σύνδεση

Η άγνωστη ιστορία των Ελλήνων της Στάζι

Η άγνωστη ιστορία των Ελλήνων της Στάζι Η προπαγάνδα της σταλινικής ορθοδοξίας Χόνεκερ: «Όταν τα παιδιά των Ελλήνων αγωνιστών της ελευθερίας έφτασαν το 1950 στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, ρίχτηκε αμέσως το σύνθημα: διάβασμα, διάβασμα και πάλι διάβασμα!».

 

 

Στράτος Δορδανάς, Βάιος Καλογρηάς, Οι ζωές των άλλων. Η Στάζι και οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2020, σελ. 280

 

 

Αν και από τη λήξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου έχουν περάσει 70 ολόκληρα χρόνια και τα γεγονότα έγιναν αντικείμενο συστηματικής μελέτης εδώ και 20 χρόνια, η διερεύνησή τους δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Σχεδόν καθημερινά έρχονται στην επιφάνεια καινούργια στοιχεία και εκδίδονται βιβλία, έρευνες και μελέτες που παρουσιάζουν πλευρές του εμφυλίου αλλά και των παρεπόμενών του οι οποίες μας είναι άγνωστες ή σχεδόν άγνωστες ως σήμερα. Οι νέες οπτικές των ερευνών επικεντρώνονται κυρίως στα βιώματα των μη πρωταγωνιστών και μέσω αυτών έρχεται στην επιφάνεια η φυσιογνωμία του εμφυλίου. Ο εμφύλιος κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται από ιστορική πραγματικότητα, απαρίθμηση και περιγραφή γεγονότων, σε κοινωνική πραγματικότητα και διατομικές σχέσεις.

Μια τέτοια εξαιρετική μελέτη είναι αυτή των Στράτου Δορδανά και Βάιου Καλογρηά που κυκλοφόρησε πρόσφατα και φέρει τον τίτλο της γνωστής ταινίας Οι ζωές των άλλων και υπότιτλο «Η Στάζι και οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989)».

Μια από τις επιπτώσεις του εμφυλίου ήταν και η πολιτική προσφυγιά 120.000 περίπου ανθρώπων, όλων των ηλικιών, που σκορπίστηκαν στα ανατολικά κράτη και οι περισσότεροι παρέμειναν εκεί πάνω από 25 χρόνια. Στον καινούργιο τόπο της διαμονής τους οι πολιτικοί πρόσφυγες για να επιβιώσουν βρέθηκαν στην ανάγκη να προσαρμοστούν, αναπροσαρμόζοντας την ταυτότητά τους. Κυρίαρχο ρόλο στην αναπροσαρμογή της ταυτότητας έπαιξε το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα με τις ποικίλες παρεμβάσεις του στη ζωή των πολιτικών προσφύγων καθώς και το πολιτικό καθεστώς των χωρών υποδοχής.

Οι συγγραφείς μελετούν τις δύο όψεις της ελληνικής πολιτικής προσφυγιάς στο νεοσύστατο κράτος της Λαoκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Deutsche Demokratische Republik). Ως πολιτικό φαινόμενο, καθώς είναι αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου, αλλά παράλληλα και ως κοινωνικό.

