ARB – THE NEW YORK REVIEW OF BOOKS
Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη επέφεραν πολύ πιο γρήγορα αποτελέσματα και προκάλεσαν πολύ μεγαλύτερη ζημία στη ρωσική οικονομία από ό,τι ήταν αναμενόμενο. Η αυξημένη ζημία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε μια ισχυρή πτώση της τιμής του πετρελαίου, χωρίς την οποία οι κυρώσεις θα ήταν πολύ λιγότερο αποτελεσματικές. Η Ρωσία, προκειμένου να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό της, χρειάζεται να κυμαίνονται οι τιμές σε 100 δολάρια περίπου το βαρέλι. Ο συνδυασμός της χαμηλότερης τιμής του πετρελαίου και των κυρώσεων οδήγησε τη Ρωσία σε μια χρηματοπιστωτική κρίση η οποία μπορεί να συγκριθεί σε πολλά σημεία με αυτή του 1998.
Το 1998, η Ρωσία είχε έλλειψη σε αποθέματα ισχυρού νομίσματος και αθέτησε την πληρωμή του χρέους της, προκαλώντας αναταραχή στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Εκείνη την περίοδο, το ρούβλι είχε μειωθεί κατά 50% στη χαμηλότερη τιμή του, ο πληθωρισμός αυξανόταν με γρήγορους ρυθμούς και τα επιτόκια είχαν ανέλθει σε επίπεδα που ωθούσαν τη ρωσική οικονομία σε ύφεση. Το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει η Ρωσία σήμερα σε σύγκριση με το 1998 είναι ότι διαθέτει ακόμα σημαντικά αποθέματα σε ξένο νόμισμα. Αυτό επέτρεψε στη Ρωσική Κεντρική Τράπεζα να πετύχει μια ανάκαμψη της τάξης του 30% στο ρούβλι από το χαμηλότερο σημείο του, ξοδεύοντας περίπου 100 δισ. δολάρια και κανονίζοντας μια συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων (swap line) ύψους 24 δισ. δολαρίων με την Κεντρική Τράπεζα της Κίνας. Αλλά μόνο 200 δισ. δολάρια από τα εναπομείναντα αποθέματα είναι ρευστά και η κρίση βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο.
Πέρα από την συνεχιζόμενη φυγή κεφαλαίων, περισσότερα από 120 δισ. δολάρια εξωτερικού χρέους πρέπει να αποπληρωθούν εντός του 2015. Ωστόσο, σε αντίθεση με το 1998, το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού χρέους βρίσκεται στον ιδιωτικό τομέα, και δεν θα προκαλούσε έκπληξη εάν, πριν ακολουθήσει την πορεία της, η κρίση καταλήξει σε αθέτηση πληρωμών από τη Ρωσία. Αυτό θα ήταν περισσότερο από ότι είχαν υπολογίσει οι αρχές. Εάν προστίθετο στις παγκόσμιες αποπληθωριστικές πιέσεις οι οποίες είναι ιδιαίτερα έντονες στην ευρωζώνη, καθώς και στις αυξανόμενες στρατιωτικές συγκρούσεις, όπως αυτή με την ISIS, μια ρωσική αθέτηση πληρωμών θα προκαλούσε σημαντική ρήξη στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με την ευρωζώνη να είναι ιδιαιτέρως ευάλωτη.
Υπάρχει επομένως μια έκτακτη ανάγκη αναπροσανατολισμού των τρεχουσών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στη Ρωσία και την Ουκρανία. Εγώ υποστηρίζω μια διττή προσέγγιση η οποία εξισορροπεί τις κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία με ενίσχυση για την Ουκρανία σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Αυτή η εξισορρόπηση πρέπει να διεξαχθεί το πρώτο τρίμηνο του 2015 για λόγους που θα προσπαθήσω να εξηγήσω.
