σύνδεση

Αρχαία ελληνικά και το λείψανο του Αγίου Ιλαρίωνος

Αρχαία ελληνικά και το λείψανο του Αγίου Ιλαρίωνος Μαρκ Ρόθκο, Άτιτλο, (λεπτομέρεια), 1944, Πινακοθήκη Tate.


 

 Πρόσφατα οι τομείς Κλασικής Φιλολογίας (ομόφωνα) και Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας (κατά πλειοψηφία) του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών εξέδωσαν ψηφίσματα υπέρ της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο. Τα δύο ψηφίσματα τα ενέκριναν διαπρεπείς καθηγητές του Τμήματος, επιστήμονες με διεθνές κύρος και εξαιρετικές δημοσιεύσεις στο εξωτερικό, όπως ο Α. Παπαθωμάς, η Θ. Αντωνοπούλου, η Σ. Παπαϊωάννου και ο Ι. Κωνσταντάκος, των οποίων η άποψη έχει φυσικά ιδιαίτερη βαρύτητα. Παράλληλα αξιόλογοι συνάδελφοι των τομέων Νεοελληνικής Φιλολογίας και Γλωσσολογίας, όπως οι γλωσσολόγοι Δ. Γούτσος και Μ. Κακριδή του ίδιου τμήματος, υπέγραψαν άλλο ψήφισμα, υπέρ της κατάργησης της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο τούτη τη φορά. Η κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής Ε. Καραμαλέγκου, λατινίστρια καί πρώην υποψήφια πρύτανις, δημοσίευσε σύντομο άρθρο στην Καθημερινή της 7.6.2016, στο οποίο επαναλαμβάνει το γνωστό, και όχι ιδιαίτερα πειστικό, επιχείρημα της ανάγκης της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών για την υποβοήθηση της διδασκαλίας της νέας ελληνικής γλώσσας, η οποία έτσι εμφανίζεται ως η μόνη ίσως γλώσσα στον κόσμο που δεν μπορεί να διδαχθεί με επάρκεια συγχρονικά, αλλά χρειάζεται την επικουρία της διδασκαλίας των παλαιότερων μορφών της. Πρόκειται για παραλλαγή του παλαιού ιδεολογήματος ότι κάθε νεότερη μορφή μιας γλώσσας αποτελεί παραφθορά ή διαφθορά της προγενέστερης (και γνησιότερης) μορφής της. Επίσης υποστηρίζει ότι τα παιδιά που δεν θα συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους στο Λύκειο δεν θα γνωρίσουν καθόλου την αρχαία γλώσσα. Το επιχείρημα αυτό αποφεύγω να το σχολιάσω.

Δεν πρόκειται εδώ να καταθέσω την άποψή μου για την αναγκαιότητα ή μη της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο, εφόσον αγνοώ βασικές παραμέτρους του ζητήματος (γλωσσολογικές, παιδαγωγικές και άλλες). Δεν θεωρώ άλλωστε ότι γνωρίζω σε τέτοιο βάθος την αρχαία ελληνική και την λατινική γλώσσα, για να μπορώ με άνεση να εκφέρω απόψεις για ακανθώδη ζητήματα, όπως κάνει η Καραμαλέγκου με το κύρος της ειδικής λατινίστριας. Ούτε κλασικός φιλόλογος είμαι ούτε διαθέτω ικανές πρωτότυπες δημοσιεύσεις στον χώρο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, που θα μου επέτρεπαν να μιλώ με κύρος, όπως η Καραμαλέγκου, η οποία έχει δημοσιεύσει τουλάχιστον ένα μικρό βιβλίο για τον Οράτιο το 1982 (το μοναδικό δικό της βιβλίο, αν δεν απατώμαι, το οποίο έχει υποστεί αυστηρή, ίσως υπερβολικά αυστηρή, κριτική από παλαιότερους συναδέλφους, βλ., π.χ., περιοδικό Πλάτων 54 (2005), 440-456, οι οποίοι επεσήμαναν την «απουσία και στοιχειώδους έστω πρωτοτυπίας», σ. 456, σε αυτό). Αυτό που με προβλημάτισε ήταν το γεγονός ότι στα ψηφίσματα δεν γίνεται καθόλου λόγος για ορισμένες ευθύνες του φιλολογικού τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλων πιθανώς τμημάτων της Ελλάδας, των οποίων οι απόφοιτοι δεν μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουν τα αρχαία ελληνικά σε άριστο βαθμό, με αποτέλεσμα, όταν πηγαίνουν στην μέση εκπαίδευση, να έχουν δυσκολίες να τα διδάξουν με επάρκεια. Ίσως λοιπόν στα ψηφίσματα θα έπρεπε να τεθεί και αυτό το ζήτημα και να αναζητηθούν τρόποι βελτιώσεως των πραγμάτων εντός του τμήματος, πριν ζητηθεί από την πολιτεία η συνέχιση της διδασκαλίας των αρχαίων στο γυμνάσιο.

