του σπιτιού ενός γνωστού του μέτριου λογοτέχνη την ύπαρξη του Άλεφ (έστω, ενός Άλεφ). Το Άλεφ είναι μία μικρή ιριδίζουσα σφαίρα που ακτινοβολεί και που μέσα της ο Μπόρχες βλέπει ολόκληρο το σύμπαν, όλο τον χώρο και όλο τον χρόνο, όλους τους ανθρώπους και όλες τις πράξεις τους, καθώς και τον εαυτό του: «[…] είδα το Άλεφ απ’ όλα τα πρίσματα, είδα τη γη μέσα στο Άλεφ και, ξανά, μέσα στη γη το Άλεφ και μέσα στο Άλεφ τη γη, είδα το πρόσωπό μου και τα σωθικά μου, είδα το πρόσωπό σου και ζαλίστηκα κι έκλαψα, γιατί τα μάτια μου είχαν δει αυτό το μυστικό και επαγωγικό πράγμα που οι άνθρωποι έχουν καπηλευτεί τ’ όνομά του, μα που κανένας απ’ αυτούς δεν το ’χει δει ποτέ: το ασύλληπτο σύμπαν» (σ. 453-454).

Κατ’ αναλογία, λοιπόν, ο Μπόρχες είναι το Άλεφ της Λογοτεχνίας: αν εισέλθουμε στον λαβύρινθο ή αν κλειστούμε στο σκοτεινό υπόγειο και κοιτάξουμε στο βάθος της φωτεινής κρυστάλλινης σφαίρας του έργου του βλέπουμε ολόκληρη την παλαιότερη μεγάλη λογοτεχνία, με τους χαρακτήρες, τους χρόνους, τα μέρη, τα συμβάντα της, το σύμπαν των στοχασμών και των αισθημάτων της. Βλέπουμε, επίσης, κι εκείνο το μέρος της σύγχρονης λογοτεχνίας που, αναμετρημένο με την παλαιότερη μεγάλη λογοτεχνία, μέσω της επανεγγραφής της, προσπαθεί να καταφέρει να εισέλθει μέσα στο Άλεφ. Βλέπουμε, τέλος, κι ένα μέρος της μελλοντικής λογοτεχνίας που θα μπολιάσει στο κειμενικό υπόστρωμά της την παλαιότερη, ένα τμήμα της σύγχρονής μας λογοτεχνίας και, βέβαια, το έργο του Μπόρχες.

Το βιβλίο του Βαγενά καταλήγει με το σύντομο κείμενο της «Αντιφώνησης» του Μπόρχες στην τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κρήτης το 1983 (σ. 147-150). Εκείνο το σύντομο κείμενο κατέληγε με τις φράσεις: «Αυτό που θα ήθελα να καταλάβετε –και ξέρω ότι το καταλαβαίνετε, ή μάλλον ότι το αισθάνεστε (αισθάνεται κανείς καλύτερα παρά καταλαβαίνει)– είναι ότι νιώθω ευτυχισμένος εδώ, πολύ ευτυχισμένος που βρίσκομαι στην Ελλάδα, και θα βρίσκομαι για πάντα εδώ, ακόμα κι όταν το σώμα μου θ’ απουσιάζει» (σ. 150). Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, με δεδομένο τον συγκαταβατικό χαρακτήρα κάθε είδους κειμένου, ότι η αναφορά του Μπόρχες στην παντοτινή παρουσία του στην Ελλάδα ήταν μία ευφυής φιλοφρόνηση προς το κοινό του, όπως του την υπαγόρευσε η τιμητική για τον ίδιο περίσταση. Όχι, ο Μπόρχες κυριολεκτούσε. Η λογοτεχνία του, αυτό το Άλεφ της Λογοτεχνίας, μας πείθει ότι βρίσκεται ανάμεσά μας, αόρατος και ανεπαίσθητος, αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο υπαρκτός.

 

Βιβλία του Χόρχε Λουίς Μπόρχες στα ελληνικά

Δοκίμια Ι, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Πατάκη, 2015, σελ. 664

Δοκίμια ΙΙ, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Πατάκη, 2015,  σελ. 488

Άπαντα τα πεζά [Ι], μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Πατάκη, 2014, σελ. 598

Άπαντα τα πεζά [ΙΙ], μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Πατάκη, 2014, σελ. 486 Ποιήματα, μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης, Εκδόσεις Πατάκη, 2014, σελ. 304