σύνδεση

Από Σαλονίκη σε Θεσσαλονίκη

Από Σαλονίκη σε Θεσσαλονίκη Ο Σααδή Μπετσαλέλ Ασκεναζή α-Λεβή και η δεύτερη σύζυγός του, περ. τη δεκαετία 1890. (Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται από το κρινόμενο βιβλίο).

 

 

Sarah Abrevaya Stein, Family Papers: A Sephardic Journey Through the Twentieth Century (Farrar, Straus and Giroux, Νέα Υόρκη 2019), σελ. 336

 

 

Ούτε ο πατέρας μου, Αλβέρτος, που γεννήθηκε Εβραίος, πολιτογραφήθηκε Ισπανός και προσχώρησε στον ρωμαιοκαθολικισμό, ούτε ο αδελφός του, που επίσης γεννήθηκε Εβραίος και πολιτογραφήθηκε Ισπανός αλλά δεν άλλαξε θρήσκευμα, μίλησαν ποτέ ουσιαστικά για τη ζωή και τα βιώματά τους κατά τον πόλεμο. Ο πατέρας μου, μαζί με αρκετούς άλλους, πέρασε τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, στη σχετική άνεση του υπογείου της ισπανικής πρεσβείας. Ο θείος μου Ιωσήφ συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Μπέργκεν-Μπέλσεν μαζί με τη σύζυγο, την κόρη τους και τον αρραβωνιαστικό της. Επέζησαν και οι τέσσερις.

Άρχισα να κατανοώ τη σιωπή του πατέρα μου, τον σεβασμό και την σχεδόν απόλυτη υπακοή που έδειχνε απέναντι στον αδελφό του όταν είδα στο Shoah του Κλοντ Λανζμάν έναν άνθρωπο που είχε αποφύγει τα στρατόπεδα να περιγράφει τη βαθιά ενοχή που ένιωθε απέναντι σε όσους είχαν επιστρέψει από αυτά. Και άρχισα να καταλαβαίνω τη μυστικοπάθεια του θείου μου όταν διάβασα την ιστορία της οικογένειας Λεβή, από τις ρίζες της στη Σαλονίκη του 18ου αιώνα έως την σταδιακή διασπορά της ανά την υφήλιο, από την συγγραφέα Σάρα Αμπρέβαγια Στάιν. Εκείνοι «που μόχθησαν να επιστρέψουν στη Θεσσαλονίκη από την Πολωνία με τα πόδια αντιμετωπίστηκαν με βδελυγμία, ακόμη και με απειλές για σωματική βία, από τους Εβραίους που είχαν βγει από τα καταφύγιά τους». Ίσως έτσι έγινε και με το Μπέλσεν: Η σχέση μεταξύ των δύο αδελφών ενδεχομένως διαμεσολαβήθηκε από συναισθήματα πέραν της ενοχής, για τα οποία δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Ακόμη και το 1957, μια γυναίκα δεν θεωρούνταν καλή για γάμο «επειδή έβγαλε τον πόλεμο στο Μπέργκεν-Μπέλσεν ενώ [ο αρραβωνιαστικός της] επιβίωσε κρυμμένος» ‒ και βέβαια οι περισσότεροι δεν είχαν κρυφτεί σε κάποια πρεσβεία, αλλά στα βουνά, σε σπηλιές ή σε σοφίτες, θέτοντας διαρκώς σε κίνδυνο τόσο τον εαυτό τους όσο κι εκείνους που τους βοηθούσαν. Μέχρι πρόσφατα, σε προσωπικό, κοινωνικό και εθνικό επίπεδο, ένα τείχος σιωπής χώριζε την ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδας από την ιστορία της πόλης που υπήρξε σπίτι τους για πάνω από 400 χρόνια και της χώρας που τους έδωσε μια πατρίδα κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα.[1]

Το Family Papers ανοίγει μια τρύπα σε αυτό το τείχος, που συντηρήθηκε για το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα από την διστακτικότητα της Ελλάδας, και ιδίως της Θεσσαλονίκης, να αναγνωρίσει την εβραϊκή ιστορία της. Προσφάτως, εν μέρει χάρη στις προσπάθειες του Γιάννη Μπουτάρη, ο οποίος χρημάτισε δήμαρχος Θεσσαλονίκης από το 2011 ως το 2019, η πόλη έχει αρχίσει να αναγνωρίζει το παρελθόν της. Πλέον έχουμε σοβαρές μελέτες για την άλλοτε ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα, η οποία έως τους Βαλκανικούς πολέμους και την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσε σχεδόν την πλειονότητα του πληθυσμού της πόλης· το νεκροταφείο της, που ήταν δύο χιλιάδων ετών αλλά καταστράφηκε από τον δήμο κατά τη διάρκεια του πολέμου, ήταν το μεγαλύτερο της Ευρώπης.

sel23b
Οδός Σαμπρί Πασά (σήμερα Ελ. Βενιζέλου) 1910.

