ARB – THE NEW YORK REVIEW OF BOOKS
Το παρελθόν στην Πολωνία δεν θεωρείται κάτι ξένο και μακρινό· είναι ένα αφήγημα γεμάτο ηθικά διδάγματα και πάθη, μια ιστορία όπου η υψηλή ιδεολογία συναντά τη στυγνή, ωμή πολιτική. Το πόσο σημαντική είναι η Ιστορία φάνηκε πρόσφατα από την ίδρυση μιας σειράς φιλόδοξων μουσείων με πρωτοποριακή αρχιτεκτονική, αφιερωμένων σε γεγονότα και ζητήματα που υπήρξαν καθοριστικά για το παρελθόν της Πολωνίας. Από τις αρχές του αιώνα έχουν ανοίξει τέσσερις «οίκοι της ιστορίας» στη Βαρσοβία και το Γκντανσκ, που αποτελούν πόλο έλξης για πολλούς επισκέπτες και συμβάλλουν στην ανάπτυξη των υποβαθμισμένων συνοικιών. Συγχρόνως, έχουν δώσει αφορμή για να ξεσπάσουν έντονες διαμάχες γύρω από θέματα όπως η ελευθερία της πολιτιστικής έκφρασης, η σχέση της πολωνικής ταυτότητας με την ευρωπαϊκή και οι ερμηνείες της πολωνο-εβραϊκής ιστορίας.
Σε μια εποχή που η Πολωνία, με την απροσδόκητη στροφή της προς την ακροδεξιά και την περιφρόνησή της προς τις δημοκρατικές αρχές, απασχολεί και πάλι σοβαρά την Ευρώπη, τα εντυπωσιακά αυτά μουσεία φιλοξενούν μια πληθώρα στοιχείων που μας βοηθούν να καταλάβουμε τις διαμάχες που αναστατώνουν την πολωνική πολιτεία και τα πάθη που συνεχίζουν να εμπνέουν οι ιστορικές αντιπαραθέσεις. Το κυβερνών κόμμα, Νόμος και Δικαιοσύνη, πέραν του ότι υπονομεύει την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ψήφισε πρόσφατα έναν νέο νόμο που ποινικοποιεί κάθε αναφορά σε συνενοχή του «πολωνικού έθνους» στο Ολοκαύτωμα.
Η θυελλώδης μορφή του σύγχρονου δημόσιου διαλόγου που αφορά τα ιστορικά ζητήματα οφείλεται στην μακρά περίοδο ιδεολογικής καταστολής που προηγήθηκε. Στην Πολωνία, όπως και σε άλλες πρώην σοβιετοκρατούμενες χώρες, οι δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου ήταν εποχές όπου κυριαρχούσε η λογοκρισία και οι σκόπιμα παραποιημένες εκδοχές ιστορικών γεγονότων, όπως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα. Στο διάστημα μεταξύ 1939 και 1945, η Πολωνία βρέθηκε στο επίκεντρο πολλών βίαιων αναταραχών: της εισβολής των σοβιετικών από τα ανατολικά υπό την κάλυψη του συμφώνου Μολότωφ-Ρίμπεντροπ· την κατάκτηση και την κατοχή των εδαφών της από τους Ναζί, με αποτέλεσμα τον θάνατο τριών εκατομμυρίων μη Εβραίων Πολωνών· και την προσπάθεια εξολόθρευσης των Εβραίων της Ευρώπης, που κατά μεγάλο μέρος έλαβε χώρα σε πολωνικό έδαφος και κατέληξε στην δολοφονία τριών εκατομμυρίων Πολωνών Εβραίων - το 90% του προπολεμικού εβραϊκού πληθυσμού της χώρας. Επιπλέον, η Πολωνία έχασε τα ανατολικά εδάφη της -που αποτελούν σήμερα μέρος της Ουκρανίας- από τη Σοβιετική Ένωση και οι πολωνοί κάτοικοι της περιοχής εκτοπίστηκαν προς τα δυτικά. Ο αποτρόπαιος χαρακτήρας των γεγονότων και το γεγονός ότι αποκρύφθηκαν βασικά στοιχεία που τα αφορούσαν, είχε ως αποτέλεσμα οι ιστορικές μνήμες τους να μεταφερθούν σιωπηρά στις επόμενες γενιές, με την κάθε αφήγηση να εμμένει στη δική της οπτική γωνία και στις δικές της επώδυνες αναμνήσεις. Κι έτσι, μετά τον πόλεμο, η Πολωνία έγινε ο τόπος όπου η συλλογική μνήμη πλέον εκφραζόταν μέσα από συχνά αντικρουόμενες εκδοχές της, με φανατικούς υποστηρικτές η καθεμία.
Μόνο μετά την άρση της λογοκρισίας, το 1989, μπορούσε πια το παρελθόν να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και επανεξέτασης, και να συζητηθεί ανοιχτά. Τα μουσεία που ιδρύθηκαν έκτοτε αποτελούν έργα μνήμης αλλά και τεκμηρίωσης, συνεισφέροντας τη δική τους εμπεριστατωμένη ιστορική προοπτική στις συναισθηματικά φορτισμένες μνήμες και στα ζητήματα για τα οποία κανείς έως τότε δεν τολμούσε να μιλήσει. Όλα τα μουσεία διαθέτουν σύγχρονα, ενδιαφέροντα εκπαιδευτικά προγράμματα και πρόσφατα βρέθηκαν και πάλι στο προσκήνιο καθώς η σημερινή κυβέρνηση επιχειρεί να ελέγξει τις ερμηνείες της ιστορίας - αυτή τη φορά εκκινώντας από μια υπερσυντηρητική και όχι από μια υποτιθέμενη υπερπροοδευτική θέση.