Οι κυρώσεις είναι αναγκαίο κακό. Αναγκαίο επειδή ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε οι ΗΠΑ προτίθενται να διακινδυνεύσουν έναν πόλεμο με τη Ρωσία και αυτό καθιστά τις οικονομικές κυρώσεις τον μόνο τρόπο αντίστασης απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Κακό, διότι βλάπτουν όχι μόνο τη χώρα στην οποία επιβάλλονται, αλλά και τις χώρες οι οποίες τις επιβάλλουν. Η ζημία αποδείχθηκε πολύ μεγαλύτερη από την αναμενόμενη. Η Ρωσία βρίσκεται εν μέσω μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και η απειλή ενός σοβαρού αποπληθωρισμού στην Ευρωζώνη έγινε πραγματικότητα.
Αντιθέτως, όλες οι συνέπειες της ενίσχυσης της Ουκρανίας θα ήταν θετικές. Επιτρέποντας στην Ουκρανία να υπερασπισθεί τον εαυτό της, η Ευρώπη θα υπερασπιζόταν έμμεσα και η ίδια τον εαυτό της. Επιπλέον, η χορήγηση χρηματοπιστωτικής ενίσχυσης στην Ουκρανία θα βοηθούσε στη σταθεροποίηση της οικονομίας της και επίσης θα παρείχε εμμέσως ένα πολυπόθητο κίνητρο στην ευρωπαϊκή οικονομία με την ενθάρρυνση για εξαγωγές και επενδύσεις στην Ουκρανία. Εάν όλα πήγαιναν καλά, τα προβλήματα της Ρωσίας και η πρόοδος της Ουκρανίας θα έπειθαν τον Πρόεδρο Πούτιν να εγκαταλείψει ως άγονες τις προσπάθειές του για την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας.
Δυστυχώς, ούτε η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ούτε και η ηγεσία φαίνεται να συγκινούνται από αυτήν την προσέγγιση. Η Ευρώπη φαίνεται να έχει επικίνδυνη άγνοια για το γεγονός ότι βρίσκεται εμμέσως υπό στρατιωτική επίθεση από τη Ρωσία και συνεχίζει τις υποθέσεις της ως συνήθως. Αντιμετωπίζει την Ουκρανία απλά ως μια άλλη χώρα που χρειάζεται χρηματοπιστωτική ενίσχυση και ούτε καν ως χώρα που είναι σημαντική για τη σταθερότητα του ευρώ, όπως η Ελλάδα ή η Ιρλανδία.
Σύμφωνα με τις επικρατούσες αντιλήψεις, η Ουκρανία πάσχει από μια λίγο-πολύ κλασική κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών, η οποία εξελίχθηκε σε τραπεζική και κρίση δημόσιου χρέους. Υπάρχουν διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ειδικά για τη διαχείριση τέτοιων κρίσεων, αλλά δεν είναι σωστά προσαρμοσμένα για την διαχείριση των πολιτικών διαστάσεων της ουκρανικής κατάστασης. Προκειμένου να βοηθήσει την ουκρανική οικονομία, η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε την προετοιμασία μιας Συμφωνίας Σύνδεσης με την Ουκρανία το 2007 και την ολοκλήρωσε το 2012, όταν είχε να αντιμετωπίσει την κυβέρνηση Γιανούκοβιτς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέπτυξε έναν λεπτομερή χάρτη πορείας, ο οποίος έδειχνε τα βήματα που έπρεπε να κάνει η ουκρανική κυβέρνηση πριν κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση το βήμα για την επέκταση της ενίσχυσης. Η Ουκρανία έχει υποστεί έναν επαναστατικό μετασχηματισμό έκτοτε. Ο χάρτης πορείας έπρεπε να προσαρμοσθεί αναλόγως, αλλά η δυσκίνητη γραφειοκρατική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν άφηνε περιθώρια.