Το βιβλίο, καρπός έρευνας και μελέτης πολλών ετών, χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζεται ο αριθμός των Ελλήνων στη Γερμανία και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκαν εκεί. Στη συνέχεια παρουσιάζεται ο αριθμός των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην Αν. Γερμανία και οι συμφωνίες που έγιναν για να επιτραπεί η είσοδος και η παραμονή τους καθώς και η διασπορά τους μέσα στα όρια της χώρας. Ο αναγνώστης-μελετητής σχηματίζει μια καθαρή εικόνα για τις ιδιαιτερότητες του νεοσύστατου ανατολικού γερμανικού κράτους, τις συνθήκες που επικρατούσαν και για τα προβλήματα που και το ίδιο αντιμετώπιζε ώσπου να αποκτήσει μια ταυτότητα. Πληροφορείται επίσης για το Υπουργείο της Εθνικής Ασφάλειας, την περιβόητη Στάζι, την ιστορία της, για τις φάσεις από τις οποίες πέρασε και τις μετεξελίξεις της ώσπου να πάρει την τελική οργανωτική της δομή. Η Στάζι ιδρύθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1950, μόλις λίγους μήνες μετά την ίδρυση της Deutsche Demokratische Republik (DDR) τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους. Στην ουσία επρόκειτο για τη μετεξέλιξη της «Κεντρικής Υπηρεσίας για την προστασία της Λαϊκής Οικονομίας στη ΓΛΔ» και όχι για μια τελείως νέα υπηρεσία.

 Στις 6 Αυγούστου του 1949, λίγες μέρες πριν από την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον Γράμμο, έγιναν δεκτοί οι πρώτοι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Αν. Γερμανία, στη Σοβιετική Ζώνη Κατοχής, ενώ ακόμη αυτή δεν είχε συγκροτηθεί επίσημα σε ξεχωριστό κράτος (7 Οκτωβρίου 1949). Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε ένα πνεύμα κομμουνιστικής αλληλεγγύης και επιθυμίας για προβολή και αναγνώριση, συγκατένευσε να δεχτεί ένα μικρό αριθμό παιδιών, μεγάλων σε ηλικία (7-20 ετών) ώστε να είναι εύκολη η φροντίδα τους. Έτσι σε πρώτη φάση δέχτηκε 342 Ελληνόπουλα, μετά τη συμφωνία που είχε γίνει ανάμεσα στον Πέτρο Κόκκαλη, ως πρόεδρο της Επιτροπής «Βοήθεια στο παιδί» (ΕΒΟΠ), και τον Ανατολικογερμανό υπουργό Παιδείας Πάουλ Βάντελ (Paul Wandel). Ένα χρόνο αργότερα (Ιούλιος 1950) η Αν. Γερμανία δέχτηκε άλλα 700 παιδιά με 40 συνοδούς που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Δρέσδης, στο Ραντεμπόιλ. Συνολικά τον Ιανουάριο του 1952 ο αριθμός των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων ανερχόταν σε 1244 άτομα και τόσος περίπου παρέμεινε και τα επόμενα χρόνια, παρ’ όλες τις μετακινήσεις των Ελλήνων προσφύγων στο εσωτερικό των ανατολικών κρατών. Ανάμεσα στους πρόσφυγες ήταν και 125 ανάπηροι που εστάλησαν από το Κόμμα για ιατρικούς λόγους. Η Αν. Γερμανία είχε πολύ αναπτυγμένη Ιατρική και κυρίως τον τομέα της προσθετικής.