Τα εντυπωσιακά, πολυδάπανα αυτά έργα είναι καρπός της φιλελεύθερης περιόδου που ακολούθησε το 1989, κατά την οποία η Πολωνία ανέκαμψε οικονομικά και εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πέραν του ότι τιμούν το παρελθόν, τα έργα αυτά μπορεί να θεωρηθούν προάγγελοι της ένταξης της Πολωνίας στο συμβολικό και συγχρόνως πολιτικό σώμα της ΕΕ: μια ανοιχτή δήλωση ότι η πολωνική ιστορία πρέπει να αποτελέσει μέρος του ευρωπαϊκού ιστορικού αφηγήματος, όπως συμβαίνει με τη γαλλική ή τη γερμανική ιστορία στη συνείδηση των μορφωμένων πολιτών του προηγμένου κόσμου.
Καμία άλλη πτυχή του πολωνικού παρελθόντος δεν έχει τόσο μεγάλη πανευρωπαϊκή σημασία όσο εκείνη που αναδεικνύεται στο Μουσείο POLIN[1] της Ιστορίας των Πολωνών Εβραίων. Η αρχική ιδέα για το μουσείο προήλθε από μια ομάδα ακαδημαϊκών του Εβραϊκού Ιστορικού Ινστιτούτου στη Βαρσοβία, μετά από επίσκεψή τους στο Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον. Η πρότασή τους ήταν να αναγνωριστεί η ιστορία των Πολωνών Εβραίων σε ένα δικό της μουσείο, που θα κάλυπτε όχι μόνο το Ολοκαύτωμα αλλά ολόκληρη την χιλιετία της ζωής των Εβραίων στην Πολωνία.
Δεν θα μπορούσαν να έχουν επιλέξει κάποιο πιο αμφιλεγόμενο ή -παρά τη μεγάλη σπουδαιότητά του- άγνωστο κομμάτι της ιστορίας. Μετά τον πόλεμο, στη συνείδηση των Εβραίων, αλλά και στη συνείδηση ολόκληρης της Δύσης, η Πολωνία έφτασε να συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με το Ολοκαύτωμα. Πρέπει εδώ να ξεκαθαρίσουμε ότι η γενοκτονία αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής της Πολωνίας. Η Πολωνία είχε πάψει να υφίσταται ως κυρίαρχο έθνος στη διάρκεια του πολέμου και η στάση της στις τραγικές αυτές περιόδους δεν ήταν καθόλου μονοδιάστατη: μπορούσε κανείς να συναντήσει περιπτώσεις καταδοτών ή περιστατικά δολοφονικής βίας, αλλά και πράξεις εξαιρετικού αλτρουισμού, όπου Πολωνοί διακινδύνευσαν -και συχνά έχασαν- τη δική τους ζωή για να σώσουν Εβραίους. Παρ’ όλα αυτά, η Πολωνία ήταν η χώρα όπου χτίστηκαν τα περισσότερα στρατόπεδα θανάτου και πραγματοποιήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της η εξόντωση του ευρωπαϊκού εβραϊσμού· και για τους απογόνους των Πολωνών Εβραίων, όπως και για πολλούς άλλους, η Πολωνία κατέληξε να συνδέεται με ένα πολύ βαθύ τραύμα και με έναν ενδημικό αντισημιτισμό.
Αυτό που είχε σχεδόν εξαλειφθεί από τη συλλογική μνήμη ήταν το γεγονός ότι πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και επί δέκα αιώνες, οι εβραϊκές κοινότητες συνυπήρχαν στην Πολωνία με τις μη εβραϊκές, σε μια σχέση που περιέκλειε περιόδους έντασης αλλά και καλοπροαίρετης αδιαφορίας, θρησκευτικών διαχωρισμών αλλά και αμοιβαία επωφελών εμπορικών σχέσεων, ιδεολογικού αντισημιτισμού και μιας κατάστασης που, αν και τη συναντάμε πολύ πριν επινοηθεί ο όρος, θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε πολυπολιτισμικότητα. Για πολλούς από αυτούς τους αιώνες, η Πολωνία διέθετε τον μεγαλύτερο εβραϊκό πληθυσμό από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο και τη μεγαλύτερη αναλογικά εβραϊκή μειονότητα, με ιδιαίτερα σύνθετες και εξελιγμένες μορφές κοινοτικού βίου και εκπαιδευτικούς θεσμούς που αποτελούσαν βασικό στοιχείο στη ζωή των απανταχού Εβραίων Ασκενάζι.
Το Μουσείο POLIN της Ιστορίας των Πολωνών Εβραίων άνοιξε τις πύλες του το 2014, μετά από μια μακρά περίοδο συγκέντρωσης κεφαλαίων (μέσω της πρώτης σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στη μετασοσιαλιστική Πολωνία) και έναν ευρύ διάλογο που προηγήθηκε μεταξύ ιστορικών από την Πολωνία, το Ισραήλ και τη Βόρεια Αμερική. Στεγάζεται σε ένα εντυπωσιακά απλό κτίριο, καλυμμένο εξωτερικά με γυάλινα πάνελ όπου λαμπυρίζουν εβραϊκοί και λατινικοί χαρακτήρες χαραγμένοι με μαύρο χρώμα, και βρίσκεται στην καρδιά του πρώην Γκέτο της Βαρσοβίας, απέναντι από το μνημείο εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας, που σχεδιάστηκε το 1948 από τον Νατάν Ράποπορτ. Την ημέρα της πρόσφατης επίσκεψής μου, τα σκαλοπάτια του μνημείου ήταν καλυμμένα με μπουκέτα λουλουδιών. Το ίδιο και η μαρμάρινη πλάκα στη μνήμη της Ζεγκότα (Żegota), μιας αντιστασιακής οργάνωσης Καθολικών που κατάφερε μέσω των παράνομων δικτύων της να σώσει από το Ολοκαύτωμα πολλούς Εβραίους, ανάμεσα στους οποίους και παιδιά. (Προγραμματίζεται ήδη η κατασκευή ενός μεγαλύτερου μνημείου αφιερωμένου στην Ζεγκότα.)
