Γιάννης Μέγας και Τζέκυ Μπενμαγιόρ, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης: Μαρτυρίες μη Θεσσαλονικέων 50 μ.Χ. - 1912, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 550
Η πολυγλωσσία των πηγών που αναφέρονται στην εβραϊκή παρουσία στη Θεσσαλονίκη αποτελούσε για πολλά χρόνια τη δικαιολογία για την απουσία επιστημονικών μελετών και την έλλειψη ενδιαφέροντος στην Ελλάδα για αυτό το γνωστικό αντικείμενο. Σήμερα, χάρη στο έργο: Γιάννης Μέγας και Τζέκυ Μπενμαγιόρ, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης: Μαρτυρίες μη Θεσσαλονικέων 50 μ.Χ. - 1912, το παραπάνω κώλυμα έχει ανατραπεί. Με 342 κείμενα περιηγητών, αρχαιολόγων, διπλωματών, ιερέων ξένων αποστολών, ξένων εφημερίδων κ.ά., μεταφρασμένων στα ελληνικά από 20 διαφορετικές γλώσσες, και συνοδευόμενων από 95 γκραβούρες και φωτογραφίες, σχολιασμένες με λεζάντες, με γλωσσάρι ιστορικών όρων, διεθνή βιβλιογραφία και ευρετήριο, οι επιμελητές του τόμου παραδίδουν στο κοινό έναν όχι μόνον επιστημονικό αλλά και αναγνωστικό θησαυρό.
Ξένοι που επισκέφθηκαν την πόλη διαχρονικά σε διάστημα δύο χιλιάδων περίπου ετών, χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους –ακόμη και όταν συνέβαινε να είναι σύγχρονοι– καταγράφουν τις εντυπώσεις τους και αναλύουν τις πληροφορίες τους για την ιδιαίτερη αυτή πόλη, η οποία, όλοι συμφωνούν ότι, τουλάχιστον μετά το 1492 και ως το 1912, χαρακτηρίζεται από την εβραϊκή της φυσιογνωμία. Οι περισσότεροι από αυτούς, άλλοι διαπνεόμενοι από αντισημιτικές προκαταλήψεις και άλλοι αποστασιοποιημένοι παρατηρητές, επισημαίνουν, επικαλούμενοι πολύ συχνά και δημογραφικά στοιχεία, όχι μόνον την αριθμητική αλλά και την κοινωνική υπεροχή των εβραίων κατοίκων. Υπογραμμίζεται από διάφορες μαρτυρίες ότι οι Ισπανοεβραίοι επιβάλλουν τη γλώσσα τους ως ντοπιολαλιά αλλά και τον ρυθμό της κοινωνικής και πνευματικής τους ζωής που διέπεται –όχι μόνο για τους θρησκευόμενους αλλά και για τους αλλόθρησκους– από το εβραϊκό Σάββατο, επίσημη εβδομαδιαία αργία έως και το 1923.
Τα θέματα των κειμένων της συλλογής δεν περιορίζονται βέβαια μόνον σε ό,τι αφορά τους εβραίους κατοίκους. Στα ίδια κείμενα, όπως είναι φυσικό, οι συγγραφείς σχολιάζουν και τις άλλες εθνικές ομάδες που συμβιώνουν εδώ κάτω από διαφορετικά πολιτεύματα, σε όλες τις ιστορικές περιόδους από το 50 μ.Χ., αλλά περισσότερο από το 1492 ως το 1912. Αυτό σε σύγκριση με ανθολογίες που περιορίζονται στους σεφαραδίτες εβραίους, όπως η συλλογή των Julia Philips Cohen και Sarah Abrevaya Stein[1], είναι και το κυριότερο πλεονέκτημα της συλλογής των κειμένων που περιλαμβάνονται στον παρόντα τόμο. Τα αποσπάσματα περιγράφουν Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και ειδικά τους Ντονμέδες κατοίκους στις μεταξύ τους σχέσεις, τον τρόπο ζωής της κάθε κοινότητας, την απασχόλησή τους, την τοπογραφία των συνοικιών τους, το εσωτερικό των σπιτιών τους, τη συμπεριφορά των γυναικών, την ενδυμασία τους, και όλον τον πλούτο της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης, κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό από τον τίτλο του έργου. Εκεί βρίσκεται, ωστόσο, η πεμπτουσία του όχι μόνον εβραϊκού χαρακτήρα της πόλης: στην πολυμορφία της, η οποία ας διευκρινιστεί ότι εξισορροπείται χάρη στον ηγεμονικό ρόλο των Εβραίων που δεν έχουν εδαφικές ή εθνικές βλέψεις και ως εκ τούτου δεν ασκούν ανταγωνιστικά παιχνίδια εξουσίας. Ακριβώς γι’ αυτό η συλλογή των Μέγα και Μπενμαγιόρ μας βοηθά να κατανοήσουμε ποιες ήταν οι συνθήκες συμβίωσης των διαφορετικών εθνικών ομάδων στη Θεσσαλονίκη και, μάλιστα, σε βάθος χρόνου.
