1.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο τεύχος Ιανουαρίου 2018 η Athens Review of Books δημοσίευσε, ασκώντας δριμύτατη κριτική, την τελεσίδικη και αμετάκλητη δικαστική απόφαση-σκάνδαλο υπέρ του «εθνικού ευεργέτη» Αρτέμη Σώρρα με τα πολλά δισεκατομμύρια (για την ακρίβεια 2,8 τρισ. δολάρια). Έτσι ξεκίνησε η αποκαθήλωση του μηχανισμού μιας τερατώδους απάτης που είχε στηθεί με βάση αυτή τη δικαστική απόφαση από το 2013, σε όλη την Ελλάδα. Μάλιστα, χωρίς κανείς να αντιδρά επί πέντε χρόνια, η οργάνωσή του εξελισσόταν σε κόμμα με περισσότερα γραφεία στη χώρα από εκείνα των κομμάτων εξουσίας. Οι δράστες δικαστικοί όμως εξακολουθούν να δικάζουν!
Στο παρόν τεύχος, Ιανουαρίου 2019, η Athens Review of Books δημοσιεύει μια άλλη εμβληματική δικαστική απόφαση, του υπό τον Πέππα Αρείου Πάγου, υπέρ του «εθνικού εργολάβου» με τα πολλά βοσκοτόπια Χ.Ι. Καλογρίτσα, οικοδόμου της λαϊκής δημοκρατίας των Συριζανέλ. Ποιοι θα οικοδομήσουν τον σοσιαλισμό; Ποιοι θα χτίσουν τα μέγαρα της Λαϊκής Δικαιοσύνης; Μόνον εργολάβοι της ένδοξης σχολής Καλογρίτσα, ασφαλώς.
Οι αναγνώστες της Athens Review of Books ασφαλώς γνωρίζουν την τρομοκρατική απόφαση 697/2017 του Αρείου Πάγου για τον «Γκαουλάιτερ του Σταλινισμού», η οποία λειτούργησε σαν γραπτές εξετάσεις που έδωσαν στο κυβερνών μόρφωμα οι άξιοι συνεχιστές του έργου της Βασιλικής Θάνου αρεοπαγίτες Βασίλειος Πέππας, Γεώργιος Λέκκας, Πηνελόπη Ζωντανού προκειμένου να καταλάβουν τις ηγετικές θέσεις στον Άρειο Πάγο. Η εξ αυτών μάλιστα εισηγήτρια Ζωντανού έφτασε στο σημείο να καταψηφίσει την ίδια την εισήγησή της χωρίς καμία άλλη πειστική εξήγηση πλην εκείνης της προαγωγής της. Την εν λόγω σύνθεση ως γνωστόν οδηγήσαμε στο Ειδικό Δικαστήριο Κακοδικιών μαζί με τους λοιπούς συνεργούς αρεοπαγίτες Θωμά Γκατζογιάννη και Αγγελική Τζαβάρα.
Με τόσο βάρβαρες και απροκάλυπτες παραβιάσεις του συντάγματος, των διεθνών συνθηκών, της νομολογίας του ΕΔΔΑ, της λογικής και όλες τις άλλες (που περιγράφονται και στην Εισήγηση του Συμβούλου Επικρατείας κ. Γ. Ποταμιά στο Ειδικό Δικαστήριο), είχαμε βάσιμες υποψίες ότι δεν είμαστε το μοναδικό θύμα αυτών των αγλαϊσμάτων της ελληνικής δικαιοσύνης στην περίλαμπρη εποχή των Θάνου-Πέππα-Δημητρίου.
