Οι έλληνες ψηφοφόροι κλήθηκαν από την συγ-κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με τη στήριξη της νεοναζιστικής «Χρυσής Αυγής», να πουν ένα ηχηρό «Όχι», μέσω ενός από κάθε άποψη άθλιου αντιευρωπαϊκού δημοψηφίσματος, στην πρόταση των εταίρων μας, την οποία η ελληνική κυβέρνηση είχε απορρίψει διακόπτοντας μονομερώς τις συνομιλίες και η οποία πρόταση είχε αποσυρθεί ήδη την ώρα που θα την απέρριπτε ο αείποτε «σοφός λαός» μας. Για να μη μείνουμε στο οικονομικό τέλμα η κυβέρνηση αυτή αποφάσισε να γκρεμιστούμε στην άβυσσο. Οι εγκληματικά ανεύθυνοι χειρισμοί της οδήγησαν στο κλείσιμο των τραπεζών και στις συνακόλουθες καταστροφές. Αλλά –όλα κι όλα!– η κυβέρνηση μιλούσε για «αξιοπρέπεια». Κι ο «σοφός λαός» στήθηκε σε ουρές τύπου υπαρκτού σοσιαλισμού, «με αξιοπρέπεια»! Και κάποιοι κυβερνητικοί έλεγαν πως «θα τις συνηθίσει» – γιατί έχει «αξιοπρέπεια»! Το όργιο ψέματος των αντιευρωπαϊστών της κυβέρνησης κορυφώθηκε στο… όνομα της Ευρώπης την οποία «θα αλλάξουμε» (διάβαζε: θα καταστρέψουμε). Η μαζική αυτή παράκρουση μόνο με εκείνη των «Σέρβων αδελφών μας» όταν δολοφονούσαν τη χώρα τους συγκρίνεται. Όσο πλησίαζε η καταστροφή τόσο αυξάνονταν τα κυβερνητικά ψέματα ότι δήθεν ήμασταν κοντά σε μια «έντιμη» και μάλλον ανώδυνη συμφωνία. Μόνο όπλο των αντιευρωπαϊστών βολονταριστών «διαπραγματευτών» το ασύστολο ψέμα.
Παρά τα όσα τρομερά λοιπόν συνέβησαν εις βάρος μας αυτό το διάστημα, ο «σοφός λαός» αντί να ανατρέψει την κυβέρνηση της καταστροφής, όπως θα έκανε κάθε πραγματικά αξιοπρεπής ευρωπαϊκός λαός, κραύγασε το «ηχηρό Όχι» και απέρριψε μια πρόταση που είχε ήδη αποσυρθεί. Αλλά αυτή η πρόταση ή μια εκδοχή της, που ο λαός απέρριψε με 61,3%, θα είναι η βάση της «διαπραγμάτευσης» (sic) σύμφωνα με την εισήγηση του πρωθυπουργού της συμφοράς την επομένη ακριβώς του δημοψηφίσματος, ο οποίος απέσπασε την στήριξη των αρχηγών των άλλων κομμάτων πλην του ΚΚΕ. Ο «σοφός λαός», με αυτές τις ηγεσίες, φοβούμαστε πως θα ζήσει πολλά χρόνια παρόμοιας «αξιοπρέπειας» και μεγαλείου εθνικών συμφορών. Έλαβε ήδη τα συγχαρητήρια του Κάστρο, του Μαδούρο, του Μοράλες και άλλων δημοκρατών.
Αυτός ο «περήφανος λαός» δεν μετανιώνει για τίποτε και δεν ντρέπεται για τίποτε. Non / Rien de rien, non je ne regrette rien…. «Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτε», όπως τραγουδούσε η Πιαφ. Για να μη μείνουμε «υποτελείς» των απογόνων του Πίκο ντελλα Μιράντολα, του Μοντεσκιέ ή του Μπέρτραντ Ράσελ και του Καρλ Πόπερ προτιμούμε να γίνουμε «σύντροφοι» του Μαρά, του Στάλιν ή του Χίτλερ και του Τσάβες.
