Στη μνήμη του Γεράσιμου Βώκου
Σελίδες στην Οθόνη ή σε Χαρτί. Το μέλλον της ανάγνωσης, Συλλογή κειμένων - Επιμέλεια: Γιώργος Ε. Δαρδανός, Πρόλογος: Προκόπιος Παυλόπουλος, β΄ συμπληρωμένη έκδοση, Gutenberg, Αθήνα 2019
Με αφορμή την δεύτερη έκδοση του τόμου Σελίδες στην Οθόνη ή σε Χαρτί, οργανώθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών συζήτηση για το μέλλον του βιβλίου, στις 16 Απριλίου. Ο εκδότης Σταύρος Πετσόπουλος έκανε ορισμένες καίριες παρατηρήσεις, οι οποίες νομίζουμε ότι αξίζει να συζητηθούν. Σημειώνουμε σχετικά με τον επαίσχυντο νόμο για τις αμοιβές μεταφραστών, επιμελητών και συγγραφέων, ότι μόνο η κυβέρνηση των Αγραμμάτων θα μπορούσε να επιδείξει τέτοια διαστροφή και μίσος για τα γράμματα. Η ARB θα κάνει ό,τι μπορεί για να πολεμήσει αυτό τον κακοήθη νόμο. Περιμένουμε να τον καταργήσει πάραυτα η επόμενη κυβέρνηση.
Δεν θα σταθώ σε θέματα που προκύπτουν από τα πολλά ενδιαφέροντα κείμενα του τόμου Σελίδες στην Οθόνη ή στο Χαρτί του Γιώργου Δαρδανού, όπου συζητείται η σχέση και το μέλλον του χάρτινου και του ηλεκτρονικού βιβλίου. Θα πω μόνο κάποια ελάχιστα σχετικά και ακολούθως εκμεταλλευόμενος τον γενικό τίτλο «Το μέλλον του βιβλίου» θα αναπτύξω κάποιες άλλες παραμέτρους σχετικά με τη συζήτηση για το μέλλον του βιβλίου στην Ελλάδα μέσα από την απαξίωση, συμβολική και πραγματική, που υφίστανται η πνευματική εργασία, οι πνευματικοί δημιουργοί, και το αντικείμενο της πνευματικής εργασίας που είναι το βιβλίο.
***
Γύρω στο 2010, πρωτοφούντωσε η συζήτηση για το ηλεκτρονικό βιβλίο, που ήρθε μαζί με προτάσεις από την τότε κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου για ΕΣΠΑ σχετικά με την προώθηση του e-book. Διάφορες εφημερίδες έστηναν αφιερώματα διαλόγου με τους υπέρμαχους και τους καταστροφολόγους.
Έχουμε ξαναδεί στο παρελθόν την καταστροφολογία με τις νέες εξελίξεις. Όταν εφευρέθηκε η φωτογραφία τον 19ο αιώνα κάποιοι ένιωσαν ότι απειλείται η ζωγραφική. Όχι μόνο δεν απειλήθηκε η ζωγραφική, αλλά οδηγήθηκε σε νέους δρόμους απελευθερωμένη από τον νατουραλισμό. Ήρθε ο ιμπρεσιονισμός, ο εξπρεσιονισμός, ο φουτουρισμός, ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός κ.λπ., κ.λπ. Ο κινηματογράφος έμοιαζε να απειλεί το θέατρο. Το θέατρο οδηγήθηκε κι αυτό πολλαπλώς σε άλλους δρόμους, απελευθερωμένους πλέον από την ηθογραφία. Αν μπούμε όμως στη συζήτηση για τα νέα μέσα, καλό είναι να κρατήσουμε στο μυαλό τα παρακάτω:
Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ είπε κάπου ότι η «Η τηλεόραση παράγει λήθη. Ο κινηματογράφος παράγει μνήμη». Μπορούμε να το παραφράσουμε: «Τα blogs, το Facebook, το Instagram παράγουν λήθη. Το βιβλίο παράγει μνήμη». Και για τα ηλεκτρονικά βιβλία υπάρχει πάντα το ανοιχτό πρόβλημα της επιβίωσης των αρχείων στις επόμενες δεκαετίες ή αιώνες, με τις συνεχείς εξελίξεις των προγραμμάτων, που καταργούν ή δυσκολεύουν τη χρήση των παλαιότερων προγραμμάτων. Ήδη τα ηλεκτρονικά αρχεία βιβλίων μας του 2000 ή 2005 δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν πλέον. Από την άλλη, τα ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως ο νέος ηλεκτρονικός πλέον Χάρτης, είναι άγνωστο αν καταγράφονται στη Βιβλιογραφία της Εθνικής Βιβλιοθήκης ή στη ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ.
