Ilya Zbarsky, Samuel Hutchinson, Οι ταριχευτές του Λένιν, μτφρ. Γιάννης Γ. Μπαζός, επιμ. Τάκης Σαλαβόπουλος, Σοφίτα, Αθήνα 2016, σελ. 216
«Όσο η μούμια… ο Σοβιετικός Φαραώ συνεχίζει να κείτεται στην Κόκκινη Πλατεία στο μνημείο του, εμείς θα υποφέρουμε. Θα είμαστε καταραμένοι…»
Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Το τέλος του Κόκκινου Ανθρώπου
Από το 1924 μέχρι σήμερα το πτώμα του Λένιν γνώρισε περισσότερες περιπέτειες από όσες η ζωή ενός μέσου ανθρώπου. Λαμβανομένων υπ’ όψιν των τεχνικών της εποχής κατά την οποία έγινε η ταρίχευση, 93 χρόνια παραμονής σε εξαιρετικά ευπαρουσίαστη κατάσταση αποτελούν πραγματικό ρεκόρ. Κι όπως έχει πει ο ίδιος ο Λένιν: «Η ποσότητα αποκτά τη δική της ποιότητα».
Στις 26 Ιανουαρίου 1924, πέντε μέρες μετά τον θάνατό του, η Ισβέστια ανακοίνωνε τη διαπρύσια επιθυμία «πολλών εργατών και αγροτών» να διατηρηθεί η σορός του. Μολονότι το Πολιτικό Γραφείο, όπως αρμόζει σε Π. Γ. κομμουνιστικού κόμματος, είχε «προβλέψει» την επιθυμία του λαού και αποφασίσει τη διατήρηση της σορού ενόσω ο ηγέτης ψυχορραγούσε, ακριβή μέθοδο δεν πρότεινε. Μια αρχική ιδέα, για κατάψυξη, δεν εξασφάλιζε μακρά συντήρηση των ιστών. Και δεν ήταν δυνατό, ασφαλώς, να εκτίθεται ένας κορυφαίος υλιστής σε κατάσταση σαν αυτή των «τιμίων λειψάνων» – «δοχείων», μεν, «της άκτιστης θείας ενεργείας», αλλά απολύτως μακάβριων σε όψη. Έτσι, μετά από δυο μήνες, τέθηκε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα ταρίχευσης, στο οποίο ηγούνταν οι Βορομπιόφ και Ζμπάρσκι. Με εργώδεις προσπάθειες, υπό τον άγρυπνο έλεγχο του Στάλιν και του Ντζερζίνσκι, το πρόγραμμα κατέληξε σ’ έναν Λένιν με χέρια ήρεμα απλωμένα πάνω στους μηρούς, περιποιημένο γένι και ροδοκόκκινα μάγουλα που εξακολουθούν να λάμπουν, πίσω από το γυάλινο κουβούκλιο στο επιβλητικό μαυσωλείο του.
Το πώς, τώρα, μια «μοναδικά χαρισματική ηγεσία των Μπολσεβίκων», όπως εκτιμούν ορισμένοι ιστορικοί, «διανοούμενη, πολύγλωσση, με εξαιρετικές πολιτικές ικανότητες, οξυδερκής και αποφασιστική»[1], υιοθέτησε μια πρόταση που συνδυάζει φαραωνικές φιλοδοξίες, αισθητική μαντάμ Τυσσώ και πονηριά επαρχιώτη παπά, είναι κάτι που πρέπει να προβληματίσει όσους ιστορικούς εκφράζουν τέτοιες εκτιμήσεις. Αναμφίβολα, ο αντίκτυπος που είχε στην παγκόσμια ιστορία η εμμονή του Λένιν στην απόλυτη επικράτηση των Μπολσεβίκων, μετά την παραίτηση του Τσάρου, υπήρξε εκκωφαντικός. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, η ροπή προς τις πηγαίες αρετές της πρωτόγονης κοινότητας, προς μια απλοϊκή αισθητική και προς τη θεοποίηση της ηγεσίας, παρέμεινε εγγενής στην ιστορία της Ρωσίας. (Οι Μπολσεβίκοι έκαναν με τον Λένιν ό,τι ενδεχομένως θα έκαναν και οι Ρομανόφ με κάθε Τσάρο, αν δεν τους συγκρατούσε η υποχρέωση να δείξουν πως η χώρα τους ασπάζεται τον ευρωπαϊκό εκμοντερνισμό.)
