ΥΠΟΘΗΚΑΙ
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ πονῆς,
μποροῦνε μὲ χίλιους τρόπους.
Ρίξε τὸ ὅπλο καὶ σωριάσου πρηνής,
ὅταν ἀκούσεις ἀνθρώπους.
Ὅταν ἀκούσης ποδοβολητὰ
λύκων, ὁ Θεὸς μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου μὲ μάτια κλειστὰ
καὶ κράτησε τὴν πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στὸν πλατὺ κόσμο μιὰ θέση.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θέλουν τὸ κακό,
τοῦ δίνουν ὄψη ν’ ἀρέση.
Τοῦ δίνουν λόγια χρυσά, ποὺ νικοῦν
μὲ τὴν πειθώ, μὲ τὸ ψέμα,
ὅταν ἄνθρωποι διαφιλονεικοῦν
τὴ σάρκα σου καὶ τὸ αἷμα.
Ὅταν ἔχεις μιὰ παιδικὴ καρδιὰ
καὶ δὲν ἔχεις ἕνα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στὰ κλαδιά,
στὴ μπουτονιέρα σου φύλλο.
Ἂσε τὰ γύναια καὶ τὸ μαστροπὸ
Λαό σου, Ρῶμε Φιλύρα.*
Σὲ βάραθρο πέφτοντας ἀγριωπό,
κράτησε σκῆπτρο καὶ λύρα.
* Ρῶμος Φιλύρας (1888-1942): γνωστὸς ποιητὴς τοῦ μεσοπολέμου, ὁ ὁποῖος τὸ 1927 ἔχασε τὰ λογικά του, θύμα καὶ αὐτὸς τῆς ὠχρᾶς σπειροχαίτης· ἐδῶ γίνεται ἀναφορὰ στὸ ποίημά του «Μοῖρα ἄγει»: «Ἄ, στὸ λαὸ πῶς μ’ ἔριξεν ἡ μοῖρα, / πῶς μ’ ἔκρουσε στὴ θείαν ἀνατροφὴ / καὶ μ’ ἄφησεν ὁ δύσμοιρος καὶ πῆρα / τὴ χλεύη, τὴ βρισιὰ καὶ τὴ ντροπή. / Ὄχλε, λαὲ βαρβάρων σπέρμα νόθο, / ποῦ τὴ βρίσκεις τὴν κρίση καὶ χτυπᾶς / στὴ ρίζα τὸν ἀκόρεστό μου πόθο. / Ἄ, μαστροπέ, στὴν ἄβυσσο μὲ πᾶς!».
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ...
Ὅλοι μαζὶ κινοῦμε, συρφετός,
γυρεύοντας ὁμοιοκαταληξία.
Μιὰ τόσο εὐγενικιὰ φιλοδοξία
ἔγινε τῆς ζωῆς μας ὁ σκοπός.
Ἀλλάζουμε μὲ ἤχους καὶ συλλαβὲς
τὰ αἰσθήματα στὴ χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τὰ ποιήματά μας,
γιὰ νὰ τιτλοφορούμεθα ποιητές.
Ἀφίνουμε στὸ ἀγέρι τὰ μαλλιὰ
καὶ τὴ γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Ἀνυπόφορη νομίζουμε πρόζα
τῶν καλῶν ἀνθρώπων τὴ συντροφιά.
Μόνο γιὰ μᾶς ὑπάρχουν τοῦ Θεοῦ
τὰ πλάσματα καί, βέβαια, ὅλη ἡ φύσις.
Στὴ γῆ γιὰ νὰ στέλνουμε ἀνταποκρίσεις,
ἀνεβήκαμε στἄστρα τοὐρανοῦ.
Κι ἂν πειναλέοι γυρνᾶμε ὁλημερίς,
κι ἂν ξενυχτοῦμε κάτου ἀπ’ τὰ γεφύρια,
ἐπέσαμε θύματα ἐξιλαστήρια
τοῦ «περιβάλλοντος», τῆς «ἐποχῆς».