Ακολουθώντας λοιπόν την ευαγγελική προτροπή «ζητείτε και ευρήσετε», βρίσκουμε τρεις εκ των ανωτέρω κυρίων να πρωταγωνιστούν και στην απόφαση 711/2018 του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκε στις 17 Απριλίου 2018, αφού ο Πέππας είχε διαδεχθεί την Θάνου. Η απόφαση αυτή χαρίζει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ («λεφτά υπάρχουν» βέβαια για τους ευνοούμενους του καθεστώτος Σύριζα) στον εργολάβο και παρ’ ολίγον καναλάρχη με τα βοσκοτόπια Χ.Ι. Καλογρίτσα, ιδρυτή ενός εντύπου με τον τίτλο Documento ομόσταβλου της αλήστου μνήμης Αυριανής, διά του υιού του Βλαδίμηρου, που τυχαίνει να βρίσκεται σε μια προσωρινή οικονομική στενότητα... Πρόκειται για τους Βασίλειο Πέππα (πρόεδρο), Γεώργιο Λέκκα (εισηγητή) και Θωμά Γκατζογιάννη, αρεοπαγίτη. Παρακάτω δίνουμε ένα ιστορικό της υπόθεσης αυτής διατυπωμένο με αυστηρά νομικούς όρους από ειδικό συνεργάτη μας, όπως προκύπτει από την ογκώδη δικογραφία. Στην ιστοσελίδα μας είναι αναρτημένες η 1991/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η 711/2018 του Αρείου Πάγου και η Εισήγηση Λέκκα. Τον έλεγχο για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος –και χρήματος– ας αναλάβουν πρωτίστως τα πολιτικά κόμματα, και ο μη κυβερνητικός ημερήσιος και ηλεκτρονικός τύπος.
Εν συντομία: Το έργο αφορά όχι ένα οποιοδήποτε δημόσιο έργο, αλλά την ίδια την Ελληνική Δικαιοσύνη και τα μέλαθρά της, καθώς πρόκειται για την «Αποπεράτωση του Εφετείου - Αίθουσας Εορτών», με φορέα την εταιρεία «ΘΕΜΙΣ Κατασκευαστική ΑΕ» και ανάδοχο την διαβόητη εταιρεία του Καλογρίτσα. Η υπόθεση οδηγήθηκε στα δικαστήρια, με την «Θέμιδα» να ζητεί από το δικαστήριο να αναγνωρίσει ανύπαρκτη μια φερόμενη ως οφειλή ύψους 61.000.000 ευρώ στον Καλογρίτσα. Σημειωτέον ότι το ποσόν που τελικώς απαιτήθηκε για την εκτέλεση του έργου ανήλθε σε 247.000.000 ευρώ, δηλαδή 24 φορές πάνω από το αρχικό συμβατικό ποσόν. Το Εφετείο Αθηνών δικαίωσε την εταιρεία «Θέμις Κατασκευαστική». Ο εισηγητής στον Άρειο Πάγο, αρεοπαγίτης τότε Γεώργιος Λέκκας συντάχθηκε με την απόφαση του Εφετείου προτείνοντας να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Όμως ο Άρειος Πάγος ομοφώνως (δηλαδή και ο αντιπρόεδρος πλέον Λέκκας, στον δρόμο της Ζωντανού, καταψήφισε την εισήγησή του) αποφάσισε να υποχρεώσει την εταιρεία «Θέμις Κατασκευαστική» να καταβάλει ποσό 39.000.000 ευρώ εντόκως, δηλαδή άνω των 70.000.000 ευρώ, υπέρ του Καλογρίτσα! Αν έτσι η ηγεσία του Αρείου Πάγου φροντίζει όχι μόνο για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, αλλά και για τα του οίκου της Θέμιδας (κυριολεκτικώς), τότε ποιος θα προστατέψει το κράτος από τους δικαστές του;
Γι’ αυτούς τους συγκεκριμένους «δικαστές-εργαλεία» (για τους Πέππα, Λέκκα, Ζωντανού, Γκατζογιάννη, Τζαβάρα, Ερωτοκρίτου, Φώσκολο, Μπλέτα) έγραψε πρόσφατα (15.12.2018) η Neue Zürcher Zeitung:
«Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι κάποιοι εκπρόσωποι της Δικαιοσύνης [στην Ελλάδα], χωρίς ενδοιασμούς, επιτρέπουν να χρησιμοποιούνται ως εργαλεία. Ακριβώς αυτό συνέβη με τον πρόσφατα παραιτηθέντα Υπουργό Εξωτερικών Ν. Κοτζιά, που έτυχε υποστήριξης από τη δικαιοσύνη στην προσωπική του εκδικητική εκστρατεία κατά της “Athens Review of Books”, επειδή η τελευταία είχε δημοσιεύσει επιστολή αναγνώστη που αναφερόταν στο παρελθόν του Κοτζιά ως προπαγανδιστή του Κομμουνιστικού Κόμματος.»