Το υλικό που συγκεντρώθηκε είναι οργανωμένο σε πέντε χρονολογικές ενότητες ή περιόδους, η κάθε μια εκ των οποίων προσδιορίζεται από τις πιο χαρακτηριστικές αλλαγές στο χρονικό διάστημα που περιλαμβάνει:
Η Α΄ περίοδος (σσ. 1-17) οριοθετείται από το 50 μ.Χ. με ορόσημο το κήρυγμα του Παύλου, και με κατάληξη τη μαζική εγκατάσταση των Ισπανών Εβραίων στην Οθωμανική Σαλονίκη, το 1492. Σε δεκαοκτώ σελίδες χωράνε, λοιπόν, αναφορές στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, το Βυζάντιο και την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς. Η Β΄ περίοδος (σσ. 19-76), από το 1492 ως το 1750, περιλαμβάνει κείμενα για την εγκατάσταση των σεφαραδιτών, τη Χρυσή εποχή –όπως την ονομάζει και ο Μπρωντέλ– της Θεσσαλονίκης, ο Ιωσήφ Νεχαμά, με αναφορές στην αναγέννηση της πόλης, όπως και στην περίοδο παρακμής και του κινήματος των Σαββαταίων ή Ντονμέ. Η Γ΄ περίοδος (σσ. 77-169), από το 1750 ως το 1850, χαρακτηρίζεται από την ανάκαμψη σημαντικών γεγονότων που επηρεάζουν καθοριστικά την πόλη. Η Δ΄ περίοδος (σσ. 171-358), από το 1850 ως το 1897, περιλαμβάνει αναφορές σχετικές με την ανάπτυξη της πόλης μετά την εφαρμογή των Οθωμανικών μεταρρυθμίσεων για τον εκσυγχρονισμό της αυτοκρατορίας. Και, τέλος, η Ε΄ περίοδος (σσ. 359-534), 1897-1912, μέσα από κείμενα με αναφορές στην περίοδο αναταραχών, εθνικών εντάσεων και πολιτικών εξελίξεων.
Οι επιμελητές προλογίζουν την κάθε ενότητα με ένα δισέλιδο κείμενο στο οποίο συνοψίζονται τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κάθε περιόδου. Σκοπός τους είναι να μπορεί ο αναγνώστης να γνωρίσει ή να θυμηθεί ό,τι χρειάζεται ώστε να παρακολουθήσει καλύτερα τις εντυπώσεις των εκάστοτε επισκεπτών. Το στίγμα τους είναι πολύπλευρο καθώς προέρχεται από περιηγητές ή ξένους παρατηρητές από διάφορες χώρες, οι οποίοι στέκονται απέναντι στη Θεσσαλονίκη και τις εθνικοθρησκευτικές της κοινότητες με διαφορετική «γνωστική προίκα». Μεταξύ άλλων, υπάρχουν λίγοι ξένοι εβραίοι αλλά και χριστιανοί, ή όπως τους αποκαλούν, Έλληνες, όπως ο γλαφυρότατος δημοσιογράφος Χρήστος Χρηστοβασίλης, ο οποίος παρομοιάζει την πόλη που επισκέφθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ως «εβραι-ωκεανόν» (σ. 332), κάτι που σημαίνει ότι οι Εβραίοι που είχε γνωρίσει ο ίδιος ως τότε στην υπόλοιπη Ελλάδα ανήκαν σε ολιγομελείς κοινότητες. Τα κολακευτικά του σχόλια για τον σαλονικιώτικο εβραϊκό πληθυσμό θα δυσαρεστούσαν, απ’ ό,τι φαίνεται, πολλούς από τους αντισημίτες αναγνώστες της Ακρόπολης και απέφυγε να τα δημοσιεύσει[2].
