Το παρακάτω κείμενο είναι η ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στην Ολομέλεια της Βουλής για την αρμοδιότητα της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη Διενέργεια Προκαταρκτικής Εξέτασης με θέμα την υπόθεση Novartis, στις 18 Μαΐου 2018. Τη δημοσιεύουμε ολόκληρη γιατί ο Διοικητής της ΤτΕ είχε περιγράψει με ακρίβεια τη συνωμοσία και τις μεθόδους των σκευωρών της κυβέρνησης και των δικαστικών-εργαλείων τους.
Κύριε Πρόεδρε, Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,
Στο ζήτημα της αρμοδιότητας της Ειδικής Επιτροπής για την υπόθεση Novartis, η θέση μου διατυπώθηκε ευθύς εξαρχής με την ομιλία μου στην Ολομέλεια, κατά τη συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018.
Επαναλήφθηκε, με επιστολή που διαβίβασα στον Πρόεδρο της Ειδικής Επιτροπής, στις 23 Μαρτίου του τρέχοντος έτους.
Όπως ανέφερα στην ομιλία μου, ακόμα και στην περίπτωση που είχε διαπιστωθεί «αποσβεστική προθεσμία» του αδικήματος της απιστίας, δεν νοείται πρόταση για μη δίωξη της πράξης, όπως παραδόξως πρότειναν οι βουλευτές της πλειοψηφίας.
Όσον αφορά δε την υποτιθέμενη πράξη της παθητικής δωροδοκίας, υποστήριξα ότι το έργο της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής δεν έπρεπε και δεν μπορούσε να περιοριστεί μόνο στο ζήτημα της αρμοδιότητάς της.
Υποχρέωσή της κατά το Σύνταγμα ήταν να εξετάσει τις κατηγορίες, τις υπόνοιες, τα στοιχεία, και να εκδώσει πόρισμα που θα εισαγόταν στην Ολομέλεια της Βουλής, για να αποφασίσετε εσείς αν θα ασκηθεί δίωξη.
Σε συνέχεια, δε, των όσων είπα στην Ολομέλεια, με την επιστολή μου της 23ης Μαρτίου προς τον Πρόεδρο της Ειδικής Επιτροπής, επεσήμανα ότι η αρμοδιότητα της Επιτροπής για το αδίκημα της δωροδοκίας είναι αποκλειστική, εφόσον αφορά πρόσωπα υπαγόμενα στο άρθρο 86 του Συντάγματος.
Και τούτο διότι από το σχετικό άρθρο του Ποινικού Νόμου, προκύπτει ότι η πράξη αυτή θεωρείται έγκλημα και τιμωρείται όταν σχετίζεται με τα καθήκοντα του κατηγορουμένου. Επομένως, δεν νοείται η Επιτροπή και η Βουλή να κρίνει διαφορετικά και να απεμπολήσει την εκ του Συντάγματος αποκλειστική της αρμοδιότητα.
Τη θέση μου αυτή δεν την υπαγόρευσε προσωπικό συμφέρον.
Στην ίδια ομιλία ξεκαθάρισα:
- • ότι δεν επικαλούμαι, ούτε παραγραφές, ούτε αποσβεστικές προθεσμίες, ούτε οποιαδήποτε άλλη εξαίρεση ή προνόμιο προβλέπεται για Υπουργούς,
και
- • ότι έπρεπε η Βουλή και η Επιτροπή της να τα «ψάξει όλα», να εξετάσει τα πάντα, όλες τις κατηγορίες, όλες τις μαρτυρίες και όλα τα στοιχεία που της είχαν διαβιβαστεί και βεβαίως να ψάξει να βρει και άλλα.
Κατά την προηγούμενη συζήτηση στην Ολομέλεια, ζήτησα, επίσης, να προστατέψετε την Κοινωνία από τις συνέπειες που θα είχε η επιλογή να παραμείνουν αιωρούμενες και ανέλεγκτες οι κατηγορίες, και να μετατραπεί, έτσι, η συκοφαντία σε θεσμό στον δημόσιο βίο της χώρας, με τη δική σας ανοχή ή συμμετοχή.