2.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Στις 23.2.1993 προκηρύχθηκε δημόσιος ανοικτός μειοδοτικός διαγωνισμός με το σύστημα προσφοράς επιμέρους ποσοστών έκπτωσης, για την εκτέλεση του έργου «Αποπεράτωση Οικοδομικών και Η/Μ εργασιών Εφετείου και Αίθουσας Εορτών Δικαστικού Μεγάρου Αθηνών», με προϋπολογισμό 10.254.000.000 δρχ. Ο διαγωνισμός διενεργήθηκε στις 28.4.1993 και κατακυρώθηκε στη μειοδότρια κοινοπραξία «ΟΜ.ΚΑΤ. Α.Ε. – ΔΟ.Τ.Ε. Α.Ε.» με μέση τεκμαρτή έκπτωση 69,20%. Μεταξύ αυτής και του ΥΠΕΧΩΔΕ (κύριος και φορέας του έργου κατά την υπογραφή της σύμβασης) υπογράφηκε η εργολαβική σύμβαση στις 12.7.1993, με συμβατικό ποσό 3.581.605.122 δρχ. (10.254.000.000 x 69,20%) πλέον ΦΠΑ 18%, ποσού 644.688.922 δρχ. και με αρχικό συνολικό χρόνο περάτωσης του έργου 1.100 ημέρες από την υπογραφή της σύμβασης, που στη συνέχεια παρατάθηκε διαδοχικά με αποφάσεις του ΥΠΕΧΩΔΕ μέχρι 31.12.1997 και ακολούθως μέχρι 30.06.2004, με αποφάσεις του ΔΣ του νέου του έργου «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.» (νυν «ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΑΕ»[1]).
Η συνολική επιφάνεια του έργου που δημοπρατήθηκε το 1993 (Αποπεράτωση του Εφετείου – Αίθουσας Εορτών) ανερχόταν σε 48.130 τ.μ. υπέργειων χώρων και 33.840 τ.μ. υπόγειων χώρων, συμπεριλαμβανομένου υπόγειου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων του κτιρίου του Εφετείου 16.920 τ.μ.. Η επιφάνεια του υπογείου αυξήθηκε κατά 8.530 τ.μ. και έτσι, η συνολική επιφάνεια ανήλθε σε 90.500 τ.μ. προκειμένου να στεγασθούν και άλλες υπηρεσίες, που εντάχθηκαν στο πιο πάνω έργο από το έτος 1999 έως το έτος 2004, δηλαδή από έξι (6) έως έντεκα (11) έτη μετά τη δημοπράτησή του. Η ανάδοχος κοινοπραξία διαλύθηκε, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου, λόγω πτωχεύσεως του μέλους αυτής με την επωνυμία «ΔΟ.Τ.Ε. ΑΕ» και η εργολαβία συνεχίστηκε με ανάδοχο το άλλο μέλος αυτής, δηλαδή την εταιρεία «ΟΜ.ΚΑΤ. ΑΕ», πρώην «Χ.Ι. ΚΑΛΟΓΡΙΤΣΑΣ ΑΕ». Στις 12 Δεκεμβρίου 1997 και ενώ μέχρι τότε η εγκεκριμένη από το ΥΠΕΧΩΔΕ δαπάνη είχε ανέλθει με βάση τον εγκεκριμένο 5ο συγκριτικό πίνακα στο ποσό των 7.628.800.000 δρχ. και η δαπάνη των εκτελεσθεισών εργασιών είχε ανέλθει στο ποσό των 4.528.240.071 δρχ. με βάση την εγκεκριμένη 21η πιστοποίηση, άλλαξε ο φορέας κατασκευής του έργου και το ήδη εκτελούμενο έργο περιήλθε στην εταιρεία «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΕ», στην οποία παραχωρήθηκαν όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του Δημοσίου (ΥΠΕΧΩΔΕ). Κατά τη χρονική αυτή περίοδο βρίσκονταν σε εξέλιξη οι εργασίες φλοιού του κτιρίου (υαλοπετάσματα και ορθομαρμαρώσεις των όψεων, εσωτερικές διαιρέσεις των χώρων Εφετείου με βάση την αρχική μελέτη για 8 αίθουσες, καθώς και μόνωση δώματος) και μάλιστα είχαν εκτελεστεί αυτές κατά 80%, ενώ είχαν εκτελεσθεί ελάχιστες έως καθόλου Η/Μ εργασίες. Εν συνεχεία η εταιρεία ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΕ, ενέκρινε τους 6ο και 7ο συγκριτικούς πίνακες, με τον τελευταίο των οποίων η εγκεκριμένη δαπάνη είχε ανέλθει στο ποσό των 9.795.799.500 δρχ. και με αυτήν είχε ολοκληρωθεί «σχεδόν το σύνολο των οικοδομικών εργασιών για την αποπεράτωση του έργου, όπως αυτές προέκυψαν από νέες αναλυτικές προσμετρήσεις, τόσο όσον αφορά στον εξωτερικό φλοιό του κτιρίου όσο και στο εσωτερικό, συμπεριλαμβανομένων εργασιών πυρεπένδυσης των στοιχείων εξοπλισμένου σκυροδέματος… Ως προς τις Η/Μ εργασίες, περιελάμβαναν ένα μέρος αυτών… επειδή δεν είχαν εκπονηθεί ακόμη οι Η/Μ μελέτες και δεν επρόκειτο να εκτελεστούν σε εκείνη τη φάση της εργολαβίας…» (σ. 6-7 και 13 της 153/Α/2008 έκθεσης επιθεώρησης ελέγχου των επιθεωρητών ελεγκτών δημόσιας διοίκησης).