ΕΙΣ ΑΝΔΡΕΑΝ ΚΑΛΒΟΝ
Ὦ μεγάλε Ζακύνθιε,
τῶν ὠδῶν σου τὰ μέτρα,
ὑψηλά, σοβαρά,
τοὺς ἀγῶνες ἐκάλυπτον
ἐκτεταμένους.
Τῆς δουλείας τὰ βάρβαρα
σκοτάδια κατεξέσχισεν,
ὅταν ἐγράφη πύρινος,
ἡ ἀστραπὴ τῶν ὅπλων
(καὶ ἡ ἀρετή σου).
Ὡς ἥλιος, ἀναβὰν
τὸν Ὄλυμπον, ἐστάθη
πάνω εἰς γυμνὰ χωράφια,
εἰς ἀνθισμένα ἐρείπια,
γνώριμον κλέος.
Ἀλλὰ τὸ θεῖον ἔναυσμα
ἡ φωνή σου δὲν εἶναι
τώρα πλέον. Μᾶς ἔρχεται
μακρινὸς καὶ παράταιρος
ἦχος τυμπάνου.
Ὁλόκληρος αἰών,
χείμαρρος, τὴν Ἑλλάδα,
ταραγμένος, ἐσάρωσεν
ἀπὸ τὰ ἰδανικά σου,
τὴν οἰκουμένην.
Κράτει λοιπόν, ὦ γέροντα,
τὴν ἐπιτύμβιον πλάκα.
Τὸ πεπαλαιωμένον σου
τραγούδι κράτει. Φύγε,
παραίτησόν μας.
Ἤ, ἂν προτιμᾶς, ἐξύμνησον,
ἀντὶς γεγυμνωμένων
ξιφῶν, ὅσα μαστίγια
πρὸς θρίαμβον ἐπισείονται
τῶν καφενείων.
Ἵππους δὲν ἐπιβαίνουσι,
ἀμμὴ τὴν ἐξουσίαν
καὶ τοῦ λαοῦ τὸν τράχηλον,
ἰδού, μάχονται οἱ ἥρωες
μέσα εἰς τὰ ντάνσιγκ.
Τὶς δάφνες τοῦ Σαγγάριου
ἡ Ἐλευθερία φορέσασα,
γοργὰ ἀπὸ μίαν χεῖρα
σ’ ἄλλην περνᾶ καὶ σύρεται,
δούλη στρατῶνος.
Καθώς, ὅταν τὴν εὔκολον
λείαν ἀποκομίσῃ,
φεύγει, διστάζει, κ’ ἔπειτα
σὲ μιὰ γραμμὴν ἑλίσσεται
πλῆθος μυρμήγκων,
μεγάλα προπορεύονται
ἔντομα, μέγα φέροντα
βάρος, ἀκολουθοῦσι,
μὲ φορτίο ἐλαφρότερο,
μικρότερα ἄλλα,
καὶ δὲ βλέπουν στὸ πλάγι τους
τὸ παιδάκι ποὺ στέκει
νὰ γελᾷ τὸν ἀγῶνα των,
καὶ δὲ βλέπουν ὅτι ὕψωσε
τώρα τὸ πέλμα, –
οὕτω τὴ χώρα νέμεται
ἡ στρατιὰ τῆς ἥττης,
τοῦ λαοῦ τὴν ἀπόφασιν,
ἄτεγκτον, φοβεράν,
περιφρονοῦσα.
Ἀλλὰ τί λέγω; Θρήνησε,
θρήνησε τὴν πατρίδα,
νεκρὰν ὅπου σκυλεύουν
ἀλλοφρονοῦντα τέκνα της,
ὦ Ἀνδρέα Κάλβε.
Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχὴν ἔχουν αἱ μᾶζαι,
ἰδιοτελῆ καρδίαν,
καὶ παρειὰν ἀναίσθητον
εἰς τοὺς κολάφους.
ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΣ*
IV
Ἐμελέτησε. Ἐπούλησε κἄποιο σπίτι ποὺ εἶχε, καὶ ἀγόρασε χημικὰ ὄργανα. Κλεισμένος ὁλημέρα σ᾿ ἕνα ὑπόγειο, ἔκανε σειρὲς πειραμάτων, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ πιὸ ἁπλᾶ καὶ τολμῶντας τ’ ἀδύνατα. Ἀνέλυε τὶς οὐσίες, ἤλεγχε τοὺς τύπους ποὺ παραδέχτηκε ἡ ἐπιστήμη. Προσπαθοῦσε νὰ βρῇ ἕνα λάθος στὰ δεδομένα της, κι’ ἀπὸ τὸ λάθος αὐτὸ νὰ βγάλῃ τὸ νέο στοιχεῖο. Μέσα στὸ ὑδρογόνο ἢ τὸ ὀξυγόνο, μποροῦσε νὰ ὑπάρχῃ, σὲ μικρὴ βέβαια ἀναλογία, ὁ Χρόνος. Δὲν ἀποθαρρυνόταν. Γεμᾶτος χαρὰ ἐπανελάμβανε τὸ πείραμα ποὺ ἐπέτυχε.
Παρακολουθοῦσε τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα. Χαμογελοῦσε πονηρὰ στὴ σκέψη ὅτι κανένας δὲν τὸν παρακολουθεῖ τὸν ἴδιο. Ὅλοι, σκυμμένοι στὶς δουλίτσες τους, συλλογίζονταν μόνο πῶς νὰ τὰ βολέψουν. Ὅταν ὅμως θὰ τελειοποιοῦσε τὴν ἐφεύρεσή του καὶ θὰ περιώριζε τὸ Χρόνο μέσα σ᾿ ἕνα γυαλὶ τοῦ ἐργαστηρίου του, νὰ ἰδοῦμε τοὺς μεγαλόσχημους κυρίους ποὺ γέμισαν τὸν κόσμο μὲ σαπουνόφουσκες. Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ γίνουν οἱ τόκοι καὶ τὰ ἐπιτόκια τοῦ ἀπέναντι τοκογλύφου. Νὰ ἰδοῦμε μὲ ποιά ἡμερομηνία θὰ βγάζουν τὶς ἐφημερίδες τους.
V
Τώρα ἡ ἱστορία αὐτὴ ἔχει τελειώσει. Στὸ ἀπομονωτήριο τοῦ ἀσύλου ποὺ βρίσκεται, ἡ νύχτα καὶ ἡ μέρα τοῦ εἶναι τὸ ἴδιο ἀδιάφορες. Ἂν μπαίνει ἀπὸ τὸ φεγγίτη λίγο φῶς, τὸ κοιτάζει γιὰ μία στιγμὴ κ᾿ ἔπειτα τὸ ἐπιστρέφει μ’ ὅλη του τὴν καρδιά. Βλέπει τὸ φωτεινὸ ἐκεῖνο τετραγωνάκι, δειγματολόγιο σὲ σχῆμα βιβλίου, ν᾿ ἀλλάζῃ χρώματα, σὰ νὰ τὸ φυλλομετρᾷ τὸ ἀόρατο χέρι τοῦ Θεοῦ. Ρόζ, μπλέ, πράσινο, μώβ... Αὐτὸς ὅμως προτιμᾷ τὸ βελούδινο μαῦρο ποὺ προεκτείνεται στὸ δωμάτιο ὅταν νυχτώσει.