Η ζωή των πολιτικών προσφύγων στο νεοσύστατο κράτος της Αν. Γερμανίας παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τη ζωή των προσφύγων στα υπόλοιπα κράτη υποδοχής τους. Λόγω του μικρού αριθμού τους δεν υπήρξαν ποτέ η προτεραιότητα του Κόμματος και αισθάνονταν απομονωμένοι. Η αυστηρότητα και η μεθοδικότητα επίσης του ανατολικογερμανικού κομμουνιστικού κόμματος δυσκόλευε τη ζωή τους. Παρ’ όλο που ο κύριος όγκος των πολιτικών προσφύγων ήταν συγκεντρωμένος στην περιοχή της Δρέσδης και εκεί έδρευε και η Κομματική Οργάνωση, μια σειρά από εσωτερικές διενέξεις και αντιπαλότητες στους κόλπους της, που προκάλεσαν τις επεμβάσεις του Κόμματος, δεν μπόρεσαν να καλλιεργήσουν ένα πνεύμα ενότητας στην ελληνική προσφυγική κοινότητα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός παλιού στελέχους του Κόμματος, του Θανάση Γεωργίου. Ο Γεωργίου ήταν ο πρώτος Έλληνας που εστάλη από το Κόμμα στη Σοβιετική Ζώνη Επιρροής τον Ιανουάριο του 1949 ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής για τη διαφώτιση της κοινής γνώμης, όσον αφορά τον αγώνα τους στην Ελλάδα και στη συνέχεια ήταν αυτός που ετοίμασε το έδαφος για την υποδοχή των παιδιών και των υπολοίπων προσφύγων στη χώρα. Το Κόμμα, για δικούς του λόγους, τον καθαίρεσε και του αφαίρεσε το κομματικό βιβλιάριο, απαγορεύοντάς του να ασχολείται πλέον με την προσφυγική κοινότητα, αν και ο ίδιος έχαιρε εκτίμησης από το ανατολικογερμανικό κράτος και μετά την καθαίρεσή του. Επίσης το Κόμμα άλλαξε δύο φορές μέλη της Κομματικής Οργάνωσης, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις. Μεγάλη αντίδραση προκλήθηκε επίσης με την απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης του Κόμματος, όπου μεταξύ των άλλων είχε αποφασιστεί να διαλυθούν οι ελληνικές οργανώσεις και οι πρόσφυγες να εγγράφονται στο Κόμμα των χωρών διαμονής τους και στους τοπικούς συλλόγους και οργανώσεις. Αυτό σε συνδυασμό με την απόφαση για ανακαταγραφή των μελών του Κόμματος, τα γεγονότα της εξέγερσης του 1953 στην DDR, τα οποία έζησαν οι ίδιοι από κοντά, την προσπάθεια αποσταλινοποίησης μετά τον θάνατο του Στάλιν, τα γεγονότα της Τασκένδης, την καθαίρεση του Ζαχαριάδη και την εξέγερση στην Ουγγαρία το 1956, δημιούργησε ένα κλίμα αστάθειας και ανασφάλειας το οποίο στην Αν. Γερμανία ήταν πιο έντονο και λόγω του μικρού μεγέθους της κοινότητας, αλλά και των συναισθημάτων που οι πρόσφυγες έτρεφαν προς τους Γερμανούς. Παρ’ όλη την ευγνωμοσύνη που ομολογουμένως αισθάνονταν απέναντι στο κράτος, ποτέ δεν είχαν ξεχάσει την Κατοχή στην Ελλάδα και όσα υπέστησαν εξαιτίας τους. Το αίσθημα αυτό πολύ συχνά έβγαινε στην επιφάνεια με αποτέλεσμα να είναι πάντα επιφυλακτικοί απέναντί τους.

sel9

Από την προπαγάνδα του καθεστώτος Χόνεκερ: «Ο λαός της Ελλάδας ζει σε φτώχια και εξαθλίωση – Οι έλληνες πρόσφυγες στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία ζουν σε ωραίες και υγιείς [sic] κατοικίες».

Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, εκτός όλων των άλλων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν, έπρεπε να δείχνουν πάντα καλή διαγωγή και να είναι εντάξει ως προς τις υποχρεώσεις τους και απέναντι στο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας (Sozialistische Einheitspartei Deutschlands, SED) και απέναντι στο Κόμμα. Αυτό ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, γιατί, λόγω της απομόνωσης που αναφέραμε παραπάνω, δεν είχαν έναν σταθερό καθοδηγητή, όπως είχαν οι άλλοι πρόσφυγες στα υπόλοιπα σοσιαλιστικά κράτη. Το ίδιο το Κόμμα μάλιστα το 1952, επειδή είχε διαπιστώσει ότι ο έλεγχος της κοινότητας των προσφύγων ήταν πλημμελής, είχε προτείνει στο SED να αναλάβει αυτό την εποπτεία και την καθοδήγηση της κοινότητας, προβαίνοντας σε όποιες απαραίτητες αλλαγές και το ίδιο θα ακολουθούσε τις αποφάσεις του, διατηρώντας απλώς μια επαφή μαζί της. Η στάση αυτή του Κόμματος είναι ασυνήθιστη από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι το ίδιο Κόμμα πάλευε με νύχια και με δόντια στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες να διατηρήσει τον έλεγχο των προσφύγων, γιατί από αυτούς αντλούσε δύναμη και εξουσία και δικαίωνε την ύπαρξή του.