Πλην όμως επειδή το πιο πάνω ποσό της συνολικής δαπάνης (9.795.799.500 δρχ.) υπερέβαινε το ανώτατο όριο του συμβατικού ποσού κατά 49,74 % και επομένως είχε σχεδόν καλύψει το όλο το επιτρεπόμενο από το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 1418/1984 ανώτατο όριο (50%) για την υπέρβαση του συμβατικού ποσού, με απορρόφηση μάλιστα του συνόλου του κονδυλίου των απροβλέπτων δαπανών, δεν μπορούσαν να συνεχισθούν οι εργασίες ολοκλήρωσης του έργου και ειδικότερα εκείνες των Η/Μ. Επιπλέον ανεφάνη ανάγκη προσθέτων εργασιών για την κάλυψη προσθέτων αναγκών, που δεν προβλέπονταν από την σύμβαση εργολαβίας, αλλά τις επέβαλε η λειτουργικότητα του έργου, με κυριότερη την ανάγκη της κατασκευής 22 αιθουσών αντί των αρχικώς προβλεπομένων 8.
3.
ΕΝΔΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ
Με την από 8.6.2007 αγωγή που άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, η εταιρεία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ» (υπέρ της οποίας άσκησε πρόσθετη παρέμβαση η εταιρεία «ΟΜ.ΚΑΤ. ΑΕ», πρώην «Χ.Ι. Καλογρίτσας Ανώνυμος Τεχνική Ναυτιλιακή και Τουριστική Εταιρεία», ανάδοχος του έργου) κατά της εταιρείας «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΕ», ζήτησε να της επιδικαστούν οι εργολαβικές απαιτήσεις της ΟΜ.ΚΑΤ. ΑΕ, συνολικού ποσού 61.065.471,55 €, που αφορούσαν αμοιβή για νέες (πρόσθετες) εργασίες από την κατασκευή του έργου, όπως το αντικείμενό του τελικώς διαμορφώθηκε για την κάλυψη νέων αναγκών, που δεν είχαν προβλεφθεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργολαβίας. Η εν λόγω απαίτηση εκχωρήθηκε από την εταιρεία ΟΜ.ΚΑΤ. στην Τράπεζα Κύπρου, προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της δεύτερης κατά της πρώτης, από την υπ’ αριθμ. 168/28.2.1997 σύμβαση πίστωσης και τις πέντε αυξητικές της, συνολικού ποσού 44.020.542,92 €.
Το εν λόγω αγωγικό αίτημα περιορίστηκε ενώπιον του ακροατηρίου στο ποσό των 36.011.531,44 €, λόγω καταβολής ‒μετά την άσκηση της αγωγής‒ από την εταιρεία ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΕ, ποσού 24.454.640,45 €.