Η εξαιρετικά σχεδιασμένη έκθεση στο εσωτερικό του μουσείου αφηγείται τη μακραίωνη ιστορία κυρίως μέσα από διαδραστικές οθόνες εικονικής πραγματικότητας, που θεωρήθηκαν πολύ πρωτοποριακές όταν σχεδιαζόταν το μουσείο, δίνοντας συγχρόνως λύση στην απουσία πραγματικών υλικών αντικειμένων από τον εξαφανισμένο κόσμο των Πολωνών Εβραίων, ιδίως από προηγούμενες περιόδους. Την πιο εκπληκτική εξαίρεση στις ψηφιακές αναπαραστάσεις αποτελεί ο ζωγραφισμένος θόλος μιας ξύλινης συναγωγής του δέκατου έβδομου αιώνα από την πόλη Γκβόζντιετς. Το πιστό αντίγραφό του έγινε με βάση αρχιτεκτονικά σχέδια από την εταιρεία Handshouse Studio της Μασαχουσέτης, που εξειδικεύεται στην αναπαραγωγή ιστορικών αντικειμένων. Η γοητευτική διακόσμησή του με πλούσια και ζωηρά χρώματα συνδυάζει υπέροχα το λαϊκό ύφος των ξύλινων σπιτιών του χωριού με τον τελετουργικό συμβολισμό. Η συναγωγή ήταν μια από τις πολλές που διάνθιζαν το τοπίο των πολωνικών στετλ (shtetl)[2] και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του συγκρητισμού που προέκυψε από την μακρά συνύπαρξη Πολωνών και Εβραίων.
Μεγάλο μέρος της εξέλιξης στον χρόνο παρουσιάζεται μέσα από τοιχογραφίες που απεικονίζουν μεσαιωνικές μορφές σε πραγματικό μέγεθος και μέσα από κείμενα γραμμένα σε διάφορες γλώσσες, που περιλαμβάνουν τις διακηρύξεις θρησκευτικού αντισημιτισμού της Καθολικής Εκκλησίας και το απρόσμενα φιλελεύθερο Διάταγμα του Κάλις [Χάρτης ελευθεριών των Εβραίων], που εν έτει 1264 θέσπιζε μέτρα προστασίας της νέας εβραϊκής μειονότητας και της εκχωρούσε ευρέα δικαιώματα. Υπάρχουν επίσης διαδραστικές παρουσιάσεις ιστορικών γεγονότων, όπως ο διαμοιρασμός των εδαφών της Πολωνίας στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, βιογραφίες κάποιων από τους πρώτους εβραίους διανοούμενους, πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες και κινηματογραφικό υλικό από κάποιες περιόδους. Πολλοί επισκέπτες ίσως εκπλαγούν μαθαίνοντας για το «Συμβούλιο των Τεσσάρων Επαρχιών»[3], ένα είδος ομοσπονδιακού σώματος που διαχειριζόταν τα ζητήματα της εβραϊκής μειονότητας στην Πολωνία μεταξύ δέκατου έκτου και δέκατου όγδοου αιώνα ή παρακολουθώντας την άνοδο του εθνοφυλετικού εθνικισμού και ενίοτε βίαιου αντισημιτισμού στη διάρκεια του μεσοπολέμου και την ταυτόχρονη άνθηση των εβραϊκών πολιτικών κομμάτων και λογοτεχνικών συλλόγων που υιοθετούσαν μία από τις τρεις διαθέσιμες γλώσσες -εβραϊκά, γίντις ή πολωνικά- και άνοιγαν συζητήσεις περί «ταυτότητας», που έμοιαζαν κατά περίεργο τρόπο με τις δικές μας.
Η φρίκη του Ολοκαυτώματος αναπαρίσταται με σχεδόν δυσβάσταχτες λεπτομέρειες. Ανάμεσα στις γνωστές ζοφερές εικόνες συναντά κανείς ποιήματα που πέρασαν από χέρι σε χέρι στο Γκέτο της Βαρσοβίας· αποσπάσματα ημερολογίων, γεμάτα από την απελπισία των ανθρώπων που τα έγραψαν καθώς περίμεναν τον θάνατο· και ένα αντίγραφο μιας γέφυρας που ένωνε τα δύο τμήματα του Γκέτο της Βαρσοβίας, απ’ όπου ο θεατής μπορεί να δει -όπως και οι έγκλειστοι στο Γκέτο- εικόνες καθημερινής ζωής στους δρόμους από κάτω. Τα επόμενα εκθέματα μας εισάγουν στη μεταπολεμική περίοδο – μια εποχή όπου ο εβραϊκός πληθυσμός που είχε απομείνει μειώθηκε λόγω της μετανάστευσης, φτάνοντας στον σημερινό συγκριτικά μικρό αριθμό, αλλά η ζωή της εβραϊκής κοινότητας και οι πολιτιστικοί θεσμοί της γνώρισαν μια δυναμική αν και μικρής έκτασης αναβίωση.
Παρά την προσπάθειά του να καλύψει όλες τις πλευρές της ιστορίας, το μουσείο έχει δεχθεί πολλές επικρίσεις. Το κατηγορούν ότι δεν τιμά επαρκώς τους «δίκαιους» Πολωνούς, αλλά και ότι υποτιμά την έκταση του αντισημιτισμού σε διάφορες χρονικές περιόδους· κάποιοι θεωρούν ότι υποβαθμίζει τη σημασία της θρησκείας στην εβραϊκή ζωή, και κάποιοι άλλοι ότι προβάλλει υπερβολικά τη θρησκευτική ευλάβεια. Η απόλυτη ισορροπία στην παρουσίαση μιας τόσο μακρόχρονης και πολυδιάστατης ιστορίας είναι δύσκολο να επιτευχθεί, όμως το μεγάλο πλήθος των ενστάσεων ίσως εντέλει να δικαιώνει εμμέσως τις προσπάθειες του μουσείου να την παρουσιάσει αμερόληπτα. Όσες επιφυλάξεις και αν διατηρεί κανείς είναι δύσκολο να απομακρυνθεί από την έκθεση χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι για πολλούς αιώνες οι Εβραίοι αποτελούσαν ζωτικό κομμάτι της κοινωνίας της Πολωνίας.