Σε κάθε περίπτωση, το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. Γραμμένο από τον γιο ενός από τους δύο τολμηρούς κι επινοητικούς αρχικούς ταριχευτές, συμπυκνώνει με εξαιρετική λιτότητα τρεις συναφείς ιστορίες: την αυτοβιογραφία του συγγραφέα, τη σχέση του με τις απαρχές και την εξέλιξη της ταρίχευσης, μα και την εξέλιξη της ΕΣΣΔ αυτά τα χρόνια. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο μεταφραστής: «Η ιστορία των ταριχευτών του Λένιν θυμίζει εκείνες τις ρωσικές ξύλινες κούκλες, τις μπάμπουσκες, που έμπαιναν η μια μέσα στην άλλη. Έτσι, με αφορμή την ταρίχευση, ο συγγραφέας ξετυλίγει την ίδια του τη ζωή, περιγράφει τη ζωή στα πρώτα χρόνια της επανάστασης, τα μαθητικά του χρόνια, τη ζωή των φοιτητών, τις στερήσεις, την πείνα, τις διώξεις, αλλά και τις θυσίες και τις ηρωικές στιγμές του ρωσικού λαού». Με μια εξαιρετικά ισορροπημένη δοσολογία, θα πρόσθετα, ώστε τα όποια αυτοβιογραφικά στοιχεία και οι αναφορές στη γενική ιστορία να φωτίζουν ακόμη καλύτερα την ειδική αφήγηση. Την αφήγηση των δοκιμασιών από τις οποίες πέρασαν οι ταριχευτές του Λένιν και του πώς αυτό το «υπέροχο πτώμα»[2] εξακολουθεί να μένει στη θέση του.
Το δεύτερο όνομα στους συγγραφείς –του Σάμουελ Χάτσινσον– παραπέμπει, υποθέτω, σε συνδρομή του στον εμπλουτισμό του κειμένου με σπάνιες φωτογραφίες. Κατά τα άλλα η αφήγηση, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι πρωτοπρόσωπη και γίνεται από τον Ίλυα Ζμπάρσκι. Γεννημένος το 1913, ο Ίλυα ήταν γιος του Μπόρις Ζμπάρσκι, ο οποίος σε συνεργασία με τον καθηγητή Βορομπιόφ πέτυχε να διοχετεύσει στους ιστούς του πτώματος του Λένιν εκείνα τα χημικά διαλύματα που αναχαίτισαν τη σήψη, πριν αναπτυχθούν άλλες τεχνικές για την απόδοση «φυσικού» χρώματος στα φανερά μέρη της σάρκας. Ο Ίλυα είχε άλλες φιλοδοξίες, σπουδάζοντας βιοχημεία, αλλά το ότι ο Βορομπιόφ έπεσε θύμα των σταλινικών διώξεων τον ανάγκασε να εξειδικευτεί ως ταριχευτής και να συμπράξει στις άοκνες προσπάθειες του επιτελείου του πατέρα του.
Αυτό το επιτελείο έφτασε κάποια στιγμή τα 200 άτομα, καθώς, όπως εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς, η άριστη διατήρηση του πτώματος του Λένιν θεωρήθηκε τεκμήριο ανάλογα αναλλοίωτης ισχύος του λενινισμού! Κατά τη γερμανική επίθεση του 1941, η σορός μεταφέρθηκε στη Σιβηρία, για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού, και η μεταφορά έδωσε την ευκαιρία στους πατέρα και υιό Ζμπάρσκι να επιτείνουν τις φροντίδες τους, χωρίς την υποχρέωση να παρεμβάλλονται διαστήματα έκθεσης της μούμιας σε επισκέπτες. Το αποτέλεσμα ήταν να επιστρέψει ο Λένιν στη Μόσχα σε πολύ καλύτερη κατάσταση από εκείνη στην οποία είχε αναχωρήσει. (Αποδεικνύοντας ότι μια περίοδος ησυχίας και διακοπών κάνει καλό ακόμη και στα πτώματα.) Ωστόσο, η αφοσιωμένη δουλειά δεν έσωσε τον πατέρα Ζμπάρσκι από τη σταλινική παράνοια. Φυλακίστηκε το 1952 και πέθανε λίγο μετά την αποφυλάκιση, ενώ ο γιος γλίτωσε στο όριο, εξαιτίας του θανάτου του Στάλιν το 1953. Κατά κάποιο τρόπο, η συντήρηση της μούμιας εκείνου ο οποίος ίδρυσε το καθεστώς που θα τους εξόντωνε, διέσωσε τον πατέρα, μέχρι το 1954, και τον γιο μέχρι το 1989, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε από τη θέση του επικεφαλής του επιτελείου συντήρησης[3].