Πραγματοποίησα μία μικρή έρευνα στα διδακτικά εγχειρίδια που διανέμονται στους φοιτητές του τμήματος, για να δω τι ακριβώς διδάσκονται οι υπό εκκόλαψη φιλόλογοι της Φιλοσοφικής Αθηνών, που θεωρώ πως είναι παιδιά στην συντριπτική πλειοψηφία τους αξιόλογα, με ζήλο για μάθηση και ασφαλώς δεν είναι υπεύθυνα για τις ενδεχόμενες ελλείψεις στην κατάρτισή τους. Διαπίστωσα ότι δίπλα σε ορισμένα εξαιρετικά εγχειρίδια που δίνονται στους φοιτητές υπάρχουν και συγγράμματα, τα οποία, για να χρησιμοποιήσουμε την επιεικέστερη δυνατή έκφραση, δεν είναι γραμμένα με τρόπο που συμβάλλει στην αρχαιομάθεια των φοιτητών. Φυσικά, ακόμη κι αν όλα τα εγχειρίδια ήταν άριστα, το πρόβλημα θα εξακολουθούσε να υφίσταται, εφόσον το ζήτημα της αρχαιομάθειας των φοιτητών είναι σύνθετο και έχει ποικίλες παραμέτρους, οι οποίες δεν είναι εφικτό να αναλυθούν στο πλαίσιο ενός σύντομου άρθρου. Δεν είναι ασφαλώς υπεύθυνα μόνο τα εγχειρίδια από τα οποία οι φοιτητές διδάσκονται την αρχαία ελληνική γλώσσα. Τα εγχειρίδια είναι μάλλον σύμπτωμα παρά αιτία των προβλημάτων της εκπαίδευσης των αποφοίτων των φιλολογικών τμημάτων της χώρας. Εδώ θα παρουσιάσω ενδεικτικά τρία μόνον διδακτικά εγχειρίδια που χρησιμοποιούνται στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, προβαίνοντας σε ορισμένες, σχολαστικές ίσως, φιλολογικές παρατηρήσεις, προκειμένου να δείξω ότι έχει και το Τμήμα Φιλολογίας μέρος της ευθύνης για την ελλιπή διδασκαλία των αρχαίων στην μέση εκπαίδευση. Οι παρακάτω παρατηρήσεις δεν θέτουν φυσικά υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα οποιουδήποτε πανεπιστημιακού συναδέλφου να προτείνει στους φοιτητές του ως διδακτικό εγχειρίδιο το σύγγραμμα που εκείνος και μόνον επιθυμεί. Αυτό είναι θέμα ακαδημαϊκής ελευθερίας.