Επώνυμοι πρόξενοι, ιεραπόστολοι, σουλτάνοι και υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι που έζησαν στην πόλη, επειδή υπηρετούσαν στις τοπικές διπλωματικές, διοικητικές υπηρεσίες, ή στις αποστολικές εκκλησίες, σκιαγραφούνται σχεδόν όλοι από τους επιμελητές του τόμου πριν παρατεθούν τα αποσπάσματα των έργων τους. Σ’ αυτά προστίθενται και τα αυτοκρατορικά διατάγματα, οι εφημερίδες ή οι ταξιδιωτικοί οδηγοί που εκδίδονταν για την πόλη. Τα ετερόκλητα από χρονική, υφολογική, ιδεολογική πλευρά κείμενα συνομιλούν μεταξύ τους και, βρίσκοντας στους εβραίους Θεσσαλονικείς ανά τους αιώνες ένα ισχυρά επεξηγηματικό σημείο ως προς τον χαρακτήρα, αλλά και την ιστορική σημαντικότητα της πόλης, δημιουργούν μία εικόνα στην οποία ο σημερινός αναγνώστης καλείται συνειδητά να αντιδράσει.
Ο πλούτος και η ποικιλία των πηγών που περιλαμβάνει ο τόμος αποτελούν, συνεπώς, ένα κινητό και πολύτιμο αρχείο-ορυχείο για τον κάθε ερευνητή ή αναγνώστη που αναζητά την ιστορία της Θεσσαλονίκης στη μακρά ή και στη μικρότερη ιστορική διάρκεια. Και τώρα που υπάρχει και πανεπιστημιακό μάθημα για την ιστορία του ελληνικού εβραϊσμού, είμαι βεβαία ότι το βιβλίο αυτό θα αποτελέσει ένα από τα κυριότερα βοηθήματα των διδασκόντων και των φοιτητών τους.
Οδηγός εκ των ων ουκ άνευ για όσους θα χρησιμοποιήσουν το υλικό ως πηγή έρευνας είναι το εξαιρετικά οργανωμένο ευρετήριο στο τέλος του τόμου (σσ. 545-549) που αποτελεί απόσταγμα κοπιώδους εργασίας. Το εργαλείο αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει ως αφετηρία ή έμπνευση για έρευνα απαραίτητη πλέον πάνω σε ζητήματα σχετικά άγνωστα, ακόμη και σε ειδικευμένους ιστορικούς, όπως π.χ. ο προσηλυτισμός των Εβραίων από προτεστάντες ιεραποστόλους, η κοινωνική δραστηριότητα των Ντονμέδων, οι διάσημοι συγγραφείς που επισκέφθηκαν τη Θεσσαλονίκη τον 19ο αιώνα, η θέση της γυναίκας στις παραδοσιακές τοπικές κοινωνίες, για τις οποίες έχουμε ελάχιστες πηγές. Πρόκειται για ζητήματα των οποίων η διερεύνηση είναι βέβαιο ότι μπορεί να συμπληρώσει ή και να ανατρέψει πολλές από τις παγιωμένες αντιλήψεις για την ιστορία μιας Θεσσαλονίκης ιδωμένης μέσα από το αποκαλυπτικό πρίσμα της εβραϊκής της κοινότητας. Παραθέτω δύο από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, ανάμεσα σε πολλά από αυτά που με εντυπωσίασαν.
Το πρώτο αναφέρεται στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και είναι της Lady Fanny Blunt που έζησε στη Θεσσαλονίκη από το 1872-1899, ως σύζυγος του Βρετανού προξένου Τζων Μπλαντ (σ. 369). Η ιστορία/μαρτυρία της απομυθοποιεί την εχθρότητα της τουρκικής διοίκησης προς τους Έλληνες επαναστάτες:
«Οι Τούρκοι έφεραν περίπου εξήντα [Έλληνες] αιχμαλώτους και με μεγάλη ικανοποίηση τους περιέφεραν στους κύριους δρόμους της Θεσσαλονίκης καθ’ οδόν προς τη φυλακή του Λευκού Πύργου. Έτυχε να περπατώ προς την ίδια κατεύθυνση, όταν παρατήρησα την πομπή των αιχμαλώτων που την ακολουθούσε με ενθουσιασμό ένας συρφετός από Εβραίους κραυγάζοντας και εκτοξεύοντας προσβολές προς τους αιχμαλώτους. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή διήλθε η άμαξα του Βαλή, ενός μικρόσωμου άνδρα που μόλις είδε τι συνέβαινε, κατέβηκε από την άμαξα, έφτυσε μια-δυο φορές στις παλάμες του, άρπαξε από τη λαβή το μακρύ ραβδί που κουβαλούσε και ξαφνικά μετατράπηκε σε γίγαντα που άρχισε να χτυπά, δεξιά και αριστερά με δύναμη και ακρίβεια τις πλάτες των Εβραίων. Ακολούθησαν ουρλιαχτά και κραυγές. “A Dio Signor del Μοnde!” (= Θεέ μου, Κύριε του κόσμου!) φώναζαν με μια φωνή και μετά από λίγο εξαφανίστηκαν».