Την ίδια έκκληση απηύθυνα με την επιστολή μου και στην Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή, λέγοντας ότι αν «νίψει τας χείρας» της αρνούμενη να εξετάσει τις άθλιες και συκοφαντικές κατηγορίες, θα έχει ενσυνειδήτως απεμπολήσει το χρέος της να αποκαταστήσει το κύρος και την αξιοπιστία των θεσμών και της ίδιας της Δημοκρατίας, που τα τραυμάτισε η οργανωμένη σπίλωση πολιτικών προσώπων και θεσμικών λειτουργών.
Με λύπη και περίσκεψη διαπιστώνω σήμερα, ότι η πλειοψηφία της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής της Βουλής για τη διερεύνηση της υπόθεσης Novartis, η οποία, σύμφωνα με Υπουργό της Κυβέρνησης, χαρακτηρίζεται ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολίτευσης, επέλεξε όχι μόνο να «νίψει τας χείρας της», αλλά να σηκώσει στην κυριολεξία «ψηλά τα χέρια» και να παραδοθεί, τρόπον τινά, στη συκοφαντία, αρνούμενη να εξετάσει την υπόθεση.
Κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, αν και τα δέκα πρόσωπα που φέρονται να εμπλέκονται στην υπόθεση αυτή, αλλά και σύσσωμη η Αντιπολίτευση, ζήτησαν να προχωρήσει η διερεύνηση της υπόθεσης, η πλειοψηφία της Επιτροπής το αρνήθηκε.
Κατά την άποψή μου, το αρνήθηκε, παρά την περί του αντιθέτου ρητή συνταγματική επιταγή, για τρεις λόγους:
Πρώτον, επειδή φοβήθηκε την αποκάλυψη της αλήθειας.
Διότι αν προχωρούσε στη διερεύνηση της υπόθεσης, αν καλούσε τους προστατευόμενους μάρτυρες, θα αποκαλύπτονταν οι ψευδομαρτυρίες, η παντελής έλλειψη στοιχείων, οι εκκρεμότητες των μαρτύρων με τη Δικαιοσύνη ή τη Φορολογική Διοίκηση, οι ακυρότητες του καθεστώτος προστασίας, οι αφόρητες πιέσεις που τους ασκήθηκαν προκειμένου να πουν αυτά που είπαν, οι ηθικοί αυτουργοί της υπόθεσης και, τελικά, η σκευωρία.
Θα αποκαλυπτόταν δηλαδή ότι, αντί για το μεγαλύτερο σκάνδαλο, έχουμε τη μεγαλύτερη σκευωρία της μεταπολίτευσης.
Έτσι θα κατέρρεε και το σαθρό επικοινωνιακό οικοδόμημα που χτίζεται ενάμιση χρόνο τώρα, με διαρροές, με «παπαγαλάκια», με δήθεν συνταρακτικές αποκαλύψεις που όλο έρχονται αλλά τελικά αναβάλλονται, με δήθεν παχυλούς λογαριασμούς και πολυτελή ακίνητα στο εξωτερικό που όλο ανακαλύπτονται αλλά τελικά δεν βρίσκονται.
Δεύτερον, επειδή εκτιμήθηκε ότι η μη διερεύνηση σε βάθος της υπόθεσης θα συντηρήσει μέρος της συκοφαντικής λάσπης, που είχε αρχίσει, ευθύς αμέσως με το που έγινε αντιληπτό ότι στοιχεία και λογαριασμοί δεν υπάρχουν, να εξαερώνεται, και ότι έτσι θα συνεχίσει να προσφέρει μικροκομματικά οφέλη.
Τρίτον, επειδή θα αποκαλυπτόταν ότι ένοχοι είναι άλλοι και μάλιστα πρόσωπα που πρόσκεινται στην Κυβέρνηση.
Γι` αυτούς τους λόγους δυστυχώς, πιστεύω, η πλειοψηφία της Επιτροπής, αντί να προστατεύσει τους θεσμούς γενικά και τη Δικαιοσύνη ειδικότερα, επέλεξε να σηκώσει «τα χέρια ψηλά» στη συκοφαντία, παρατείνοντας τις καταστροφικές για τη Δημοκρατία συνέπειές της.
Η «υπόθεση των 10», λοιπόν, η μεγαλύτερη σκευωρία της μεταπολίτευσης, θα συνεχίσει να προκαλεί τεράστια ζημιά στη χώρα, πλήττοντας βάναυσα το θεσμικό της υπόβαθρο, ερχόμενη αμέσως μετά τη γνωστή «υπόθεση Γεωργίου», η οποία επίσης προκάλεσε και προκαλεί ακόμα, την υποβάθμιση των θεσμών και του Κράτους Δικαίου.