Χιλιάδες κείμενα της παγκόσμιας σκέψης και λογοτεχνίας επιβιώνουν από την αρχαιότητα διαμέσου των παπύρων. Έχουμε και τα βιβλία των αντιγραφέων του Μεσαίωνα, του Βυζαντίου, της Κίνας, της Ιαπωνίας κι έχουμε τα τυπωμένα βιβλία από τον Γουτεμβέργιο και μετά. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας σε 30 λεπτά σε φωτογραφίζουν και σου βγάζουν κάρτα επισκέπτη, για άλλα 20 λεπτά χάνεσαι στους μαιάνδρους της, και σε άλλα 30 λεπτά, στο Τμήμα Σπάνιων Βιβλίων, σου φέρνουν στο τραπέζι τον μοναδικό χειρόγραφο κώδικα της Αλεξιάδας της Άννας Κομνηνής, του 1100 περίπου! Κάτι λέει αυτό για το πραγματικό βιβλίο, για την επιβίωση της μνήμης και τη μετάδοση της γνώσης και της αναπαραγωγής. Ας συζητάμε λοιπόν πιο νηφάλια και με πιο σύνθετους τρόπους.
***
Τώρα ας πάμε σ’ ένα ζήτημα που καίει, όταν μιλάμε για το μέλλον του βιβλίου. Και ειδικά στον τόπο μας. Κι έχει να κάνει από τη μία με την εχθρική στάση του Κράτους, παρ’ όλες τις καμπάνιες φιλαναγνωσίας (τι απαίσια λέξη! Σαν το μάθημα θρησκευτικών ή της πατριδογνωσίας που είχαμε μικροί – άλλωστε το Word δεν αναγνωρίζει τη λέξη «φιλαναγνωσία» και την κοκκινίζει για να τη διορθώσουμε), παρ’ όλη την Αθήνα - Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου, τον υπερπληθωρισμό εργαστηρίων δημιουργικής γραφής, τις εξαγγελίες του εκάστοτε υπουργού Πολιτισμού. Έχει να κάνει με την πλήρη απαξίωση της πνευματικής εργασίας, του πνευματικού δημιουργού και του αντικειμένου του πνευματικού έργου, που είναι το βιβλίο. Μιλάμε για ηθική και εμπράγματη, υλική, απαξίωση.
Ας τα πάρουμε ένα ένα.
‒ Κάποτε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 εκφράστηκε από τους κύκλους της Δεξιάς η απαξιωτική λέξη «κουλτουριάρης». Περιείχε μια αντιπάθεια και, βέβαια, απειλή από την κουλτούρα. Τη φράση την οικειοποιήθηκαν και την πολλαπλασίασαν με μεγάλη χαρά και λαϊκισμό άνθρωποι του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80.
‒ Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, γνωστός βουλευτής και υπουργός της Νέας Δημοκρατίας, και μετέπειτα δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, είπε σε δημόσια συνέντευξή του ότι αυτός «δεν είναι λαπάς σαν τους ποιητές». Τριάντα χρόνια μετά είδαμε στα Εξάρχεια γκράφιτι αναρχικών που έγραφαν «Να πεθάνουν οι ποιητές». Απαξίωση λοιπόν αλλά και μίσος με προτροπή θανάτου για τον ποιητή. Μήπως μάς θυμίζουν οι φράσεις αυτές, με το μίσος, την απαξίωση και τον φόβο της κουλτούρας, πολύ επικίνδυνες αντίστοιχες φράσεις στη Γερμανία του 1933 ή άλλων ολοκληρωτικών σχημάτων; Δεν αρκεί ως δικαιολογία το «έλα μωρέ, καμένα μυαλά είναι».