Στα παιδιά του φιλολογικού τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, χρόνια τώρα, διανέμεται ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα το βιβλίο Αισχύλου, Ευμενίδες. Κριτική και ερμηνευτική έκδοση A.H. Sommerstein, μετάφραση Ν. Γεωργαντζόγλου. Τρίτη έκδοση διορθωμένη, Αθήνα 2013. Ο Ν. Γεωργαντζόγλου είναι καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας και διευθυντής του τομέα Κλασικής Φιλολογίας που εξέδωσε το ψήφισμα υπέρ των αρχαίων ελληνικών. Η γλώσσα ενός πανεπιστημιακού συγγράμματος πρέπει να αποτελεί πρότυπο για τον φοιτητή που θα το χρησιμοποιήσει. Όμως το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιεί ο Γεωργαντζόγλου είναι δύσκαμπτο, φορτωμένο με λόγιους τύπους που δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τους τύπους της κοινής νεοελληνικής. Δίνω ένα δείγμα από την σ. 170: «θανάτωση δι’ ανασκολοπισμού, τ.ε με (εισαγωγή και) προώθηση ενός αιχμηρού πασσάλου διά μέσου του κορμού, αρχής γινομένης πλησίον της βάσεως της σπονδυλικής στήλης (ραχοκοκκαλιάς-πβ. ὑπὸ ῥάχιν). Ήταν μέθοδος που συχνά εφήρμοζον οι Πέρσες, από δε τους Έλληνες ωνομάζετο ανασταύρωσις, ανασκολοπισμός ή ανασχίνδευσις». Θα νόμιζε κανείς ότι ο μεταφραστής είναι θιασώτης της καθαρεύουσας, πράγμα που από μόνο του φυσικά δεν θα ήταν κακό. Σε άλλα, ωστόσο, σημεία του ίδιου βιβλίου υιοθετούνται τύποι της δημοτικής, π.χ. σ. 301 «η χυδαιότητα της αντίδρασης». Ο φοιτητής δεν μπορεί να έχει μπροστά του διδακτικά εγχειρίδια που ακροβατούν μεταξύ καθαρεύουσας (αρχαΐζουσας μάλιστα ενίοτε) και δημοτικής, διότι θα υποστεί άνευ προηγουμένου σύγχυση. Σωστά διαμαρτύρεται ο Γεωργαντζόγλου στην σ. 10 του προλόγου του για «την κατάπτωση της γλώσσας μας: το διαπιστώνομε εμείς οι διδάσκοντες στα γραπτά των φοιτητών μας, των αυριανών φιλολόγων», όμως και οι διδάσκοντες δεν είμαστε ίσως άμοιροι ευθυνών.

Είναι πολύ δύσκολο για τον φοιτητή να παρακολουθήσει, με βάση την μετάφραση του Γεωργαντζόγλου, τις πληροφορίες που δίνει για τα χειρόγραφα που παραδίδουν το κείμενο των Ευμενίδων ο Άγγλος σχολιαστής της τραγωδίας. Στην σ. 69, π.χ., διαβάζομε: «Συγκριτικώς λίγα χωρία των Ευμ. μνημονεύονται από άλλους αρχαίους συγγραφείς και (με πιθανή εξαίρεση το 727) μας παρέχουν όχι καλές αναγνώσεις – άγνωστες στην μεσαιωνική παράδοση». Δυστυχώς ο φοιτητής δεν θα καταλάβει τίποτε, διότι ο Γεωργαντζόγλου μεταφράζει εντελώς μηχανικά το αγγλικό πρωτότυπο, την έννοια του οποίου ίσως κι ο ίδιος αδυνατεί να αντιληφθεί: «they provide us with no good readings unknown to the medieval tradition». Τι συμβαίνει; Διάφοροι συγγραφείς της αρχαιότητας παραδίδουν, ενσωματωμένα στα κείμενά τους, χωρία των Ευμενίδων, όμως τα χωρία αυτά δεν δίνουν σε καμιά σχεδόν περίπτωση γραφές καλύτερες από τα μεσαιωνικά χειρόγραφα που παραδίδουν τις Ευμενίδες μαζί με άλλες τραγωδίες του Αισχύλου. Με την μετάφραση του Γεωργαντζόγλου ο φοιτητής θα καταλάβει ότι οι διάφοροι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν χωρία με γραφές υποδεέστερες, οι οποίες είναι άγνωστες στα μεσαιωνικά χειρόγραφα! Και γιατί αναγνώσεις; Η δόκιμη μετάφραση του όρου readings είναι «γραφές». Ο όρος «αναγνώσεις» οπωσδήποτε θα δημιουργήσει επιπλέον προβληματισμό στον φοιτητή που ήδη βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση.