Τα περισσότερα έργα για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης ήταν μέχρι τώρα ιστορικά και κοινωνιολογικά, όμως το Family Papers είναι πολύ πιο προσωπικό. Ακολουθεί μία μόνο οικογένεια, ξεκινώντας με την ιστορία του Σααδή Μπετσαλέλ Ασκεναζή α-Λεβή (1820-1903), ο οποίος άφησε στους απογόνους του τα απομνημονεύματα της ζωής του υπό τους Οθωμανούς και τη Σαλονίκη που βαθμιαία άλλαζε πρόσωπο. Ο Σααδή έγραψε στα λαντίνο ‒τη βασική γλώσσα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης ως τη σταδιακή αντικατάστασή τους από τα γαλλικά στις αρχές του 20ού αιώνα‒ τη δεκαετία του 1880. Το τετραδιάκι πέρασε από τα χέρια τεσσάρων γενεών Λεβή και ταξίδεψε από τη Σαλονίκη στο Παρίσι και το Ρίο ντε Τζανέιρο, και εντέλει βρήκε τον δρόμο του για την Ιερουσαλήμ όπου βρίσκεται έως σήμερα.

Τα απομνημονεύματα του Σααδή είναι το πρώτο γραπτό τεκμήριο που κράτησε αυτή η αξιοσημείωτη οικογένεια η οποία διατήρησε, παρά τις αποστάσεις και τις δυσκολίες των καιρών που έζησε, μια στενή, αν και συχνά διαλείπουσα, επικοινωνία. Τα μέλη της αντάλλαξαν πλήθος επιστολών που σκιαγραφούν την ιστορία όχι μόνο των ίδιων αλλά και των καιρών που έζησαν, τις χαρές και τις πολλές λύπες τους, τους έρωτες και τους καβγάδες τους, τις καλοτυχίες και τις κακοτυχίες τους και, ίσως πάνω απ’ όλα, την προσπάθειά τους να προσαρμοστούν σε έναν σύγχρονο κόσμο που δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμεναν.

Το βιβλίο χωρίζεται σε οκτώ ενότητες, με περίπου χρονολογική σειρά, καθεμιά από τις οποίες ασχολείται με ομάδες μελών που κατατάσσονται ως «Συγγραφείς», «Οθωμανοί», «Πολίτες», «Εμιγκρέδες», «Αιχμάλωτοι», «Επιζώντες», «Οικείοι» και «Απόγονοι». Μολονότι ένα κομμάτι της έρευνας βασίζεται στο έργο άλλων, η έρευνα της ίδιας της Στάιν είναι αν μη τι άλλο τεράστια, και εντοπίζει ανθρώπους και αρχεία στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, το Ισραήλ, την Ινδία, τη Βραζιλία και τον Καναδά ‒ και στις διάφορες γλώσσες στις οποίες αλληλογραφούσε η οικογένεια Λεβή μέσα στα χρόνια.

Η Στάιν αφιερώνει το κάθε κεφάλαιο, λίγο-πολύ, σε ένα μέλος της οικογένειας. Αυτό άλλοτε διαφωτίζει και άλλοτε προκαλεί σύγχυση. Η οικογένεια είναι πολύ μεγάλη και δεν είναι πάντοτε εύκολο να θυμάται κανείς τη σχέση ανάμεσα στα διάφορα άτομα που οι ιστορίες τους είναι συχνά αποσπασματικές και μερικές φορές πηγαίνουν μπρος-πίσω στον χρόνο. Αυτό όμως είναι έλασσον εμπρός στον ανάγλυφο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται πολλά από τα εμπλεκόμενα άτομα στην αφήγηση.