Ἔτσι περνοῦνε οἱ ὧρες, ἔτσι περνοῦνε οἱ μέρες κάθε εὐτυχισμένου ὀνειροπόλου. Μένει ὁλομόναχος, ἀκίνητος μέσα στοὺς τέσσερες τοίχους, σὰν παλιὰ λιθογραφία στὴν κορνίζα της. Ἔχει τὸ συναίσθημα ὅτι ἐπραγματοποίησε τὸ μεγάλο σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Τίποτε δὲν ἀλλάζει ἀπὸ ὅσα τὸν περιστοιχίζουν. Καὶ ὁ Χρόνος δὲν ὑπάρχει.‒
* Τὸ πεζὸ αὐτὸ τοῦ Καρυωτάκη γράφτηκε τὸ 1927.
ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ*
Ἡ κούνια μου ἀκουμποῦσε στὴ βιβλιοθήκη, Βαβὴλ σκοτεινόν, ὅπου μυθιστόρημα, ἐπιστήμη, μυθολογία, τὰ πάντα, ἡ λατινικὴ τέφρα καὶ ἡ ἑλληνικὴ σκόνη, ἀνακατευόσαντε. Δὲν ἤμουν μεγαλύτερος ἀπὸ ἕνα βιβλίο. Δυὸ φωνὲς μοῦ μιλοῦσαν. Ἡ πρώτη, ὕπουλη καὶ σταθερή, ἔλεγε: «Ἡ Γῆ εἶναι ἕνα γλύκισμα ὡραῖο· μπορῶ (καὶ ἡ εὐχαρίστησή σου θἄναι τότε χωρὶς τέλος!) νὰ σοῦ δόσω μιὰν ὄρεξη παρόμοια μεγάλη.» Καὶ ἡ δεύτερη: «Ἔλα! ὤ, ἔλα στὸ ταξείδι τῶν ὀνείρων, πέρα ἀπὸ τὸ δυνατό, πέρα ἀπὸ τὸ γνωρισμένο!» Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ ἐτραγουδοῦσε ὅπως ὁ ἄνεμος στὶς ἀκρογιαλιές, φάντασμα ποὺ κλαυθμυρίζει καὶ κανεὶς δὲν ξέρει ποῦθε ἦρθε, ποὺ χαϊδεύει τὸ αὐτὶ κι ὅμως τὸ τρομάζει. Σοῦ ἀπάντησα: «Ναί! γλυκειὰ φωνή!»
Ἀπὸ τότε κρατάει αὐτὸ ποὺ μπορεῖ, ἀλλοίμονο! νὰ εἰπωθῇ πληγή μου καὶ πεπρωμένο μου. Πίσω ἀπὸ τὶς σκηνοθεσίες τῆς ἀπεράντου ὑπάρξεως, στὸ μελανότερο τῆς ἀβύσσου, βλέπω καθαρὰ κόσμους παράξενους, καί, θῦμα ἐκστατικὸ τῆς ὀξυδέρκειάς μου, σέρνω φείδια ποὺ μοῦ δαγκάνουν τὰ πόδια. Κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀγαπῶ τόσο τρυφερά, καθὼς οἱ προφῆτες, τὴν ἔρημο καὶ τὴ θάλασσα, γελῶ στὰ πένθη κλαίω στὶς γιορτές, βρίσκω μιὰ γεύση γλυκειὰ στὸ πιὸ πικρὸ κρασί, νομίζω πολλὲς φορὲς γιὰ ψέματα τὶς ἀλήθειες, καί, μὲ τὰ μάτια στὸν οὐρανό, πέφτω σὲ γκρεμούς.
Ἀλλὰ ἡ Φωνὴ μὲ παρηγορεῖ καὶ λέει: «Κράτησε τὰ ὄνειρά σου· οἱ συνετοὶ δὲν ἔχουν ἔτσι ὡραῖα σὰν τοὺς τρελούς!»
CHARLES BAUDELAIRE
* Στὰ Νηπενθῆ, μετάφραση σὲ πεζὸ τοῦ μπωντλαιρικοῦ ποιήματος «Ἡ Φωνὴ» (“Le Voix”, 1861).