σύνδεση

Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα – Ζεέβ Στέρνχελ

Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα – Ζεέβ Στέρνχελ Xαρακτικό του Γκόγια από τη σειρά Τα Καπρίτσια (λεπτομέρεια) (1798).

 

 

Zeev Sternhell, O αντι-Διαφωτισμός. Από τον 18ο αιώνα ως τον Ψυχρό Πόλεμο, μετάφραση Άννα Καρακατσούλη, επιμέλεια Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Πόλις, Αθήνα 2009, σελ. 626

 

 

Μελετώντας με απληστία το ανεκτίμητης αξίας αριστούργημα του Ζεέβ Στέρνχελ Ο αντι-Διαφωτισμός αρκετές φορές σκέφτηκα πόσο θα ταίριαζε για το εξώφυλλό του ένα διάσημο χαρακτικό του Γκόγια από τη σειρά Τα Καπρίτσια (Los Caprichos). Σ’ αυτό το έργο ένας άνδρας έχει αποκοιμηθεί ακουμπισμένος σ’ ένα γραφείο κι είναι περικυκλωμένος από τεράστιες νυχτερίδες και αλλόκοτα πουλιά με ράμφη γαμψά, πίσω αριστερά του βρίσκεται ένα παράξενο ζώο μάλλον διασταύρωση σκύλου και αιλουροειδούς και παρ’ όλο που δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για τον εφιάλτη που βλέπει ο κοιμώμενος στο πλάι του γραφείου υπάρχει χαραγμένη η φράση Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα (El sueño de la razon produce monstruos). Ακριβώς τον εφιαλτικό κόσμο του ανορθολογισμού και των τεράτων που γέννησε και γεννά το σκοτεινό ρεύμα του αντι-Διαφωτισμού από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τις μέρες μας φωτίζει ο Στέρνχελ στο έργο του. Αλλά πρέπει να δικαιολογήσω τον χαρακτηρισμό του ως αριστουργήματος ανεκτίμητης αξίας, εξηγώντας τι είναι εκείνο που ξεχωρίζει το magnum opus του Στέρνχελ από τα συναφή βιβλία.

Πρώτα απ’ όλα η καθαρή επιστημονική ματιά του, ο υποδειγματικός ορθολογισμός του. Η νεωτερικότητα, σύμφωνα με τον Στέρνχελ, συνίσταται από δύο ρεύματα, εκείνο του Διαφωτισμού αλλά και εκείνο του αντι-Διαφωτισμού[1] – και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αλλά χρειάστηκε το έργο αυτό του Στέρνχελ για να εμπεδωθεί αυτή η αντίληψη και να καταρριφθούν τόσες παρερμηνείες και τόσοι μύθοι που έπλασαν οι αντιδιαφωτιστές αποδίδοντας στον Διαφωτισμό διάφορα δεινά και όχι στις δυνάμεις του ανορθολογισμού οι οποίες πραγματικά ευθύνονται, ιδεολογήματα τα οποία αενάως επαναλαμβάνονται και που δια της επανάληψής τους αποκτούν ισχύ αληθείας – επαναλαμβάνονται μάλιστα άκριτα κι από πολλούς που δεν θα έπρεπε. Ο συγγραφέας παρακολουθεί από τη γέννησή του αυτό το σκοτεινό ρεύμα, τις αλληλεπιδράσεις της σκέψης των εκφραστών του, τις διαδρομές, τις χαμαιλεοντικές μεταμορφώσεις της, τις εκβολές της, τις συνέπειές της. Μας παραδίδει ξεκάθαρα και την τυπολογία του και τον χάρτη του, όπου αποτυπώνονται όχι μόνο τα προφανή αλλά και οι ύφαλοι. Ακόμη κι όπου το ρεύμα αυτό θολώνει τη σκέψη των φύσει ή δυνάμει φιλελεύθερων στοχαστών ο Στέρνχελ μας έχει εφοδιάσει με τα κριτήρια να το αναγνωρίσουμε αμέσως. Είναι πραγματικά παράξενη και πολλές φορές απογοητευτική η αντίσταση αρκετών μάλλον φιλελεύθερων πνευμάτων στην απολύτως τεκμηριωμένη κριτική που ασκεί ο Στέρνχελ στους πιο πολιτισμένους και ήπιους αντιδιαφωτιστές ή ακόμα και σε ολισθήματα κατ’ εξοχήν δημοκρατών και φιλελεύθερων στοχαστών. Και αναφέρομαι όχι μόνο στην κριτική τους στο βιβλίο του Στέρνχελ, αλλά και στην αδυναμία τους να δουν πολλές φορές τις μεταμφιέσεις εκφραστών αυτού του ρεύματος ή στην επικέντρωσή τους σε δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του έργου ή της δράσης τους και όχι στα κύρια. Πιθανότατα και, ενδομύχως, να επιθυμούσαν να μην είναι τα πράγματα έτσι όπως τα περιγράφει ο Στέρνχελ για ορισμένους από τους κρινόμενους (λ.χ. τον Αϊζάια Μπερλίν) – είναι φυσικό κι ανθρώπινο πολλές φορές να εκλαμβάνουμε τις επιθυμίες μας σαν πραγματικότητα είτε να σχηματίζουμε μια πρόχειρη αντίληψη για τις ιδέες κάποιου που θα θέλαμε να είναι κοντά στις δικές μας. Όπως σημειώνεται στο βιβλίο, αν η διαφωτισμένη νεωτερικότητα είναι εκείνη του φιλελευθερισμού που οδηγεί στη δημοκρατία, η άλλη νεωτερικότητα, η αντιδιαφωτιστική –η κοινοτιστική, ιστορικίζουσα, εθνικιστική νεωτερικότητα– είναι ορκισμένος εχθρός των οικουμενικών αξιών και η οποία στις αρχές του 20ού αιώνα πήρε τη μορφή της επαναστατικής Δεξιάς για να διαπράξει στη συνέχεια τόσες βαρβαρότητες. Δεν θα καταλήξουμε σε ορθά συμπεράσματα αν δεν συνεξετάσουμε τα δύο αυτά αντίπαλα ρεύματα, αν δεν βλέπουμε και τις δύο όψεις της νεωτερικότητας[2]. Οι εχθροί του Διαφωτισμού, από τον Μπερκ, τον Χέρντερ έως τον Σπένγκλερ και τους σύγχρονους επιγόνους του Χέρντερ, οι εκφραστές της άλλης όψης της νεωτερικότητας, οι εκφραστές της ανορθολογικής νεωτερικότητας εξυμνούσαν και εξυμνούν –αενάως– την Ιστορία[3], την κουλτούρα, τη γλώσσα, στρέφονταν και στρέφονται εναντίον της ιδέας της αυτονομίας του ατόμου, εναντίον της καθολικότητας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: τους διαβάζουμε και τους ακούμε και σήμερα, γύρω μας, τώρα, παντού[4]. Δεν μπορώ ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος να κρίνει λ.χ. τον Χέρντερ με λίγες φράσεις, αλλά δεν μπορώ επίσης ούτε στιγμή να παραβλέψω ότι ήταν ένας παθιασμένος λουθηρανός ιεροκήρυκας, στη βάση της σκέψης του οποίου βρίσκεται η ιδέα ότι η ανθρωπότητα καθοδηγείται από τη Θεία Πρόνοια, ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι απόρροια ενός θεϊκού σχεδίου, ότι ο ρόλος της ανθρώπινης βούλησης είναι μηδαμινός και τυχόν προσπάθεια του ανθρώπου να γίνει κύριος της μοίρας του είναι ιεροσυλία. Αν το παραβλέψω αυτό νομίζω ότι θα σφάλλω εντελώς στις κρίσεις μου για το έργο του. Αλλά θα επανέλθω στον εν λόγω στοχαστή ο οποίος το 1769, παράλληλα με τον Έντμουντ Μπερκ[5] (τον «εξαίσιο Μπερκ» κατά τον Μπερλίν), που ξεκίνησε λίγο νωρίτερα και –πολύ πριν από τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου–, εκήρυξε τον πόλεμο στον Διαφωτισμό. Προηγήθηκε ο Τζιαμπατίστα Βίκο, ωστόσο δεν επέδρασε στην εποχή του αλλά πολύ αργότερα και ποτέ δεν είχε την απήχηση του Χέρντερ, θαμπώνει όμως τους πάσης φύσεως μεταμοντέρνους – και σ’ αυτό είναι μεγάλη η συμβολή της παρουσίασής του μέχρις εξιδανικεύσεως επίσης από τον Μπερλίν. Είναι τεράστιος ο αριθμός των εκφραστών του αντι-Διαφωτισμού, τη συνεισφορά των σημαντικότερων εκ των οποίων παρουσιάζει όσο γίνεται πιο αναλυτικά ο Στέρνχελ, εκτός από τους πρωτοπόρους που ήδη αναφέραμε: Ζοζέφ ντε Μαιστρ, Καρλάιλ, Ταιν, Ρενάν, Μοράς, Μπαρές, Κρότσε, Σπένγκλερ, Ζόμπαρτ, Γύνγκερ[6], Μάινεκε, Γκάνταμερ[7], Σορέλ κ.ά., περνώντας από τους συντηρητικούς φιλελεύθερους του Ψυχρού Πολέμου με επικεφαλής τον Αϊζάια Μπερλίν, και φτάνοντας έως τους σύγχρονους αναθεωρητές όπως τον καλό μαθητή του Χάιντεγκερ Ερνστ Νόλτε, αλλά και τον Φιρέ έως τους Αμερικανούς νεοσυντηρητικούς (Ίρβινγκ Κρίστολ, Γκερτρούντε Χίμελφαρμπ) – παραλείποντας την ανάλυση των θέσεων τού κατά την Χάνα Άρεντ «μυστικού βασιλιά της σκέψης» (!), δηλαδή του μείζονος θεολόγουμετα-θεολόγου – διαλέγετε και παίρνετε) του 20ού αιώνα Μάρτιν Χάιντεγκερ (γιος ιεροφύλακα που ξεκίνησε τη ζωή του διαποτισμένος από τον καθολικισμό και την καριέρα του με σπουδές θεολογίας). Ίσως διότι από μόνος του αυτός ο αμετανόητος υπηρέτης του ναζισμού θα χρειαζόταν χωριστό τόμο. Αρκεί εδώ η παράθεση τούτης της έκκλησης του ναζί πρύτανη του Freiburg: «Μην αφήσετε δόγματα και ιδέες να γίνουν κανόνες του Είναι σας. Μόνο ο Φύρερ είναι το παρόν και το μέλλον της γερμανικής πραγματικότητας και ο νόμος της»[8].

