Με το τεύχος αυτό η Athens Review of Books κλείνει την πρώτη δεκαετία της. Μπαίνει στο 11ο έτος ελεύθερη αλλά πολιορκημένη. Καθώς συνεχίζει να βρίσκεται ακουσίως στα δίχτυα μιας παρανοϊκής αιχμαλωσίας (διανύουμε τον 28ο μήνα με δεσμευμένους λογαριασμούς), δεν μπόρεσε να γιορτάσει, όπως θα ήθελε, θα έπρεπε και θα άξιζε στην ίδια και στους συνεργάτες της. Αυτό όμως είναι το λιγότερο: για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπόρεσε, και ακόμη δεν μπορεί, να υλοποιήσει όσα σημαντικά και προκλητικά θα ήθελε. Ο λόγος είναι ήδη γνωστός, και όχι μόνο στο πανελλήνιο: τα τελευταία τεύχη της βγαίνουν με κομμένη την ανάσα, γιατί διώκεται ανηλεώς από εγκληματικές αποφάσεις του δικαστικού υποκόσμου, ο οποίος εξετέλεσε αδίστακτα και σαδιστικά, υποβάλλοντάς μας σε πολυετή ψυχικά και διανοητικά βασανιστήρια, το συριζαϊκό «συμβόλαιο» θανάτου της ARB.
Αντί κυρίου άρθρου για την πρώτη δεκαετία της Athens Review of Books δημοσιεύουμε το διήγημα “Ανωτέρα βία” του Πρίμο Λέβι από τη συλλογή «Τα τελευταία Χριστούγεννα του πολέμου», σε μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη, με την άδεια του Θανάση Καστανιώτη, τον οποίο ευχαριστούμε και από τη θέση αυτή. Το διήγημα αυτό γράφτηκε στις 17 Ιουλίου 1986, δηλαδή 41 χρόνια μετά την απελευθέρωσή του από το Άουσβιτς και λιγότερο από εννιά μήνες πριν από την αυτοκτονία του.
Και, συμβολικά, δημοσιεύουμε ένα εκτενέστατο αφιέρωμα στον πρόσφατα εκλιπόντα μεγάλο κριτικό Χάρολντ Μπλουμ, το οποίο δεν είχαμε προγραμματίσει, αλλά εις πείσμα των περιστάσεων και σε λιγότερο από 15 ημέρες φέραμε εις πέρας.
Ανωτέρα βία
Ο Μ. βιαζόταν γιατί είχε ένα σημαντικό ραντεβού με το διευθυντή μιας βιβλιοθήκης. Δεν γνώριζε εκείνη τη συνοικία· ρώτησε έναν περαστικό για την οδό, κι εκείνος του έδειξε ένα μακρύ στενοσόκακο. Λιθόστρωτο. Ο Μ. μπήκε σ’ αυτό κι όταν έφτασε στη μέση, είδε να έρχεται προς το μέρος του ένας σφιχτοδεμένος νεαρός με φανέλα, ίσως ναύτης. Παρατήρησε με αμηχανία ότι δεν υπήρχαν ανοίγματα ούτε κατώφλια: παρότι ο Μ. ήταν αδύνατος, τη στιγμή της διασταύρωσης θα ήταν αναγκασμένος να ανεχτεί μια δυσάρεστη επαφή. Ο ναύτης σφύριξε, ο Μ. άκουσε ένα γάβγισμα πίσω από την πλάτη του, το γρατζούνισμα των μυτερών νυχιών, ύστερα το λαχάνιασμα ενός ζώου που υπέφερε από τη ζέστη: το σκυλί πρέπει να καθόταν μαζεμένο περιμένοντας.
Προχώρησαν και οι δύο, ώσπου βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Μ. κόλλησε στον τοίχο για να αφήσει ελεύθερο το πέρασμα, ο άλλος όμως δεν έκανε το ίδιο· παρέμεινε ακίνητος και έφερε τα χέρια του στη μέση, κλείνοντας εντελώς το δρόμο. Δεν είχε απειλητικό ύφος· έμοιαζε να περιμένει ήσυχα, αλλά ο Μ. άκουσε το σκύλο να γαβγίζει βαριά: πρέπει να ήταν ένα μεγαλόσωμο ζώο. Έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός, αλλά ο άλλος ακούμπησε τα χέρια στους τοίχους. Μια στιγμή παύσης, ύστερα ο ναύτης έκανε μια κίνηση γυρνώντας τις παλάμες του προς το έδαφος, σαν να χάιδευε μια μακρόστενη πλάτη ή σαν να εξευμένιζε τα νερά. Ο Μ. δεν καταλάβαινε· ρώτησε: «Γιατί δεν με αφήνετε να περάσω;» αλλά ο άλλος απάντησε επαναλαμβάνοντας την ίδια κίνηση. Ίσως να ήταν μουγγός, ή κουφός, ή να μην καταλάβαινε τα ιταλικά: θα έπρεπε όμως να είχε καταλάβει έτσι κι αλλιώς, το θέμα δεν ήταν δα και τόσο πολύπλοκο.
Χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση ο ναύτης έβγαλε τα γυαλιά του Μ., του τα έβαλε στην τσέπη και του τράβηξε μια μπουνιά στο στομάχι: δεν ήταν ιδιαιτέρως δυνατή αλλά ο Μ., έκπληκτος, οπισθοχώρησε αρκετά βήματα. Δεν είχε βρεθεί ποτέ του σε μια παρόμοια κατάσταση, ούτε ως μικρό παιδί, αλλά θυμόταν τον Μάρτιν Ίντεν και τη σύγκρουσή του με τον Τυρομούρη, είχε διαβάσει το Έτορε Φιεραμόσκα, τον Ερωτευμένο Ορλάνδο, τον Μαινόμενο Ορλάνδο, την Ιερουσαλήμ και τον Δον Κιχώτη, θυμόταν την ιστορία του Φρα Κριστοφόρο, είχε δει το Ένας ήσυχος άνθρωπος, το Τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές και εκατό άλλες ταινίες, γι’ αυτό ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα χτυπούσε και γι’ αυτόν η καμπάνα: χτυπούσε για όλους. Προσπάθησε να πάρει κουράγιο, και απάντησε με ένα ντιρέκτ, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη συνειδητοποίησε ότι το μπράτσο του ήταν κοντό: δεν κατάφερε ούτε να ακουμπήσει το πρόσωπο του αντιπάλου, που τον κρατούσε σε απόσταση στυλώνοντας τα χέρια του στους ώμους του. Τότε επιτέθηκε στο ναύτη με το κεφάλι: δεν ήταν μονάχα θέμα αξιοπρέπειας και περηφάνιας, δεν ήταν μονάχα η ανάγκη να περάσει, αλλά εκείνη τη στιγμή το να ανοίξει δρόμο σ’ εκείνο το στενοσόκακο τού φαινόταν θέμα ζωής και θανάτου. Ο νεαρός του άρπαξε το κεφάλι με τα χέρια του, τον απώθησε, και επανέλαβε την κίνηση με τις δύο παλάμες, που ο Μ. είδε με δυσκολία μέσα στην ομίχλη της μυωπίας του.
Ο Μ. σκέφτηκε ότι θα μπορούσε κι εκείνος να παίξει το παιχνίδι του αιφνιδιασμού: δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με πάλη, αλλά κάτι του είχε μείνει από τα αναγνώσματα, κι αυτό το κάτι πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του, από ένα μακρινό παρελθόν, μια φράση που είχε διαβάσει πριν από τριάντα χρόνια σε ένα μυθιστόρημα του άγριου Βορρά: «Αν ο αντίπαλός σου είναι πιο δυνατός από σένα, σκύψε, πέσε με φόρα πάνω στα πόδια του και σπάσ’ του τα γόνατα». Οπισθοχώρησε μερικά βήματα, πήρε φόρα, έκανε το σώμα του μια μπάλα και ρίχτηκε πάνω στα κοντόχοντρα πόδια του ναύτη. Αυτός χαμήλωσε ένα χέρι, ένα μόνο χέρι, σταμάτησε τον Μ. χωρίς προσπάθεια, τον άρπαξε από το μπράτσο και τον σήκωσε ψηλά: είχε μια έκφραση έκπληξης. Ύστερα έκανε την ίδια γνωστή κίνηση. Στο μεταξύ το σκυλί είχε πλησιάσει, μύριζε το παντελόνι του Μ. με απειλητικό ύφος. Ο Μ. άκουσε ένα ξερό και θορυβώδες βήμα πίσω από την πλάτη του: ήταν μια κοπέλα με φανταχτερά ρούχα, ίσως μια πόρνη. Το σκυλί προσπέρασε τον Μ. και το ναύτη σαν να μην τους έβλεπε, και εξαφανίστηκε στο βάθος του στενοσόκακου. Ο Μ. που μέχρι τότε είχε ζήσει μια φυσιολογική ζωή, γεμάτη χαρές, προβλήματα και πόνο, επιτυχίες και αποτυχίες, ένιωσε κάτι που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ, την αίσθηση της καταπίεσης, της ανωτέρας βίας, της απόλυτης αδυναμίας, του αδιέξοδου, του ανθρώπου που δεν μπορεί να αντιδράσει παρά μόνο με την υποταγή. Ή με το θάνατο: άξιζε όμως τον κόπο να πεθάνει για ένα πέρασμα στο δρόμο;