«Η σύγχρονη επιστήμη διαθέτει πλέον τα μέσα να συντηρήσει το σώμα του Λένιν για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, ώστε να συνηθίσουμε στην ιδέα πως δεν είναι πια μαζί μας», ήταν η εισήγηση του Στάλιν στο Πολιτικό Γραφείο, στα τέλη του 1923, ενόσω ο Λένιν περνούσε από αλλεπάλληλα εγκεφαλικά. «Ο σύντροφος Στάλιν προτείνει να αντικαταστήσουμε τα λείψανα του Αγίου Σέργιου Ραντονέτσκι με τα λείψανα του Βλαντιμίρ Ιλίτς. Μερικοί δεν έμαθαν τίποτε από τη διαλεκτική του Μαρξ», σχολίασε αμέσως ο Τρότσκι. Μπουχάριν και Κάμενεφ συμφώνησαν με τον Τρότσκι, προσθέτοντας πως «η ιδέα της ταρίχευσης είναι τόσο απωθητική, όσο οι αγυρτείες των παπάδων που ο Ιλίτς στηλίτευε στα φιλοσοφικά του κείμενα». Ποιου εισήγηση επικράτησε, τελικά, και τι απέγιναν οι άλλοι στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια δεν χρειάζεται να σχολιαστεί.
Το βιβλίο παρουσιάζει επιγραμματικά όσο και γλαφυρά αυτές τις αντιγνωμίες (σ. 23-26), για να περάσει σε μιαν αναλυτικότερη παρουσίαση του κλίματος πανικού, δεισιδαιμονιών, δολοπλοκιών κι επειγουσών αναζητήσεων μεθόδων με τις οποίες η σορός του Λένιν θα ανέκαμπτε, ενώ «η μύτη είχε ήδη μαυρίσει, τα μάτια είχαν βουλιάξει μέσα στις κόγχες και υπήρχαν καφέ σημάδια γύρω στο κρανίο…» (σ. 35). Μέχρι που η ταρίχευση ανατέθηκε επίσημα στον καθηγητή Βορομπιόφ και στον Μπόρις Ζβάρτσκι. Κι εκεί, με αφηγηματικά ευφυή τρόπο, το βιβλίο ανοίγει μια μακρά παρένθεση –ένα σασπένς– πάνω στην προσωπική ζωή των ταριχευτών, το παρελθόν τους και την οικογενειακή τους κατάσταση, τις σχέσεις τους με τα κομματικά στελέχη και τη νεανική ζωή του συγγραφέα. Κι όλα αυτά σε μιαν ΕΣΣΔ που δεινοπαθεί μέσα σε στερήσεις και διώξεις, εξασφαλίζοντας ωστόσο για τη νομενκλατούρα της αγαθά απρόσιτα στον λοιπό πληθυσμό (σ. 73).