Αναλόγως, τα προβλήματα της Ουκρανίας ορίσθηκαν με συμβατικούς όρους:
- Η Ουκρανία χρειάζεται διεθνή ενίσχυση επειδή υπέστη πλήγματα που οδήγησαν σε χρηματοπιστωτική κρίση. Τα πλήγματα είναι προσωρινά· μόλις η Ουκρανία συνέλθει από τα πλήγματα θα μπορέσει να πληρώσει τους πιστωτές της. Αυτό εξηγεί γιατί ανατέθηκε στο ΔΝΤ να παράσχει χρηματοπιστωτική ενίσχυση στην Ουκρανία.
- Εφόσον η Ουκρανία δεν είναι ακόμα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα (όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) έπαιξαν απλά δευτερεύοντα ρόλο στην παροχή ενίσχυσης. Το ΔΝΤ δέχτηκε με ευχαρίστηση την ευκαιρία να αποφύγει τις επιπλοκές που σχετίζονται με την επιτήρηση της τρόικας, η οποία αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ, που διαχειρίστηκε την περίπτωση της Ελλάδας και άλλων χωρών. Αυτή η νέα ρύθμιση εξηγεί επίσης γιατί το πακέτο του ΔΝΤ βασίστηκε σε υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις και γιατί η συνεισφορά του ΔΝΤ στην Ουκρανία ύψους 17 δισ. δολαρίων σε μετρητά είναι τόσο μεγαλύτερη από το ποσό των περίπου 10 δισ. δολαρίων των διαφόρων δεσμεύσεων που σχετίζονται με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και των ακόμα μικρότερων ποσών από τις ΗΠΑ.
- Εφόσον η Ουκρανία είχε χαμηλές επιδόσεις στα προηγούμενα προγράμματα του ΔΝΤ, οι επίσημοι δανειστές επέμειναν ότι η Ουκρανία θα πρέπει να λάβει ενίσχυση μόνο ως ανταμοιβή για σαφή στοιχεία βαθιάς διαρθρωτικής μεταρρύθμισης και όχι ως κίνητρο για την ανάληψη αυτών των μεταρρυθμίσεων.
- Από αυτή τη συμβατική προοπτική, η επιτυχής αντίσταση στην προηγούμενη κυβέρνηση Γιανούκοβιτς στο Μαϊντάν και αργότερα, η ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας και η δημιουργία αποσχισμένων περιοχών στην ανατολική Ουκρανία είναι συμπτωματικές. Αυτά τα γεγονότα θεωρήθηκαν απλά προσωρινά εξωτερικά πλήγματα.
Αυτή η προοπτική πρέπει να αλλάξει. Η γέννηση μιας νέας Ουκρανίας και η ρωσική επιθετικότητα δεν αποτελούν απλά προσωρινά πλήγματα αλλά ιστορικά γεγονότα. Αντί να αντιμετωπίσει τα κατάλοιπα μιας απαρχαιωμένης Σοβιετικής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αντιμέτωπη με μια αναγεννημένη Ρωσία, η οποία εξελίχθηκε από στρατηγικός σύμμαχος σε στρατηγικό αντίπαλο. Για την αντικατάσταση του κομμουνισμού, ο Πρόεδρος Πούτιν ανέπτυξε μια εθνικιστική ιδεολογία βασισμένη σε εθνικές βάσεις, κοινωνικό συντηρητισμό και θρησκευτική πίστη – αδελφότητα της Σλαβικής φυλής, ομοφοβία και αγία Ρωσία. Όρισε αυτό που ονομάζει Αγγλοσαξονική παγκόσμια κυριαρχία ως εχθρό της Ρωσίας και του υπόλοιπου κόσμου. Ο Πούτιν έμαθε πολλά από τον πόλεμο με τη Γεωργία του Προέδρου Σαακασβίλι το 2008. Η Ρωσία κέρδισε εκείνον τον πόλεμο σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά οι προσπάθειες της προπαγάνδας δεν στέφθηκαν με την ίδια επιτυχία. Ο Πούτιν έχει αναπτύξει μια εντελώς νέα στρατηγική που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη χρήση των ειδικών δυνάμεων και της προπαγάνδας.