Άλλη περίπτωση, ακόμη σοβαρότερη, που μπορεί επίσης να δυσκολέψει τον φοιτητή: στην σ. 217 διαβάζομε: «το μετρικό πρότυπο (321-96 σημ.) βεβαιώνει σχεδόν απόλυτα ότι έχει χαθή κάτι μονοσύλλαβο, και το καὶ παρέχει καλό νόημα, μπορεί δε να γράφτηκε από τον εμπνευστή ενός ερμηνεύματος (λανθασμένου), το οποίο παρέχεται στα σχόλια». Και πάλι παρανοείται το αγγλικό πρωτότυπο: ... may have been read by the author of one (incorrect) explanation. Ο σχολιαστής (και όχι εμπνευστής) δεν έγραψε, αλλά διάβασε (read) ένα «καὶ» που ήταν η σωστή γραφή, την ερμήνευσε δε στην συνέχεια, εσφαλμένα βέβαια, με το σχόλιό του. Στην συνέχεια η ορθή γραφή «καὶ» σε μεταγενέστερα αντίγραφα εξαφανίσθηκε, καθώς αντικαταστάθηκε από την ερμηνεία της, αλλά μπορεί να αποκατασταθεί με βάση το σχόλιο. Ίδια περίπου είναι και η περίπτωση της σ. 247: «το χωρεῖ (Wieseler) θα μπορούσε να είναι κατάλληλο, αλλά η ανάγνωση του ΧΦ ίσως αρχικά ήταν ένα ερμήνευμα στο πέδῳ (479) που το εξέβαλε από το κείμενο κάποιο τελείως διαφορετικό ρήμα, ίσως το στάζει». Και πάλι ο μεταφραστής δεν αντιλαμβάνεται ότι υποκείμενο του «εξέβαλε» είναι η λέξη «ερμήνευμα», ενώ αντικείμενο η λέξη «ρήμα». Το ερμήνευμα εξέβαλε την σωστή, την γνήσια και αρχική γραφή («κάποιο τελείως διαφορετικό ρήμα»), όπως συμβαίνει συχνά στα χειρόγραφα. Το «το» (εξέβαλε) της μετάφρασης είναι όχι μόνο περιττό, αλλά καταστρέφει εντελώς το νόημα («a gloss on πέδῳ that ousted some quite different verb from the text» έχει το αγγλικό κείμενο!). Τι συμβαίνει; Συχνά στο περιθώριο των χειρογράφων ή πάνω από μία δύσκολη λέξη σημειώνεται από τον ίδιο τον αντιγραφέα, ή από κάποιον άλλον αναγνώστη, η ερμηνεία της (μονολεκτικά), π.χ. η αρχαία, ασυνήθιστη λέξη «βροτός» μπορεί να ερμηνευθεί με την λέξη «ἄνθρωπος». Κάποιος που αντιγράφει το συγκεκριμένο χειρόγραφο, σε μεταγενέστερη φάση, μπορεί να αντικαταστήσει, κατά λάθος ή σκόπιμα, την αρχική λέξη που ερμηνεύεται, (ή κάποια κοντινή, όπως συμβαίνει εδώ), με την ερμηνεία της, οπότε η αρχική γραφή «βροτός» εξαφανίζεται και στα χειρόγραφα εμφανίζεται πλέον στην θέση του το «ἄνθρωπος», που δεν γράφτηκε όμως από τον συγγραφέα. Αυτό θέλει να πει και εδώ ο Άγγλος φιλόλογος, όμως η μετάφραση συσκοτίζει εντελώς τα πράγματα. Ο φοιτητής πρέπει να εξοικειωθεί, στοιχειωδώς έστω, με ορισμένες βασικές αρχές της κριτικής κειμένου, για να μπορέσει να διαβάσει με τρόπο επαρκή και δημιουργικό τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, πώς όμως θα μπορέσει να αποκτήσει τις απαιτούμενες γνώσεις από βιβλία τόσο δύσκολα στην προσέγγισή τους, των οποίων οι μεταφραστές δεν φαίνεται να έχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους οι ίδιοι ορισμένα βασικά πράγματα για τον τρόπο παράδοσης και αναπαραγωγής των αρχαίων ελληνικών κειμένων;

Υπάρχουν και άλλα σφάλματα στο βιβλίο του Γεωργαντζόγλου. Π.χ. στην σ. 227 διαβάζομε την ακατανόητη φράση «ένας στοχασμός από μεταγενέστερη σκηνοθετική εμπειρία», ενώ σαφώς πρέπει να μεταφράσουμε το αγγλικό reflection ως «επίδραση, απήχηση της μεταγενέστερης σκηνοθετικής εμπειρίας» (ή καλύτερα πρακτικής). Και φυσικά το literary criticism των Άγγλων σημαίνει στα νέα ελληνικά «λογοτεχνική», όχι «φιλολογική» κριτική, όπως μεταφράζει ο Γεωργαντζόγλου στη σ. 13. Εντύπωση προκαλεί ότι στις σσ. 68-69 ο μεταφραστής γράφει Demetrius Triclinius, δημιουργώντας στον φοιτητή την εντύπωση ότι πρόκειται για ξένο λόγιο, και όχι για τον πασίγνωστο Βυζαντινό φιλόλογο Δημήτριο Τρικλίνιο. Όμοια κάπως είναι η περίπτωση της σ. 44 όπου διαβάζομε ότι ο Αισχύλος «έλαβε μέρος στην μάχη της Σαλαμίνος». Ο Άγγλος μιλά για battle of Marathon, αλλά και για battle of Salamis, battle of Lepanto, battle of Midway. Ένας Έλληνας όμως μπορεί να μεταφράζει έτσι;