O φανατικός καθολικός και υπέρμαχος της μοναρχίας Ζοζέφ ντε Μαιστρ έγραψε για τον Βολταίρο πως το μεγαλύτερο δυστύχημα είναι ότι «τα έργα του δεν έχουν πεθάνει: ζουν και μας σκοτώνουν»! Το πραγματικό δυστύχημα είναι ότι, αν οι ιδέες του Μαιστρ είναι τόσο αναχρονιστικές, είτε του Μπερκ, του Καρλάιλ, του Ταιν ή του Ρενάν, που αντιμάχονταν τη δημοκρατία, την ισότητα, τη λαϊκή κυριαρχία, οι ιδέες και οι κατασκευές του Χέρντερ επί δυόμισι αιώνες τροφοδοτούν το ρεύμα της ανορθολογικής νεωτερικότητας και ζουν και δηλητηριάζουν τη σκέψη και στις μέρες μας. Είναι κυριολεκτικώς το όπιο του ανορθολογισμού σερβιρισμένο στο έκδοχο του (πολιτισμικού) πλουραλισμού. Νέα πνευματική ορθοδοξία, η αναγνώριση της πολιτισμικής διαφοράς. Γιατί σήμερα κανείς δεν τολμά, π.χ., να επικαλεστεί τον Μπερκ για τον λαό που «δεν είναι παρά ένα πλήθος ‟χοίρων”» (“a swinish multitude”) και ότι το πολίτευμα προέκυψε από τη «χρησικτησία» («μόνη του πηγή εξουσίας είναι η ύπαρξή του από αμνημονεύτων χρόνων»), τον Καρλάιλ («το να επιδιώκει κανείς την ισότητα των Μαύρων και των Λευκών είναι μια άλλη μορφή διαστροφής της φυσικής τάξης») ή τους εκφραστές του γαλλικού αντιδημοκρατικού κύματος: τον Ταιν για τη λαϊκή «ψήφο δύο εκατομμυρίων ηλιθίων», τον Ρενάν («Για καιρό ακόμα η ανθρωπότητα θα χρειάζεται να φροντίζουν για το καλό της παρά τη θέλησή της»), τον Μοράς («η ισότητα βρίσκεται μόνο στα νεκροταφεία / η δημοκρατία είναι φαινόμενο αντίθετο στη φύση»)» – κι όλους μαζί να εξεγείρονται σ’ έναν κόσμο χωρίς Θεό. Το πραγματικό δυστύχημα είναι ότι οι ψευδείς χερντεριανές κατασκευές προκειμένου να πολεμήσει τον Διαφωτισμό επαναλαμβάνονται αενάως απ’ όλους τους κήρυκες του ανορθολογισμού, και μια πολύτιμη συμβολή του έργου του Στέρνχελ είναι ακριβώς ότι αποκαλύπτει τις επινοήσεις του Χέρντερ και τον σχετικισμό του, αλλά και το νήμα που τον ενώνει με τους επιγόνους του.