Η φιλοδοξία του Πούτιν για την αναγέννηση μιας Ρωσικής Αυτοκρατορίας έχει βοηθήσει ακούσια στη δημιουργία μιας νέας Ουκρανίας που αντιτίθεται τόσο στη Ρωσία όσο και στην παλιά Ουκρανία με την έμφυτη διαφθορά και την αναποτελεσματική διακυβέρνηση. Της νέας Ουκρανίας ηγείται η αφρόκρεμα της κοινωνίας των πολιτών: νέοι άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους σπούδασαν στο εξωτερικό και αρνήθηκαν να ενταχθούν στην κυβέρνηση και σε επιχειρήσεις κατά την επιστροφή τους, γιατί θεώρησαν απεχθείς και τους δύο τομείς. Πολλοί από αυτούς βρήκαν τη θέση τους σε ακαδημαϊκά ιδρύματα, ομάδες ανταλλαγής απόψεων και μη κυβερνητικές οργανώσεις. Ένα ευρέως διαδεδομένο κίνημα εθελοντισμού, πρωτόγνωρης εμβέλειας και ισχύος που δεν έχει υπάρξει σε άλλες χώρες, βοήθησε την Ουκρανία να εναντιωθεί στη ρωσική επιθετικότητα. Οι πολίτες της ήταν πρόθυμοι να ρισκάρουν τη ζωή τους στο Μαϊντάν για ένα καλύτερο μέλλον της χώρας τους και είναι αποφασισμένοι να μην επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής διαφωνίας που υπονόμευσε την Πορτοκαλί Επανάσταση. Μια πολιτικά ενεργή κοινωνία των πολιτών είναι η καλύτερη διασφάλιση εναντίον της επιστροφής της παλιάς Ουκρανίας: οι ακτιβιστές θα επέστρεφαν στο Μαϊντάν εάν οι πολιτικοί εμπλακούν στο είδος των μικροπρεπών ερίδων και διαφθοράς που κατέστρεψαν την παλιά Ουκρανία.
Οι μεταρρυθμιστές στη νέα ουκρανική κυβέρνηση υποστηρίζουν ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων «μεγάλης έκρηξης» το οποίο προορίζεται να έχει μεγάλης κλίμακας και σημαντικά δημόσια οφέλη. Αυτό το πρόγραμμα σκοπεύει να σπάσει τον ασφυκτικό κλοιό της διαφθοράς, συρρικνώνοντας τη γραφειοκρατία, ενώ παράλληλα θα πληρώνει καλύτερα τους εναπομείναντες δημοσίους υπαλλήλους και θα διασπάσει τη Naftogaz, το μονοπώλιο φυσικού αερίου, που αποτελεί την κύρια πηγή διαφθοράς και δημοσιονομικού ελλείμματος στην Ουκρανία.
Αλλά είμαστε πολύ μακριά από την εξάλειψη της παλιάς Ουκρανίας. Αυτή κυριαρχεί στη δημόσια διοίκηση και στον δικαστικό τομέα, ενώ διατηρεί ισχυρή παρουσία στον ιδιωτικό (ολιγαρχικό και κλεπτοκρατικό) τομέα της οικονομίας. Γιατί οι κρατικοί υπάλληλοι να εργάζονται για έναν πρακτικά ανύπαρκτο μισθό, όταν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη θέση τους ως άδεια για να δέχονται δωροδοκίες; Και πώς μπορεί ένας επιχειρηματικός τομέας που γαλουχήθηκε από τη διαφθορά και τις μίζες να λειτουργήσει χωρίς τις δωροδοκίες; Αυτά τα στοιχεία οπισθοδρόμησης αποτελούν το μήλο της έριδος για τους μεταρρυθμιστές.