Επιπλέον η ελληνική κοινότητα στη DDR είχε να αντιμετωπίσει το άγρυπνο μάτι της Στάζι που ήλεγχε τα πάντα και παντού για να εξακριβώσει τον βαθμό της αφοσίωσής τους στο κομμουνιστικό καθεστώς. Με τον τεράστιο αριθμό των πρακτόρων της η Στάζι παρακολουθούσε τους Έλληνες που ζούσαν στην επικράτεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αλλά χρησιμοποιούσε και τους ίδιους ως πράκτορες και σπιούνους για να κατασκοπεύει άλλους.

Επηρεασμένοι οι Ανατολικογερμανοί κομμουνιστές από τη Σοβιετική Ένωση και ως προς την ιδεολογία και ως προς την πρακτική είχαν ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις επιλογές της Μόσχας. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας τις συνθήκες ίδρυσης του κράτους τους και το ότι τα τελευταία ρωσικά στρατεύματα αποχώρησαν το 1994 από τα εδάφη της πρώην Αν. Γερμανίας, αντιλαμβανόμαστε τη στάση τους. Περίπου 40.000 Σοβιετικοί στρατιώτες και αξιωματούχοι με τις οικογένειές τους βρίσκονταν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι περισσότεροι εκ των οποίων διέμεναν σε μια εκτεταμένη στρατιωτική βάση μία ώρα από το Βερολίνο, στην περιοχή της πόλης Zossen. Πρόκειται για τη λεγόμενη «απαγορευμένη πόλη», γιατί δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε κανέναν ξένο, παρά μόνο σε όσους ντόπιους εργάζονταν εκεί με ειδική άδεια.

Το ανατολικογερμανικό κομμουνιστικό κόμμα δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του σοβιετικού και οργανώθηκε βάσει κάποιων αρχών που τέθηκαν πολύ νωρίς σε εφαρμογή. Μια τέτοια αρχή ήταν αυτή της «περιφρούρησης». Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αξιοπρεπή και ασφαλή διεξαγωγή ενός πολιτικού αγώνα. Ο σκοπός της περιφρούρησης είναι τριπλός. Να προστατεύσει τα μέλη του ως φυσικά πρόσωπα, τις δομές του κόμματος από συνωμοτικές και κακόβουλες εναντίον τους πράξεις και τους λαϊκούς αγώνες. Στο πλαίσιο της περιφρούρησης είχε ενταχθεί όχι μόνο η άμυνα αλλά και η τιμωρία όσων απειλούσαν το Κόμμα, συμπεριλαμβανομένων και των κομματικά διαφωνούντων, όπως και πρώην συντρόφων που για διάφορους λόγους είχαν αποχωρήσει από τις γραμμές του Κόμματος. Βασιζόμενοι σε αυτήν την αρχή οι αξιωματούχοι της Στάζι, και έχοντας καλούς δασκάλους να τους κανοναρχούν και να τους καθοδηγούν σε απόσταση αναπνοής, υπερέβησαν εαυτόν εμπλέκοντας πάνω από 100.000 άτομα στο «παιχνίδι» της παρακολούθησης.

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ζώντας σε ένα διαρκές συνωμοσιολογικό κλίμα και ακολουθώντας τα χνάρια της KGB, άπλωσε τα δίκτυα της όχι μόνο στους Γερμανούς υπηκόους της αλλά και σε όλους τους ξένους, υποψιαζόμενη παντού εχθρούς του καθεστώτος και πράκτορες. Εκτός όμως από τους επαγγελματίες πράκτορες και κατασκόπους η Στάζι είχε εμπλέξει στην παρακολούθηση έναν τεράστιο αριθμό απλών πολιτών, εξαπλώνοντας τον φόβο, την καχυποψία και την ανασφάλεια σε όλη την επικράτειά της.

