«Κοινό περί δικαίου αίσθημα vs. Κράτος δικαίου ‒ Το δύσκολο τρίγωνο: Δικαιοσύνη - Κοινή Γνώμη - Πολιτική» ήταν το θέμα της ανοιχτής συζήτησης που πραγματοποίησε ο Κύκλος Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση, την Τετάρτη 31.1.2018, στο ξενοδοχείο King George της Αθήνας. Στη συζήτηση έλαβαν μέρος (κατ’ αλφαβητική σειρά) οι Ευάγγελος Βενιζέλος (πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Παναγιώτης Πικραμμένος (επίτιμος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρώην υπηρεσιακός Πρωθυπουργός), Βασίλειος Μαρκής (επίτιμος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων), Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος (Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών), Σταύρος Τσακυράκης (Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών).
Από τις σύντομες εισηγήσεις τους δημοσιεύουμε εκείνη του επίτιμου Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Μαρκή, διότι αφορά δύο μείζονα δικαστικά σκάνδαλα διασυρμού της Ελληνικής Δικαιοσύνης: την υπόθεση Σώρρα, της οποίας την τροπή άλλαξε η παρέμβαση της Athens Review of Books (τχ. 80, Ιαν. 2017), και το διαρκές δικαστικό και πολιτικό σκάνδαλο της υπόθεσης της σκευωρίας με στόχο το κλείσιμο του περιοδικού από τον υπουργό Εξωτερικών. Σ’ αυτή την προσπάθεια ο Κοτζιάς είχε συμμάχους και συμμαχητές κάποιους συγκεκριμένους δικαστές, μεταξύ των οποίων τον ήδη Πρόεδρο και δύο Αντιπροέδρους του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι συγκεκριμένοι έδωσαν γραπτές εξετάσεις για την προαγωγή τους με την απόφαση 697/2017 του Αρείου Πάγου που επικύρωνε την παρανοϊκή και σαφώς ανέντιμη απόφαση 4034/2015 του Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία: «Ναι μεν απεδείχθη [!!!] ότι ο ενάγων [: Ν. Κοτζιάς] υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του ΚΚΕ» [το οποίο φέτος γιορτάζει τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του (1918)], όμως «ούτε και από τα κείμενά του που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι προκύπτει ο θαυμασμός του για το εν λόγω απολυταρχικό καθεστώς [: Χόνεκερ] και η διαφήμισή του»…
Δεν πρόκειται να σας απασχολήσω με θεωρητικά ζητήματα. Αυτό που θα προσπαθήσω να κάνω στα λίγα λεπτά της εισήγησής μου είναι να σας εκθέσω τη βιωματική μου σχέση με το πρόβλημα με βάση την υπερσαραντάχρονη εισαγγελική μου πορεία.
Σε καθημερινή βάση σε ολόκληρη την Ελλάδα εκατοντάδες δικαστήρια εκδικάζουν χιλιάδες υποθέσεις. Παράλληλα εισαγγελείς ασκούν εκατοντάδες ποινικές διώξεις και απορρίπτουν ή αρχειοθετούν εκατοντάδες δικογραφίες, ενώ για εκατοντάδες υποθέσεις ενεργείται προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση ή κύρια ανάκριση. Το σύνολο αυτού του έργου αποτελεί τη συνεισφορά της Δικαιοσύνης των Δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών στην καθημερινή υλοποίηση αυτού που έχουμε συνηθίσει να λέμε λειτουργία του κράτους δικαίου.
Το έργο αυτό, στο οποίο εμφιλοχωρούν αρκετά συχνά και λάθη και αστοχίες και που εκτελείται αρκετές φορές κάτω από δύσκολες συνθήκες, εκτελείται «ερήμην» τόσο της κοινής γνώμης όσο και της πολιτικής. Το ορθότερο θα ήταν ίσως να πω ότι το έργο αυτό «έμμεσα» μόνο συνδέεται με τη κοινή γνώμη. Η τύχη κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης, στο συνήθως συμβαίνον, αφορά αποκλειστικά και μόνο τους διαδίκους και το περιβάλλον τους. Έτσι καθημερινά υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτών που είναι ικανοποιημένοι από τη Δικαιοσύνη (είναι αυτοί που η υπόθεσή τους είχε θετική έκβαση), ενώ εκείνοι που θίγονται από τις αποφάσεις ή ενέργειες εκφράζουν ιδιαίτερα αρνητικά αισθήματα κατά της Δικαιοσύνης σε πρώτη ευκαιρία. Οι δύο αυτές μεγάλες ομάδες διαμορφώνουν τη θέση της κοινής γνώμης «έναντι της Δικαιοσύνης» όπως αυτή εκφράζεται σε διάφορες σφυγμομετρήσεις.
Η εικόνα αυτή αλλάζει δραματικά σε κάποιες υποθέσεις. Ισχυροί οικονομικά διάδικοι, ΜΜΕ, συντεχνίες, κόμματα και κυρίως εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας, πρωταγωνιστούν στις περιπτώσεις αυτές στην προσπάθεια επηρεασμού των δικαστικών λειτουργών. Στις μεθόδους περιλαμβάνονται απειλές ή έπαινοι, δυσφημιστικά δημοσιεύματα για τους ίδιους ή μέλη της οικογένειάς τους.