Δεν υπάρχει προηγούμενο στον ανεπτυγμένο κόσμο, με ασυνάρτητες μαρτυρίες τριών ανώνυμων μαρτύρων, υπό αμφισβητούμενο καθεστώς προστασίας, με εκκρεμότητες στη Δικαιοσύνη και τη Φορολογική Διοίκηση, υποκείμενων σε πιέσεις ή ακόμη και εκβιασμούς, χωρίς στοιχεία, χωρίς καν ενδείξεις, να στέλνονται δέκα επιλεγμένα, νυν και πρώην, πολιτικά πρόσωπα κατηγορούμενα στη Βουλή, δύο πρώην Πρωθυπουργών συμπεριλαμβανομένων, να ανοίγονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί τους, όπως και των συγγενικών τους προσώπων, να στοχοποιούνται και να διαπομπεύονται.
Όσον αφορά εμένα, που κατέχω και θεσμική θέση στο εξωτερικό, αντιμετώπισα περαιτέρω συνέπειες και διεθνή δυσφήμηση απ’ όσους ανέλαβαν να συντηρήσουν την ηχώ της συκοφαντίας για κομματικά οφέλη εις βάρος της αλήθειας και του συμφέροντος της χώρας.
Ο κ. Στέλιος Κούλογλου, για παράδειγμα, ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, κατέθεσε ερώτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, απευθυνόμενος στον κ. Μάριο Ντράγκι, Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ρωτώντας τον εάν η ΕΚΤ «είναι ενήμερη για τις κατηγορίες προς το πρόσωπο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος» και «Τι σκοπεύει να κάνει για να διαφυλάξει το κύρος της», υπονοώντας σαφώς ότι εγώ, μετά τις μαρτυρίες των κουκουλοφόρων μαρτύρων, δεν μπορώ πλέον να παραμένω στη Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος και στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ.
Πήρε, βέβαια, την απάντηση που του άξιζε από τον κ. Ντράγκι, η οποία είχε τρία σκέλη:
Πρώτον, ότι το τεκμήριο της αθωότητας, που ισχύει για όλους τους ανθρώπους, ισχύει και για Διοικητές Κεντρικών Τραπεζών.
Δεύτερον, ότι σύμφωνα με το Καταστατικό της ΕΚΤ, ένας Διοικητής του Ευρωσυστήματος μπορεί να παυθεί, μόνο αν καταδικαστεί αμετάκλητα, για σοβαρό παράπτωμα.
Τρίτον, ότι σε περίπτωση που παυθεί χωρίς να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για σοβαρό παράπτωμα, η ΕΚΤ θα προσφύγει αμέσως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Παραμένει όμως το γεγονός ότι Έλληνας ευρωβουλευτής κατέθεσε τέτοιου είδους ερώτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, νομίζοντας ότι έτσι δυσφημίζει βάναυσα τον Διοικητή. Στην πραγματικότητα όμως δυσφημίζει βάναυσα τη χώρα του, ευρωβουλευτής της οποίας φέρεται να αγνοεί το τεκμήριο της αθωότητας.
Φέρεται, επίσης, να αδιαφορεί, ή και υποκρίνεται, για το γεγονός ότι αν παυθεί ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος παρά τη θέλησή του και χωρίς να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για σοβαρό παράπτωμα, όπως ο εν λόγω ευρωβουλευτής φαίνεται να εύχεται και να προκρίνει, η θέση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα παραμένει κενή, και επομένως δεν θα υπάρχει και η ψήφος του μέχρι τη λήξη της θητείας του, δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο του 2020.
Επειδή, λοιπόν, η υπόθεση Novartis δεν σταματάει στη διαπόμπευση, την κατασυκοφάντηση και τη σπίλωση, αλλά κινδυνεύει να πλήξει καίρια τη Δημοκρατία και το κράτος δικαίου, είναι καθήκον μου να διεκδικήσω να αποκαλυφθεί όλη η αλήθεια, να αποκαλυφθούν τα ονόματα των ψευδομαρτύρων και τα κίνητρά τους, και να τιμωρηθούν οι σκευωροί, και οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί, όποιοι κι αν είναι.