Το κείμενο αυτό θα καταντούσε ανοικονόμητο αν ασχολούμασταν με όλους τους εκφραστές του αντι-Διαφωτισμού, γι’ αυτό και θα ασχοληθούμε μόνο με τον εφευρέτη τού –διόλου αθώου– πολιτισμικού εθνικισμού Χέρντερ∙ στις ιδέες του άλλωστε στηρίχτηκε ο εθνικισμός των αρχών του 20ού αιώνα κι όχι σ’ εκείνες του Μαιστρ, του οποίου η εξέγερση γινόταν στο όνομα του Ancien Régime. Ας διευκρινίσουμε όμως εξ αρχής τη διαφορά του έθνους του Διαφωτισμού –όπως φροντίζει να την επισημάνει ο Στέρνχελ– από την ακριβώς αντίθετη έννοια που του δίνει ο πατέρας του εθνικισμού. Στην Encyclopédie οι Ντιντερό και Ντ’ Αλαμπέρ ορίζουν το έθνος ως «ένα σημαντικό μέγεθος λαού, που κατοικεί σε μια ορισμένη εδαφική έκταση η οποία περικλείεται από ορισμένα όρια, και που υπακούσει στην ίδια κυβέρνηση». Ενώ ο Χιουμ έδινε τον ορισμό: «Ένα έθνος δεν είναι παρά μια συγκέντρωση ατόμων» (σ. 347). Οι ορισμοί αυτοί προκαλούσαν φρίκη στον Χέρντερ και προφανώς και σε όλους τους εθνικιστές όλων των εποχών.

Ο άγνωστος το 1774 λουθηρανός πάστορας αναμετρήθηκε με τον Καντ, τον Μοντεσκιέ, τον Ρουσό, τον Βολταίρο, τους γίγαντες του Διαφωτισμού, επιτιθέμενος στον 18ο αιώνα «της παρακμής» στο σύνολό του, όπου «υπάρχει δυστυχώς τόσο φως» αντιπαραθέτοντας το μεγαλείο του μεσαιωνικού πολιτισμού το οποίο οφειλόταν στο ότι «συνεκτικό στοιχείο του ήταν οι κλίσεις και τα ένστικτα, και όχι οι καχεκτικές σκέψεις»[9], «οι ιδέες στην πραγματικότητα δεν γεννούν παρά μόνον ιδέες»... Όπως εξηγεί ο Στέρνχελ, ο Χέρντερ διάλεξε την ευκολότερη λύση: πρώτα διαστρέφει το νόημα ενός έργου για να του επιτεθεί καλύτερα και έπειτα συνεχίζει με μακροσκελή κηρύγματα προκειμένου να δικαιώσει τη Βίβλο: οι Ελοχίμ δημιουργούν την ιστορία! Οι άνθρωποι απέκτησαν τη γλώσσα από τους Ελοχίμ… Δικαίως ο Καντ χαρακτήρισε τον παλιό μαθητή του «σύμβολο του παραλογισμού και της εκούσιας παραποίησης». Ένας –αυτόκλητος– πνευματικός επίγονός του, ο Γιόζεφ Γκέμπελς, είχε δηλώσει πως «το έτος 1789 διαγράφεται από την Ιστορία». Με τον ίδιο εξωφρενικό τρόπο όμως ο Χέρντερ αν μπορούσε θα διέγραφε τον Διαφωτισμό και τη Γαλλία των Φώτων και φυσικά τη λέξη ορθολογισμός από την Ιστορία, μόνο που –φευ!– αυτό ο παντοδύναμος Θεός του παρέλειψε να το περιλάβει στα σχέδιά Του κι έτσι έμεινε η γαλλοφοβία έμμονη ιδέα στον Γερμανό πάστορα. Κρίμα, αφού η ελεύθερη σκέψη αντικαθιστά για τους Γάλλους «όλα όσα θα χρειάζονταν πραγματικά – Καρδιά! Θέρμη! Αίμα! Ανθρωπότητα! Ζωή!» (σ. 102). Με απολύτως τεκμηριωμένο τρόπο ο Στέρνχελ περιγράφει το πώς ο Χέρντερ παραποίησε τον στοχασμό των φιλοσόφων, καταληστεύοντας ταυτοχρόνως τα έργα τους (σ. 197), για να πολεμήσει αποτελεσματικότερα τον Διαφωτισμό, χωρίς να διστάσει όποτε πρέπει να χαρακτηρίσει ευθέως τις όποιες παραληρηματικές απόψεις του καλού Stürmer ως ανοησίες – όπως στ’ αλήθεια είναι! Λ.χ., για το Journal meiner Reise im Jahr 1769 (Journal of My Travels in the Year 1769) του Χέρντερ παρατηρεί ότι «σπάνια μπορεί κανείς να διαβάσει μια τέτοια συλλογή ανοησιών από την πένα ενός στοχαστή της εμβέλειας και της φήμης του Χέρντερ» κι ότι στις σελίδες αυτού του «μανιφέστου» του «βρίσκουμε τον Χέρντερ στο σύνολό του και δεν πρόκειται να αλλάξει» (σ. 103). Από αυτό το έργο και εν συνεχεία από τα πολεμικά δοκίμιά του εναντίον του Διαφωτισμού Μια άλλη φιλοσοφία της Ιστορίας (1774) και Ιδέες για τη φιλοσοφία της ιστορίας της ανθρωπότητας (1784) παραθέτει πλήθος εξωφρενικών αποφάνσεων του πατέρα του εθνικισμού: «Ο Γάλλος αγνοεί τις αλήθειες που περιέχει η μεταφυσική». «Η φιλοσοφία της γαλλικής γλώσσας εμποδίζει λοιπόν τη φιλοσοφία της σκέψης». Η παρακμή της Δύσης είναι ανεπανόρθωτη και το τέλος της αναπόφευκτο: «Το εκλεπτυσμένο πολιτικό πνεύμα της Ευρώπης δεν θα αποφύγει τον μαρασμό του». Όσο για τους Εβραίους, «Δεν τους αντιμετωπίζουμε εδώ παρά μόνο ως παρασιτικό φυτό που γαντζώνεται πάνω σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά έθνη και απορροφά λιγότερο ή περισσότερο τον χυμό τους». Περιφρονεί τους «έγχρωμους», η ανάλυσή του για τους Μαύρους είναι χειρότερη από τους Κίτρινους: «Δίπλα στον πίθηκο η φύση τοποθέτησε τον Νέγρο», αλλά καταδικάζει την αποικιοκρατία. Πρότεινε τον ιστορικό σχετικισμό εν ονόματι του πλουραλισμού, τη λατρεία του ιδιαίτερου εναντίον του πολυεθνικού, της παράδοσης εναντίον της ανανέωσης και του εκσυγχρονισμού, της πολιτισμικής διαφορετικότητας, του πολιτισμικού πλουραλισμού («τα έθνη μεταβάλλονται ανάλογα με τον τόπο, τον χρόνο, τις περιστάσεις»[10]) εναντίον των «ισοπεδωτικών» οικουμενικών κανόνων, μόνο που το μέλλον ανήκει στα νεαρά έθνη και ειδικότερα στο Γερμανικό («Ο νέος κόσμος (…) είναι δικό τους έργο! Η δική τους φυλή! Το δικό τους πολίτευμα»), του Volkgeist, του εθνικού πνεύματος και του χαρακτήρα του έθνους ενάντια στην έννοια του πολίτη, του οργανικού όλου, της οργανικής κοινότητας εναντίον του ατόμου («εγώ δεν είμαι τίποτα, αλλά το σύνολο είναι τα πάντα»), της χριστιανικής πίστης («τι να πω για το μεγάλο βιβλίο του Θεού που καλύπτει όλους τους κόσμους και τους καιρούς;») εναντίον του απόλυτου κακού: της αμφιβολίας, του σκεπτικισμού και της φιλοσοφίας που σκοτώνουν τις ζωτικές δυνάμεις, της νοήμονος ευλάβειας ενάντια στο κριτικό πνεύμα, της θεϊκής χείρας εναντίον της ανθρώπινης θέλησης, της θρησκείας εναντίον του Λόγου, της ανθρώπινης ασημαντότητας, του ανθρώπου-νάνου εναντίον του ανθρώπου-γίγαντα του Διαφωτισμού («τι νόημα έχει η ειδωλολατρία μας για το ανθρώπινο πνεύμα;»), της αυθεντίας ενάντια στην ελευθερία, του πολιτισμικού και εθνικού ντετερμινισμού και της μεταβολής σύμφωνα με τον νόμο «τα έθνη μεταβάλλονται ανάλογα με τον χρόνο, τον τόπο και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους» σε συνδυασμό με την αντίληψη περί νεαρών λαών στους οποίους ανήκει το μέλλον μπορεί κάλλιστα να διογκωθεί σε φυλετικό ντετερμινισμό, των στοιχείων εν τέλει που χωρίζουν τους ανθρώπους εναντίον αυτών που τους ενώνουν.