Όταν διάβασα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 Τα παιδιά από το Αρμπάτ του Ανατόλι Ριμπακόφ, παρότι υποψιασμένη, δεν ήθελα να πιστέψω ότι μπορεί να υπάρχει κατασκοπεία αυτού του είδους και εύρους. Το απέδιδα στη μυθιστορηματική πένα του συγγραφέα, παρ’ όλο που ο ίδιος διατεινόταν το αντίθετο. Διαβάζοντας το βιβλίο των Δορδανά και Καλογρηά αισθάνθηκα αμήχανα. Το 1990, λίγους μήνες μετά από την πτώση του Τείχους, όταν βρέθηκα στο Ραντεμπόιλ αναζητώντας αρχειακό εκπαιδευτικό υλικό από την εκεί ελληνική προσφυγική κοινότητα, άκουσα διάφορες ιστορίες, σκόρπιες κουβέντες και μισόλογα για τις μυστικές υπηρεσίες της Στάζι, αλλά είναι η αλήθεια ότι δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, γιατί εκείνη την περίοδο το ενδιαφέρον μου ήταν στραμμένο αλλού. Με το πέρασμα των χρόνων όμως και τη διαθεσιμότητα του σημερινού αρχειακού υλικού η καταγραφή εκείνων των ιστοριών θα ήταν πολύτιμη καθώς θα πλούτιζε τη σημερινή αρχειακή ιστορία με τη βιωμένη ιστορία των δρώντων υποκειμένων.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη Στάζι του βιβλίου. Λόγω του ιδιότυπου καθεστώτος που επικρατούσε στο Βερολίνο, Δυτικό και Ανατολικό, υπήρχε μια καχυποψία όλων προς όλους και το Βερολίνο είχε αποτελέσει άντρο κατασκόπων. Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα η Στάζι ενέπλεξε και τους Έλληνες, πολιτικούς πρόσφυγες και μη. Στο Δυτικό Βερολίνο είχε την έδρα της η Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή που είχε προξενικές αρμοδιότητες για τους Έλληνες του Δυτικού Βερολίνου και της Ανατολικής Γερμανίας. Και οι δύο πλευρές είχαν στραμμένα τα βλέμματά τους η μια στην άλλη και αναζητούσαν πληροφορίες για τις δραστηριότητες και τις κινήσεις της αντίπαλης πλευράς. Σε αυτό το πλαίσιο η Στάζι ενδιαφέρθηκε αρχικά για τους Έλληνες και άρχισε να συγκεντρώνει στοιχεία εμπλέκοντας στο παιχνίδι μέλη και της προσφυγικής κοινότητας αλλά και των άλλων Ελλήνων που βρέθηκαν εκεί από προσωπικές επιλογές ο καθένας. Ας σημειωθεί ότι μέχρι το 1973 δεν είχαν συναφθεί διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, γεγονός που δυσκόλευε τη θέση των Ελλήνων στην Αν. Γερμανία, μεταξύ των άλλων και όσον αφορά την έκδοση ή την ανανέωση των διαβατηρίων τους. Επιπλέον η συστέγαση της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής με την Βρετανική καθιστούσε την πρώτη ενδιαφέρουσα περίπτωση, γιατί οι συνεργάτες της Στάζι με μια επίσκεψη στην Ελληνική Αποστολή θα μπορούσαν να προσκομίζουν πληροφορίες και για τη Βρετανική.