Για τούτο έχω προβεί μέχρι σήμερα στις εξής ενέργειες:
Πρώτον, κατέθεσα στις 4 Απριλίου 2018, στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, έγκληση κατά των ανωνύμων μαρτύρων, με τις ονομασίες Μάξιμος Σαράφης και Αικατερίνη Κελέση, με καταγγελλόμενες πράξεις: ψευδορκία μάρτυρος, ψευδής καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση.
Στο πλαίσιο της έγκλησης αυτής σημειώνεται ότι:
- • Δεν αναφέρεται καμία συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη στην οποία προέβην, με την ιδιότητά μου ως Υπουργός Οικονομικών κατά την επίμαχη περίοδο, από την οποία η Novartis Ελλάς (ή οποιαδήποτε άλλη εταιρία του ομίλου Novartis) να προσπορίστηκε παράνομο περιουσιακό όφελος.
- • Δεν αναφέρεται, ούτε προσκομίζεται οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο (πέραν των προαναφερθεισών καταθέσεων των αγνώστων μαρτύρων), από το οποίο να προκύπτει ότι εγώ έλαβα, άμεσα ή μέσω τρίτου, χρήματα ή οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, προκειμένου να προωθήσω τα συμφέροντα της Novartis Ελλάς (ή οποιασδήποτε άλλης εταιρίας του ομίλου Novartis).
- • Ως μόνη ένδειξη των παράνομων πράξεων που δήθεν διαπράχθηκαν από εμένα, φέρεται η καθ` όλα νόμιμη και διαφανής επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρίας MINDWORK της συζύγου μου, μέσω της οποίας, υποστηρίζουν οι εγκαλούμενοι ψευδομάρτυρες, ότι «ξεπλύθηκαν» τα χρήματα που δήθεν έλαβα για να προωθήσω τους σκοπούς της Novartis.
Ανέφερα με λεπτομερή οικονομικά στοιχεία στην προηγούμενη ομιλία μου ενώπιον σας στις 21 Φεβρουαρίου ‒και δεν θα σας κουράσω επαναλαμβάνοντάς τα‒ τους λόγους για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός των ψευδομαρτύρων, εκτός από απόλυτα ψευδής, είναι και απόλυτα γελοίος.
- • Αμφότεροι οι μάρτυρες Μάξιμος Σαράφης και Αικατερίνη Κελέση καταθέτουν μόνο εικασίες και αυθαίρετα συμπεράσματα χωρίς κανένα έρεισμα στην πραγματικότητα. Εννοείται ότι ουδείς εξ αυτών καταθέτει γεγονότα, τα οποία γνωρίζει πρωτογενώς.
- • Στο σημείο αυτό τονίζω με ιδιαίτερη έμφαση ότι ο Υπουργός Οικονομικών δεν είχε, ούτως ή άλλως, κάποια αρμοδιότητα (και μάλιστα σε επίπεδο Υπουργού) κρίσιμη για τους στόχους της Novartis.
Καταθέτω αντίγραφο της εγκλήσεως για τα Πρακτικά.
Δεύτερον, κατέθεσα, στις 27 Μαρτίου 2018, στον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου αίτηση-αναφορά σχετική με την ακυρότητα του καθεστώτος ανωνυμίας που παρασχέθηκε στους μάρτυρες, προκειμένου να καταστεί εφικτός ο έλεγχος της αξιοπιστίας τους, η σχέση τους με τη Novartis, η οικονομική τους κατάσταση και εν γένει τα κίνητρα και οι σκοποί τους.
Από τα επιχειρήματα που προέβαλα σε αυτήν την αίτηση-αναφορά στον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου προκύπτει σαφώς, και πέραν κάθε αμφιβολίας, ότι οι εν λόγω μάρτυρες δεν έχουν τη δικονομική προστασία που παρέχει το άρθρο 45Β του ΚΠΔ, αφού δεν είναι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος. Αντιθέτως, είναι μάρτυρες ανύπαρκτης αποδεικτικής αξίας και αυτό διότι και εμπλοκή είχαν στις ερευνώμενες πράξεις και σε ίδιον όφελος αποσκοπούσαν.
Καταθέτω αντίγραφο της αίτησης-αναφοράς για τα Πρακτικά.