«Πρόσφατα μία νέα φρασεολογία εισήλθε στον δημόσιο διάλογο, καθώς από επίσημα κυβερνητικά χείλη προβάλλεται η επιθυμία ή απαίτηση οι δικαστικές αποφάσεις να αντανακλούν το λεγόμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τι σημαίνει ακριβώς αυτό; Ποιος εκφράζει αυτό το αίσθημα και τι συμβαίνει αν υπάρχουν υπόνοιες ή ακόμη και βάσιμες ενδείξεις δυσαρμονίας μεταξύ του αισθήματος και της απόφασης; Θα επικρατήσει το αίσθημα ή θα κατισχύσει η απόφαση; Στην πραγματικότητα η απάντηση είναι απλή. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα δεν έχει καμία θέση στη συζήτηση για τη δικαιοσύνη, η επίκλησή του γίνεται εκ του πονηρού και με σκοπό να μετριάσει ή και να εξουδετερώσει τις συνέπειες της δικαστικής απόφασης, η δε ενδεχόμενη επικράτησή του απειλεί καίρια την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καθώς την καλεί να αφουγκράζεται την κοινωνία και να συντονίζει τις ενέργειές της με την εικαζόμενη βούληση μίας θολής πλειοψηφίας. Η ορθή δικανική κρίση δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με τις όποιες πλειοψηφίες διαμορφώνονται στην κοινή γνώμη, αλλά οφείλει να προστατεύει και τα δικαιώματα των ολίγων έναντι των πολλών. Οι δικαστές δεν ακολουθούν τις ευμετάβλητες πλειοψηφίες της κοινής γνώμης, αλλά το Σύνταγμα και τους νόμους.» (Βλ. Βασίλειος Σκουρής, «Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης: 30 χρόνια μετά»[1]).
Η θέση αυτή με εκφράζει απόλυτα, γι’ αυτό και την αποδέχομαι πλήρως. Έχω δε τη γνώμη ότι αν κάποιος ήθελε να ασκήσει κριτική σε κάποιες αποφάσεις, πέραν της επιστημονικής, εκείνο που θα μπορούσε να επικαλεστεί είναι η «παραβίαση της κοινής λογικής». Γιατί δυστυχώς και αυτό συμβαίνει σε κάποιες περιπτώσεις, όπως παραδείγματος χάρη σε γνωστή υπόθεση που το δικαστήριο δέχθηκε ότι κάποιος Έλληνας πολίτης έχει στη διάθεσή του ποσό πολλαπλάσιο εκείνου που κατέχουν όλοι μαζί οι δέκα πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο· αλλά και σε άλλη υπόθεση που το δικαστήριο, για να στηρίξει τον δικανικό του συλλογισμό, δέχθηκε ότι ο ενάγων (που σημειωτέον είχε γεννηθεί τη δεκαετία του 1950) υπήρξε εκ των συνιδρυτών του ΚΚΕ!
Θα τελειώσω την παρέμβασή μου με επίκληση της εμπειρίας μου, για το πώς αντιμετωπίζονται στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης οι προσπάθειες αυτές επηρεασμού και καθοδήγησης από εξωγενείς παράγοντες. Μεγάλος αριθμός δικαστικών λειτουργών και κυρίως εκείνοι που είναι σίγουροι για τον εαυτό τους και τη συγκρότησή τους παραμένουν αδιάφοροι και ενεργούν ψύχραιμα και κατά συνείδηση. Ένας μικρός αριθμός θέλγεται από τους επαίνους και τα συγχαρητήρια και φροντίζει να συμπλέει προς την κατεύθυνση αυτή. Άλλους, ελάχιστους, φοβίζουν οι επιθέσεις και τα αρνητικά δημοσιεύματα, κυρίως όταν πρόκειται για επιθέσεις κατά συγκεκριμένου προσώπου. Ωστόσο, υπάρχει ένας μικρός αριθμός δικαστικών λειτουργών που οι οποιεσδήποτε επιθέσεις όχι μόνον δεν τους πτοούν αλλά λειτουργούν προς αντίθετη κατεύθυνση, για να αποδείξουν ότι διαθέτουν δικαστικό φρόνημα που δεν κάμπτεται από οποιαδήποτε έξωθεν παρέμβαση.
Τέλος, διαχρονικά υπάρχει ένας μικρός αριθμός ανωτάτων κυρίως δικαστικών λειτουργών, που εγώ αποκαλώ «καριερίστες», οι οποίοι, έχοντας τη φιλοδοξία να καταλάβουν θέσεις στη δικαστική ιεραρχία που πληρώνονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (Προέδρων και Αντιπροέδρων Ανωτάτων Δικαστηρίων και Εισαγγελέα Αρείου Πάγου), φροντίζουν να εναρμονίσουν τις ενέργειές τους με τις κυβερνητικές επιδιώξεις. Δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι τρία από τα μέλη της σύνθεσης του Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που με απόφασή του δικαίωσε προβεβλημένο Υπουργό στην αντιδικία του με περιοδικό που εκδίδεται στην Αθήνα, μεταξύ των οποίων και η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης που ψήφισε τελικά κατά της εισήγησής της, κατέλαβαν με κυβερνητική απόφαση θέσεις στο Προεδρείο του Αρείου Πάγου. Θα έχει νομίζω ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν κάποτε έλθουν στη δημοσιότητα τα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου που αποφάσισε τις υπηρεσιακές αυτές μεταβολές, αν προέκυπτε ότι στην ψηφοφορία μετείχε και ο Υπουργός που είχαν δικαιώσει με την απόφασή τους οι προαχθέντες δικαστικοί λειτουργοί.
[1] Ομιλία του Πρώην Προέδρου του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βασίλειου Σκουρή στην ημερίδα για τα 30 χρόνια από την ίδρυση της Εταιρίας Νομικών Βορείου Ελλάδος (Ε.ΝΟ.Β.Ε.) την Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017. Το κείμενο της ομιλίας του είναι διαθέσιμο στο https://www.constitutionalism.gr/2017-skouris-dikaiosuni/