Η νέα κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με το δύσκολο έργο της δραστικής μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και της αύξησης του μισθού τους. Οι θιασώτες της ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης ισχυρίζονται ότι θα ήταν δυνατό και επιθυμητό να μειωθούν τα υπουργεία σε κλάσματα του παρόντος μεγέθους τους, υπό την προϋπόθεση ότι ο γενικός πληθυσμός δεν θα υποστεί μεγάλες μειώσεις στο βιοτικό του επίπεδο. Αυτό θα επέτρεπε στους δημόσιους υπάλληλους που απομακρύνθηκαν να βρουν εργασία στον ιδιωτικό τομέα και οι υπάλληλοι που παρέμειναν στις θέσεις του να πληρώνονται με υψηλότερο μισθό. Πολλά εμπόδια για τη διεξαγωγή της επιχειρηματικής δραστηριότητας θα αίρονταν, αλλά αυτό θα απαιτούσε σημαντική χρηματοπιστωτική και τεχνική υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Χωρίς αυτήν, οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις «μεγάλης έκρηξης» που χρειάζεται η Ουκρανία δεν μπορούν να επιτύχουν. Πράγματι, η προοπτική της αποτυχίας μπορεί ακόμα και να αποτρέψει την κυβέρνηση από το να τις προτείνει.
Το μέγεθος της ευρωπαϊκής υποστήριξης και της επιθυμίας για μεταρρυθμίσεις της νέας Ουκρανίας ενισχύονται αμοιβαία. Μέχρι τώρα, οι Ευρωπαίοι άφηναν λίγες πρωτοβουλίες στην Ουκρανία και η κυβέρνηση Γιατσενιούκ δεν τολμούσε να ξεκινήσει ριζοσπαστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Πάβλο Σερεμέτα, ένας ριζοσπαστικός μεταρρυθμιστής, πρότεινε τη μείωση του μεγέθους του υπουργείου του από 1.200 σε 300 υπαλλήλους, αλλά συνάντησε τόση αντίσταση από τη γραφειοκρατία που παραιτήθηκε. Δεν έγιναν επιπλέον προσπάθειες για διοικητική μεταρρύθμιση, όμως η κοινή γνώμη τις απαιτεί.
Σε αυτό το σημείο οι ευρωπαϊκές αρχές θα μπορούσαν να παίξουν αποφασιστικό ρόλο. Παρέχοντας χρηματοπιστωτική και τεχνική ενίσχυση ανάλογη του μεγέθους των μεταρρυθμίσεων, θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ουκρανική κυβέρνηση να ξεκινήσει ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις και να τους δώσει την ευκαιρία να επιτύχουν. Δυστυχώς, εμποδίζονται από τους δημοσιονομικούς κανόνες που περιορίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της. Για τον λόγο αυτό ο κύριος όγκος των διεθνών προσπαθειών στράφηκε στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας και η χρηματοπιστωτική ενίσχυση στην Ουκρανία διατηρήθηκε σε κατώτατα επίπεδα.
Προκειμένου να στραφεί η προσοχή στην ενίσχυση της Ουκρανίας, οι διαπραγματεύσεις πρέπει να μετακινηθούν από το γραφειοκρατικό στο πολιτικό επίπεδο. Οι ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές γραφειοκρατίες θεωρούν δύσκολο να συλλέξουν ακόμα και τα 15 δισ. δολάρια που θεωρεί το ΔΝΤ ως το απόλυτο ελάχιστο ποσό. Όπως έχει η κατάσταση, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να βρει μόνο 2 δισ. ευρώ στο πρόγραμμα Μακροοικονομικής Ενίσχυσης και τα κράτη-μέλη ξεχωριστά διστάζουν να συμβάλουν άμεσα. Οι ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να εκμεταλλευθούν την μεγάλη μη χρησιμοποιηθείσα δυνατότητα δανεισμού της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να βρουν άλλες ανορθόδοξες πηγές προκειμένου να μπορέσουν να παράσχουν στην Ουκρανία ένα μεγαλύτερο χρηματοδοτικό πακέτο από αυτό που προβλέπεται τώρα. Έχω προσδιορίσει ορισμένες τέτοιες πηγές, κυρίως:
1. Το μη χρησιμοποιηθέν τμήμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που χρησιμοποιήθηκε για την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, ή τον μηχανισμό στήριξης του Ισοζυγίου Πληρωμών (που χρησιμοποιήθηκε για την Ουγγαρία και τη Ρουμανία). Περίπου 13 δισ. ευρώ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και 48 δισ. ευρώ της πράξης του Ισοζυγίου Πληρωμών δεν έχουν χρησιμοποιηθεί. Και οι δύο μηχανισμοί περιορίζονται τώρα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη της Ουκρανίας με την τροποποίηση των αντίστοιχων ρυθμίσεων από μια ειδική πλειοψηφία των κρατών-μελών έπειτα από πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ θα πρέπει να πρέπει να το προτείνει μόλις η ουκρανική κυβέρνηση παρουσιάσει ένα πειστικό σύνολο προτεραιοτήτων.