Θα δώσω τώρα άλλο παράδειγμα διδακτικού συγγράμματος, από το μάθημα αυτή την φορά της Βυζαντινής Φιλολογίας, που είναι επίσης μάθημα γλωσσικό, εφόσον τα περισσότερα βυζαντινά κείμενα είναι γραμμένα στα αρχαία ελληνικά. Στους φοιτητές μοιράσθηκε κατά τα έτη 2010-2012 ως διδακτικό σύγγραμμα μία έκδοση κανόνων του Ιωάννου Μαυρόποδος, σημαντικού λογίου του ενδέκατου αιώνα, από τον καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας Α. Δ. Παναγιώτου, που υιοθέτησε το ψήφισμα υπέρ των αρχαίων ελληνικών: Ο Ιωάννης Μαυρόπους υμνογράφος του αγίου Νικολάου. Κριτική έκδοση, Αθήνα 2008. Όμως η έκδοση αυτή έχει ασύγγνωστα σφάλματα, τα οποία δυσχεραίνουν τους φοιτητές στην κατανόηση των κειμένων που περιέχονται στο βιβλίο. Δεν τολμώ καν να σχολιάσω το γεγονός ότι ο Μαυρόπους αναφέρεται στην εισαγωγή (σ. 14) ως «λόγιος και συγγραφεύς του 12ου αιώνα»! Δίνω μόνο δύο ενδεικτικά λάθη, από μία μόνον σελίδα του βιβλίου: Στον στίχο 24 της σελίδας 34 του πρώτου κανόνα στον άγιο Νικόλαο διαβάζομε στην έκδοση: «δῶρόν σε προσήγαγε τῷ ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ βλαστήσαντι ὁ τῆς Μυρέων ἀρχιερεὺς ἱδρώσας Θεῷ». Ο φοιτητής θα νομίσει ότι ο άγιος, ή ο αρχιερέας των Μύρων, ίδρωσε, όμως το χειρόγραφο από το οποίο εκδόθηκε ο κανόνας δεν γράφει «ἱδρώσας», αλλά «ἱερώσας», δηλαδή ο επίσκοπος των Μύρων αφιέρωσε τον άγιο Νικόλαο, νέο ακόμη, στον Θεό. Στην ίδια σελίδα στον στίχο 28-29 διαβάζομε «ἐπὶ σοὶ καινοπρεπῶς συνέδραμε τόμος παρθενίᾳ». Ο Μαυρόπους απευθύνεται στην Παναγία. Τι θα καταλάβει ο φοιτητής που θα διαβάσει «τόμος»; Θα πάει πιθανώς ο νους του σε κανένα βιβλίο. Όμως το χειρόγραφο έχει «τόκος», δηλαδή στην περίπτωση της Θεοτόκου συνδυάστηκε η γέννηση με την παρθενία! Υπάρχουν κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις δυστυχώς στο ίδιο σύγγραμμα.