Επανερχόμενος στο μαυσωλείο και στις προσωπικές του εμπειρίες από αυτό, ο συγγραφέας επανέρχεται στις τεχνικές που κράτησαν ευπαρουσίαστη τη σορό, όσο και στις εξωτερικές συνθήκες που, μεταξύ 1934 και 1937, κράτησαν όλη την ΕΣΣΔ σε κλίμα απόλυτου τρόμου. Με τον Στάλιν να εκκαθαρίζει το πολιτικό γραφείο του Λένιν και τις εφημερίδες να υμνούν τις επιτυχίες της σοσιαλιστικής οικονομίας, παρουσιάζοντας τις χώρες της Δύσης βυθισμένες σε πείνα και δυστυχία (σ. 111). Σ’ αυτό το πλαίσιο λαμβάνουν χώρα κάποιες ιατρικές επεμβάσεις με μοιραία κατάληξη, στις οποίες υποχρεώνονταν να υποβληθούν οι πιο «ασυμβίβαστοι» σύντροφοι – με το χειρουργικό τραπέζι να έχει έτσι μετατραπεί σε όπλο ενδοκομματικών εκκαθαρίσεων. Θύμα τέτοιας «επέμβασης» έπεσε και ο καθηγητής Βορομπιόφ, με συνέπεια να προαχθεί ο πατέρας Ζμπάρσκι σε μοναδικό επικεφαλής όσων απασχολούνταν στη σορό του Λένιν.
Επικριτικός για ποικίλες ατασθαλίες και μικροπρέπειες του πατέρα, οι οποίες όμως εξασφάλισαν την επιβίωση της οικογένειας, ο γιος διεξέρχεται τις περιπέτειες της σορού ενόσω διαρκούν οι δίκες της Μόσχας, ο αντίκτυπος της συμφωνίας Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, ο πόλεμος, η μεταφορά του Λένιν στη δυτική Σιβηρία, οι εκεί φροντίδες (που φτάνουν μέχρι την αναζήτηση ειδικών υλικών στο Βερολίνο, μετά την ήττα των Γερμανών), η μεγαλειώδης επιστροφή στο μαυσωλείο τον Μάρτιο του 1945 και τα εξαιρετικά εξοπλισμένα εργαστήρια που κτίστηκαν στα υπόγειά του, για να συνεχίσει βελτιούμενη η συντήρηση του «υπέροχου πτώματος». Μέχρι τη σύλληψη του πατέρα το 1952, υπόπτου για κοσμοπολιτισμό, και την συνακόλουθη απόλυση του γιου, ο οποίος επανήλθε στο μαυσωλείο μετά το 1961. Κάτι που του επέτρεψε, όμως, να αποφύγει να γίνει ο ταριχευτής του Στάλιν. Αφού και το πτώμα του άξιου διαδόχου ταριχεύτηκε κι έμεινε δίπλα στη μούμια του Λένιν για οκτώ χρόνια. Μέχρι να το εκδιώξει ο Χρουστσόφ από εκεί, δίνοντας την ευκαιρία στους Μοσχοβίτες να βγάλουν το σοφό γνωμικό: «Μην κοιμάσαι σ’ ένα μαυσωλείο που δεν σου ανήκει».
Τα δυο τελευταία και πολύ ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου αφορούν, ακριβώς, το κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα εξακολουθήσει «να κοιμάται» στο μαυσωλείο ο κυρίως ιδιοκτήτης του. Δεδομένου ότι μετά το 1991 η κρατική χρηματοδότηση διεκόπη οριστικά, ενώ οι κατά καιρούς δημοσκοπήσεις δίνουν ποσοστά πάνω από 50% όσων θέλουν να μεταφερθεί η σορός και να ταφεί, επιτέλους, δίπλα στον τάφο της μητέρας του (όπως ο ίδιος ο Ιλίτς το είχε ζητήσει). Και ας έχει χαρακτηρίσει η Ουνέσκο, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το σύνολο του μαυσωλείου ως «κομμάτι της παγκόσμιας κληρονομιάς».