2. Ένα μεγαλύτερο και μεγαλύτερης διάρκειας πρόγραμμα του ΔΝΤ, το οποίο θα μπορούσε να συλλέξει περίπου 13 δισ. δολάρια. Οι πολιτικές αρχές θα μπορούσαν να οδηγήσουν το ΔΝΤ να δανείσει επιπλέον 13 δισ. δολάρια και να μετατρέψει τη συμφωνία Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας σε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα Διευρυμένου Πιστωτικού Μηχανισμού. Αυτό θα μπορούσε να γίνει εκταμιεύοντας αυτά τα ποσά από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και από το μηχανισμό στήριξης του Ισοζυγίου Πληρωμών. Αυτό θα αύξανε το συνολικό μέγεθος του προγράμματος του ΔΝΤ 15 φορές επί του ποσοστού συμμετοχής της Ουκρανίας στο ΔΝΤ, ένα εξαιρετικά μεγάλο πολλαπλάσιο, αλλά υπάρχει ήδη προηγούμενο, όπως στην περίπτωση της Ιρλανδίας για παράδειγμα.
3. Τα ομολογιακά δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων θα μπορούσαν να συλλέξουν 10 δισ. ευρώ ή περισσότερα. Αυτά τα ποσά θα χρησιμοποιούνταν για τη σύνδεση της Ουκρανίας με μια ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου για τη διάσπαση της Naftogaz, του ουκρανικού μονοπωλίου φυσικού αερίου. Αυτές οι αλλαγές θα βελτίωναν πολύ την ενεργειακή αποδοτικότητα της Ουκρανίας και θα δημιουργούσαν πολύ υψηλές αποδόσεις των επενδύσεων. Θα βοηθούσαν στη δημιουργία μιας ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου και θα μείωναν την εξάρτηση όχι μόνο της Ουκρανίας, αλλά και της Ευρώπης, από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η διάσπαση της Naftogaz αποτελεί τον πυρήνα των μεταρρυθμιστικών σχεδίων της Ουκρανίας.
4. Μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση από την Παγκόσμια Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Αυτό θα απέφερε περίπου 5 δισ. δολάρια. Η Πρωτοβουλία της Βιέννης για την Ανατολική Ευρώπη του 2009, η οποία αποδείχθηκε πολύ επιτυχής για τον περιορισμό της φυγής κεφαλαίων και τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, θα πρέπει να επεκταθεί στην Ουκρανία. Τα θεμέλια αυτής της επέκτασης είχαν ήδη τεθεί στην ιδρυτική συνέλευση του Ουκρανικού Χρηματοπιστωτικού Φόρουμ τον Ιούνιο του 2014.
5. Η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της Ουκρανίας θα μπορούσε να απελευθερώσει καθαρές αποταμιεύσεις που ξεπερνούν τα 4 δισ. δολάρια. Η Ουκρανία έχει δημόσιο χρέος που ανέρχεται σε περίπου 8 δισ. δολάρια, το οποίο πρέπει να αποπληρωθεί στις ιδιωτικές αγορές ομολόγων τα επόμενα τρία χρόνια. Αντί για αθέτηση πληρωμών, η οποία θα είχε καταστροφικές συνέπειες, η Ουκρανία θα έπρεπε να διαπραγματευτεί με τους κατόχους των ομολόγων (οι οποίοι τυχαίνει να είναι σχετικά λίγοι) μια εθελοντική, βασισμένη στις αγορές, ανταλλαγή μακροπρόθεσμων χρεωστικών τίτλων. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί επιτυχώς αυτή η ανταλλαγή, οι νέοι χρεωστικοί τίτλοι θα απαιτούσαν πιστωτικές ενισχύσεις. Το ισχυρό νόμισμα που χρειάζεται για τον σκοπό αυτό θα παρήγαγε καθαρές αποταμιεύσεις ύψους τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερου από το ποσό που χρησιμοποιήθηκε.