Το βασικό θέμα του βιβλίου είναι η εξιστόρηση των μεταμορφώσεων που υπέστη η οικογένεια από την οθωμανική Σαλονίκη των μέσων του δεκάτου ενάτου αιώνα και την επέλευση του εκσυγχρονισμού, τον οποίο εν μέρει υποστήριξε ο ίδιος ο Σααδή, που υπήρξε ταυτόχρονα θρήσκος και φιλελεύθερος και, μεταξύ άλλων, έφερε το πρώτο σοβαρό τυπογραφείο στη Σαλονίκη, ένα φυτώριο λαντίνο και γαλλικών εφημερίδων που κατά καιρούς του προκαλούσε μεγάλα προβλήματα. Το 1874, για παράδειγμα, τον κυνήγησαν με τον γιο του Χαΐμ εκατοντάδες συντηρητικά μέλη της εβραϊκής κοινότητας και παρά τρίχα γλίτωσαν το ενδεχόμενο λιντσάρισμα. Η Στάιν περιγράφει γλαφυρά τις εντάσεις ‒προσωπικές και οικονομικές αλλά επίσης πολιτικές και θρησκευτικές, ιμπεριαλιστικές και εθνικιστικές‒ τόσο μεταξύ Εβραίων και άλλων κοινοτήτων της Σαλονίκης (Ελλήνων, Τούρκων και Βούλγαρων μεταξύ άλλων) όσο και στο εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας. Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, όπως και η οικογένεια Λεβή, ήταν ετερογενής ομάδα, με κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές.

Αυτό είναι σημαντικό ζήτημα. Η Σαλονίκη ήταν μοναδική στην Ευρώπη από την άποψη ότι οι Εβραίοι κάτοικοί της εργάζονταν σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στο στενό φάσμα που επιτρεπόταν στις περισσότερες χώρες. Στελέχωναν το μεγάλο λιμάνι ως αχθοφόροι, αλλά ήταν επίσης καταστηματάρχες, βιομήχανοι, τραπεζίτες, γιατροί, δάσκαλοι, και απασχολούνταν σε κάθε διαθέσιμο επαγγελματικό τομέα. Αυτό τους καθιστούσε απολύτως απαραίτητους για τη λειτουργία της πόλης και η εξόντωσή τους άλλαξε την οικονομική της φύση για πάντα. Από τους περίπου 55.000 Εβραίους που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, λιγότεροι από χίλιοι επέστρεψαν σώοι από τα στρατόπεδα.

sel23g

Η εβραϊκή μετανάστευση από τη Σαλονίκη ξεκίνησε με την ένταξη της πόλης στο ελληνικό κράτος το 1913 και τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, που άφησε άστεγους τους περισσότερους Εβραίους οι οποίοι ζούσαν ακόμη στο κέντρο της πόλης. Η οικογένεια Λεβή ήταν κομμάτι αυτής της ιστορίας. Μολονότι πολλοί είχαν ήδη αποδημήσει στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα ‒στη Γαλλία σε διάφορες επιχειρήσεις, στο Μάντσεστερ για υφάσματα, στη Βραζιλία για εισαγωγές και εξαγωγές, ακόμη και στην Ινδία‒ οι πιο πολλοί έφυγαν όσο πλησίαζε ο Μεγάλος Πόλεμος και ακόμη περισσότεροι μετά τη λήξη του, καθώς η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και λιγότερο φιλόξενη για εκείνους. Ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες ήρθαν από την Ανατολία το 1922 ύστερα από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο (και 400.000 Τούρκοι έφυγαν για την Τουρκία). Μεγάλος αριθμός ελληνορθόδοξων προσφύγων, έχοντας ανάγκη από στέγη και δουλειά, κατέκλυσε τη Σαλονίκη με αποτέλεσμα οι Εβραίοι να γίνουν μικρή μειοψηφία ενώ οι δουλειές πήγαιναν κυρίως στους νεοφερμένους. Εντούτοις, δεκάδες χιλιάδες παρέμειναν στην πόλη και τα περίχωρά της ώσπου το μεγαλύτερο ποσοστό τους ‒περίπου 55 χιλιάδες άνθρωποι‒ δολοφονήθηκαν το 1943. Εάν σε αυτά προσθέσουμε την κατάληψη των εβραϊκών σπιτιών από τους νεοφερμένους από την Τουρκία και άλλους, οι οποίοι μετακόμισαν σ’ αυτά αμέσως μετά τον εκτοπισμό των Εβραίων και δεν ήταν διατεθειμένοι να τα επιστρέψουν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους, η κατάσταση για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, και της Ελλάδας γενικότερα, έγινε αφόρητη. Πολλοί απ’ όσους είχαν απομείνει έφυγαν. Το πενιχρό σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού της Ελλάδας σήμερα κυμαίνεται γύρω στους 5.000.