Ξαφνικά ο ναύτης άρπαξε τον Μ. από τους ώμους και τον έσπρωξε προς τα κάτω: είχε πραγματικά μια εξαιρετική δύναμη, και ο Μ. αναγκάστηκε να γονατίσει πάνω στο λιθόστρωτο. Ο άλλος όμως συνέχισε να πιέζει. Τα γόνατα του Μ. πονούσαν αφόρητα· προσπάθησε να μετατοπίσει ένα τμήμα του βάρους στις φτέρνες, γι’ αυτό και αναγκάστηκε να χαμηλώσει ακόμα λίγο και να γείρει προς τα πίσω. Ο ναύτης το εκμεταλλεύτηκε: η πίεσή του από κάθετη έγινε πλάγια, και ο Μ. βρέθηκε καθισμένος με τα χέρια του να τον στηρίζουν από πίσω. Η στάση ήταν πιο σταθερή, επειδή όμως ο Μ. τώρα ήταν πιο κοντός, η πίεση του άλλου πάνω στους ώμους του είχε γίνει αναλογικά πιο έντονη. Αργά, με σπασμωδικές και άχρηστες αγκωνιές αντίστασης, ο Μ. βρέθηκε στην αρχή να στηρίζεται στους αγκώνες του κι ύστερα ξαπλωμένος, αλλά με τα γόνατα διπλωμένα και ψηλά: τουλάχιστον αυτά. Ήταν φτιαγμένα από σκληρά, άκαμπτα οστά, που δύσκολα μπορούσες να υποτάξεις.
Ο νεαρός χαμογέλασε με το ύφος κάποιου που χρειάζεται να επιστρατεύσει όλη του την υπομονή, έπιασε τις φτέρνες του Μ., μία κάθε φορά, και του ξάπλωσε τα πόδια πιέζοντας πάνω στις επιγονατίδες του. Αυτή λοιπόν ήταν η σημασία της κίνησης, σκέφτηκε ο Μ.: ο ναύτης τον ήθελε ξαπλωμένο, αμέσως· δεν ανεχόταν αντιστάσεις. Ο άλλος έδιωξε το σκύλο με μια ξερή διαταγή, έβγαλε τα σανδάλια του, τα κράτησε στο χέρι και άρχισε να περπατά πάνω στο σώμα του Μ. όπως περπατά κανείς στο γυμναστήριο πάνω σε μία δοκό ισορροπίας: αργά, με τα χέρια σε διάσταση, κοιτάζοντας ίσια μπροστά του. Πάτησε ένα πόδι στο δεξί κνημιαίο οστό, το άλλο στο αριστερό μηριαίο οστό, και συνέχισε πατώντας στο συκώτι, στον αριστερό θώρακα, στον δεξιό ώμο, τέλος στο μέτωπο. Ύστερα φόρεσε τα σανδάλια και έφυγε μαζί με το σκύλο του.
Ο Μ. σηκώθηκε, φόρεσε πάλι τα γυαλιά του, συμμάζεψε τα ρούχα του. Έκανε μια σύντομη απογραφή: μήπως υπήρχαν κάποια δευτερεύοντα διδάγματα που ο πατημένος θα μπορούσε να εξαγάγει από την κατάστασή του; Οίκτος, συμπάθεια, μεγαλύτερη προσοχή, λιγότερες ευθύνες; Όχι, αφού ο Μ. ζούσε μόνος. Δεν υπήρχαν και δεν θα υπήρχαν ή κι αν ναι, θα ήταν ελάχιστα. Η μονομαχία δεν είχε καμιά σχέση με τα πρότυπά του: ο άγνωστος ήταν ένας ανισόρροπος, ένας μπαμπέσης, ένας βρομιάρης που τον είχε βρομίσει. Τα πρότυπα, ακόμα και τα πιο βίαια, έχουν κάτι το ιπποτικό, η ζωή όμως όχι. Προχώρησε για το ραντεβού του ξέροντας ότι δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο άνθρωπος που ήταν πριν.