6. Η Ουκρανία πρέπει επίσης να διαχειριστεί ένα ομόλογο ύψους 3 δισ. δολαρίων που εκδόθηκε από τη ρωσική κυβέρνηση στην Ουκρανία, το οποίο πρέπει να αποπληρωθεί το 2015. Η Ρωσία μπορεί να δεχθεί να αναβάλει τις πληρωμές του ομολόγου από την Ουκρανία εθελοντικά προκειμένου να κερδίσει ευνοϊκή μεταχείριση για μια ενδεχόμενη χαλάρωση των κυρώσεων εναντίον της. Εναλλακτικά, το ομόλογο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως χρέος μεταξύ κυβερνήσεων, αναδιαρθρωμένο από την ομάδα των εθνών που επισήμως ονομάζεται Λέσχη των Παρισίων, προκειμένου να προστατευθούν τα υπόλοιπα ουκρανικά ομόλογα από τις διατάξεις σταυροειδούς αθέτησης (οι οποίες θέτουν τον οφειλέτη σε αθέτηση πληρωμών εάν αποτύχει να ανταποκριθεί σε άλλη υποχρέωση). Οι νομικές και τεχνικές λεπτομέρειες θα πρέπει να αναπτυχθούν διεξοδικά.
Δεν θα μπορούσαν όλες αυτές οι πηγές να χρησιμοποιηθούν πλήρως, αλλά όπου υπάρχει πολιτική θέληση υπάρχει και τρόπος. Η Καγκελάριος Μέρκελ, η οποία αποδείχθηκε πραγματικός ευρωπαίος ηγέτης σχετικά με τη Ρωσία και την Ουκρανία, έχει τη λύση στα χέρια της. Οι επιπλέον πηγές χρηματοδότησης που ανέφερα θα επαρκούσαν για να παραγάγουν ένα νέο χρηματοδοτικό πακέτο ύψους 50 δισ. δολαρίων ή περισσότερο. Είναι περιττό να αναφέρουμε ότι το ΔΝΤ θα παρέμενε υπεύθυνο για τις τρέχουσες εκταμιεύσεις, επομένως δεν θα έχανε τον έλεγχο της κατάστασης. Αλλά αντί να παλεύουν για το ελάχιστο, οι δανειστές θα έπρεπε να υπόσχονταν το μέγιστο. Αντί να βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας, η Ουκρανία θα μετατρεπόταν σε γη της επαγγελίας που θα προσέλκυε τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Όπως ανέφερα, η Ευρώπη πρέπει να ξυπνήσει και να αναγνωρίσει ότι βρίσκεται υπό επίθεση από τη Ρωσία. Η ενίσχυση της Ουκρανίας θα έπρεπε επίσης να θεωρηθεί αμυντική δαπάνη από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπό αυτό το πρίσμα, τα ποσά που προβλέπονται τώρα θα θεωρούνταν αμελητέα. Εάν οι διεθνείς αρχές αποτύχουν να ορίσουν ένα εντυπωσιακό πρόγραμμα ενίσχυσης σε απάντηση ενός επιθετικού ουκρανικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος, η νέα Ουκρανία είναι πιθανόν να αποτύχει, η Ευρώπη θα βρεθεί να αμύνεται μόνη της απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα και θα έχει εγκαταλείψει τις αξίες και τις αρχές που αποτέλεσαν τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή θα ήταν μια ανεπανόρθωτη ζημιά.
