Στον θάνατο αποδίδονται αρετές τις οποίες δεν έχει. Λέγεται ότι λυτρώνει, ότι κλείνει κύκλους και κεφάλαια, ότι διασώζει την υστεροφημία. Επί της ουσίας ο θάνατος είναι απώλεια, είναι η κατάργηση της ζωής, όχι όμως της αγάπης. Ο θάνατος δεν ακυρώνει την αγάπη.
Ακυρώνει τις πεποιθήσεις της ζωής, καταργεί τις συνήθειές της, προκαλεί ανασφάλεια. Κυρίως ακυρώνει τις σταθερές της καθημερινής ζωής, διακόπτει το άμεσο στην σχέση. Στην σχέση με τον γονιό, με τον δοτικό δάσκαλο, με τον γοητευτικό διευθυντή, με τον εμπνευσμένο ηγέτη που δίνει πρώτος το παράδειγμα, με τον ηγέτη που φροντίζει δίκαια την ομάδα του. Τις διακόπτει τις λειτουργίες αυτές ο θάνατος αλλά δεν τις σταματάει. Καταργεί ο θάνατος την φυσική πραγματικότητα στους ηθικούς δεσμούς. Συνεχίζονται όμως οι ηθικοί δεσμοί, φτάνει να περάσει η σχέση από την φυσική λειτουργία στην συμβολική λειτουργία.
Ο Άγγελος είχε τον ασφαλή και γρήγορο τρόπο να συνδέει τους ανθρώπους μαζί του, να φτιάχνει οικειότητα μαζί τους. Είχε μια αγορίστικη αγωνία να τον πλησιάσεις, είχε μια χαρά να του ανοιχτείς, να του επιτρέψεις δηλαδή να σε κερδίσει.
Με κλειδί την καταγωγή και την προέλευση του καθενός, ιχνηλατούσε τις ρίζες των οικογενειών. Από εκεί, άνοιγε την ξυλόγλυπτη κασέλα των εργαλείων του και των εμπειριών του, την κασέλα της καλλιέργειάς του, την κασέλα που περιείχε την Δύση που γνώριζε καλά, μαζί με την Ανατολή που ερμήνευε και μελετούσε με βαθύ σεβασμό αλλά ευτυχώς με δυτικά κλειδιά.
Μετά; Μετά, εάν ήσουν τυχερός και εάν σε ζύγιζε θετικά σε έβαζε σιγά σιγά σε ένα «μαζί». Σε ένα «μαζί» τιμής και αγάπης. Σε ένα «μαζί» φαινομένων γεμάτων γνώσεις και αισθήσεις. Σε ένα «μαζί» που είχε στόχο και προοπτική ‒ τι άλλο, αν όχι την ενίσχυση του Μουσείου Μπενάκη. Όσο μικρή και να ήταν η δική σου συμβολή θα αποτελούσε για τον Άγγελο μια ψηφίδα στην μεγάλη του προσπάθεια να αποκτήσει το Μουσείο μια ισχυρή θέση ουσίας και ενέργειας στο πλαίσιο του πολιτισμού.
Δημιουργούσε διαρκώς μια σύνθεση ανθρώπων, μια ορχήστρα, ένα πλήρωμα ενός ωραίου λευκού σκάφους που πάντοτε είχε σαφή προορισμό. Σχεδίαζε ταξίδια, διαφορετικά κάθε φορά, σε άλλους προορισμούς αλλά με σταθερό στόχο την πραγματοποίηση των σκέψεών του. Ταξίδια που είχαν στόχο την άφιξη και όχι την περιήγηση.
Δομούσε με τον καθένα μια προσωπική σχέση και έφτανε πάντοτε να έχει ο καθένας τελικά την δική του ιστορία μαζί του.
Κυρίαρχος συνήθως στην φύση του ένας θετικός θυμός. Περισσότερο ήταν έντονος στην ενδομουσειακή επικοινωνία παρά απαλός. Κυριαρχημένος από ένα συναίσθημα ευθύνης και ανάγκης να προχωρήσουν τα σχέδια, να φανεί το αποτέλεσμα, έστω και το σχήμα του το γρηγορότερο δυνατό, για να αρχίσει μετά η εποικοδομητική διόρθωση, η βελτίωση. Στεκόταν στο πλάι εκείνου που έδινε το σχήμα υποστηρίζοντας και συχνά κατευθύνοντας με τρόπο προσεκτικό και έμμεσο. Οι σχέσεις ήταν προσωπικές και επαγγελματικές και συνάμα δημόσιες. Η πόρτα δεν έκλεινε ποτέ. Έμενε ανοιχτή. Οι επαφές και οι σχέσεις σε δημόσια θέα.
Πλήρης ήχων, εικόνων, σκέψεων και αισθήσεων η κάθε σχέση.