‒ Με αυτές τις δύο αναφορές που μας βάζουν στο κλίμα της γενικής απαξίωσης, ας έρθουμε στο θέμα της υποτίμησης της πνευματικής εργασίας και του πνευματικού προϊόντος. Όλες οι καμπάνιες για το βιβλίο δεν έμαθαν στον κόσμο ότι το βιβλίο και η πνευματική εργασία έχουν αξία και τίμημα με την πραγματική και την συμβολική έννοια. Ο διανοούμενος καλείται να προσφέρει σχεδόν πάντα άνευ αμοιβής το έργο του, τις γνώσεις του. Κρατικοί οργανισμοί, βιβλιοθήκες, μουσεία, ινστιτούτα, σχολεία (τελευταία και λέσχες αναγνωστών!), μετά από όλες τις καμπάνιες περί φιλαναγνωσίας, δεν διανοούνται ότι πρέπει να καταβάλουν κάποιο τίμημα για τα βιβλία τα οποία ζητούν πλέον με τον πιο φυσικό τρόπο να τους τα χαρίσει ο εκδότης.
‒ Χάρισμα βιβλίου σημαίνει καταρχήν να μην πάρει το συγγραφικό του ποσοστό ο συγγραφέας. Και πώς θα ζήσει, ή θα βελτιώσει τα μηνιαία του έσοδα, ή έστω θα παραγάγει το καινούριο του βιβλίο; Έχουν διανοηθεί ποτέ να ζητήσουν τζάμπα την εργασία του φύλακα, του βιβλιοθηκάριου, της γραμματέως, της καθαρίστριας, του διευθυντή ή της διευθύντριας; Θεωρούν όμως αυτονόητη την δωρεάν παροχή της πνευματικής εργασίας και του έργου του συγγραφέα και του ποιητή που θα γεμίσει και θα στολίσει τα ράφια τους.
‒ Από την άλλη, το βιβλίο δεν έχει κόστος παραγωγής από τους ιδιώτες εκδότες; Οι εκδότες δεν έχουν γραφεία, προσωπικό, λογαριασμούς, εφορίες, ασφαλιστικά, κ.λπ.; Δεν έχουν πληρώσει κρατικούς φόρους για την παραγωγή και τη διακίνηση του προϊόντος τους, των βιβλίων; Δεν έχουν πληρώσει μεταφράσεις, δικαιώματα, στοιχειοθεσίες, τυπογραφικές διορθώσεις, επιμέλεια, τυπογραφεία, βιβλιοδετεία, χαρτί; Διανοούνται οι παράγοντες των βιβλιοθηκών ή των μουσείων να ζητήσουν δωρεάν από τον μαραγκό τα ράφια των βιβλιοθηκών; Να μην πληρώσουν ούτε τα υλικά ούτε τη μαστορική του; Υπάρχουν άλλα προϊόντα στην Ελλάδα που όλοι, θεσμοί και ιδιώτες, να θεωρούν φυσικό να τα ζητούν τζάμπα;
‒ Πώς επιβλήθηκε αυτή η εκτρωματική νοοτροπία στους χώρους που επιθυμούν να διαδώσουν και να διασώσουν το βιβλίο; Το βιβλίο έχει καμιά αξία γι’ αυτούς πραγματική ή συμβολική;
‒ Εδώ πρέπει να σημειώσουμε κάτι που μοιάζει για την Ελλάδα να έχει προέλθει από τον πλανήτη Άρη, όπου στα επόμενα έτη προγραμματίζονται τουριστικά ταξίδια. Λοιπόν, surprise surprise, υπάρχουν δίκτυα βιβλιοθηκών ανά τον κόσμο που καταβάλλουν υψηλές τιμές για την αγορά πολύ εξειδικευμένων βιβλίων –π.χ. βυζαντινολογικά, μουσειολογικά, φιλολογικά, επιστημονικά κ.ά.– και έτσι καλύπτονται τα έξοδα παραγωγής βιβλίων που δεν μπορούν να επιβιώσουν στην ελεύθερη αγορά και δεν έχουν σπόνσορες. Όχι μόνο δεν τα ζητούν τζάμπα, αλλά πληρώνοντάς τα εξασφαλίζουν και τη δυνατότητα παραγωγής τους. Μήπως κάτι θα έπρεπε να ακούσουν από αυτό οι ελληνικοί θεσμοί; Παλαιότερα υπήρχαν αξιοπρεπείς οργανισμοί που ζητούσαν ευγενικά μια μεγάλη έκπτωση και τα πράγματα δούλευαν σωστά. Σήμερα αυτοί είναι σαν τη μύγα μες στο γάλα.