Το χάσμα μεταξύ της χερντεριανής αντίληψης της ιστορίας και εκείνης των στοχαστών του Διαφωτισμού είναι αβυσσαλέο. Σύμφωνα με τον Χέρντερ, στο Μια άλλη φιλοσοφία της Ιστορίας, ένα σχέδιο της Θείας Πρόνοιας καθοδηγεί την ιστορία, «ένα δράμα σε σκηνές δίχως τέλος: Εποποιία του Θεού διαμέσου των χιλιετιών, των ηπείρων και των ανθρώπινων γενεών, μύθος με χίλιες μορφές και μεγάλη σημασία». Διότι «εάν η κατοικία αποδεικνύεται έως το παραμικρό της στοιχείο “εικόνα του Θεού”, πώς δεν θα ίσχυε το ίδιο και για την ιστορία του κατοίκου της;». Και συνεχίζει διανθίζοντας τον λόγο του με αποσπάσματα από την Αποκάλυψη για να καταλήξει: «Το βιβλίο του παρελθόντος βρίσκεται εμπρός σου! Σφραγισμένο με επτά σφραγίδες∙βιβλίο εξαίσιο γεμάτο προφητείες: το τέλος των ημερών έφτασε έως εσένα! Διάβασε!». Δεν θα σταχυολογήσω άλλα χριστιανικά παραληρήματα του σοφού Γερμανού εθνικιστή. Ήταν όντως μεγάλος θεωρητικός του ανθρωπισμού ο πάστορας της Βαϊμάρης, όπως διατείνονται οι οπαδοί του; Ασφαλώς, αφού μάλιστα έγραψε: «Η πορεία της Πρόνοιας οδηγείται, ακόμη και πάνω από εκατομμύρια πτώματα, προς τον στόχο της!»[11].

Αυτόν τον Χέρντερ δεν θα τον ανακαλύψει κανείς στα κείμενα του Αϊζάια Μπερλίν και ιδιαίτερα στην αγιογραφία του στο κεφ. «Ο Ηerder και ο Διαφωτισμός»[12]. Θα τον βρει όμως στον Στέρνχελ. Η απολύτως τεκμηριωμένη αμφισβήτηση του Μπερλίν από τον Στέρνχελ είναι διαρκής και διατρέχει όλο το βιβλίο, είτε ρητή ή κυρίως υπόρρητη, ενώ σ’ αυτόν αφιερώνει αποκλειστικά το 8ο και τελευταίο κεφάλαιο («Ο αντι-Διαφωτισμός κατά τον Ψυχρό Πόλεμο»).

Οι ερμηνείες του Χέρντερ, του Βίκο, του Χάμαν κ.ά. από τον Στέρνχελ είναι εναλλακτικές εκείνων του Μπερλίν για τους οποίους ο τελευταίος αισθάνεται βαθιά συμπάθεια και κατανόηση (όχι όμως την ίδια για τον Καντ ή τον Βολταίρο, που τους τοποθετεί στο ίδιο επίπεδο με τον… Χάμαν), κυρίως εκείνες του Χέρντερ, τον οποίο ο Μπερλίν είχε εξιδανικεύσει και καθαγιάσει, επανεισάγοντας τη χερντεριανή θεματική και κρύβοντας επιμελώς τη μολυσματική της δράση, αποκρύπτοντας ότι η «πλουραλιστική» πολύχρωμη κουρελού του Χέρντερ ήταν διάστικτη από τον Γερμανισμό. Ο Στέρνχελ θεωρεί ότι «όλο το έργο του Μπερλίν είναι μια αντανάκλαση του στοχασμού του Χέρντερ» (σ. 506). Οι συλλογισμοί του Μπερλίν, ότι «ο ωφελιμισμός γεννά την τυραννία του ορθού λόγου, και ο ορθολογισμός οδηγεί τόσο στον φασισμό όσο και στον κομμουνισμό»[13] αντιμετωπίζονται χωρίς έλεος από τον Στέρνχελ, που παρατηρεί: «Αυτό συγκρατεί ο Μπερλίν από τον Βολταίρο, τον Κοντορσέ, τον Ελβέτιο και τον Χόλμπαχ: όλοι τους ευθύνονται για τη θεμελίωση του σύγχρονου ολοκληρωτισμού» (σ. 474). Για να φιλοτεχνήσει μάλιστα ο Μπερλίν ομορφότερο τον ψεύτικο Χέρντερ επιφυλάσσει πολλές φορές άδικη μεταχείριση στον Καντ, αλλά θα πλατειάζαμε εξαιρετικά.