Όταν η Σαλονίκη (που μετονομάστηκε σε Θεσσαλονίκη το 1937, δέκα χρόνια ύστερα από την κατάργηση του εβραϊκού Σαββάτου, απόφαση που, μαζί με την κατάργηση της μουσουλμανικής αργίας της Παρασκευής, μείωσε τις ημέρες αργίας της πόλης από τρεις σε μία) πέρασε στον έλεγχο της Ελλάδας, οι Εβραίοι της πόλης αντιμετώπισαν ένα νέο θέμα: «Η εθνικότητά τους έγινε ζήτημα επιλογής. Μπορούσαν να αποδεχτούν το κράτος που σχηματιζόταν γύρω τους, να μεταναστεύσουν ή να ζητήσουν προστασία από μια ξένη δύναμη». Κάποιοι πολιτογραφήθηκαν Έλληνες, άλλοι έφυγαν, κι άλλοι κατάφεραν να πάρουν ισπανικά ή πορτογαλικά χαρτιά, βασιζόμενοι στην καταγωγή τους από εκείνες τις χώρες. Ορισμένοι, όπως η κόρη του Σααδή, Ραχήλ, πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε χώρες του Λεβάντε ως εκπαιδευτικοί της Αλλιάνς (Alliance Israélite Universelle). Άλλοι παρέμειναν, όπως ο Δαυίδ, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και σεβαστά μέλη της οικογένειας, που έγινε γνωστός ως Νταούτ εφέντης, εργάστηκε για την οθωμανική κυβέρνηση και κατόπιν διοίκησε την εβραϊκή κοινότητα υπό ελληνική επίβλεψη για πολλά χρόνια, επιλέχθηκε για να υποδεχθεί τόσο τον Σουλτάνο της οθωμανικής αυτοκρατορίας όσο και τον Βασιλιά της Ελλάδας κατά την επίσκεψή τους στην πόλη σε διαφορετικές περιόδους ‒διαφορετικές εποχές ουσιαστικά‒, ώσπου πέθανε σε θάλαμο αερίων του Άουσβιτς το 1943 σε ηλικία ογδόντα ενός ετών.

Άλλοι πάλι, όπως προανέφερα, πήγαν στη Γαλλία, την Αγγλία και την Ινδία. Ο γιος του Νταούτ εφέντη, Λέων Λεβής, πήγε στη Βραζιλία και, με διάφορους τρόπους, παρά τον κυκλοθυμικό χαρακτήρα του, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση των δεσμών της οικογένειας στο μέτρο που επέτρεπαν οι συνθήκες. Τους έγραφε όσο συχνότερα μπορούσε, προσπαθούσε να εντοπίσει τους αγνοούμενους, να κρατήσει ενωμένους όσους έβρισκε και να τους βοηθά κατά το δυνατόν οικονομικά. Επισκέφθηκε πολλές φορές τη Θεσσαλονίκη μετά τον πόλεμο και εκ των πραγμάτων έγινε η κεφαλή της οικογένειας.

sel25
Από αριστερά: η Ραχέλ α-Λεβή Καρμόνα, 1880. Ο Σαμουήλ (Σαμ) Λεβή, από το Ο τζίρος του κόσμου με πέντε μεταλλικές (Σαλονίκη, 1905). Ο Νταβίντ α-Λεβή (Νταούτ εφέντης), 1880. Κάτω: Μαθητές και εκπαιδευτικοί της Αλλιάνς (Alliance Israélite Universelle), Σαλονίκη, 1912.

Αναπόφευκτα η οικογενειακή αλληλογραφία αναφέρεται περισσότερο στους άντρες παρά στις γυναίκες της οικογένειας (ο Σααδή στα απομνημονεύματά του δεν σημειώνει καν τα ονόματα των δύο συζύγων του), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν δυνατές και ανεξάρτητες γυναίκες στους κόλπους της και ότι δεν αναγνωρίζονταν ως τέτοιες. Πέρα από τη Ραχήλ, τη δασκάλα που ανέφερα παραπάνω, και την αδελφή της, τη Φορτουνέ, η οποία συγκαταλεγόταν στους πρώτους Λεβή που έφυγαν από την εβραϊκή συνοικία και εγκαταστάθηκαν σε ακριβό προάστιο, και ο γιος της οποίας ίδρυσε την οικογενειακή επιχείρηση στο Μάντσεστερ το 1912, συναρπαστικό χαρακτήρα αποτελεί η Ζουλή Χασών, δισεγγονή του Σααδή, «μητρική φιγούρα» για τους Λεβή μετά τον πόλεμο και αδερφή του πιο αμφιλεγόμενου ‒για να μην πω αχρείου‒ μέλους της οικογένειας, του Βιτάλ Χασών.