‒ Έκκληση στον εκάστοτε υπουργό Πολιτισμού, στους δήμους και τις κοινότητες, μαζί με τα λόγια που δεν κοστίζουν τίποτα περί φιλαναγνωσίας και τις ευρωπαϊκές καμπάνιες, να κάνουν μια νέα αρχή και να μιλήσουν και να διαδώσουν ότι η πνευματική εργασία και το προϊόν της έχουν κάποια αξία. Η υπόθεση μπορεί να δανειστεί και να παραποιήσει τον τίτλο ενός βιβλίου της Ετέλ Αντνάν που έχουμε εκδώσει στην Άγρα: «Το τίμημα που δεν είμαστε διατεθειμένοι να καταβάλουμε για τον έρωτα» ως «Το τίμημα που δεν είμαστε διατεθειμένοι να καταβάλουμε για το βιβλίο».
Ας συνεχίσουμε λοιπόν να μιλάμε για το μέλλον του βιβλίου στην Ελλάδα.
‒ Ερχόμαστε σε ένα άλλο ζήτημα της υποτίμησης των πνευματικών δημιουργών: είναι τα διαβόητα κρατικά βραβεία.
Πρώτα πρώτα, αν επιθυμείς να τιμήσεις κάποιον, πρέπει να καταβάλεις ένα αξιοπρεπές τίμημα. Να ξοδευτείς κάπως. Τα χρήματα που δίνει στους βραβευθέντες το ελληνικό κράτος είναι ελάχιστα. Είναι αντίστοιχα με κάτι λογοτεχνικούς διαγωνισμούς που οργάνωναν κωμοπόλεις στην Ισπανία του ’70 και ’80 και όπου ο διάσημος μετέπειτα συγγραφέας Ρ. Μπολάνιο συμμετείχε πολλές φορές με 2-3 ψευδώνυμα, μπας και κερδίσει κάποιο. Εντάξει, ας όψεται η κρίση. Όμως, τα πράγματα είναι χειρότερα: Το κράτος, και ο τόπος μας, από πάντα, δεν γνωρίζει και δεν έχει τη γενναιοδωρία να τιμήσει σωστά τους πολίτες του που με το έργο τους το τιμούν. Στα χρήματα των βραβείων γίνονται κρατήσεις, και αν έχει ο κακόμοιρος τιμώμενος συγγραφέας κάποιο χρέος στο ΙΚΑ ή στην Εφορία, δεν βλέπει φράγκο. Με τα λιγοστά χρήματα του βραβείου θα μπορούσε να αγοράσει ένα νέο κομπιούτερ για να συγγράψει το επόμενο έργο του, να κάνει κανένα ταξιδάκι για να δει πράγματα που θα βοηθήσουν τη γραφή του!
Για να μη μοιάζει φυσικό αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, στα βραβεία Booker, Pulitzer, Goncourt ή και το Nobel κανείς δεν έχει διανοηθεί να κάνει κρατήσεις στον τιμώμενο. Το ελληνικό κράτος τιμά και ταυτόχρονα απαξιώνει τους συγγραφείς του, που τιμούν το ίδιο και τη γλώσσα του.
Συνέχεια για το μέλλον του βιβλίου.
‒ Τα τελευταία χρόνια γίνεται διεθνώς ένας αγώνας μεγάλων βιβλιοθηκών να οικειοποιηθούν την ηλεκτρονική χρήση βιβλίων (και του κειμένου και συχνά της στοιχειοθεσίας και σελιδοποίησης των εκδοτών). Η νομοθεσία αμφιταλαντεύεται, οι πιέσεις εκατέρωθεν είναι μεγάλες, αλλά οι άνθρωποι του βιβλίου νιώθουμε να απειλούμαστε από τις ίδιες τις βιβλιοθήκες που κανονικά έχουν σκοπό να προστατεύσουν το πνευματικό έργο των συγγραφέων και των εκδοτών. Σε μια κρίσιμη περίοδο συζητήσεων για σχεδιασμό νόμου από το ΥΠΠΟ πριν ένα-ενάμιση χρόνο περίπου και τα απολύτως παράλογα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν, ειπώθηκε από φιλοπρόοδο βιβλιοθηκάριο ότι οι καπιταλιστές φιλοχρήματοι εκδότες αντιτίθενται στην ελεύθερη διάδοση της γνώσης... Άλλος ένας χωρίς κόστος Προμηθέας.