Οι κυρώσεις στη Ρωσία πρέπει να διατηρηθούν μετά την αρχή της λήξης τους τον Απρίλιο του 2015, μέχρι ο Πρόεδρος Πούτιν να σταματήσει την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας και να παράσχει πειστικά στοιχεία για την προθυμία του να συμμορφωθεί με τους γενικά αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς. Η χρηματοπιστωτική κρίση στη Ρωσία και τα θύματα της Ουκρανίας έχουν κάνει τον Πρόεδρο Πούτιν πολιτικά ευάλωτο. Η ουκρανική κυβέρνηση πρόσφατα τον προκάλεσε αποποιούμενη τις υποχρεώσεις της απέναντι στις αποσχισμένες περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας, βάσει της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός του Μινσκ, διότι η Ρωσία δεν συμμορφώθηκε με τη συμφωνία από την έναρξή της. Μετά την πρόκληση της Ουκρανίας, ο Πούτιν αμέσως υποχώρησε και επέβαλε την κατάπαυση του πυρός στα στρατεύματα που βρίσκονταν άμεσα υπό τις διαταγές του. Αυτά τα στρατεύματα αναμένεται να αποχωρήσουν από το ουκρανικό έδαφος και η κατάπαυση του πυρός να εφαρμοσθεί πλήρως στο εγγύς μέλλον. Θα ήταν κρίμα να επιτρέψουμε την πρόωρη λήξη των κυρώσεων όταν βρίσκονται τόσο κοντά στην επιτυχία.
Είναι όμως αναγκαίο μέχρι τον Απρίλιο του 2015 η Ουκρανία να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων με ρεαλιστικές πιθανότητες επιτυχίας. Διαφορετικά, ο Πούτιν θα μπορούσε να ισχυρισθεί πειστικά ότι τα προβλήματα της Ρωσίας οφείλονται στην εχθρότητα των Δυτικών δυνάμεων. Ακόμα και αν απομακρυνόταν από την εξουσία, ένας ακόμα πιο σκληροπυρηνικός ηγέτης, όπως ο Ίγκορ Σέτσιν ή ένας εθνικιστής δημαγωγός θα μπορούσε να τον διαδεχθεί.
Αντιθέτως, εάν η Ευρώπη αποδεχόταν την πρόκληση και βοηθούσε την Ουκρανία όχι μόνο για να αμυνθεί, αλλά και για να μετατραπεί σε γη της επαγγελίας, ο Πούτιν δε θα θεωρούσε τις Δυτικές δυνάμεις υπεύθυνες για τα προβλήματα της Ρωσίας. Θα ήταν ξεκάθαρα υπεύθυνος και θα έπρεπε είτε να αλλάξει πορεία είτε να προσπαθήσει να παραμείνει στην εξουσία μέσω βίαιης καταστολής που θα ανάγκαζε τον λαό σε υποταγή. Σε κάθε περίπτωση, η Ρωσία του Πούτιν θα έπαυε να συνιστά απειλή για την Ευρώπη. Η εναλλακτική που θα επικρατήσει θα κάνει όλη τη διαφορά, όχι μόνο για το μέλλον της Ρωσίας και της σχέσης της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά επίσης και για το μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βοηθώντας την Ουκρανία, η Ευρώπη ίσως μπορέσει να ανακτήσει τις αρχές και τις αξίες πάνω στις οποίες ιδρύθηκε αρχικά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Για αυτό διατείνομαι με τόσο πάθος ότι η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει ριζικά τον τρόπο που σκέφτεται και δρα. Ο χρόνος για να το πράξει είναι τώρα.
7 Ιανουαρίου 2015
© George Soros 2015
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2015 ταυτόχρονα στις ιστοσελίδες της New York Review of Books και της Athens Review of Books, ενώ πρόκειται να δημοσιευθεί στην έντυπη έκδοση της 5.2.2015 της NYRB.
Βλέπε και: Πρέπει να προστρέξουμε στη διάσωση της Ουκρανίας