Σε αυτή την ευαισθητοποίηση ενδεχομένως βοήθησαν τα εκπαιδευτικά προγράμματα του μουσείου που απευθύνονταν στο ευρύ κοινό σε διάφορες επαρχίες της χώρας. Ο Ντάριους Στόλα (Dariusz Stola), ιστορικός του εικοστού αιώνα και διευθυντής του μουσείου, σημειώνει ότι παρά την στατιστικά αισθητή άνοδο του αντισημιτισμού στην Πολωνία -παράλληλα με τη γενική άνοδο των ξενοφοβικών συμπεριφορών- το ενδιαφέρον για τα εβραϊκά θέματα δεν έχει υποχωρήσει. Το μουσείο συνεχίζει να προσελκύει ρεκόρ επισκεπτών από την Πολωνία και το εξωτερικό -πέρυσι μάλιστα προσέλκυσε πολλούς από το Ισραήλ- οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο ανακαλύπτουν εκ νέου την Πολωνία, ως τόπο που συνδέεται όχι μόνο με τα δεινά των Εβραίων αλλά και με μια σημαντική παρουσία της εβραϊκής κουλτούρας.
Η πρόσφατη κατάθεση από την πολωνική κυβέρνηση [και ψήφιση από την γερουσία] του προκλητικού «νομοσχεδίου για το Ολοκαύτωμα» επιβεβαιώνει περαιτέρω την ανάγκη για μια πιο σύνθετη ματιά στην ιστορία που παρουσιάζει το μουσείο. Οι συνήθεις αναφορές στα «πολωνικά στρατόπεδα θανάτου» στις άλλες χώρες οδηγούν δικαίως τους Πολωνούς στην υιοθέτηση μιας αμυντικής στάσης που υπερασπίζεται τη δική τους, συχνά αγνοούμενη, ιστορία: εκτός από τους Εβραίους, στα στρατόπεδα φυλακίστηκαν και πολλοί μη Εβραίοι Πολωνοί. Όμως ο νόμος, που προκάλεσε οργισμένες διαμαρτυρίες, ειδικά στο Ισραήλ, αποτελεί μια μάλλον σαφή και ιδιαίτερα επικίνδυνη προσπάθεια αναζωπύρωσης του εθνικιστικού συναισθήματος, σε μια εποχή που η πολωνική κυβέρνηση, με τη δική της εκδοχή της «ανελεύθερης δημοκρατίας», ανοίγει πόλεμο εναντίον του φιλελεύθερου προσανατολισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Ντάριους Στόλα προχώρησε σε μια εύγλωττη δήλωση εξ ονόματος του μουσείου, όπου αναφέρθηκε στη λαμπρή παράδοση της Τρίτης Δημοκρατίας να συζητά ανοιχτά τα δύσκολα ζητήματα, μεταξύ των οποίων η πολωνική συμμετοχή στο Ολοκαύτωμα και οι πλέον επώδυνες εκφράσεις της - όπως η σφαγή των εβραίων κατοίκων της πόλης Γεντβάντμπε από τους πολωνούς γείτονές τους. Τόνισε επίσης ότι υπάρχει ανάγκη να διαδίδεται η γνώση για τον σύνθετο χαρακτήρα του παρελθόντος και όχι να καταπνίγεται η συζήτηση μέσω δικαστικών μέτρων. Μένει να ελπίσουμε ότι η φωνή του, ανάμεσα σε πολλές άλλες, θα βοηθήσει να αποσυρθεί η νομοθεσία ή τουλάχιστον να τροποποιηθεί σημαντικά.
Το Μουσείο Εξέγερσης της Βαρσοβίας είναι αφιερωμένο σε ένα γεγονός που εκτός Πολωνίας εξακολουθεί συχνά να συγχέεται με την Εξέγερση του Γκέτο της Βαρσοβίας. Στη μεταπολεμική Πολωνία, οι μνήμες της εξέγερσης καλλιέργησαν τη διάχυτη αίσθηση μιας οδυνηρής ιστορικής αδικίας και την πεισματική αντίδραση εναντίον των κομμουνιστικών καθεστώτων. Η εξέγερση ξεκίνησε το 1944 από το παράνομο πολωνικό αντιστασιακό κίνημα -το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, το οποίο δρούσε μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες- με την ελπίδα να απελευθερωθεί η πρωτεύουσα από τη γερμανική κατοχή, και να αποτραπεί συγχρόνως η κατάληψή της από τη Σοβιετική Ένωση. Αντίθετα όμως με τις προσδοκίες τους, οι αντάρτες νικήθηκαν μετά από εξήντα τρεις ημέρες μαχών, κατά τις οποίες έχασαν τη ζωή τους πάνω από 154.000 άνθρωποι, οι περισσότεροι απλοί πολίτες, ενώ η Βαρσοβία ισοπεδώθηκε από τον γερμανικό στρατό κατά την υποχώρησή του, ολοκληρώνοντας έτσι το σχέδιο που κατέστρωνε ο Χίτλερ επί σειρά ετών. Ο σοβιετικός στρατός, υπακούοντας στις κυνικές διαταγές του Στάλιν, παρέμεινε στην απέναντι όχθη του ποταμού Βιστούλα, περιμένοντας να δει την πόλη να καταστρέφεται πριν εισβάλει, και στη συνέχεια έσπειρε κι εκείνος τον όλεθρο προχωρώντας δυτικά προς τη Γερμανία. Έκτοτε, το ερώτημα που αποτελεί αφορμή για έντονες αντιπαραθέσεις αφορά το κατά πόσο η εξέγερση ήταν μια πράξη θάρρους, αναγκαία για τη διάσωση του αυτοσεβασμού του έθνους και βασισμένη σε μια ρεαλιστική πιθανότητα να κερδίσει την ελευθερία του, ή αποτελούσε απλώς μια έκφραση ηρωισμού των Πολωνών, που οδήγησε στην άσκοπη -και απερίσκεπτη- απώλεια ανθρώπινων ζωών.