Οι «υποτελείς» Νεοέλληνες, αυτοί οι ατίθασοι «υπήκοοι» των Ευρωπαίων αντιστέκονται. Η «αποικία χρέους» αποτίναξε τον ευρωπαϊκό ζυγό με ένα βροντερό «Όχι», όπως ξέρουν να κάνουν οι Έλληνες πριν από τις μεγάλες καταστροφές.
Με αυτό το «Όχι» οι Έλληνες παράλληλα «έστειλαν ένα μήνυμα δημοκρατίας στην Ευρώπη». Ο Θουκυδίδης επισήμαινε πως οι φοβερότερες πολιτικές απάτες είναι καταρχήν και πρωτίστως γλωσσικές. Η διαστροφή του λόγου είναι το καλύτερο μέσο για την παρεμπόδισή του. Ο λόγος, διά του λόγου εκφυλίζεται. Ο εκφυλισμός της δημοκρατίας γίνεται πάντα στο όνομά της. Η απολυταρχία ιδρύεται πρώτα διά του λόγου κι έπειτα στην πράξη. Ο Θουκυδίδης περιγράφει ως εξής το φαινόμενο της αυθαίρετης μετωνυμίας για λόγους πολιτικής καπηλείας: «Έτσι, η ασυλλόγιστη τόλμη λογιζόταν γενναιότητα και αφοσίωση στην παράταξη, η προνοητική αυτοσυγκράτηση εύσχημο πρόσχημα δειλίας, η σωφροσύνη πρόφαση ανανδρίας και η σφαιρικότερη θεώρηση των πραγμάτων καθολική ανικανότητα για δράση. Η παράφορα ασυγκράτητη ορμή θεωρήθηκε ανδρική αρετή και η προσεκτική εξέταση προκειμένου να σιγουρευτεί ένα εγχείρημα εύσχημη πρόφαση υπεκφυγής. Και όποιος κατέκρινε και κακολογούσε λογιζόταν πάντοτε άξιος εμπιστοσύνης, ενώ εκείνος που του έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος»[1].
Οι «υπερήφανοι» και «αξιοπρεπείς» Έλληνες που φιλοδοξούν να διαλύσουν την «Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία» διαθέτουν πια το μεγαλύτερο ίσως κατά κεφαλήν πλεόνασμα ψεύδους στον κόσμο. Είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές ψεύδους. Πριν από 118 χρόνια προκαλέσαμε ένα πόλεμο και μια μεγάλη, δική μας εννοείται, καταστροφή, αφού μάλιστα λίγα χρόνια νωρίτερα είχαμε δώσει μαθήματα αξιοπρέπειας στους λαούς της Ευρώπης με την «ένοπλο επαιτεία» του λεγόμενου Ειρηνοπολέμου. Αν μεταγράψει κανείς στη σύγχρονη γλώσσα το παρακάτω άρθρο του Παύλου Νιρβάνα με τίτλο «Τι έλειψεν»[2], νομίζει ότι είναι γραμμένο σήμερα:
«...Εκείνο το οποίον κυρίως έλειψεν από τον τόπον αυτόν, εκείνο το οποίον έλειψεν από τον εθνικόν μας βίον και του οποίου την έλλειψιν επληρώσαμεν και πληρώνομεν βαρύτατα, υπήρξεν η Αλήθεια.
