Τη δεκαετία του ’60, στην ηλικία που η νιότη λέει τα δικά της και υπόσχεται πολλά και θαυμαστά, ο Άρης Μπερλής υπήρξε λαμπαδηδρόμος. Ακολούθησε μια διαδρομή μέσα στο απόλυτο σκοτάδι: εκείνος και ο πυρσός. Φοιτητής πια, στη θέα του πτώματος που κλήθηκε να ανατάμει, αποφάσισε ότι οι σπουδές της ιατρικής δεν ήταν το μέλλον που επιθυμούσε. Καταπιάστηκε με τη λογοτεχνία, έγινε μεταφραστής, δοκιμιογράφος και κριτικός.
Στοιβάζω τα βιβλία που μετέφρασε και διαπιστώνω ότι δεν είναι δα και τόσο πολλά, αν σκεφτούμε ότι ανάλωσε σ’ αυτά μια ολόκληρη ζωή. Όμως μείζων επιλογή του ήταν πάντα η κατάθεση του πληρέστερου. Του πληρέστερου κατά το δυνατόν δοκιμίου, της καλύτερης δυνατής μετάφρασης, αυτής που θα κάνει τον αναγνώστη να επιστρέφει, γιατί όλο και κάτι θα θυμηθεί που του μάγεψε το αυτί, του κινητοποίησε τη φαντασία.
«Το ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1978 και επανεκδόθηκε το 1990 και το 2008. Οι πρώτοι φανατικοί αναγνώστες της μετάφρασης του Άρη στο μεταξύ μεγάλωσαν και παρέδωσαν τη σκυτάλη στις επόμενες γενιές. Τρανή απόδειξη και οι νεαροί ηθοποιοί που πριν από δυο χρόνια δραματοποίησαν Τα κύματα της Γουλφ, με μεγάλο θαυμασμό, συγκίνηση και σεβασμό στη δουλειά του.
Καθυστερούσε να παραδώσει τη μετάφραση στον εκδότη, δεν ήθελε να την ελέγχει εν θερμώ, ήθελε να τη βάζει για ένα διάστημα «στο ψυγείο», κατά την προσφιλή του έκφραση. Αυστηρός κριτής της δουλειάς του, δεν δίσταζε να παραδεχτεί ότι κάποιος άλλος μπορούσε να αποδώσει καλύτερα από τον ίδιον μια ντοπιολαλιά, μια ρίμα. Έτσι στην ανεπανάληπτη μετάφραση του Ανεμοδαρμένα ύψη, ο Παντελής Μπουκάλας ανέλαβε τον ρόλο του Ιωσήφ, και στο Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, τη βιλανέλα του Στήβεν την απέδωσε ο Γιώργος Κοροπούλης. Δεν χρησιμοποιώ τυχαία τη φράση «τον ρόλο ανέλαβε»: ο Μπερλής έπαιζε όλους τους ρόλους που μετέφραζε. Μεταφράζοντας τα Ανεμοδαρμένα ύψη ταυτίστηκε και με τον Χήθλιφ και με την Κάθριν, όπως πρωτύτερα και με τον Γκάμπριελ και την Γκρέτα στους Νεκρούς, κι αργότερα με τον Στήβεν Δαίδαλο στο Πορτραίτο του καλλιτέχνη, και με τον Μάρλοου στα Νιάτα, που με μεγάλο ενθουσιασμό και μπόλικη αγωνία ερμήνευσε και ως θεατρικό αναλόγιο. Με έσχατο, ίσως και πιο αγαπητό απ’ όλους τον Γκάτσμπυ, τον ρομαντικό εκφραστή του Αμερικάνικου Ονείρου. Σαν άλλος Στόουνερ τους έβλεπε να βγαίνουν από τα σκότη, να στροβιλίζονται στο στιλπνό σκοτάδι. Τους αγάπησε όλους αυτούς τους ρόλους και την αγάπη αυτή την αποδείκνυε έμπρακτα σε κάθε βιβλίο συνοδεύοντας την έκδοση με κατατοπιστικές σημειώσεις, με εισαγωγή ή επίμετρο.
Εξίσου αγάπησε και τα άλλα βιβλία, τα θεωρητικά, που μετέφρασε – προσφέροντας στους αναγνώστες και ειδικά στους φοιτητές άρτια κείμενα, χωρίς λάθη, ασάφειες και προχειρότητες. Μήνες ολόκληρους ταλανίστηκε για την απόδοση του τίτλου του σπουδαίου έργου του Μάρεϊ Έιμπραμς, The Mirror and the Lamp, αμέτρητες συζητήσεις έγιναν με φίλους για τις δυνατότητες επιλογής, κι όλοι όσοι τον άκουσαν επωφελήθηκαν από ένα υψηλού επιπέδου μάθημα στον ρομαντισμό. Αναζητούσε πάντα συνοδοιπόρους στη διαδρομή του, έτοιμους να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν, ή και να τσακωθούν μαζί του.