Ήχος η φωνή: επιτακτική, συχνά απαλά βραχνή, παραινετική, πειρακτική, άγρια με βάθος, γλυκιά, ποιητική. Πάντοτε με τέμπο, με σαφή βηματισμό.
Παρούσα και η αφή, με τον Αντώνη Μπενάκη δίπλα του, στην φωτογραφία εκείνη που ακουμπά απαλά τα χέρια του στο πλάι της προθήκης και κοιτά προσηλωμένος την λήκυθο. Αφή και το φιλί, αφή και το διερευνητικό χάδι με το οποίο μελετούσε το αρχαίο σπάραγμα, το μικρό γλυπτό στις αποθήκες στο Μουσείο Ηρακλείου, όπου πολεμούσε και ζητούσε επίμονα να καταλάβει με την αφή, με το χάδι και με το βλέμμα την κάθε πληροφορία και την κάθε λεπτομέρεια του βωβού γλυπτού.
Μια αγάπη στις λεπτομέρειες, μια αγάπη στην συμπλήρωση, μια αγάπη στο ουσιαστικό και μαζί γοητευτικό σύνολο που ήθελε να είναι οι δουλειές του. Λεπτομέρεια στην πληρότητα των θεματικών και των προσεγγίσεων, στρωτά και εξαιρετικώς καλογραμμένα κείμενα, λόγια δημοτική γλώσσα, φρεσκάδα και επιμονή στην κάθε λέξη, να μην επαναλαμβάνονται, να μην είναι εξειδικευμένες, να φτιάχνει όμως η κάθε λέξη μια μικρή θετική έκπληξη που φωτίζει την γραπτή σκέψη και που φέρνει κοντά τον αναγνώστη στην ιδέα του κειμένου. Πάντοτε έβαζε τη ματιά του στο διεθνές όσο και στο εθνικό. Λεπτομέρεια σε όλα: στο στήσιμο, στα κείμενα και στα χρώματα των εκθέσεων, στο στήσιμο των βιβλίων, στην αισθητική του επιστημονικού περιοδικού. Καλλιέργεια και αναζήτηση μιας φρέσκιας αλλά και παραδοσιακής ποιότητας σε όλα, από τα μπλε και τα γαλάζια που φορούσε έως το χρώμα της βουκαμβίλιας και το είδος του γιασεμιού που θα φυτευόταν στον κήπο του κεντρικού μουσείου.
Χαρούμενος με τις φροντισμένες ελληνικές γεύσεις, ευδαιμονικός με την «αρχαιότητα» της γεύσης ενός χλωρού αθότυρου, μπροστά σε ένα αναμμένο πυρομάχι, αρχές του χειμώνα στον ορεινό Αποκόρωνα στους πρόποδες των Λευκών Ορέων.
Ευπατρίδης της εργασίας, της καλλιέργειας, των τεχνών και της μόρφωσης, όχι της καταγωγής ή της προέλευσης ή του αίματος. Ηγήθηκε μιας νέας για τον τόπο πολιτιστικής θεωρίας και έφτιαξε μια νέα σχολή για την φροντίδα του δημόσιου πολιτισμού. Γνώρισε στην κοινωνία της Μεταπολίτευσης ένα ανανεωμένο Μουσείο, ορίζοντας το φιλόξενο, οικείο και κυρίως γνώριμο εξ αρχής για κάθε επισκέπτη. Έδωσε μια εναλλακτική ανάσας και αρχοντιάς μέσα στην ραγδαία αλλαγή που ζούσε η Αθήνα της πολυκατοικίας και έδωσε μια ευρύτερη και υπεύθυνη προοπτική στην ελληνική παράδοση που είχε κακοπάθει από την χυδαιότητα της δικτατορίας. Μέσα από την μουσειακή αφήγηση εδραίωσε την ταυτότητα των επισκεπτών. Το προίκισε το Μουσείο με την αγάπη για την επιστημοσύνη. Κατέστησε την επιστημονική έρευνα αναγκαία της μουσειακής λειτουργίας και δραστηριότητας. Κατάφερνε για σαράντα χρόνια να εξελίσσει και να ανανεώνει την κουλτούρα ενός νέου αστισμού επιμένοντας στην καλλιέργεια της ευαισθησίας για τον πολιτισμό σε κυβερνώντες και σε οικονομικά κρατούντες.
Άφησε πίσω του πάρα πολλά, πολύ περισσότερα από ό,τι νόμιζε.
Σταθερό το χάδι του σε ό,τι ελληνικό.
Τελευταία λεπτομέρεια ευαισθησίας, ευγένειας και άξιας ηγεσίας, ότι φορούσε στα εγκαίνια των εκθέσεων την γραβάτα της στολής των φυλάκων του Μουσείου.
26 Απριλίου 2018