Όλο το βιβλίο του Στέρνχελ αποτελεί σύγκρουση με τον Μπερλίν: Στέρνχελ και Μπερλίν δίνουν δυο διαφορετικές σφαιρικές ερμηνείες δύο αιώνων ιστορίας των ιδεών. Είναι δηλαδή μια συνολική διαφορετική ερμηνεία εκείνης του Μπερλίν, που ασκεί κριτική στις αξίες του Διαφωτισμού αντιπαραθέτοντάς τες με εκείνες του φιλελευθερισμού! Η κριτική-ριζοσπαστική ματιά του απομυθοποιεί τη νέα ορθοδοξία του Μπερλίν. Και αυτό είναι εφικτό καθότι ο τελευταίος ελισσόταν, παίζοντας με τις πηγές του: τις χρησιμοποιούσε κατά βούληση, με μονομέρεια, πράγμα που δεν ξεφεύγει από τον ενδελεχή επιστημονικό έλεγχο του ακούραστου και οξυδερκούς Στέρνχελ. Τον θεωρεί κρυπτο-σχετιστικιστή, χερντεριανό και δεν θεωρεί αθώες τις αναγνώσεις του Μπερλίν και τις εγγραφές στο παρόν θεματικών και ερμηνειών του παρελθόντος. Η επίδρασή του πέρασε για δεκαετίες άκριτα από πολλούς. Αλλά όπως παρατηρεί δηκτικότατα ο Στέρνχελ, «ενώ ήταν σιωνιστής Εβραίος ο ίδιος [ο σοφός Μπερλίν], ποτέ δεν διερωτήθηκε μήπως αυτή η εξέγερση κατά του ορθολογισμού είναι υπεύθυνη για τον αφανισμό των Εβραίων της Ευρώπης» (σ. 512). Ο Μπερλίν, όπως τον χαρακτήρισε εύστοχα ο Έρνεστ Γκέλνερ, ήταν a Savile Row postmodernist[14] (ένας μεταμοντέρνος με καλοραμμένο κοστούμι).

Ένα από τα πιο επιμόνως διαδιδόμενα ιδεολογήματα είναι πως ο φασισμός, ο ναζισμός και ο σταλινισμός είναι οι φυσικές συνέπειες του Διαφωτισμού, πως τάχα ο (άθεος) Διαφωτισμός έθεσε τα θεμέλια για όλες τις βαρβαρότητες του 20ού αιώνα! Με τον πιο σαφή, τεκμηριωμένο και αποστομωτικό τρόπο ο Στέρνχελ ανατρέπει αυτό το τερατώδες ιδεολόγημα, το οποίο όμως αναφύεται σαν τη λερναία ύδρα με διάφορες μορφές και επιχειρηματολογίες, καταλήγοντας πάντα στην ίδια επωδό, τον αυθαίρετο και εκ του πονηρού συσχετισμό των ολοκληρωτικών καθεστώτων, και του Άουσβιτς και των Γκουλάγκ, με τον Διαφωτισμό[15]! Λες και όλες αυτές οι βαρβαρότητες δεν οφείλονται στη θανάσιμη επίθεση του Άλογου στο φυσικό δίκαιο (που σύμφωνα με τον Χέρντερ, είναι τεχνητό, επινόηση των φιλοσόφων), στα δικαιώματα του ανθρώπου, τον ορθό λόγο, τον ανθρωπισμό, τον οικουμενισμό, τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τις καθολικές αξίες, λες και δεν σήμαιναν με δυο λόγια την κατάλυση της ενότητας του ανθρώπινου γένους[16] που πρέσβευε ο Διαφωτισμός, λες και ο φασισμός δεν είχε στόχο την ολική καταστροφή της παρακαταθήκης του Διαφωτισμού. Όπως σημειώνει ο Στέρνχελ, «Ο φασισμός αποτελεί μια οξεία μορφή της αντι-διαφωτιστικής παράδοσης∙ ο ναζισμός είναι μια ολική επίθεση κατά του ανθρώπινου γένους». Και η μήτρα των αυταρχικών και φασιστικών καθεστώτων δεν είναι άλλη παρά ο αντι-Διαφωτισμός. Η φράση με την οποία κλείνει το βιβλίο είναι ότι «το όραμα του Διαφωτισμού για ένα άτομο που διαμορφώνει το παρόν του και το μέλλον του παραμένει αναντικατάστατο»[17]. Πράγμα που σημαίνει ότι το ελάχιστο χρέος μας είναι όχι απλώς η υπεράσπιση της ιστορίας του Διαφωτισμού, αλλά παραμένει σύγχρονο και διαρκές αίτημα η υπεράσπιση των κατακτήσεών του και η ανάπτυξη και διεύρυνσή τους και συνακόλουθα ο πόλεμος στα ιδεολογήματα των νοσταλγών του παλιού-καλού καιρού και των ύπουλων μεταμοντέρνων κατασκευών.