Ω! ναι· η αλήθεια! Επί ήμισυν αιώνα εκολυμβήσαμεν εις το ψεύδος, ετράφημεν με το ψεύδος, ανεπνεύσαμεν με το ψεύδος και –διατί να το αποσιωπήσωμεν;– εσαβανώθημεν με το ψεύδος. Ήτο λείψανον της δουλείας της μακράς, ήτο απομεινάριον του ραγιαδισμού, ήτο τέκνον της βίας και του ζυγού; Δεν ηξεύρω. Κάθε πράγμα εις τον πεπερασμένον αυτόν κόσμον έχει εν αίτιον. Αλλά περί τούτου δεν πρόκειται. Το βέβαιον, το αναμφισβήτητον, το φανερόν ως το φως, είναι ότι εις τα έθη των πατρώων θεών, μία θεότης δυσειδής και αποτρόπαιος και καταστρεπτική εγκαθιδρύθη, ένας Μολώχ παμφάγος και απαίσιος, το ψεύδος. Απ’ άκρου εις άκρον. Από του ζενίθ μέχρι του ναδίρ. Εις βάθος και εις πλάτος. Δηλητήριον διαχυθέν εις τον οργανισμόν του έθνους ως κουράριον και ως στρυχνίνη. Και από την επίδρασιν την καταστρεπτικήν τίποτε δεν έμεινεν αλώβητον, τίποτε παρθένον. Η οικογένεια θύμα του, η κοινωνία βορά του, το έθνος λεία του. Κάθε μέλος και πάσα ίς [ίνα] του εθνικού και του κοινωνικού οργανισμού εμπεποτισμένα από το δηλητήριον αυτό. Η εκκλησία, η παιδεία, η διοίκησις, τα γράμματα, αι τέχναι, ο τύπος, το στράτευμα, αι επιστήμαι, η φιλανθρωπία, το παν κυβερνώμενον από μίαν δύναμιν: το ψεύδος, στρεφόμενον περί ένα άξονα: το ψεύδος, αφορμώμενα από μίαν αφετηρίαν: το ψεύδος, κατρακυλούντα προς εν τέρμα: το ψεύδος.
Μη ζητήσετε τώρα τας λεπτομερείας του· μη απαιτήσετε τας εφαρμογάς του και τον μηχανισμόν του. Δια να σπουδάσετε μίαν επιστήμην θέλετε πέντε τουλάχιστον έτη. Και το νεοελληνικόν ψεύδος, ως θεωρία και ως εφαρμογή, είναι επιστήμη απέραντος, με ειδικότητας και κλάδους· και με εφαρμογάς απείρους. Τόμοι ολόκληροι θα εχρειάζοντο δια να περιλάβουν την επιστήμην αυτήν. Χρόνοι και χρόνοι θ’ απητούντο δια να συναχθή και να ταξινομηθή το άφθονον υλικόν, το οποίον θα παρείχε την εικόνα του παραδόξου αυτού μηχανισμού, ο οποίος υποκατέστη εις όλα τα τμήματα της εθνικής μας ζωής. Αν δύνασθε, αντικρύσατέ το εν συνόλω εις τας γενικάς του γραμμάς. Δεν θα κοπιάσετε πολύ. Ζήτε εις τον τόπον, όπου ο τίτλος, ο αποτελών την βδελυρωτέραν των ύβρεων, και μεταξύ του ποταπωτέρου των λαών, έχει καταντήσει χαριεντισμός και φιλοφρόνημα. Μη το λησμονείτε.
Άλλως τε δεν έχετε και ανάγκην ν’ αποπλανηθήτε πολύ. Έχετε εμπρός σας μίαν εικόνα, μίαν αιματωμένην και τραγικήν εικόνα. Κινούμεθα ακόμη μέσα εις τα συντρίμματα του απαισίου πολέμου. Εάν οπίσω από τον πόλεμον αυτόν, από την σύλληψίν του και την διεξαγωγήν του, εάν οπίσω από τας ήττας, από την φυγήν, από τους πανικούς, από την κατάχρησιν, από την δειλίαν, από τας ατιμίας, δεν βλέπετε το τερατώδες φάσμα του ψεύδους, θα ειπή ότι δεν είσθε πολύ οξυδερκείς άνθρωποι. Και εάν από τον βαρύν εφιάλτην της πανελληνίου συμφοράς δεν αισθάνεσθε και δεν αισθανόμεθα ούτε τώρα, τι είναι εκείνο το οποίον μας έλειψε καθ’ όλην την αξιοδάκρυτον αυτήν περίοδον του ελευθέρου μας βίου, α! τότε η τελευταία αυτή καταστροφή η οποία εξερράγη επί των κεφαλών μας, δεν είναι η μεγαλειτέρα.»
[1] Θουκυδίδη Ιστορία, Γ82, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Πόλις, Αθήνα 2011.
[2] Δημοσιεύθηκε στο Άστυ, 25 Μαΐου 1897.