Από την άλλη πλευρά, η εταιρεία «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.» (νυν «ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΑΕ»), με την από 22.1.2010 αγωγή που άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών κατά της εταιρείας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ», εξέθεσε ότι οι ένδικες απαιτήσεις ύψους 61.065.472 €, που εκχωρήθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου από την εταιρεία Χ.Ι. Καλογρίτσας ΑΕ, για τις οποίες έχουν συνταχθεί και εγκριθεί (με βάση σχετικούς συγκριτικούς πίνακες με αριθμούς 19, 20 και 21) λογαριασμοί - πιστοποιήσεις εκτελεσθεισών εργασιών από την κατασκευή του πιο πάνω έργου, στους οποίους αντιστοιχούν οι υπ’ αριθμ. 46 έως και 53 εντολές πληρωμής της εταιρείας ΘΕΜΙΣ ΑΕ, ως κυρίας και φορέα του έργου, είναι άκυρες και συνεπώς, ανύπαρκτες, διότι αντιστοιχούν σε τμήμα της συνολικής εργολαβικής αμοιβής, εκ ποσού 205.747.000 €, εκ των οποίων 121.842.000 € για την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών του έργου και 83.905.000 € για την κατασκευή νέων (αυτοτελών) έργων, και απαγορεύεται ρητά η πληρωμή τους, διότι:
α) η δαπάνη για την εκτέλεση αυτών των πρόσθετων εργασιών και των νέων έργων, υπερβαίνει το ανώτατο, κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 1418/1984, όριο της συνολικής δαπάνης του έργου, δηλαδή το 50% του συμβατικού ποσού της από 12.7.1993 εργολαβικής σύμβασης, όπως το ανώτατο αυτό όριο προσδιορίζεται αποκλειστικά με το άρθρο 12 του Ν. 2326/1998, και
β) η εκτέλεση των νέων έργων ανατέθηκε ακύρως, απευθείας και χωρίς διενέργεια διαγωνισμού στην ανάδοχο του ήδη εκτελούμενου έργου, κατά παράβαση της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας.
Κατόπιν των ανωτέρω, η εταιρεία ΘΕΜΙΣ αιτήθηκε από το Δικαστήριο να αναγνωρισθεί ανύπαρκτη όλη η επίδικη οφειλή, ύψους 61.065.471,55 € και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της Τράπεζας Κύπρου να της επιστρέψει το ποσό 25.551.980 € το οποίο είχε στο μεταξύ καταβάλει, ως αχρεωστήτως καταβληθέν.
Σημειωτέον ότι οι εν λόγω καταβολές έλαβαν χώρα κατά τα έτη 2007 και 2008, όταν η φορέας του έργου, αγνοούσε την ακυρότητα της επίδικης οφειλής, την οποία –σύμφωνα με την εισήγηση του Αρεοπαγίτη Γεωργίου Λέκκα– διαπίστωσε το πρώτον με την ως άνω αναφερόμενη έκθεση επιθεώρησης/ελέγχου των επιθεωρητών ελεγκτών δημόσιας διοίκησης. Μόλις δε διαπιστώθηκε η ακυρότητα, με την από 17.9.2008 εξώδικη δήλωσή της, η εταιρεία ΘΕΜΙΣ γνωστοποίησε στην Τράπεζα την υπ’ αριθμ. 299/29.8.2008 απόφαση του ΔΣ της, να μην πραγματοποιήσει εφεξής και μέχρι την οριστική επίλυση της διαφοράς καμία πληρωμή και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της για αναζήτηση όλων των μέχρι τότε καταβληθέντων ποσών.
4.
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Α. Το Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 1991/2013 απόφασή του, ερμηνεύοντας την ως άνω διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2623/1998, απεφάνθη ότι για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου έπρεπε να γίνει αναγωγή στον χρόνο της προκήρυξης (23.2.1993), να καθοριστούν οι πραγματικές ανάγκες του έργου, κατά το χρόνο εκείνο, με βάση σχετική μελέτη του φορέα του έργου, να υπολογιστούν οι απαιτούμενες ποσότητες υλικών και εργασιών, λαμβάνοντας υπόψη και τις νέες μελέτες για την εφαρμογή των νέων κτιριοδομικών κανονισμών και να τιμολογηθούν με τιμές του χρόνου δημοπράτησης (28.4.1993). Στο τελικό ποσό του νεοκαταρτιζόμενου με τον προαναφερόμενο τρόπο προϋπολογισμού, ορίσθηκε ρητώς ότι θα εφαρμοστεί η αρχική μέση έκπτωση, δηλαδή το ποσοστό 69,20% και θα προστεθούν τα νεοεγκριθέντα απρόβλεπτα και έτσι διαμορφωμένο, θα αποτελέσει το συνολικό συμβατικό ποσό, το οποίο δεν προοριζόταν από τον νόμο να αντικαταστήσει το αρχικό συμβατικό ποσό, αλλά να εφαρμοστεί αποκλειστικά και μόνο ως βάση (ως κριτήριο) για τον έλεγχο τήρησης του ανωτάτου ορίου υπέρβασης της συνολικής δαπάνης του εκτελούμενου έργου, το οποίο απαγορεύεται να αυξηθεί πέραν του 50% του νεοκαθοριζόμενου συμβατικού ποσού.