Το μουσείο που είναι αφιερωμένο σε αυτό το γεγονός ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2004 και χρησιμοποιεί κάθε μέσο που έχει στη διάθεσή του, όχι μόνο για να δώσει πληροφορίες για την εξέγερση ή να αναδείξει τις λεπτές αποχρώσεις των επιχειρημάτων που την αφορούν, αλλά για να δείξει και τα δραματικά αποτελέσματά της. Το κύριο τμήμα του μουσείου στεγάζεται σε ένα κτίριο που χρησίμευε ως ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός για τις γραμμές του τραμ της Βαρσοβίας στις αρχές του εικοστού αιώνα· η βιομηχανική αρχιτεκτονική του ταιριάζει απόλυτα στα ζοφερά εκθέματά του. Όταν το επισκέφθηκα, το πλήθος που περίμενε να μπει μέσα αποτελούνταν, ως συνήθως, στην πλειονότητά του από νέους ανθρώπους. Μέσα στις υποφωτισμένες και ακανόνιστου σχήματος αίθουσές του, μια χαμηλότονη μουσική που προκαλεί ανησυχία συνοδεύει ηχητικά τα εκθέματα. Στις παλιές τηλεφωνικές συσκευές, πάνω στα μικρά έπιπλα-βάσεις για τηλεόραση, μπορεί κανείς να ακούσει ανθρώπους που πήραν μέρος στην εξέγερση -κάποιοι ακόμα έφηβοι τότε- να μιλούν για τις αναμνήσεις τους και για τις έντονες λογομαχίες με τους γονείς τους, που παρά τις συχνές ανησυχίες τους για την απόφαση των παιδιών να συμμετάσχουν στον αγώνα, επιχείρησαν σπάνια να τα εμποδίσουν. Σε άλλο σημείο μπορεί κανείς να βρει βιογραφίες των ανταρτών που φυλακίστηκαν και ενίοτε καταδικάστηκαν σε θάνατο από τις κομμουνιστικές αρχές μεταπολεμικά, μια περίπτωση κατάχρησης εξουσίας που έριχνε λάδι στη φωτιά της αντικομμουνιστικής μνήμης για δεκαετίες.
Το μουσείο αναδεικνύει τη σημαντική συμβολή των γυναικών που συμμετείχαν στην εξέγερση, οι οποίες μαγείρευαν φαγητό για τον όλο και πιο πεινασμένο πληθυσμό, φρόντιζαν τους τραυματίες στα νοσοκομεία ή δούλευαν στα πρόσφατα νομιμοποιημένα εκτυπωτικά πιεστήρια, ένα από τα οποία φιλοξενείται σε αντίγραφο. Τα εκθέματα περιλαμβάνουν από στολές των ανταρτών και στρατιωτικά αντικείμενα έως μια γερμανική μοτοσικλέτα, έναν πύραυλο και κάποια άλλα πολωνικά όπλα μικρότερης ισχύος. Ένας σχηματισμός από στενές στρογγυλές σήραγγες μεταφέρει στο κοινό την εμπειρία της μετακίνησης μέσα από το αποχετευτικό δίκτυο, κάτι που αναγκάζονταν συχνά να κάνουν οι άνθρωποι στη διάρκεια της εξέγερσης (θέμα επίσης της σπουδαίας ταινίας Κανάλ του Αντρέι Βάιντα). Σε μια αίθουσα προβολών παρουσιάζονται κάποια από τα φιλμ που κινηματογραφούνταν καθημερινά κατά τη διάρκεια της εξέγερσης και προβάλλονταν τα βράδια στους κινηματογράφους της Βαρσοβίας, με σχόλια του σκηνοθέτη. Εκεί μπορεί κανείς να δει τις συγκινητικές εκκλήσεις ακαδημαϊκών προς τον πληθυσμό της Βαρσοβίας, όπου του ζητούν να διαφυλάξει την πολιτιστική κληρονομιά της πρωτεύουσας, και να ακούσει ηχογραφημένα αρχεία από ραδιοφωνική εκπομπή των Σοβιετικών, που προτρέπουν τους Πολωνούς, πριν από την εξέγερση, να αντισταθούν στους Ναζί, καθώς επίσης και τον Στάλιν να λέει, μετά το γεγονός, «λυπάμαι για τις απώλειες του λαού σας - αλλά η εξέγερση έγινε πολύ νωρίς».
Όταν ρωτάω έναν νεαρό για ένα από τα εκθέματα, ένα αεροσκάφος Halifax της RAF που καταρρίφθηκε ενώ προσπαθούσε να παραδώσει είδη πρώτης βοήθειας στους αντάρτες, η απάντησή του φέρνει στο προσκήνιο την προδοτική συμπεριφορά των Σοβιετικών. Μου εξηγεί, δείχνοντας ότι γνωρίζει τα γεγονότα, ότι οι Σοβιετικοί εμπόδισαν τα αεροσκάφη των Συμμάχων να χρησιμοποιήσουν τα σοβιετικά πεδία προσγείωσης, οδηγώντας πολλούς πιλότους στον θάνατο. Καθώς τον ακούω, διακρίνω στη φωνή του ένα μικρό τρέμουλο συγκίνησης, κάτι που δύσκολα θα συναντούσε κανείς στους έφηβους επισκέπτες, παραδείγματος χάριν, του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου του Λονδίνου.