Ας δούμε τέλος ένα άλλο διδακτικό σύγγραμμα, εκείνο του Φ.Α. Δημητρακόπουλου, καθηγητή μέχρι πρόσφατα του Τμήματος Φιλολογίας, πρώην προέδρου του τμήματος Σλαβικών Σπουδών και υποστηρικτή επίσης της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο, Ο όσιος Ιλαρίων ο μέγας. Με ανέκδοτα αγιολογικά και υμνογραφικά κείμενα, Αθήνα 2013, το οποίο περιέχει ορισμένα κείμενα για τον άγιο Ιλαρίωνα, ασκητή της Παλαιστίνης στα τέλη του τετάρτου αιώνα. Τα κείμενα αυτά, πιστεύω, δυσκολεύουν τους φοιτητές να τα προσεγγίσουν, διότι παρουσιάζουν εκδοτικά προβλήματα, τα οποία δεν τους επιτρέπουν να υπερβούν εύκολα το γλωσσικό εμπόδιο της λόγιας βυζαντινής γλώσσας. Δίνω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Στην σ. 58 διαβάζουμε τον τύπο «ἠνείσχετο», που σίγουρα θα μπερδέψει τον φοιτητή, ο οποίος δεν θα μπορέσει να αναγνωρίσει γραμματικά τον τύπο, απλούστατα διότι τέτοιος τύπος δεν υπάρχει. Πολύ απλά, πρέπει να διορθώσουμε «ἠνέσχετο». Στην σ. 59 διαβάζομε: «ἀνερρώσθησάν τε καὶ τροφῆς ἐνίσχυσιν μεταλαβόντες καὶ ἡ νόσος ἐφυγαδεύθη». Το χειρόγραφο από το οποίο εκδίδει το κείμενο ο Δημητρακόπουλος παραδίδει «ἐνίσχυσαν», τὸ «ἐνίσχυσιν» εἶναι διόρθωση του εκδότη. Ο φοιτητής θα δει μία μετοχή να συντάσσεται κατά παράταξη με δύο ρήματα και δεν θα μπορέσει να καταλάβει το κείμενο. Θα ήταν προτιμότερο να διατηρηθεί το «ἐνίσχυσαν», η παραδεδομένη από το χειρόγραφο γραφή. Έτσι ο φοιτητής θα μπορούσε, με την κατάλληλη βοήθεια από τον διδάσκοντα, να καταλάβει ότι εδώ το ρήμα έχει την έννοια: «ενισχύθηκαν (αφού πήραν τροφή)». Αυτή η έννοια του ρήματος «ἐνισχύω», δηλαδή «ενισχύομαι», μαρτυρείται και σε αρχαία κείμενα. Επίσης, τι θα μπορέσει να καταλάβει ο φοιτητής, όταν θα διαβάσει στην σ. 85 «ἄμαχος σὺ τὴν ἰσχύν, πετάλῳ καὶ λεπτῷ νήματι κατῃσχυμένος»; Ο παρακείμενος του ρήματος «καταισχύνω» είναι «κατῃσχυμμένος». Ο εκδότης εξάπαντος έπρεπε εδώ να προβεί σε διόρθωση και να γράψει «κατισχημένος» (παρακείμενος  του «κατίσχω»). Ένα παράλληλο χωρίο της σ. 62 («πετάλῳ καὶ νήματι κατεχομένη») θα έπρεπε να τον είχε βοηθήσει. Στην σ. 77 διαβάζομε: «καὶ ἡστινοσοῦν ἄλλης τροφῆς οὐδὲ βραχύτητι προσίετο». Η δοτική «βραχύτητι» θα προβληματίσει τον φοιτητή, ο οποίος δεν θα μπορέσει να καταλάβει την συντακτική λειτουργία αυτής της δοτικής. Είναι όμως βέβαιο ότι πρέπει να γραφεί «βραχύ τι» (= ούτε κατ’ ελάχιστον). Ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Το βιβλίο αυτό μοιράσθηκε πρόσφατα και σε πρωτοετείς φοιτητές που παρακολουθούν το μάθημα της Εισαγωγής στην Βυζαντινή Φιλολογία, ενώ δεν περιέχει γενικού χαρακτήρα γνώσεις που θα βοηθούσαν τους φοιτητές να προσεγγίσουν για πρώτη φορά το αντικείμενο αυτό. Τι χρησιμεύει, φερ’ ειπείν, σε πρωτοετείς φοιτητές η πληροφορία της σ. 27 ότι ο Δημητρακόπουλος, ο εκδότης των κειμένων, κατέχει μικρό τεμάχιο λειψάνου του αγίου Ιλαρίωνος;

Υπάρχουν εξαίρετοι νέοι συνάδελφοι που διδάσκουν αρχαία ελληνική και Βυζαντινή φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι βέβαιο ότι εργάζονται με ιδιαίτερο ζήλο και αυταπάρνηση για τους φοιτητές τους. Δεν είναι επίμεμπτο ότι ορισμένα μέλη του Τμήματος Φιλολογίας κατέθεσαν την άποψή τους για την διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, απλώς εδώ επεσήμανα ότι το Τμήμα έχει κι αυτό τις δικές του ευθύνες για την ελλιπή γνώση των αρχαίων ελληνικών που παρατηρείται στους αποφοίτους του, κάτι που το διαπιστώνουμε καθημερινά όλοι όσοι ερχόμαστε σε επαφή με τα γραπτά δοκίμια των φοιτητών μας. Θα έλεγα εν κατακλείδι ότι πρέπει πρώτα να ενισχύσουμε την αρχαιομάθεια των δικών μας μαθητών στο Πανεπιστήμιο, πριν αποφασίσουμε να ασχοληθούμε και με τους μαθητές των γυμνασίων.