Στον επίλογό του κάνει αυτό που μόνον ένας Εβραίος στοχαστής θα μπορούσε, χωρίς δηλαδή τον κίνδυνο να κατηγορηθεί για αντισημιτισμό ή ιεροσυλία, δεδομένου ότι παρουσιάζει κάποιες θεμελιώδεις πλάνες της Χάνα Άρεντ, μαθήτριας και πρώην ερωμένης του Χάιντεγκερ. Λ.χ. επικρίνει την εσφαλμένη θέση της (από το Οι πηγές του ολοκληρωτισμού), ότι οι Ναζί μεταχειρίστηκαν τους Εβραίους «σαν αγρίους και [εκείνοι], από φόβο μήπως θεωρηθούν ζώα, προέβαλαν την εθνικότητά τους, αυτό το έσχατο κατάλοιπο της χαμένης τους ιδιότητας του πολίτη, τον τελευταίο υφιστάμενο δεσμό που τους αναγνώριζε η ανθρωπότητα». Όμως, όπως παρατηρεί ο Στέρνχελ, «οι Εβραίοι δεν πήραν τον δρόμο προς τα στρατόπεδα θανάτου ως ανθρώπινα όντα αλλά, αντίθετα, ως μέλη μιας καθορισμένης συλλογικότητας, και δεν εξολοθρεύθηκαν ως ανθρώπινα όντα απογυμνωμένα από την εθνικότητά τους, αλλά αντίθετα επειδή ανήκαν, σύμφωνα με τη λογική των δημίων, στην ισχυρότερη από όλες τις κοινότητες, τη φυλετική κοινότητα». Στο δε επιχείρημα της Άρεντ ότι εκείνοι οι άνθρωποι, με την «αφηρημένη γύμνια του ανθρώπινου όντος», απογυμνωμένοι από την εθνικότητά τους, είχαν χάσει τα αληθινά τους δικαιώματα και κατέστη έτσι δυνατόν να τους αντιμετωπίσουν ως μη ανθρώπους, αντιτείνει ότι δεν εξοντώθηκαν επειδή είχαν απογυμνωθεί από την εθνικότητά τους και δεν τους απέμενε παρά μόνο η ιδιότητά τους ως ανθρώπινων όντων, αλλά ακριβώς επειδή αυτή η ιδιότητα δεν τους αναγνωριζόταν: «Οι Εβραίοι διώχθηκαν όχι ως ανθρώπινα όντα χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό χαρακτήρα, αλλά ακριβώς επειδή υπήρξαν θύματα του κατακερματισμού του ανθρώπινου γένους σε ανταγωνιστικές εθνοτικές, ιστορικές και πολιτισμικές ομάδες σε πρωτόγνωρο βαθμό στην ιστορία». Την πνευματική ευθύνη για τις θηριωδίες του 20ού αιώνα φέρουν εκείνοι που αρνούνται την ύπαρξη οικουμενικών αξιών, κι όχι εκείνοι που μιλούν για την ενότητα του ανθρώπινου γένους, για φυσικό δίκαιο, για οικουμενικά δικαιώματα. Και για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε, είναι ο κραυγαλέος ανορθολογισμός, ο ύπνος του λόγου, ο ύπνος της λογικής, οι μύθοι των εθνικών ζωτικών δυνάμεων και «πεπρωμένων» που γέννησαν την απανθρωπία. Ο ύπνος αυτός κάνει τόσους διανοούμενους και ακαδημαϊκούς να ασχολούνται με ταυτολογίες, κυκλικούς συλλογισμούς και εν γένει χαϊντεγκεριανά παραληρήματα του τύπου «…καθορίζουν εξακολουθητικά το Είναι του, όποιο είδος του Είναι κι’ αν κατέχη το γεγονικό εδωνά-Είναι»[18] και τα απόνερά τους, αντί να ασχοληθούν λ.χ. με την ουσία της ιστορικής διαμάχης του Ερνστ Κασίρερ με τον Μ. Χάιντεγκερ στο Νταβός το 1929, όπου απέναντι στον ναζί φιλόσοφο ο Κασίρερ προτείνοντας ως σανίδα σωτηρίας τον ορθό λόγο, υπερασπιζόταν τον ορθολογισμό και τις οικουμενικές αξίες, ενόψει του μέλλοντος που προετοίμαζε ραγδαία ο θηριώδης ανορθολογισμός μιας Ευρώπης βυθισμένης στη βαρβαρότητα.

Τέλος, δυο παρατηρήσεις σχετικά με τη δομή του βιβλίου. Επειδή πρόκειται για βιβλίο-εργαλείο (που προσφέρεται ακόμη και σαν πολεμικό όπλο), καλό θα ήταν σε ενδεχόμενη επανέκδοση να βελτιωθεί η σελιδοποίηση ώστε να είναι διακριτές οι αναφορές στους στοχαστές που κρίνει κάθε φορά ο συγγραφέας, ενδεχομένως με τις κατάλληλες κεφαλίδες ή ακόμη και μεσότιτλους. Επιπλέον, οι σημειώσεις των κεφαλαίων είναι εν πολλοίς ουσιαστικές και όχι απλώς βιβλιογραφικές και θα διευκόλυνε πολύ αν είχαν τεθεί σε κάθε σελίδα κι όχι χύμα στο τέλος του βιβλίου. Λείπει επίσης κι ένας index που, εννοείται, θα βοηθούσε τον αναγνώστη.


Δημοσιεύθηκε στο 1ο τεύχος της Athens Review of Books, τον Νοέμβριο 2009.

 


 

 

 

[1] Ο όρος Gegen-Aufklärung, όπως σημειώνει ο Ζεέβ Στέρνχελ, πιθανότατα επινοήθηκε από τον Νίτσε, στα χρόνια του οποίου ο αντι-Διαφωτισμός έγινε πραγματικός πνευματικός χείμαρρος. Στα αγγλικά ο όρος Counter-Enlightenment χρησιμοποιήθηκε το πρώτον από τον αμερικανό καθηγητή φιλοσοφίας Oυίλιαμ Μπάρετ, αλλά καθιερώθηκε από τον Αϊζάια Μπερλίν.

[2] «Εάν όμως ο γαλλικός ή μάλλον ο γαλλο-καντιανός Διαφωτισμός, όπως και ο αγγλικός και ο σκωτσέζικος Διαφωτισμός παράγουν τη μεγάλη πνευματική επανάσταση της ορθολογιστικής νεωτερικότητας, το πνευματικό, πολιτισμικό και πολιτικό κίνημα που συνδέεται με την εξέγερση ενάντια στον Διαφωτισμό δεν συνιστά μια αντεπανάσταση αλλά μια άλλη επανάσταση: με αυτό γεννιέται όχι μια αντι-νεωτερικότητα αλλά μια άλλη νεωτερικότητα βασισμένη στη λατρεία όλων όσων διακρίνουν και χωρίζουν τους ανθρώπους –της ιστορίας, της κουλτούρας, της γλώσσας–, μια πολιτική κουλτούρα που αρνείται στον ορθό λόγο την ικανότητα αλλά και το δικαίωμα να διαμορφώνει τη ζωή των ανθρώπων» (σ. 19).

[3] «Κι όποιος λέει νόημα της ιστορίας, εννοεί νόημα της ισχύος» καθώς έγραψε ο Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ (Herder et ses théories sur l’histoire, σ. 16).