Πλην όμως, σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου, το άρθρο αυτό δεν εφαρμόσθηκε για χρονικό διάστημα 18 μηνών από την έναρξη ισχύος του, και εν συνεχεία, εφαρμόσθηκε εσφαλμένα.
Ειδικότερα, ο νέος φορέας του έργου (ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.), χωρίς να καταρτίσει νέα μελέτη και νέο ενιαίο (συνολικό) προϋπολογισμό για την ολοκλήρωση του εκτελούμενου έργου, όπως προβλέπει η ως άνω διάταξη, προκειμένου να μπορεί να ελεγχθεί η τήρηση του ανώτατου ορίου της συνολικής δαπάνης, ακολούθησε την τακτική της τμηματικής εκτέλεσης του έργου, βάσει τροποποιητικών μελετών, με κατάρτιση νέου εκάστοτε προϋπολογισμού, εγκρινόμενου πρώτα από το ΔΣ της εταιρείας και στη συνέχεια με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η τακτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει ένα σταθερό συμβατικό ποσό, ως συγκριτικό στοιχείο, προκειμένου να εφαρμοστεί για τον έλεγχο της τήρησης της υπέρβασης της συνολικής δαπάνης του έργου, αφού κάθε φορά (με κάθε συγκριτικό πίνακα να θεωρείται νέος προϋπολογισμός), χρησιμοποιούνταν διευρυμένη βάση (το αυξημένο εκάστοτε συμβατικό ποσό του κάθε πίνακα) για τον υπολογισμό της, έτσι ώστε αυξήθηκε αυτή (συνολική δαπάνη) από 9.795.799.500 δρχ. (που ήδη είχε ανέλθει με τον 7ο συγκριτικό πίνακα, πριν την ψήφιση του Ν. 2623/1998), στο ποσό των 59.000.000.000 δρχ. με τον 16ο συγκριτικό πίνακα, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 429/28.1.2000 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Στη συνέχεια, 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος τού ως άνω άρθρου 12 του Ν. 2623/1998, καταρτίστηκε ο προβλεπόμενος σε αυτό, ενιαίος προϋπολογισμός μελέτης, χωρίς ωστόσο ο προϋπολογισμός αυτός, να εγκριθεί με σχετική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, όπως ρητά επιβάλλεται στην ως άνω διάταξη, ως ειδική προϋπόθεσης ισχύος του. Αντίθετα –σύμφωνα με το Εφετείο– με την υπ’ αριθμ. 1213/10.3.2000 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, συνεχίστηκε η προηγούμενη τακτική και εγκρίθηκε ως ενιαίος προϋπολογισμός του έργου, η συνολική δαπάνη του 17ου συγκριτικού πίνακα, εκ ποσού 69.620.000.000 δρχ. Έκτοτε, αρχίζει να λαμβάνεται υπόψη ως σταθερό (συγκριτικό - ελεγκτικό) στοιχείο για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου της υπέρβασης, μολονότι ο προϋπολογισμός αυτός ήταν ανίσχυρος αφού δεν είχε εγκριθεί με υπουργική απόφαση.
Έτσι, το έργο που δημοπρατήθηκε στις 23.2.1993 με προϋπολογισμό 10.254.000.000 δρχ. (χωρίς ΦΠΑ), προϋπολογίσθηκε στις 7.2.2000 για την εφαρμογή του πιο πάνω άρθρου, ώστε να ολοκληρωθούν οι εργασίες που προέκυπταν από τις πραγματικές ανάγκες του έργου, κατά τον χρόνο της δημοπράτησής του και με τιμές β΄ τριμήνου 1993, στο ποσό των 70.000.000.000 δρχ., δηλαδή μέσα σε 7 χρόνια και με ίδια τιμολόγηση υλικών και εργασιών, αυξήθηκε ο προϋπολογισμός του, κατά ποσοστό 682,66% !