Εξ όσων γνωρίζω, μέχρι σήμερα, οι παραπάνω έγκληση και αίτηση, δεν έχουν τεθεί στο αρχείο και ελπίζω να εξεταστούν.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Ιδίως στο εσωτερικό της Χώρας, οι αδιερεύνητες συκοφαντίες έχουν δημιουργήσει νοσηρό περιβάλλον για να παίζουν φτηνό κομματικό παιχνίδι, χωρίς κανόνες, διάφοροι, εις βάρος της τιμής και της αξιοπρέπειας των προσώπων που συκοφαντούνται και, το χειρότερο εις βάρος της Δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας.
Ξεχωρίζω, μεταξύ πολλών περιπτώσεων, και επειδή πρόκειται για στέλεχος σχετικά ψηλά στην κυβερνητική ιεραρχία και με θεσμικό ρόλο, προκαλώντας για το λόγο αυτό πολλές απορίες και εντυπώσεις, το παράδειγμα του Προϊσταμένου στο Γραφείο Τύπου του Πρωθυπουργού, ο οποίος μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στο facebook και με τίτλο «Ου γαρ οίδασι τι πηδούσι», αφού χαρακτηρίζει εμάς τους δέκα «αναξιοπρεπείς», ισχυρίζεται ότι η έντονη αντίδρασή μας στις συκοφαντικές μαρτυρίες των κουκουλοφόρων, δικαιολογείται από οίκτο επειδή, λέει:
«Στην Αριστερά είμαστε ανέκαθεν επαγγελματίες, κατά κάποιο τρόπο, κατηγορούμενοι (…). Χιλιάδες και χιλιάδες έχουμε κάτσει στο σκαμνί. Άλλες φορές για ήσσονα αδικήματα, όπως η διατάραξη της τάξεως, η αντίσταση κατά της αρχής, η εξύβριση οργάνων της τάξεως, η εν γένει πεζοδρομιακή δραστηριότητα. Και άλλες φορές με κατηγορίες που οδηγούσαν σε βαριές ποινές, σε ισόβια, ή και στον τοίχο. Αφήστε που πλήθη ανθρώπων βρέθηκαν στα σύρματα χωρίς καμιά δίκη. Έφτανε η απόφαση (…) και άντε να καθαρίσει ο κατηγορούμενος με τη Γυάρο, τον Άι Στράτη, ή τη Μακρόνησο. Μπορείς να πεις ότι είμαστε η παράταξη των κατηγορουμένων. Άλλοι έλειωναν παντελόνια στο Χάρβαρντ, κι εμείς τα λειώναμε σε εδώλια δικαστηρίων (…)».
Ενώ εμείς οι δέκα;
Εμείς είμαστε, κατά τον Προϊστάμενο στο Γραφείο Τύπου του Πρωθυπουργού, «οι απέναντι» (!), η «ελίτ που ανέδειξε αστυνόμους, ασφαλίτες, εισαγγελείς, υπουργούς, πρωθυπουργούς, στυλοβάτες του καθεστώτος, απηνείς διώκτες κάθε ανατρεπτικού στοιχείου – κόκκινου, ροζ, ακόμα και κίτρινου».
Η «ελίτ», που, όπως γράφει, «μας μπαγλάρωνε, μας δίκαζε, μας καταδίκαζε, μας επιφύλασσε κάθε είδους αστυνομικές και δικαστικές περιποιήσεις. Και να βρίσκονται σε θέση κατηγορουμένου κάποιοι από αυτούς; Από τις κεφαλές τους μάλιστα; Άντε, όχι ακριβώς κατηγορουμένου, αλλά πιθανού κατηγορουμένου, για να είμαστε ακριβείς, αφού ούτε χειροπέδες, ούτε μπερντάχι, ούτε καν εδώλιο δεν έχει υπάρξει ακόμα (…)».
Καταθέτω το κείμενο της ανάρτησης για τα Πρακτικά.
Αυτό είμαστε, λοιπόν, για κάποιους από σας κύριοι και κυρίες βουλευτές;
Γι’ αυτό έχει υπάρξει αυτή η σκευωρία;
Επειδή είμαστε «εμείς» και εσείς είσαστε «εσείς»;
Επειδή είμαστε η «ελίτ» που σας «μπαγλάρωνε, σας δίκαζε και σας καταδίκαζε;».