Ο διευθυντής του μουσείου Γιαν Ολντακόφσκι (Jan Ołdakowski) είχε πει ότι η ιστορία της εξέγερσης μιλά στην καρδιά των νέων ανθρώπων, οι οποίοι έλκονται από τα ιδεώδη του πατριωτισμού και της αντίστασης της γενιάς εκείνης των προγόνων τους. Κάποιοι μάλιστα από τους επικριτές του μουσείου τον έχουν κατηγορήσει για υπέρμετρο πατριωτισμό - και για το ότι προωθεί την ιδέα της νίκης των Πολωνών. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι τελευταίες εικόνες που συναντάμε στην έκθεση είναι εκείνες της ισοπεδωμένης Βαρσοβίας, η κριτική αυτή αποτελεί πολύ λιγότερο απάντηση στον τρόπο προβολής των γεγονότων από το μουσείο από ό,τι έκφραση της επιθυμίας των φιλελεύθερων επικριτών του να αποστασιοποιηθούν από οτιδήποτε μοιάζει με μαχητικό εθνικισμό. Για τον Ολντακόφσκι, το μουσείο δείχνει τις τρομερές συνέπειες της εξέγερσης αλλά και την απόλυτα θεμιτή επιθυμία όσων συμμετείχαν σε αυτήν να κερδίσουν την ελευθερία τους, σε μια εποχή όπου το έθνος ήταν εγκλωβισμένο μεταξύ δύο ολοκληρωτισμών.
Η δυσκολία να ερμηνεύσουμε το μήνυμα του μουσείου ενδεχομένως αντανακλά τη δυσκολία να καταλήξουμε σε συμπεράσματα για την ίδια την εξέγερση. Η συμβουλευτική επιτροπή του μουσείου περιλάμβανε ιστορικούς που επέκριναν την εξέγερση και άλλους που την υποστήριζαν ένθερμα. Ορισμένοι, εντούτοις, έχουν διατυπώσει την άποψη ότι το καταστροφικό αυτό επεισόδιο είχε την κλασική δομή μιας τραγωδίας - δεν υπήρχαν καλές επιλογές. Όταν το ανέφερα αυτό στον Άνταμ Μίχνικ, έναν από τους πιο διάσημους αντιφρονούντες, στέλεχος της Αλληλεγγύης και μια από τις ισχυρότερες ηθικές φωνές στην Πολωνία τα χρόνια μετά το 1989, εκείνος απάντησε με μία λέξη: «Σαίξπηρ». Η πολεμική ιστορία της Πολωνίας σε όλες τις φάσεις της απαιτεί εξαιρετική ανοχή απέναντι στην ασάφεια και αποδοχή της ηθικής πολυπλοκότητας.
Οι αποκλίνουσες απόψεις για την έννοια του πατριωτισμού στη σύγχρονη Πολωνία βρίσκονται επίσης στο επίκεντρο της εξελισσόμενης διαμάχης μεταξύ του πρόσφατα ιδρυθέντος Μουσείου του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου στο Γκντανσκ και των ηγετών του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη. Ο ιστορικός Πάβελ Μαχτσέβιτς (Paweł Machcewicz), και ιδρυτικός διευθυντής του μουσείου, επισήμανε πρώτος την ανάγκη ύπαρξης του μουσείου, σε άρθρο του που δημοσίευσε σε εφημερίδα το 2007. Η θέση του αποτελούσε εν μέρει αντίδραση σε ένα γερμανικό κίνημα που προωθούσε την ιδέα ενός μουσείου αφιερωμένου στις απελάσεις των Γερμανών από την Πολωνία και από άλλα κράτη στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η προβολή της γερμανικής θυματοποίησης (με τις συνακόλουθες απαιτήσεις για επανορθώσεις) ενόχλησε όλους σχεδόν τους Πολωνούς, οι οποίοι την είδαν ως οδυνηρή παραμόρφωση της ιστορικής αλήθειας, που αδιαφορούσε για τα ζητήματα της αιτιώδους συνάφειας και της ευθύνης.
Ο Μαχτσέβιτς θεώρησε ότι η κατάλληλη αντίδραση θα ήταν η ίδρυση ενός πολωνικού μουσείου που θα έθετε σε σωστή προοπτική τις εκτοπίσεις των Γερμανών και άλλων και θα έδειχνε τις επιπτώσεις του πολέμου στους πληθυσμούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Την ιδέα αυτή υιοθέτησε σύντομα ο Ντόναλντ Τουσκ, ο νέος πρωθυπουργός, και την ανέφερε στην πρώτη συνομιλία του με την Άνγκελα Μέρκελ, με την ελπίδα να την πείσει ότι ένα τέτοιο μουσείο θα καθιστούσε περιττή την δημιουργία ενός γερμανικού μνημείου αφιερωμένου στους «εκτοπισθέντες»[4]. Εκείνη δεν πείστηκε, όμως ο Τουσκ ενέκρινε την ίδρυση του μουσείου, με κεφάλαια που θα προέρχονταν από πολωνικές πηγές. Αρχικά το μουσείο επρόκειτο να ιδρυθεί στη Βέστερπλατε, μια χερσόνησο στο λιμάνι του Γκντανσκ, όμως σύντομα μεταφέρθηκε σε μια περιοχή κοντύτερα στο κέντρο της πόλης και στο ταχυδρομείο, όπου είχε γίνει μια από τις πρώτες πολεμικές επιθέσεις, την 1η Σεπτεμβρίου του 1939. Οι υπάλληλοι του ταχυδρομείου, αφού έδωσαν μάχη επί δεκαπέντε ώρες για να σώσουν το κτίριο, εκτελέστηκαν όλοι πλην τεσσάρων ατόμων που διέφυγαν - για να ακολουθήσουν μετά οι μαζικές δολοφονίες πολωνών πολιτών, με πρώτους όσους ανήκαν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της χώρας.
Το ίδιο το μουσείο, πάνω στο οποίο στέκεται ένας κεκλιμένος γυάλινος πύργος σε κόκκινο πλαίσιο, μοιάζει με γλυπτό, ενώ οι αίθουσες που φιλοξενούν τα πολυάριθμα εκθέματά του βρίσκονται όλες βαθιά κάτω από τη γη. Η πρόθεση των ιδρυτών του μουσείου ήταν σαφής εξαρχής: ήθελαν να δείξουν τον πόλεμο στις παγκόσμιες διαστάσεις του και να τονίσουν τα δεινά των πολιτών οι οποίοι, σε αντίθεση με προηγούμενες συγκρούσεις, βίωσαν τις μεγαλύτερες απώλειες πολέμου. Και συγχρόνως, όπως έχει γράψει ο Μαχτσέβιτς, ήθελαν «να εισαγάγουν την εμπειρία της Πολωνίας και της κεντρο-ανατολικής Ευρώπης στην ιστορική μνήμη της Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου».