Χάρολντ Μπλουμ (1930-2019)
Η Athens Review of Books δεν συνηθίζει τόσο εκτενή αφιερώματα όσο αυτό που ακολουθεί. Στο τεύχος όμως με το οποίο μπαίνει στη δεύτερη δεκαετία της ζωής της γίνεται μια εξαίρεση, γιατί θεωρεί ότι έχει χρέος να τιμήσει έναν από τους σημαντικότερους κριτικούς της λογοτεχνίας και έναν κορυφαίο άνθρωπο των γραμμάτων. Η Δυτική Δημοκρατία των Γραμμάτων έχασε τον πιο μαχητικό εκπρόσωπό της. Ο Χάρολντ Μπλουμ υπήρξε, πέρα και πάνω από όλα, μια μεγάλη μορφή του δυτικού πολιτισμού. Για εβδομήντα σχεδόν χρόνια αφιερώθηκε στην υπεράσπιση της λογοτεχνίας και στην υποστήριξη μιας εμπεριστατωμένης αναθεωρητικής κριτικής σκέψης. Υπήρξε επίσης εμπνευσμένος δάσκαλος και ακαταπόνητος επιμελητής κλασικών κειμένων.
Η ARB επί δέκα χρόνια είναι αφιερωμένη στην υπεράσπιση της κριτικής σκέψης αλλά και στην υπεράσπιση του αυτονόητου σε ώριμες, δηλαδή κανονικές, δημοκρατίες: της ελευθερίας του λόγου, την οποία διώκουν εγκληματικά στοιχεία του εγχώριου Κράτους Αδίκου. Αυτό το αφιέρωμα, σε συνθήκες ψυχολογικής βίας και οικονομικής ασφυξίας, εκτός από την οφειλόμενη τιμή σε αυτή τη μεγάλη μορφή του παγκόσμιου πολιτισμού (και σε έναν δικό μας άνθρωπο), αποτελεί και δείγμα του τι θα μπορούσαμε να κάνουμε σε συνθήκες ελευθερίας. Ανακαλούμε με θλίψη την τελευταία φορά που επικοινωνήσαμε με τον Χάρολντ Μπλουμ τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν ζητήσαμε τη συμπαράστασή του για να αντιμετωπίσουμε τους άνομους διώκτες μας. Όχι μόνο συγκατατέθηκε πρόθυμα προσπαθώντας να κατανοήσει τον παραλογισμό της ελληνικής λεγόμενης δικαιοσύνης των kangaroo courts, αλλά και, με μια ανυπόκριτη χειρονομία, μας ρώτησε: «Τι άλλο μπορώ να κάνω για σας;».
Ο Χάρολντ Μπλουμ άφησε πίσω του τεράστιο έργο. Είναι η δική του παρακαταθήκη για το μέλλον. Ένα μέλλον που τον φόβιζε και τον έθλιβε. Τον φόβιζε γιατί οι τεχνολογικές εξελίξεις, που μετέβαλαν ήδη δραστικά την ίδια την υπόσταση του ανθρώπινου υποκειμένου, επέρχονταν ακάθεκτες σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, και τον έθλιβε γιατί έβλεπε με τρόμο τη σχέση με το παρελθόν να φθίνει μέσα από την υποβάθμιση της γνώσης και της μνήμης.
Για όσους αγαπούν τη λογοτεχνία ο Μπλουμ είναι η καλύτερη Βεατρίκη στον παράδεισο των κειμένων. Ακόμη και κειμένων που είναι καθιερωμένα και ως «γνωστά» παραμένουν στο ράφι αδιάβαστα. Ο Μπλουμ πάντα βρίσκει τον τρόπο να τα φωτίσει έτσι ώστε να τα διαβάσουμε ή να τα ξαναδιαβάσουμε σαν να είναι η πρώτη φορά. Είτε πρόκειται για τον Ουίτμαν και τον Έμερσον είτε πρόκειται για τον Σαίξπηρ και τον Τζόυς, είτε πρόκειται για τον δικό του Δυτικό Κανόνα εν γένει. Θεωρήσαμε ότι θα ήταν χρήσιμο να δώσουμε ένα δείγμα από το μεγαλειώδες έργο του Μπλουμ στους αναγνώστες μας. Μόνο που το δείγμα μάς ξεπέρασε. Και αυτό τα λέει όλα.
Ο Χάρολντ Μπλουμ στη Νέα Υόρκη το 1990. © Jim Wilson / The New York Times