Το δεύτερο είναι το κείμενο του νορβηγού Γκούσταβ Βίμποργκ[3] που επισκέφθηκε την πόλη το 1900. Το επέλεξα επειδή περιγράφει τη γνωριμία του με έναν εβραίο της εργατικής τάξης που μιλάει πέντε ξένες γλώσσες εκτός από τα απαραίτητα Ισπανοεβραϊκά, με όμορφη προφορά, και δηλώνει απερίφραστα την εβραϊκή του ταυτότητα. Το παράθεμα φανερώνει ότι η πολυπολιτισμικότητα και, παράλληλα, η ελευθερία αυτοπροσδιορισμού των Θεσσαλονικέων Εβραίων, δεν ήταν προνόμια των πλουσίων.
«Μόλις ρίξαμε άγκυρα ανέβηκε στο κατάστρωμα ένας νέος δεκαοκτώ περίπου χρόνων με μελαχρινό και λαμπερό πρόσωπο και ελκυστικό χαμόγελο. Με πλησίασε και χρησιμοποιώντας όλες τις γλώσσες της υφηλίου, προσπάθησε να με πείσει να αγοράσω κάτι από τη βαλίτσα που κουβαλούσε παραμάσχαλα. Τον άφησα να δοκιμάσει στα ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ρωσικά, απολαμβάνοντας την ωραία προφορά του στην κάθε γλώσσα που χρησιμοποιούσε με απόλυτη φυσικότητα. Απογοητευμένος που απέτυχε να καταφέρει τον παράξενο πελάτη που μόνο χαμογελούσε, πήγε να φύγει. Τον έπιασα από το μπράτσο και τον ρώτησα στα γαλλικά πώς τον λένε.
– Κορντοβέρο!
– Δηλαδή κατάγεσαι από την Κόρντοβα της Ισπανίας;…
Εκείνος γέλασε και απάντησε:
– Όχι, κύριε, γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη.
– Τούρκος;
– Όχι, είμαι Εβραίος.
– Ωραία δηλαδή είσαι Τούρκος Εβραίος, αφού η Θεσσαλονίκη ανήκει ακόμα στην Τουρκία…
– Χα χα! Εβραίος Τούρκος! Πώς γίνεται να είμαι και Εβραίος και Τούρκος;
– Και τι είσαι επιτέλους!...
– Είμαι Εβραίος.
– Τίποτε άλλο;
– Τίποτε άλλο.
Κατάλαβες τώρα από πού έμαθα όλες αυτές τις θεσσαλονικιώτικες εκφράσεις με τις οποίες σε κατακλύζω, [έγραφε στον φίλο του Αλμπέρτ Μπάρμοντ, επίσης Νορβηγό Εβραίο, στο Όσλο]. Δεν αποχωρίστηκα τον συμπαθέστατο Κορντοβέρο. Έμεινε δίπλα μου σαν μεταφραστής και ξεναγός μου σ’ αυτήν την ωραία πόλη των “Εβραίων και τίποτε άλλο”. Μου εξηγεί το κάθε τι και χάρις σ’ αυτόν το ισπανικό μου λεξιλόγιο διαρκώς εμπλουτίζεται» (σσ. 385-6).
Ακριβώς επειδή ο ανοικτός αυτός κόσμος έχει πλέον χαθεί αμετάκλητα η συλλογή των Μέγα και Μπενμαγιόρ αποτελεί –εκτός των άλλων– πρόκληση μνημόνευσης και πολιτικού στοχασμού.
[1] Sepharadi Lives:A Documentary History, 1700-1950, Stanford University Press, 2014, σ. 451.
[2] Δροσιά Κατσίλα, Περί Εβραίων, Ροές, Αθήνα 2007.
[3] Το κείμενο του Νορβηγού Γκούσταβ Βίμποργκ περιλαμβάνεται σε μία από τις εννέα επιστολές που μεταφράστηκε από τα εβραϊκά στα ελληνικά από το βιβλίο του Γιοσέφ Ουζιέλ Kielland (1891), από τον ραβίνο Ηλία Σαμπετάι.