Το μουσείο είχε προγραμματιστεί να ανοίξει το 2017. Όμως τον Αύγουστο του 2015 εκλέχθηκε η νέα συντηρητική κυβέρνηση, και ένας συνάδελφος του Μαχτσέβιτς, που γνώριζε πολλά εκ των έσω, του είπε προειδοποιητικά «είσαι πεθαμένος». Στα μάτια της νέας κυβέρνησης, το μουσείο δεν ήταν αρκετά πατριωτικό ή ικανό να εμπνεύσει· το ότι περιλάμβανε και άλλα έθνη και παγκοσμιοποιούσε τα δεινά κινδύνευε να υποβαθμίσει τη σημασία της πολωνικής ιστορίας και ταυτότητας ή να οδηγήσει στον «εξευρωπαϊσμό» τους. Ο Μαχτσέβιτς επέμεινε ότι το μουσείο θα έκανε ακριβώς το αντίθετο. Λέει ότι γνώριζε από τα ταξίδια του στο εξωτερικό πως η πολωνική πλευρά του πολέμου παρέμενε ουσιαστικά άγνωστη εκτός χώρας και ότι η τοποθέτησή της σε ένα ευρύτερο πλαίσιο θα αναδείκνυε τις ιδιαίτερες συνθήκες της - και τον μοναδικό χαρακτήρα της πολωνικής αντίστασης.
Δύσκολα θα διαφωνούσε κανείς μαζί του μετά από μια περιήγηση στο μουσείο, βλέποντας την εξέλιξη του πολέμου σε ολόκληρο τον κόσμο και αντικρίζοντας τις φρικτές αγριότητές του. Κάποια από αυτά τα κομμάτια της ιστορίας είναι πιο γνωστά από εκείνα που εκθέτουν τα άλλα νέα μουσεία της Πολωνίας, όμως η παρουσίασή τους στο μουσείο του Γκντανσκ, μέσα από τα συναισθηματικά φορτισμένα εκθέματα που αφορούν εκατοντάδες προσωπικές ιστορίες και μέσα από την ανάδειξη της τεράστιας κλίμακας των συλλογικών δεινών, καταφέρνει να εμβαθύνει και συγχρόνως να διευρύνει την αντίληψη και κατανόησή μας για το τι σημαίνει «ολοκληρωτικός πόλεμος».
Η αποτροπή της λειτουργίας του μουσείου αποτέλεσε κεντρικό άξονα της «πολιτιστικής πολιτικής» της νέας κυβέρνησης. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν, όπως τις περιγράφει ο Μαχτσέβιτς στο βιβλίο του Muzeum (2017), ήταν εκπληκτικές: νυχτερινές επισκέψεις στο διαμέρισμά του από αξιωματούχους του Κεντρικού Γραφείου Καταπολέμησης της Διαφθοράς, που αναστάτωναν την οικογένειά του κατά την απουσία του· προσπάθειες μεταφοράς του μουσείου στη Βέστερπλατε, κάτι που ουσιαστικά θα ακύρωνε τη λειτουργία του σημερινού μουσείου· επαναλαμβανόμενοι έλεγχοι στον Μαχτσέβιτς και τους συναδέλφους του, βασισμένοι σε ψευδείς κατηγορίες για οικονομική ανευθυνότητα.
Ο Μαχτσέβιτς πολέμησε γενναία και παρά τις προσπάθειες απομάκρυνσης από τη θέση του κατάφερε να στηρίξει το μουσείο μέχρι την πρώτη ημέρα της λειτουργίας του, στις 23 Μαρτίου 2017. Στις 6 Απριλίου το μουσείο τέθηκε επίσημα σε καθεστώς οικονομικής εκκαθάρισης μέσω ενός νομικού τεχνάσματος και στη συνέχεια έγινε αμέσως επανασύστασή του, με νέο διευθυντή που ανήκει στο κυβερνών κόμμα και δεν έχει καμία εμπειρία ως ιστορικός. Ωστόσο, παρότι η κυβέρνηση είχε στο παρελθόν απειλήσει ότι θα απομάκρυνε πολλά αντικείμενα από την έκθεση, τα περιεχόμενα του μουσείου έχουν παραμείνει μέχρι στιγμής σχεδόν ανέγγιχτα.
Η μοναδική σοβαρή αλλαγή που έγινε στο πλαίσιο της νέας διαχείρισης ήταν ότι αντικαταστάθηκε ένα κινηματογραφικό φιλμ στο τέλος της έκθεσης, το οποίο παρουσίαζε τις έντονες αντιθέσεις μεταξύ της μεταπολεμικής Ανατολής και Δύσης και τη διαρκή παρουσία των πολέμων μέχρι σήμερα, από άλλο που προβάλλει πράξεις πολωνικού ηρωισμού με έναν κάπως δυσοίωνο, προειδοποιητικό τόνο. Από τότε, ο Μαχτσέβιτς και τρεις συνάδελφοί του έχουν ασκήσει αγωγή εναντίον του νέου διευθυντή του μουσείου στο περιφερειακό δικαστήριο του Γκντανσκ, διεκδικώντας τα πνευματικά δικαιώματά τους στην έκθεση, και ζητώντας την αποκατάσταση του μουσείου στην αρχική του μορφή. Ο Μαχτσέβιτς και οι συνάδελφοί του εξακολουθούν να καλούνται σε ακροαματικές διαδικασίες και να υποβάλλονται σε άλλες μορφές παρενόχλησης. Παρ’ όλα αυτά, η λειτουργία του μουσείου σε μια μορφή που δεν έχει αλλάξει πολύ από την αρχική του αποτελεί σίγουρα νίκη, αν και γλυκόπικρη, για τους ιδρυτές του και για τη στρατηγική της ανοιχτής πολιτικής αντίστασης που ακολουθούν.