Ωστόσο, με μια ιλαροτραγική όσο και σημαίνουσα εξέλιξη της ιστορίας, το οικονομικό κόστος της συντήρησης έπαψε να αποτελεί πρόβλημα. Η μούμια μπορεί να εξακολουθήσει να εκτίθεται στη θέση της, ευκαιρία προσκυνηματικού τουρισμού για υλιστές, επειδή η τεχνολογία που αναπτύχθηκε για χάρη της αξιοποιείται στην ταρίχευση των νεόπλουτων ολιγαρχών της σημερινής Ρωσίας. Αυτή η τεχνολογία είχε αρχίσει να εξάγεται από το 1949 ήδη, με την ταρίχευση του Γκεόργκι Δημητρόφ στη Σόφια, εκείνη του Χο Τσι Μινχ στο Βιετνάμ, το 1971, ή εκείνη του Αγκοστίνο Νέτο στην Αγκόλα το 1979. Για τους συντρόφους της αλλοδαπής η προσφορά θα γινόταν δωρεάν, υποθέτω, αλλά για τους ημεδαπούς ολιγάρχες υπάρχει υψηλό αντίτιμο. Το οποίο και επιτρέπει στο λείψανο εκείνου που θα καταργούσε κάθε ολιγαρχία να μείνει αναλλοίωτο εις τους αιώνας των αιώνων.
Θέλω να προσθέσω, κλείνοντας, ότι με όσα απαρεγκλίτως κανοναρχούν στις τηλεοπτικές εμφανίσεις τους οι βουλευτές του ΚΚΕ, περί «κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής» ώστε «να πάρει ο λαός την τύχη του στα χέρια του», πρέπει να είναι οι μόνοι στον κόσμο που επιμένουν στις αρχικές θέσεις του Λένιν, πριν κι από την εισήγηση της περίφημης ΝΕΠ – της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής». (Χωρίς να εξηγούν, βέβαια, ότι μεσολαβεί ένας εμφύλιος πριν τη γενικευμένη ευδαιμονία των κολχόζ, όπως το 1917-19). Εντέλει, αν στο μαυσωλείο της Μόσχας είναι οι ρώσοι γκάνγκστερ που σώζουν το σώμα του Λένιν, τα στελέχη και οι οπαδοί του ΚΚΕ καταφέρνουν να σώζουν το πνεύμα του[4]. Δεν ξέρει κανείς ποιους «σωτήρες» να επαινέσει.
[1] Βλ. Αντώνης Λιάκος: «1917: Η μητέρα όλων των επαναστάσεων», Το Βήμα, 8.1.2017. Διαθέσιμο στο https://goo.gl/qNKMRR
[2] Παρεμπιπτόντως, βρίσκω σατανική τη σύμπτωση του ότι το γνωστό παιχνίδι των σουρεαλιστών, με τις διαδοχικές συμπληρώσεις στίχων ή σκίτσων, το οποίο ονομάστηκε «cadavre exquis» –υπέροχο πτώμα– γεννήθηκε και ολοκληρώθηκε μεταξύ 1918 και 1925, δηλαδή από τη χρονιά που η Φάννυ Κάπλαν πυροβόλησε τον Λένιν, προκαλώντας στη συνέχεια μια σειρά εγκεφαλικών που επέσπευσαν τον θάνατό του, μέχρι τη χρονιά που εξασφαλίστηκε η επιτυχής του ταρίχευση. (Φυσικά, από τη σύλληψη μέχρι την εκτέλεση της σοσιαλίστριας και βασανισμένης στις τσαρικές φυλακές Κάπλαν μεσολάβησαν μόλις τρεις μέρες – 30 Αυγούστου 1918 η απόπειρα κατά του Λένιν, 3 Σεπτεμβρίου 1918 η μετά από βασανιστήρια θανάτωση της Κάπλαν.)
[3] Πέθανε το 2007, έχοντας συγγράψει το συγκεκριμένο βιβλίο το 1997, στα 84 του.
[4] Όσο για την «έδρα» αυτού του πνεύματος, δηλαδή τον εγκέφαλο του Λένιν, πέρασε κι αυτός τη δική του περιπέτεια, αφού πρώτος αφαιρέθηκε από τη σορό, για να διερευνηθεί το μυστικό της μεγαλοφυΐας του. Το σχετικό χρονικό, το οποίο ο Ζμπάρσκι απλώς επισημαίνει σε μια φράση (σ. 36), το ανέπτυξε ο γερμανός ιστορικός Τίλμαν Σπένγκλερ, σε ένα διασκεδαστικό μυθιστόρημα με τίτλο: Ο εγκέφαλος του Λένιν (ελληνική μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, Γράμματα, Αθήνα 1993).