Πέραν αυτού όμως, σύμφωνα με αυτόν τον προϋπολογισμό μελέτης, το συνολικό συμβατικό ποσό, κατά το άρθρο 12 του Ν. 2623/1998 ανήλθε στο ποσό των (64.267.950.957 x 69,20%=) 19.794.528.895 δρχ., πλέον των δαπανών για απρόβλεπτα ποσού 6.432.049.043 δρχ., ανήλθε σε 26.226.577.938 δρχ. Με βάση δε αυτό το συνολικό συμβατικό ποσό, το ανώτατο όριο υπέρβασης της συνολικής δαπάνης, που προβλέπεται στο άρθρο 12, ανέρχεται στο 50% αυτού, δηλαδή σε 13.113.288.969 δρχ.. Περαιτέρω, η συνολική δαπάνη του έργου ανέρχεται σε 16.694.894.091 δρχ. (δηλαδή 13.113.288.969 δρχ. το 50% του νεοκαθοριζόμενου συμβατικού ποσού, ως ανώτατο όριο υπέρβασης, πλέον του αρχικού συμβατικού ποσού 3.581.605.122 δρχ.).
Πλην όμως, η εταιρεία «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΕ» εξέλαβε το νέο αυτό συμβατικό ποσό, όπως καθορίσθηκε με τον νέο προϋπολογισμό μελέτης, όχι αποκλειστικά και μόνον ως στοιχείο υπολογισμού και ελέγχου τήρησης του ανωτάτου ορίου υπέρβασης της συνολικής δαπάνης, όπως ρητώς ορίζεται στη σχετική διάταξη, αλλά ως νέο συνολικό συμβατικό ποσό του έργου, που αντικατέστησε το αρχικό, παραβιάζοντας έτσι ευθέως –σύμφωνα με το Εφετείο– την ως άνω διάταξη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εκτοξευθεί το ανώτατο όριο της συνολικής δαπάνης, αφού με βάση την εν λόγω εσφαλμένη ερμηνεία, ως σταθερό ανώτατο όριο για τον έλεγχο τήρησης της συνολικής δαπάνης, ορίσθηκε το ποσό των 39.339.866.907 δρχ. ή 115.450.819,97 €, αντί να ορισθεί στο ορθό ποσό των 16.694.894.091 δρχ. ή 48.994.553,46 €, ποσό το οποίο μάλιστα –σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου και την έκθεση των επιθεωρητών δημόσιας διοίκησης– ήταν επαρκές για την ολοκλήρωση του έργου, αφού είχε σχεδόν ολοκληρωθεί το σύνολο των οικοδομικών εργασιών για την αποπεράτωσή του .
Το ποσό που τελικώς απαιτήθηκε για την εκτέλεση του έργου, ανήλθε σε 247.025.625,87 €, δηλαδή 24 φορές πάνω από το αρχικό συμβατικό ποσό των 10.510.946,79 €.
Υπό την ανωτέρω παραδοχή, το Εφετείο έκρινε ότι όλοι οι επίδικοι συγκριτικοί πίνακες και οι αντίστοιχοι προς αυτούς λογαριασμοί - πιστοποιήσεις και οικείες εντολές στο σύνολό τους πάσχουν απόλυτη ακυρότητα, καθότι βασίσθηκαν σε προϋπολογισμό που δεν είχε εγκριθεί από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και σε εσφαλμένο υπολογισμό του ανώτατου ορίου της συνολικής δαπάνης. Κρίθηκε επομένως ότι η πληρωμή τους απαγορεύεται ρητά από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 του Ν. 1418/1984 και 12 του Ν. 2623/1998, ακόμη κι αν αφορούν αμοιβές για πρόσθετες εργασίες, αναγκαίες για την αρτιότητα και λειτουργικότητα του εκτελούμενου έργου.
Περαιτέρω, το Εφετείο έκρινε ότι ούτε κατ’ εξαίρεση δικαιούται η ανάδοχος εταιρεία να λάβει εργολαβική αμοιβή ή αποζημίωση για τυχόν νέες (πρόσθετες) εργασίες, έστω κι αν βελτιώνουν το έργο, καθώς δεν πιθανολογήθηκε ότι για την εκτέλεσή τους προηγήθηκε έγκυρη έγγραφη εντολή της κυρίας και φορέα του έργου.