Το ζήτημα της αντίστασης χωρίς βία είναι κεντρικό και για το άλλο νέο μουσείο του Γκντανσκ: το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αλληλεγγύης (ESC) που άνοιξε το 2014. Το στιβαρό και όμορφο αυτό κτίριο, με πρόσοψη από γυαλί και μέταλλο, κι έναν υπέροχο κήπο που βλέπει στο ναυπηγείο του Γκντανσκ, είναι συγχρόνως ένα μουσείο αφιερωμένο σε μια από τις ελάχιστες μη βίαιες επαναστάσεις στον κόσμο, αλλά και πολιτιστικός κόμβος που φιλοξενεί συζητήσεις και εκδηλώσεις με συμμετέχοντες από όλη την Ευρώπη.
Για όσους θυμούνται την εποχή που παρακολουθούσαν στις ειδήσεις τις δραματικές εξελίξεις στην Αλληλεγγύη, κάποιες φωτογραφίες στο πολύ περιεκτικό αυτό μουσείο -του νεαρού Λεχ Βαλέσα καθώς τον ανασηκώνουν με τα χέρια στον αέρα με επευφημίες οι εργάτες των ναυπηγείων ή τις συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης που οδήγησαν στην αναίμακτη μετάβαση στη δημοκρατία- θα τους προκαλέσουν ένα αίσθημα νοσταλγίας και ευχάριστης αναστάτωσης. «Χαίρομαι ιδιαίτερα», δήλωσε ο διευθυντής του μουσείου Μπάζιλ Κέρσκι,
διότι μέσα στο περιβάλλον έντονων πολιτικών συγκρούσεων που επικρατεί στην Πολωνία, το ESC προσφέρει ένα χώρο ηρεμίας, πολιτισμένων συζητήσεων, σεβασμού προς τον άλλον. Ειλικρινά ομολογώ ότι καθώς έβλεπα τον δείκτη στο θερμόμετρο των πολιτικών συζητήσεων να ανεβαίνει ... ανησυχούσα ότι η ατμόσφαιρα διχασμού θα περάσει και το δικό μας κατώφλι. Χαίρομαι ιδιαίτερα που δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Ο Κέρσκι πιστεύει ότι υπάρχουν πολλά που μπορούμε να μάθουμε σήμερα από την πλουραλιστική και χωρίς αποκλεισμούς προσέγγιση της Αλληλεγγύης, η οποία αγκάλιασε όλα τα κομμάτια της κοινωνίας, αλλά και από την ικανότητά της να συμβιβάζεται όταν αυτό ήταν απαραίτητο για την αποφυγή βίαιων συγκρούσεων. Επισημαίνει επίσης ότι με την κατάλυση της κυριαρχίας της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Ευρώπη, η Αλληλεγγύη άλλαξε τη διαμόρφωση της ηπείρου - όσο δύσκολα και διχαστικά και αν αποδείχθηκαν τα προαπαιτούμενα για την ελευθερία.
Σε ό,τι αφορά το μέλλον των πολιτιστικών ιδρυμάτων της Πολωνίας, ο Κέρσκι αναφέρει ότι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτό που θα ονομάζαμε πολιτικό θάρρος των κατοίκων της χώρας να αντιταχθούν στις περιοριστικές πολιτικές, καθώς και από την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το θάρρος δεν λείπει· όμως το Κέντρο Αλληλεγγύης είναι εκεί για να υπενθυμίζει το γεγονός ότι οι δημοκρατικές ελευθερίες, για τις οποίες έγιναν γενναίοι αγώνες στο παρελθόν, χρειάζονται και πάλι υπεράσπιση. Τα υπόλοιπα μουσεία δίνουν κι αυτά τη δική τους μαρτυρία για την ιστορία μιας χώρας, που σε πολλές κρίσιμες συγκυρίες διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για τη μοίρα της Ευρώπης και μπορεί σήμερα να αποτελέσει πεδίο δοκιμών για την επιτυχία ή την αποτυχία της ίδιας της ιδέας της Ευρώπης.
© EVA HOFFMAN 2018
— Μετάφραση - σημειώσεις: Αναστασία Μωράκη
[1] Η εβραϊκή ονομασία της Πολωνίας είναι Πόλιν, γι’ αυτό και το Μουσείο Ιστορίας των Πολωνών Εβραίων ονομάζεται POLIN Museum. Εγκαινιάστηκε στη Βαρσοβία το 2013 και λειτουργεί πλήρως από το 2014 καλύπτοντας 1000 χρόνια ιστορίας των Εβραίων της Πολωνίας.
[2] Τα στετλ ήταν μικρές πόλεις της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες κατοικούνταν σε μεγάλο μέρος τους από εβραϊκό πληθυσμό που μιλούσε γίντις.
[3] Οι τέσσερις επαρχίες ήταν η Μεγάλη Πολωνία (πρωτεύουσα Πόζεν / Πόζναν), η Μικρή Πολωνία (Κρακοβία), οι Ποδολία και Γαλιτσία με πρωτεύουσα την Λέμπεργκ / Λβουφ, σημερινή ουκρανική Λβιβ) και η Βολυνία (πρωτεύουσα Όστρογκ ή Κρέμενετς). Τουλάχιστον η Βολυνία και η Ποδολία δεν ήταν αρχικά κτήσεις της καθαυτής Πολωνίας, αλλά της Λιθουανίας και, μετά την δυναστική ένωση των δύο χωρών, ενσωματώθηκαν στην πολωνο-λιθουανική Κοινοπολιτεία (Rzeczpospolita). Πηγή: Jewish Encyclopedia.
[4] Σύμφωνα με την καγκελάριο Μέρκελ, «η εκδίωξη άνω των 12 εκατομμυρίων ανθρώπων από εδάφη τής τότε Γερμανίας [Πομερανία, Σιλεσία], τα οποία σήμερα ανήκουν στην Πολωνία, είναι προφανώς μια αδικία» (δήλωση στο γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο ARD, 1.9.2009).