[4] Όχι πως είναι ο χειρότερος, αλλά αναφερόμαστε σ’ αυτόν λόγω της πρόσφατης ενασχόλησής του με το βιβλίο του Ζεέβ Στέρνχελ. Με τη φράση «είναι Πολωνοεβραίος και ζει στο Ισραήλ» αρχίζει και με τη φράση «Φυσικά ως Εβραίος ο Στέρνχελ δεν θα μπορούσε να μην ερμηνεύσει τις ταλαιπωρίες του “έθνους” του» τελειώνει την κριτική του ο Βασίλης Κρεμμυδάς, η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 25.4.2009 με τίτλο «Να αντισταθούμε στον ανορθολογισμό» (sic), γιατί μόλις τώρα o B.K. ανακάλυψε ότι ο ανορθολογισμός… κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Από την εισαγωγή κιόλας επισημαίνει ότι «Σχεδόν παντού, κατά τα νεώτερα χρόνια και μέχρι σήμερα νομίζαμε ότι πάει να χαθεί ο ανορθολογισμός»! Ποιοι το νόμιζαν αυτό δεν μας λέει ούτε ευτυχώς το βάζει στο στόμα του Στέρνχελ όπως τόσα άλλα. Πώς να χαθεί όμως ο ανορθολογισμός όταν υπάρχουν καθηγητές σαν τον Β. Κρεμμυδά που δεν χρειάζεται να διαβάσει ένα βιβλίο για να το κρίνει κι όταν διαβάζει δεν καταλαβαίνει τι διάβασε, αλλά πάντως γράφει όσα παλαιοκομμουνιστικά έχει στο κεφάλι του ασχέτως με το τι γράφει το κρινόμενο βιβλίο; Εδώ, για παράδειγμα, γράφει ότι δήθεν μας λέει ο Στέρνχελ, πως «ο αντι-διαφωτιστικός φιλελευθερισμός και με τη σημερινή μορφή του, του ανορθολογικού νεοφιλελευθερισμού (…) εξασθενίζει την ίδια την ικανότητα επιβίωσης της δημοκρατίας». Ο Στέρνχελ δεν λέει πουθενά τέτοιο πράγμα, το οποίο είναι απλώς επινόηση του Β. Κρεμμυδά, όπως και όλες οι άλλες επινοήσεις και παρανοήσεις του για ένα βιβλίο που δεν διάβασε – απλώς το ξεφύλλισε σε τυχαίες σελίδες για να δείξει πως το διάβασε. Με τέτοιο τρόπο ασκείται η κριτική πολλές φορές σ’ αυτή τη χώρα, αλλά το πιο εξωφρενικό είναι πως και οι πλέον ανορθολογιστές πιστεύουν ότι είναι ορθολογιστές.

[5] Όπως και ο Χέρντερ, ο Μπερκ θεωρεί, εφόσον «ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώον θρησκευτικόν», τη θρησκεία ως εργαλείο κοινωνικής και πολιτικής συνοχής, στυλοβάτη του κράτους και ως εκ τούτου «η Εκκλησία και το κράτος είναι έννοιες αδιαχώριστες». Ο κοινός εχθρός τους είναι «η νέα και φανατική θρησκεία (…) των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, που απορρίπτει όλους τους καθιερωμένους θεσμούς, κάθε πειθαρχίας, κάθε εκκλησιαστική τάξη και στην ουσία κάθε πολιτική τάξη» (σ. 239).

[6] Ένα εξαιρετικό βιβλίο όπου μπορεί να βρει κανείς αναλυτικότερα σχετικά με τους Σπένγκλερ, Γύνγκερ, Ζόμπαρτ (αλλά και για τους «μανδαρίνους στοχαστές» Μ. Χάιντεγκερ, Κ. Σμιτ, Χ. Φράυερ) είναι το Jeffrey Herf, Αντιδραστικός Μοντερνισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.

[7] Βλ. σσ. 151-152.

[8] Richard Wolin (επιμ.), The Heidegger Controversy: A Critical Reader, Cabridge, Mass.: MIT Press, 1993, σ. 47.

[9] Και ο πρωτοπόρος του πολέμου εναντίον των Φώτων μεταξύ των δύο τύπων πολιτισμού φυσικά επιλέγει τον μεσαιωνικό: «Όπως και να ’ναι, από κάθε άποψη, δώστε μας πίσω την ευλάβεια και τη δεισιδαιμονία μας, τα σκότη μας και την άγνοιά μας, την αναρχία μας και την τραχύτητα των ηθών μας, και πάρτε μας τα φώτα μας και τη δυσπιστία μας, την ψυχρότητά μας και την εκλέπτυνσή μας που δεν έχει σφρίγος, τη φιλοσοφική μας πλαδαρότητα και την ανθρώπινη δυστυχία μας!» (σ. 186).

[10] Ο Ιππόλυτος Ταιν θα επεξέτεινε την ιδέα με τη διατύπωση «η φυλή, το περιβάλλον, η στιγμή». Η εξέλιξη του πολιτισμικού ντετερμινισμού σε πολιτικό και εθνικό θα κατέληγε σε φυλετικό: Blut und Boden (Αίμα και Γη). Οφείλουμε να επισημάνουμε πως η χερντεριανή θεωρία παρ’ όλο που υπήρξε θεμελιώδες, εκ των ων ουκ άνευ, συστατικό του γερμανικού εθνικισμού, όπως και η έννοια του ανήκειν (που κατά τον Χέρντερ καθορίζεται από τη γη και τους προγόνους) ενάντια στον κοσμοπολιτισμό θυμίζει το Blut und Boden, είναι υπερβολικό και αυθαίρετο να του αποδώσουμε τη ναζιστική βαρβαρότητα, ωστόσο υπήρξε ο Προφήτης του εθνικισμού – πράγμα που παρά την αδυναμία του στον Χέρντερ σημειώνει και ο Μπερλίν («στον Herder ο εθνικισμός παρέμεινε αμετάβλητος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του», Berlin, 2002, σ. 276).

[11] Όπως τονίζει ο Στέρνχελ, ο Χέρντερ είναι ο ιδρυτής της εθνικιστικής ιδεολογίας, δεν είναι όμως ο προφήτης του χιτλερικού εθνικισμού, όπως παρουσιάστηκε από τους θεωρητικούς του ναζισμού, ωστόσο ο ίδιος είναι ο στυλοβάτης του προρομαντικού κινήματος Sturm und Drang και διαφόρων παραλλαγών του ευρωπαϊκού εθνικισμού, συμπεριλαμβανομένου και του γερμανικού. Και είναι αυστηρότατος στην κρίση του για τον Μπερλίν: «Ο σχεδόν τέλειος φιλελεύθερος Χέρντερ, που συναντάμε στις σελίδες τις οποίες του αφιερώνει ο Μπερλίν, είναι εξίσου τεχνητός (ή και αγνώριστος ενίοτε) με τον Χέρντερ που κατασκεύασαν οι φιλοναζί διανοούμενοι» (σ. 346).

[12] Isaiah Berlin, Τρεις κριτικοί του Διαφωτισμού. Vico, Hamman, Herder, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2002, σσ. 259-367.