Γι’ αυτό και τα χρόνια που δίδαξε μετάφραση, οι μαθητές του θαύμαζαν ανεπιφύλακτα τις γνώσεις, τον ενθουσιασμό, την υπομονή του και πάνω απ’ όλα το μεταφραστικό ήθος του. Οραματιζόταν μια σχολή μετάφρασης που θα έβγαζε σοβαρούς επαγγελματίες, όχι περιστασιακούς φωστήρες. Και το πάλεψε όσο μπόρεσε ή μάλλον όσο τον άφησαν οι περιστασιακοί του χώρου.
Το περιστασιακό, το πρόχειρο, το κίβδηλο το εντόπιζε στη στιγμή και το αγνοούσε. Το αποδοκίμαζε με φλέγμα αλλά και μ’ έναν τρόπο που έσφαζε. Και αυτό πληρώνεται. Τούτο το κείμενο δεν αποσκοπεί να αγιοποιήσει έναν αγαπητό φίλο που έφυγε πρώτος. Αντίθετα φιλοδοξεί να σκιαγραφήσει, λειψά, όπως κι αν έχει το πράγμα, έναν άνθρωπο που έκανε αναμφισβήτητα τομές στα ελληνικά γράμματα και χάραξε δρόμους – είτε του αναγνωρίστηκε είτε όχι.
Τομές στη μετάφραση: από το αν ο Έλληνας μεταφραστής θα χρησιμοποιήσει τον αμιγώς ελληνικό ιδιωματισμό «ξυπνάω με τα κοκόρια» ή αν θα μεταφέρει κατά λέξη τον αγγλικό, «ξυπνάω με τον κορυδαλλό», μέχρι το αν θα κατασκευάσει μια λέξη που λείπει από το λεξιλόγιο ‒ με τα υλικά της ελληνικής και τη γνώση της αγγλικής.
Τομές στην κριτική: από τον χαρακτηρισμό του Οδυσσέα Ελύτη ως «κατεξοχήν πολιτικού ποιητή» μέχρι την αμετακίνητη πεποίθησή του ότι ο Καραγάτσης είναι ο επιφανέστερος πεζογράφος της γενιάς του ’30 και από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους της νέας ελληνικής γλώσσας.
Τομές στον δοκιμιακό λόγο: δυο τόμοι, 55 συνολικά τα κείμενα. Επί παντός επιστητού. Από τον Οδυσσέα Ελύτη μέχρι την Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, από τον Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ μέχρι τη Τζαν Μόρις και τη Βενετία της. Ενημερωμένος σε όλα, γιατί πάνω απ’ όλα ήταν αναγνώστης. Δεινός. Και χάρη σε μια διάθεση για διάβασμα που μόνον ακόρεστη μπορεί να χαρακτηριστεί, εισήγαγε στην ελληνική αγορά στο σύντομο διάστημα που έγινε και εκδότης, ονόματα άγνωστων μέχρι τότε λογοτεχνών, που δεν άργησαν να γίνουν παγκοσμίως γνωστά. Αυτή η προσφορά του δεν είναι ευρέως γνωστή. Και μπορεί η Βιρτζίνια Γουλφ να ήταν γνωστή ως όνομα, αλλά οι μεταφράσεις του Άρη ήταν αυτές που την καθιέρωσαν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Από την άλλη ο Κουτσύ ήταν εντελώς άγνωστος στην Ελλάδα, όταν ο Μπερλής ως εκδότης ανέθεσε στον Μίλτο Φραγκόπουλο το Περιμένοντας τους βαρβάρους, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο ώστε να μεταφραστούν τα περισσότερα βιβλία του νομπελίστα συγγραφέα στη γλώσσα μας.
Όλο κάτι περισσεύει, κάτι μένει απέξω. Πόσα να πεις για έναν άνθρωπο που χαρτογράφησε ακατάβλητος τόσα απάτητα μονοπάτια. Μίλησα στην αρχή για τα λιγοστά χιλιόμετρα που ο Άρης Μπερλής διήνυσε ως νεαρός λαμπαδηδρόμος. Ως νεαρός λαμπαδηδρόμος συνέχισε και την υπόλοιπη ζωή του, ίσως γι’ αυτό τον πειράζαμε αλύπητα για την γκρίνια του πως γέρασε. Όπως είπε ένας κοινός φίλος, τώρα πια δεν μπορούμε να σηκώνουμε ανά πάσα στιγμή το τηλέφωνο για να μας δώσει απάντηση στο κάθε ερώτημά μας. Κάποια θα μείνουν αναπάντητα.