Αναρωτιέμαι, εν ονόματι ποιας άφρονης μικροκομματικής και φασίζουσας σκοπιμότητας ανασύρεται ως επιχείρημα, με καμβά την υπόθεση Novartis, ο εμφύλιος σπαραγμός του 1944-1949 στον δημόσιο διάλογο και την πολιτική αντιπαράθεση.
Είμαι σίγουρος ότι, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου, αν ζούσαν θα ήταν περήφανοι για την επούλωση των εμφύλιων πληγών μετά τη Μεταπολίτευση και την ποιότητα της Δημοκρατίας που έχει κατακτηθεί.
Ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος, για παράδειγμα, είμαι βέβαιος ότι θα ήταν περήφανος να βλέπει στα έδρανα της Κυβέρνησης, Υπουργό Οικονομικών τον ανιψιό του, απόφοιτο της Οξφόρδης, και άξιο συνάδελφο, Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Ο πατέρας μου, Θανάσης Στουρνάρας, απλός αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, Γραμματέας του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) Φθιώτιδας και Εύβοιας, που μεγάλωσε εμένα και τα αδέλφια μου κρυπτόμενος επί σειρά ετών, είμαι βέβαιος ότι θα ήταν περήφανος να βλέπει στη Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος και στο Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τον υποφαινόμενο, επίσης απόφοιτο της Οξφόρδης.
Και οι δύο όμως θα θλίβονταν βαθύτατα για τη δολοφονία χαρακτήρων που επιχειρείται, για τη διχαστική, αταβιστική και φασίζουσα ιδεολογική παλινδρόμηση σε πολιτική ρητορική, σε μεθοδεύσεις και σε πρακτικές, που χαρακτηρίζουν την υπόθεση Novartis.
Διότι:
Αν η πολιτική παύσει οριστικά να είναι τέχνη του πραγματικού και του εφικτού,
Αν τις υπαρκτές και αναγκαίες ιδεολογικές αντιθέσεις μεταξύ των κομμάτων τις αντικαταστήσουν, όχι οι πολιτικές διαφορές απλώς, αλλά η αντιπαράθεση σε φανταστικά γεγονότα,
Αν την πολιτική αντιπαράθεση την αντικαταστήσει η σπίλωση των άλλων, ώστε να θεωρούνται, όχι μόνον «άλλοι», αλλά και «απέναντι»,
Αν ξύνονται βαθιές πληγές που η Δημοκρατία έχει επουλώσει και καλούνται τα πνεύματα και τα φαντάσματα του παρελθόντος για να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες του παρόντος,
Τότε, όπως έγραφαν ο Μαρξ κι ο Ένγκελς, στο έργο τους Αγία Οικογένεια ή Η κριτική της κριτικής, τη θέση της πολιτικής την καταλαμβάνει η αυταπάτη της πολιτικής.
Ιδού πώς, η απεμπόληση της αρμοδιότητας της Επιτροπής, και πολύ φοβάμαι και της Βουλής, να διερευνήσει την υπόθεση αυτή, εκτός από την αξιοπρέπεια και την τιμή των συκοφαντηθέντων, πλήττει τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου.
Ιδού πώς, η απεμπόληση της αρμοδιότητας, προσφέρει, εν τέλει, επιχειρήματα κατά της Δημοκρατίας και των πολιτικών αδιακρίτως ιδεολογίας και κόμματος, ρίχνοντας νερό στο μύλο φασιζόντων πολιτικών μορφωμάτων.
Ιδού πώς, η αδικαιολόγητη παράταση της εκκρεμότητας συντηρεί την εγκληματική ψευδολογία, συμβάλλει στο να δημιουργηθεί στην κοινωνία η εντύπωση για γενικευμένη ανεντιμότητα του πολιτικού προσωπικού και των κρατικών λειτουργών της χώρας και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κοινωνικό διχασμό πηγαίνοντας τη Δημοκρατία όχι δύο, αλλά πολλά βήματα πίσω.
Κύριοι και κυρίες βουλευτές,
Δεν έχω αυταπάτες. Φυσικά και είμαι ένας «άλλος», για πολλούς από σας. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, όλοι, λίγο-πολύ, είμαστε «άλλοι» μεταξύ μας.
Ωστόσο, η Δημοκρατία παρά τις ατέλειές της, παραμένει το καλύτερο πολιτικό σύστημα, γιατί αποδεχόμενη το γεγονός αλλά και το δικαίωμα των πολιτών να είναι διαφορετικοί, να είναι «άλλοι», προσπαθεί να μην βρεθεί «απέναντι» ο ένας στον άλλον.