Ο Βιτάλ ήταν, να το πω ευθέως, προδότης και εγκληματίας. Συνεργάστηκε με τους Ναζί, έκλεψε εβραϊκές περιουσίες, βίασε Εβραίες γυναίκες, απέκτησε νόθο παιδί με μια ερωμένη την οποία ενέταξε στην οικογένειά του και επιχείρησε να διαφύγει στην Αλβανία όταν εντέλει οι Γερμανοί έχασαν τον πόλεμο. Κατόπιν επιμονής της εβραϊκής κοινότητας, εντούτοις, συνελήφθη μαζί με τον πατέρα, τη σύζυγο και την ερωμένη του. Και μολονότι η ελληνική δικαιοσύνη αθώωσε την οικογένειά του για συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής, ο ίδιος ο Βιτάλ, στη μοναδική καταγεγραμμένη τέτοια υπόθεση, κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε λίγο αργότερα. Η ιστορία του αποτελεί ένα ακόμη νήμα στην περίπλοκη ιστορία που έχει υφάνει η Στάιν από τα αρχεία αυτής της αξιοσημείωτης οικογένειας ‒ καταθλιπτικό και, ευτυχώς, μοναδικό.

Αυτό το ιστορικό της οικογένειας Λεβή, η συναρπαστική εξιστόρηση της σταδιακής μεταστροφής τους από την οθωμανική στη δυτική νοοτροπία, του διχασμού της σε πιστούς στις παραδόσεις και εκσυγχρονιστές, της αφομοίωσης ορισμένων μελών της στον χριστιανικό κόσμο (πολλοί φοίτησαν σε καθολικά σχολεία, έμαθαν γαλλικά και είτε ξέχασαν είτε δεν έμαθαν ποτέ λαντίνο) και της πίστης άλλων σε παλιότερες παραδόσεις ‒και πάνω απ’ όλα της διασποράς τους στα πέρατα του κόσμου‒ δεν αποτελεί μόνο το χρονικό μιας οικογένειας (παρότι έχει οπωσδήποτε και αυτή την ιδιότητα). Είναι, πιο πολύ, μια απόπειρα να ακούσουμε, για πρώτη φορά, μια μικρή αλλά σπαρακτική ομάδα φωνών που σπάζουν τη σιωπή που περιέβαλλε ως τώρα τους Εβραίους της Ελλάδας. Ο Σααδή απέκτησε δεκατέσσερα παιδιά, πολλά από τα οποία δημιούργησαν δικές τους πολυμελείς οικογένειες. Η διασπορά τους ήταν τόσο γεωγραφική όσο και πρακτική, μια μετάβαση σε διάφορες χώρες και ποικίλα επαγγέλματα, μια μικρογραφία της ιστορίας των Εβραίων κατά τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια.

Τα Family Papers, ένα τεράστιο ερευνητικό έργο που εξελίχθηκε σε μεράκι, αποτελεί ίσως ένα μονάχα βήμα στο να δοθεί φωνή σε κάποιους από όσους ως τώρα έμεναν βουβοί. Όμως κάθε τέτοιο βήμα, κάθε επιστημονική μελέτη, κάθε ανακάλυψη νέων απομνημονευμάτων, κάθε συνέντευξη με κάποιον απόγονο των εβραϊκών οικογενειών της πόλης, αποδεικνύει πως το παρόν και το μέλλον της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να διαχωριστεί από το παρελθόν της Σαλονίκης.

 

Μετάφραση: Νίνα Μπούρη

 

sel24

Πάνω αριστερά: Ο Νταούτ εφέντης Λεβή, στολισμένος, περ. 1935. Δεξιά: η Ζουλή Χασών, 1937. Στο μέσο: η Ελεανόρ, ξαδέλφη της Σάρι Μιχαέλ, κατά την επίσκεψή της για μήνα του μέλιτος στη Σαλονίκη, 1937. Κάτω: Τα παραθαλάσσια τείχη της πόλης, περ. τη δεκαετία 1860.

 

 


 

  

[1] Το τελευταίο σχόλιο αφορά μόνο τους Σεφαραδίτες που εγκαταστάθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 15ο αιώνα. Οι Ρωμανιώτες ζουν σε ελληνικά εδάφη, περιλαμβανομένης και της ηπειρωτικής Ελλάδας, περίπου από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον 4ο αιώνα π.Κ.Χ.