Μετά από την ανέγερση του Τείχους το ενδιαφέρον της Στάζι αυξήθηκε περισσότερο για τον «εξωτερικό εχθρό» και η παρακολούθηση άρχισε να γίνεται πιο συστηματικά. Οι εξελίξεις στο εσωτερικό του ΚΚΕ και διεθνώς επηρέασαν τη στάση της και εξήψαν το ενδιαφέρον της για τους Έλληνες. Η αλληλογραφία κάποιων πολιτικών προσφύγων με τον εξόριστο Ζαχαριάδη και κάποιες φιλοκινεζικές τάσεις που είχαν εκδηλωθεί, η διάσπαση επίσης του ΚΚΕ το 1968, όπως και η σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία την ίδια χρονιά επέτειναν την ανησυχία της. Καθώς η θέση του SED ήταν υπέρ του ορθόδοξου ΚΚΕ και όχι των ρεβιζιονιστών, την ενδιέφερε να διερευνήσει τις απόψεις των Ελλήνων επάνω σε αυτά τα θέματα. Για τον λόγο αυτόν, αλλά και επειδή οι αλλοδαποί πολίτες είχαν το προνόμιο να πηγαινοέρχονται ανενόχλητοι στο Δυτικό Βερολίνο, άρχισε να στρατολογεί συστηματικά Έλληνες ως πληροφοριοδότες της.

 Σύμφωνα με το βιβλίο, το ελληνικό αρχείο της Στάζι αποτελείται από 100 περίπου φακέλους με συνολικά 11-12 χιλιάδες σελίδες και ίσως και περισσότερες, γιατί η Στάζι αρχειοθετούσε με διάφορους τρόπους τα στοιχεία της, αλλά πάντα συστηματικά και με εξονυχιστικές λεπτομέρειες. Ο αριθμός των Ελλήνων συνεργατών δεν ήταν πολύ μεγάλος. Γύρω στα δέκα άτομα ήταν οι «δυναμικοί» συνεργάτες της και για τον καθένα από αυτούς είχε συστήσει χωριστό φάκελο αποτελούμενο από το βιογραφικό, το ψευδώνυμο και τη φωτογραφία του, τους λόγους της στρατολόγησής του, τη δράση του και τις εκθέσεις-αναφορές που συνέτασσε για τα άτομα που παρακολουθούσε. Η Στάζι δεν έκανε διακρίσεις, στρατολογούσε άτομα όλων των ηλικιών και μορφωτικού επιπέδου, από όλους τους επαγγελματικούς χώρους, άνδρες και γυναίκες, αρκεί να πληρούσαν τις προϋποθέσεις που κάθε φορά οι περιστάσεις απαιτούσαν. Απαραίτητο στοιχείο ήταν η αυξημένη κοινωνικότητά τους.

sel10

«Ο Ηλίας είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα: Στην πατρίδα του φύλαγε ζώα, στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία έγινε μηχανικός».

Με την παρουσίαση έντεκα Ελλήνων συνεργατών της Στάζι στο δεύτερο μέρος του βιβλίου οι συγγραφείς δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα γενικά για τον τρόπο που αυτοί επιλέγονταν, για τους λόγους και τα κίνητρα της στρατολόγησης, τις διευκολύνσεις και τα ανταλλάγματα που ελάμβαναν, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στη Στάζι, την ασφάλειά τους, τη μυστικότητα και τους συνωμοτικούς κανόνες της συνεργασίας, τι δυνατότητες είχαν να αρνηθούν και ποιες οι συνέπειες σε μια τέτοια περίπτωση, καθώς και την πιθανότητα απαγκίστρωσης από τα πλοκάμια της.