Πάμε τώρα, για να κλείσουμε, στο θέμα τεσσάρων δραματικών κρατικών επιλογών και μέτρων του ελληνικού κράτους τα τελευταία πέντε χρόνια, ιδιαίτερα προβληματικών για το μέλλον του βιβλίου στον τόπο μας.
‒ Η κυβέρνηση Σαμαρά σε μια νύχτα έκλεισε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Και μαζί κινδύνεψε να πάψει να λειτουργεί η ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, που καταγράφει όλο το σύγχρονο ελληνικό εκδοτικό γίγνεσθαι, όχι μόνο με την παραγωγή των τίτλων τού κάθε συγγραφέα, αλλά και τις συμμετοχές του σε συλλογικούς τόμους, τις δημοσιεύσεις του στον Τύπο, τις κριτικές γι’ αυτόν σε έντυπα και βιβλία. Διασώθηκε μετά βίας από το φιλότιμο και το πάθος κάποιων υπαλλήλων. Μα νοείται σύγχρονο πολιτισμένο κράτος σήμερα χωρίς ζωντανή καταγραφή των βιβλίων του;
Ευτυχώς, μόλις πρόσφατα ανακοινώθηκε η ίδρυση ενός νέου Οργανισμού για το βιβλίο.
‒ Δεύτερο: Ο ΦΠΑ στο βιβλίο επί ΣΥΡΙΖΑ πήγε από το 6,5% στα στάδια της παραγωγής του στο 24%. Στην Μεγάλη Βρετανία, την Ιρλανδία και τη Νορβηγία ο ΦΠΑ για το βιβλίο είναι μηδενικός. Άνευ άλλου σχολίου.
‒ Το τρίτο είναι η κατάργηση της ενιαίας τιμής του βιβλίου που εφαρμόστηκε το 2014 επί Νέας Δημοκρατίας, με υπουργό Ανάπτυξης τον Κ. Χατζηδάκη που ανέπτυξε όλα τα νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα που μπορούσε να φανταστεί και άφαντο τον τότε υπουργό Πολιτισμού Ν. Παναγιωτόπουλο. Ευτυχώς, επαναφέρθηκε με πολύ κόπο το 2019 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με σύμπραξη του ΥΠΠΟ και του Υπουργείου Ανάπτυξης, μετά τη σφοδρή αντίδραση και ενεργοποίηση διαφόρων φορέων του βιβλίου και την υποστήριξη διεθνών οργανισμών. Είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που την καταργήσαμε. Η Γερμανία, που δεν είναι καμιά σοσιαλιστική χώρα, μάχεται με νύχια και με δόντια για την ενιαία τιμή. Το σενάριο είναι πολύ απλό. Το διατυπώνω σχηματικά: Χωρίς ενιαία τιμή, τα μεγάλα βιβλιοπωλεία κάνουν τεράστιες εκπτώσεις στους πελάτες τους, τις οποίες δεν μπορούν να εφαρμόσουν τα μικρά και μεσαία βιβλιοπωλεία. Κλείνουν, λοιπόν. Στη Γαλλία, πριν τη σωτήρια εφαρμογή της ενιαίας τιμής από τον Ζακ Λανγκ το 1983 με την τότε εμφάνιση της γιγαντιαίας FNAC και τις τεράστιες εκπτώσεις της, τα μικρά και ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία έπεφταν σαν ντόμινο. Όμως στα μικρά βιβλιοπωλεία θα πουληθούν οι ιδιαίτερες, πιο βιβλιοφιλικές και άλλων απαιτήσεων εκδόσεις. Αυτοί που πέφτουν μετά είναι οι εκδότες που εκδίδουν βιβλία αυτού του τύπου. Τέλος πάντων, ο καταστροφικός νόμος καταργήθηκε, η ενιαία τιμή επανήλθε, και μπορούμε να μιλάμε ξανά για μέλλον του βιβλίου στην Ελλάδα. Το κράτος όμως είναι αδυσώπητο μερικές φορές και αρνείται να δει και να προβλέψει τις επιπτώσεις των κοντόφθαλμων εφαρμογών του.