Ως Υπουργός Οικονομικών, αλλά και ως Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί, λοιπόν, να ήμουν και να παραμένω «άλλος», ουδέποτε, ωστόσο, ένιωσα ή άσκησα τα καθήκοντά μου «απέναντι» από οποιονδήποτε.
Καθηγητής Οικονομικών στο επάγγελμα, έγινα για δύο χρόνια πολιτικός, όταν κλήθηκα από τρία πολιτικά κόμματα το 2012 να βοηθήσω από τη θέση του Υπουργού Οικονομικών την Πατρίδα σε μια δύσκολη περίοδο.
Άσκησα τα καθήκοντά μου με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και όχι το συμφέρον των «εδώ», σε βάρος του συμφέροντος «των απέναντι».
Ως Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτέλεσα και θα συνεχίσω να εκτελώ τα καθήκοντά μου με ανεξαρτησία, όπως επιτάσσει το Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο Διοικητικό Συμβούλιο της οποίας συμμετέχω. Και αυτό, στο πλαίσιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, τη σταθερότητα του νομίσματος και την χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Όμως ούτε η λειτουργική ανεξαρτησία μου, ούτε ο τρόπος που ασκώ τα καθήκοντά μου αυτά, με τοποθετούν «απέναντι» οποιουδήποτε.
Η κατασκευή φανταστικών γεγονότων, όμως·
Η βεβαίωση ανύπαρκτων γεγονότων από μάρτυρες χωρίς όνομα, και γι’ αυτό ανύπαρκτους·
Η άρνηση να εξεταστούν οι κατηγορίες και τα γεγονότα αυτά όπως προβλέπει το Σύνταγμα·
Εν ολίγοις,
Η «υπόθεση των 10» που βρίσκεται ακόμη στη Βουλή και στην αρμοδιότητά σας, είναι σαφώς μια προσπάθεια να καταστούν «απέναντι» και «εχθροί», πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά και ανεξάρτητοι λειτουργοί.
Με τέτοια χαρακτηριστικά, λοιπόν, και μ’ αυτή τη στόχευση, η υπόθεση των κατηγοριών που στάλθηκε στη Βουλή αποτελεί, εκτός από πολιτική αυταπάτη, μια σκευωρία, με φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς.
Σκευωρία, που καταρρακώνει τους θεσμούς και το κύρος της Δικαιοσύνης, μέρος της οποίας φαίνεται ότι «εργαλειοποιήθηκε» για την επίτευξη μικροκομματικών ωφελημάτων.
Σκευωρία που πλήττει την ίδια τη Δημοκρατία.
Υπενθυμίζω την έκκληση που σας είχα απευθύνει κλείνοντας την ομιλία μου στην Ολομέλεια στις 21 Φεβρουαρίου:
«Σας ζητώ να αναλάβετε την ηθική και συνταγματική υποχρέωση που έχετε και να προστατέψετε το κοινωνικό σύστημα από τις συνέπειες που θα έχει η επιλογή να παραμείνουν αιωρούμενες και χωρίς εξέταση οι κατηγορίες, και να μετατραπεί, έτσι, σε θεσμό, με τη δική σας συμμετοχή, η συκοφαντία στον δημόσιο βίο της χώρας.»
Για να μην συμβεί κάτι τέτοιο, πρέπει να αποκαλυφθούν άμεσα οι μάρτυρες, να ελεγχθούν οι καταθέσεις τους, να εξεταστεί αν κάποιοι τους εκβίασαν ή συνεχίζουν να τους εκβιάζουν, και να τιμωρηθούν οι φυσικοί και κυρίως οι ηθικοί αυτουργοί αυτού του εκτρώματος.
Μη σηκώσετε τα χέρια ψηλά στη συκοφαντία.
Μην παραδοθείτε στον ανιστόρητο και επικίνδυνο διχασμό που επιχειρείται με όχημα την «υπόθεση των 10».
Υπερασπιστείτε το Κράτος Δικαίου και τη Δημοκρατία.
Έχετε την αποκλειστική από το Σύνταγμα αρμοδιότητα και υποχρέωση, να εξετάσετε σε βάθος την υπόθεση σε όλες της τις διαστάσεις.
Σας καλώ να ανταποκριθείτε σ’ αυτήν.