[13] Isaiah Berlin (ed. Henry Hardy), Freedom and its betrayal: Six enemies of human liberty (Η ελευθερία και η προδοσία της: Έξι εχθροί της ανθρώπινης ελευθερίας), Princeton University Press, 2003, σ. 26. Όπου κατονομάζει ως εχθρούς της ελευθερίας ακόμη και τον Ελβέτιο και τον Ρουσό. Ειδικότερα για τον τελευταίο γράφει ότι είναι «ένας από τους ειδεχθέστερους και φοβερότερους εχθρούς της ελευθερίας σε ολόκληρη την ιστορία της νεότερης σκέψης»! (ό.π., σ. 49). Επίσης θεωρούσε διαδόχους του Ρουσό τον Λένιν και τον Στάλιν, για να προστεθούν αργότερα ο Μάο και ο Πολ Ποτ! Ο Στέρνχελ σε μια υποσημείωσή του παρατηρεί σχετικά: «Ποιος μπορεί να παίρνει ακόμα σήμερα στα σοβαρά τέτοια επιχειρήματα;», για να παραθέσει στη συνέχεια ένα αποστομωτικό απόσπασμα του Ρουσό περί ελευθερίας από το Κοινωνικό Συμβόλαιο, που δείχνει το μέγεθος της κακοποίησής του από τον Μπερλίν (σημ. 66, σ. 616).

[14] Ο δρόμος με τους μεγάλους ράφτες του Λονδίνου.

[15] Ο εγχώριος ανορθολογισμός κάνει συνεχώς βάρβαρες επιθέσεις. Ο Χρ. Γιανναράς μονότονα αποδίδει τον φασισμό και τον ναζισμό στον Διαφωτισμό και στον ορθό λόγο, μιλώντας για «ναζιστικό ρασιοναλισμό» (Καθημερινή 22.2.1999), για το πώς «ο “εργαλειακός ορθολογισμός” καταλήγει στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στη Χιροσίμα. (…) ο Ακινάτης εκβάλλει στον Γκαίμπελς και η καρτεσιανή μηχανιστική μεθοδικότητα στη χιτλερική» (Καθημερινή 16.5.1999). Ο Κ. Γεωργουσόπουλος: «Η εμμονή στην απόλυτη λογοκρατία του διαφωτισμού δείχνει μια καραμπινάτη εθελοτυφλία, δεδομένου ότι δεν θέλουν να αντιληφθούν πως ό,τι σήμερα πληρώνουμε (φασισμούς, κομμουνισμούς, βιομηχανική επανάσταση, καπιταλισμό, παγκοσμιοποίηση, οικολογικό έγκλημα) είναι τέκνα-τέρατα του διαφωτισμού, ενός διαφωτισμού που πρόδωσε τα ανθρωπιστικά θεμέλια της Αναγέννησης και κατάντησε ορθολογιστική ψυχωσική μηχανή». Από συνέντευξη στον συνεργάτη του Αναλογίου Σωτήρη Γουνελά. Δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νο 6, Ιούν.-Ιούλ.-Αύγ. 2003. Και ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος συνόψισε χαρακτηριστικά: «Είχε μεγάλη πέραση η ρήση την οποία είχε πει ο γνωστός φιλόσοφος Καρτέσιος “σκέπτομαι, άρα υπάρχω”. Αυτό το ρήμα εφαρμόστηκε στην Ευρώπη και έκαμε την Ευρώπη να υποταχθεί στη λεγόμενη νοησιαρχία, να είναι δηλαδή το ανθρώπινο λογικό παραπάνω απ’ ό,τι υπάρχει στον κόσμο. Από αυτό γεννήθηκε ο ορθολογισμός και από τον ορθολογισμό γεννήθηκε η απιστία εις τον Θεό και αυτή η απιστία είναι εκείνη η οποία γέννησε τους πολέμους, τις εκατόμβες των θυμάτων…» (24.9.2000).

[16] Αυτήν ακριβώς την ενότητα του ανθρωπίνου γένους δεν αποδέχονταν οι στοχαστές του αντι-Διαφωτισμού, επινοώντας μέχρι και… ανθρωπιστικά επιχειρήματα. Ο Μαιστρ ενθουσίασε όχι μόνο τον Μοράς και άλλους πρωτοφασίστες, αλλά ακόμη και τον Μπερλίν με το επιχείρημα: «Έχω δει στη ζωή μου Γάλλους, Ιταλούς, Ρώσους κ.λπ.· ξέρω ακόμη χάρη στον Μοντεσκιέ, ότι μπορεί να είναι κανείς Πέρσης, αλλά όσο για τον άνθρωπο, δηλώνω ότι δεν συνάντησα κανέναν τέτοιον στη ζωή μου». Το ίδιο τον ενθουσίασε ο Μπαρές: «Ποιον άνθρωπο; Πού κατοικεί; Πότε ζει αυτός;». Αλλά η πιο σύντομη διατύπωση «Όποιος μιλάει για “ανθρωπότητα” ψεύδεται» ήταν του θεωρητικού του ναζισμού Καρλ Σμιτ (ο πνευματικός πατέρας του εδώδιμου Π. Κονδύλη). «‟Η ανθρωπότητα” είναι μια ζωολογική έννοια ή μια λέξη κενή περιεχομένου» γράφει στο Η παρακμή της Δύσης ο Όσβαλντ Σπρένγκλερ, έτερος μεγάλος εμπνευστής του Π. Κονδύλη (Η παρακμή του αστικού πολιτισμού).

[17] Αναντικατάστατο, διατηρώντας την αξία του στο διάβα του χρόνου, πάντα επίκαιρο, όπως το διατύπωσε ο Καντ: «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία ευθύνεται ο ίδιος. Η ανωριμότητα είναι η ανικανότητα να χρησιμοποιήσει κανείς τη νόησή του χωρίς την καθοδήγηση κάποιου άλλου∙ ευθύνεται ο ίδιος γι’ αυτή την ανωριμότητα εάν η αιτία της δεν βρίσκεται σε κάποια αδυναμία της νόησης, αλλά στην αναποφασιστικότητα και την έλλειψη θάρρους να χρησιμοποιήσει τον νου του χωρίς την καθοδήγηση κάποιου άλλου. Sapere aude! [Τόλμα να γνωρίζεις!]. Έχε το θάρρος να χρησιμοποιείς τη δική σου νόηση∙ αυτό είναι το έμβλημα του Διαφωτισμού». (Από τη μετάφραση του Γερ. Λυκιαρδόπουλου, στο Ernst Cassirer, Διαφωτισμός και Θρησκεία, εκδ. Έρασμος, Αθήνα 2004, σ. 49). Το παραθέτω εδώ ως μια ευκαιρία να αναφερθώ ξανά στον Κασίρερ, αντί να παραπέμψω στη συλλογή κειμένων Τι είναι Διαφωτισμός, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1989.

[18] Μάρτιν Χάιντεγκερ, Είναι και Χρόνος, μτφ. Γιάννη Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1978, τόμ. Α΄, σ. 47.