‒ Τελευταία, και απολύτως αρνητική για το μέλλον του βιβλίου στην Ελλάδα, είναι η πρόσφατη διαστροφική σχεδίαση νόμου για τις αμοιβές μεταφραστών, επιμελητών και συγγραφέων: Από την 1η Φεβρουαρίου υποτίθεται ότι εφαρμόζεται από τον ΕΦΚΑ (Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης) μια ασφαλιστική ρύθμιση για όσους μεταφραστές ή συγγραφείς δεν διαθέτουν μπλοκάκι δικών τους αποδείξεων. Οι κρατήσεις πλέον έχουν ως αποτέλεσμα να λάβει ο μεταφραστής κάτω του μισού από την συμφωνημένη αμοιβή του. Άρα δεν τον συμφέρει πλέον να αναλάβει μια μετάφραση. Πολλοί όμως άξιοι και σπουδαίοι μεταφραστές ή συγγραφείς δεν διαθέτουν μπλοκάκι δικών τους αποδείξεων. Οπότε το αποτέλεσμα, όπως είπαμε, είναι να λάβει ο μεταφραστής υπερβολικά μειωμένη την συμφωνημένη αμοιβή του. Επομένως, δεν τον συμφέρει πλέον να αναλάβει μια μετάφραση ή επιμέλεια. Ταλαντούχοι και εξειδικευμένοι στο εκάστοτε γνωστικό αντικείμενο ή στο έργο κάποιου συγγραφέα μεταφραστές, με τους οποίους θέλουν διακαώς να συνεργαστούν οι εκδότες, έχουν κλείσει τα βιβλία τους γιατί μεταφράζουν σποραδικά και δεν δύνανται να αντιμετωπίσουν το κόστος των ανοιχτών βιβλίων. Αυτοί λοιπόν δεν μπορούν να ξαναμεταφράσουν. Οι σοβαροί εκδότες όμως μπορεί να θέλουν ειδικά αυτούς, γιατί είναι οι καλύτεροι. Συχνά έχουν μεταφράσει με το προηγούμενο καθεστώς το υπόλοιπο έργο ενός συγγραφέα και σωστό είναι να συνεχίσουν να τον μεταφράζουν. Από την άλλη, αν έχουν την ατυχία να είναι συνταξιούχοι, πλήττεται επιπλέον η σύνταξή τους. Δεν μπορούν να κάνουν μια μετάφραση για τη βελτίωση της ήδη μειωμένης σύνταξής τους, έστω και αν είναι στο φόρτε της μεταφραστικής τους δεινότητας. Σκοτώστε τ’ άλογα όταν γεράσουν. Στον κλάδο του βιβλίου επικρατεί χάος. Οι μεταφραστές δεν επιθυμούν να υπογράψουν νέα συμβόλαια και οι εκδότες δεν μπορούν να αναθέσουν. Πώς να μιλήσουμε για το μέλλον του βιβλίου στην Ελλάδα μ’ ένα τόσο απαξιωτικό και εχθρικό καθεστώς, που αρνείται να σκεφτεί τις περαιτέρω επιπτώσεις των μέτρων που λαμβάνει;
***
Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για το μέλλον του βιβλίου στην Ελλάδα, πρέπει οι θεσμοί να γίνουν λιγότερο επιθετικοί, να μην είναι φιλικοί παρά μόνο στα λόγια και στις βαρύγδουπες καμπάνιες και να δοθεί επιτέλους αξία και πραγματική τιμή (εμπράγματη και ηθική) στους πνευματικούς δημιουργούς, στο έργο τους και στο πνευματικό προϊόν που ακολουθεί, δηλαδή το βιβλίο.
Από την άλλη, για να χαμογελάσουμε λίγο, επειδή είμαστε παράλογος και αισιόδοξος λαός (από την μια ο Καζαντζίδης κι από την άλλη «νά τη πετιέται»), τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί πολλοί νέοι εκδότες, μερικοί μεταξύ αυτών εξαιρετικοί και με ωραιότατα βιβλία, και αρκετά νέα και καλά βιβλιοπωλεία, και θαυμάσιοι νέοι συγγραφείς, και πολλοί ιδιαίτερα αξιόλογοι μεταφραστές. Άρα, είτε από μαζοχισμό, είτε από άγνοια, είτε από υπερβολική αισιοδοξία, είτε από παθιασμένη αγάπη, υπάρχει ήδη το μέλλον του βιβλίου, έστω με τις παράλογα αντίξοες συνθήκες που έχουν επικρατήσει στον αγαπημένο μας και ταλαίπωρο τόπο.