Από το 1950 έως το 1989 υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 600.000 Γερμανοί συνεργάστηκαν με την Στάζι ως ανεπίσημοι πληροφοριοδότες. Το 1989 αριθμούσαν γύρω στις 189.000. Σε κάθε 89 Ανατολικογερμανούς δηλαδή αναλογούσε ένας συνεργάτης της Στάζι. Κάποιος από το στενό περιβάλλον, ένας συνάδελφος, ένας φίλος, ένας αγαπημένος συγγενής, ένα μέλος της οικογένειας. Ένα γαϊτανάκι παρακολουθήσεων, κατά το οποίο ο ένας παρακολουθούσε κάποιον άλλο και ο άλλος παρακολουθούνταν από έναν τρίτο. Ένα δίκτυο από πληροφοριοδότες που ο καθένας για διαφορετικό λόγο αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τη Στάζι ή επιδίωξε ο ίδιος τη συνεργασία. Δεν ήταν όλοι οι συνεργάτες θύματα εκβιασμού. Πολλοί αναλάμβαναν οικειοθελώς τη συνεργασία για δικούς τους λόγους, όπως ήταν το χρήμα, τα προνόμια, η εύνοια του καθεστώτος, αλλά και λόγοι ιδεολογικοί, γιατί πίστευαν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο προστάτευαν το καθεστώς. Λόγω της ανασφάλειάς του το κράτος διέφθειρε τους πολίτες κάνοντάς τους κάποια στιγμή όλους θύματά του. Προκαλούσε την ανθρώπινη δυστυχία και γι’ αυτό εξέπνευσε μετά από ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, όσον αφορά τη ζωή ενός κράτους, αλλά πολύ μεγάλο όσον αφορά τις ζωές των ανθρώπων, οι οποίοι ποτέ δεν απαλλάχθηκαν σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους από τον φόβο, τις τύψεις, το στίγμα του προδότη, ακόμη και όταν οι συνθήκες άλλαξαν και η Στάζι διαλύθηκε. Ίσα ίσα που τότε άρχισε ένας καινούργιος κύκλος θυμάτων. Αυτών που ανακάλυψαν ότι η ζωή τους δεν ήταν αυτή που πίστευαν. Το αποτύπωμα της Στάζι σφράγισε τις ζωές όλων, οδηγώντας αρκετούς από αυτούς μέχρι την αυτοκτονία.

Το βιβλίο των δύο συγγραφέων, ένα καθόλου εύκολο πόνημα, αν αναλογιστεί κανείς τον όγκο των αρχείων που είχαν να μελετήσουν στη Γερμανία και στην Ελλάδα και την παράλληλη διασταύρωσή τους, φέρνει στην επιφάνεια με τεκμηριωμένο πλέον τρόπο τη γνωστή άγνωστη πλευρά του Υπουργείου της Εθνικής Ασφάλειας (Στάζι) της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που δηλητηρίασε χωρίς αποχρώντα λόγο τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι Δορδανάς και Καλογρηάς, μελετώντας την περίπτωση των Ελλήνων πληροφοριοδοτών της Στάζι, σκιαγραφούν το γενικότερο μοντέλο ελέγχου και καταστολής των πολιτών τόσο στην Αν. Γερμανία, όσο και στα υπόλοιπα ανατολικά κράτη.

Το κράτος με τον φόβο και την ανησυχία που προκαλούσε στους πολίτες του και με την επαπειλούμενη βία που εξαπέλυε πάνω από τα κεφάλια τους δημιουργούσε σχέσεις εξουσίας και εξασφάλιζε την κυριαρχία του. Και αν θέλαμε να τοποθετήσουμε το φαινόμενο στο ιστορικό του πλαίσιο θα έλεγα ότι δεν ήταν ούτε οι συνθήκες στην Αν. Γερμανία που το γέννησαν ούτε ο Ψυχρός Πόλεμος, γιατί η καχυποψία, η συνωμοσιολογία και η πρακτορολογία προϋπήρχαν και ήταν γέννημα της ανασφάλειας κάποιων αρχηγών που δεν μπόρεσαν να κερδίσουν την ελεύθερη αποδοχή των υπηκόων τους.

Τελειώνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι οι συγγραφείς πέτυχαν αυτό που αναφέρουν στην εισαγωγή τους, ότι ο σκοπός τους δεν είναι να καταδικάσουν ηθικά και συναισθηματικά τη Στάζι και τους συνεργάτες της, αλλά να βοηθήσουν να κατανοήσουμε τα αίτια που παράγουν τέτοια φαινόμενα.