Τέλος, σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου, εντάχθηκαν με υπουργικές αποφάσεις στο εκτελούμενο έργο νέα αυτοτελή και άσχετα προς αυτό έργα και εκτελέσθηκαν από την εγκατεστημένη ανάδοχο του ήδη εκτελούμενου έργου, στην οποία ανατέθηκαν απευθείας και χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού, με συνέπεια να είναι άκυροι όλοι οι σχετικοί συγκριτικοί πίνακες και λογαριασμοί - πιστοποιήσεις εργασιών.
Κατόπιν των ανωτέρω, το Εφετείο με την υπ’ αριθμ. 1991/2013 απόφασή του απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή της Τράπεζας Κύπρου και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή της εταιρείας ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΕ, υποχρεώνοντας την πρώτη να επιστρέψει εντόκως στην δεύτερη το ποσό των 25.043.940.64 €.
Β. Εν συνεχεία, η υπόθεση ήχθη ενώπιον του Αρείου Πάγου μετά από αναίρεση που άσκησε η Τράπεζα Κύπρου. Με την από 28.2.2014 έκθεσή του, ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Γεώργιος Λέκκας, εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, συντασσόμενος απόλυτα με το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.
Γ. Ωστόσο, το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, δικάζοντας την αίτηση αναίρεσης, δεν συντάχθηκε με την ως άνω εισήγηση και εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 178/2015 απόφαση, με την οποία έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης, το Εφετείο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2623/1998, εφαρμόζοντας λανθασμένα τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου της συνολικής δαπάνης. Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, η κρίση του Εφετείου δεν βρίσκει έρεισμα στην ως άνω διάταξη, η οποία θεσπίσθηκε προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κόστος των απαιτούμενων προσθέτων εργασιών, οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνονταν στα συνταχθέντα αρχικά συμβατικά τεύχη και στην οποία ορίζεται ότι ως συνολικό συμβατικό ποσό για την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 1418/1984, ήτοι για τον προσδιορισμό του ποσού, επί του οποίου θα υπολογισθεί το ποσοστό του 50%, νοείται το ποσό που χρειάζεται για την ολοκλήρωση του εκτελούμενου έργου.
Περαιτέρω, ως προς την εγκυρότητα του νέου προϋπολογισμού, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι με την υπ’ αριθμ. 1213/10.3.2000 υπουργική απόφαση, ο Υπουργός Δικαιοσύνης «ενέκρινε ρητά τον προϋπολογισμό του εν θέματι έργου εκ δραχμών 69.620.000.000. Επιπλέον, όσον αφορά στις νέες εργασίες που δεν είχαν σχέση με το κύριο αντικείμενο της εργολαβίας κατά το Εφετείο, ο Άρειος Πάγος έκρινε αφενός ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 12 μελέτη του νέου φορέα για τον καθορισμό των αναγκαίων πρόσθετων εργασιών μπορούσε να εκπονηθεί και σταδιακά και με παράλληλη εκτέλεση των επιμέρους εργασιών, ο προϋπολογισμός των οποίων θα εγκρινόταν κάθε φορά με διακριτές αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, αφετέρου δε ότι το Εφετείο έσφαλε, διότι δεν βεβαίωσε παράλληλα ότι οι εν λόγω εργασίες δεν εξυπηρετούσαν τις πραγματικές ανάγκες του έργου.
Δ. Τέλος, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 711/2018 οριστικής απόφασης, ο Άρειος Πάγος, απέρριψε την αγωγή της εταιρείας «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΕ» και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή της Τράπεζας Κύπρου, αναγνωρίζοντας ότι η πρώτη οφείλει στην δεύτερη το ποσό των 36.008.531.66 €, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό από την πάροδο δύο μηνών από την έκδοση της αντίστοιχης εντολής πληρωμής.
[1] Η ΘΕΜΙΣ Κατασκευαστική Α.Ε. από 1.8.2015 και σύμφωνα με το άρθρο 132 του Ν.4199/2013 συγχωνεύθηκε με την εταιρεία ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ Α.Ε.