Το κείμενο αυτό είναι το τελευταίο που έγραψε η αείμνηστη Αικατερίνη Κουμαριανού, και μας το έδωσε δύο μέρες πριν από τον θάνατό της. Δημοσιεύθηκε στο τεύχος αρ. 32 (Σεπτέμβριος 2012) της Athens Review of Books το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Θανάση Βαλτινό.
Ξαναδιαβάζω Θανάση Βαλτινό. Με αμέριστο ενδιαφέρον, μεγάλη περιέργεια και, τελικά, απόλαυση. Σκέφτομαι συνεχώς αυτά τα συναρπαστικά κείμενα, όπου θαυμάζω την πρόσμιξη ιστορίας - συλλογικής μνήμης - και μυθοπλασίας με πολλά άλλα καίρια στοιχεία μιας απόλυτα επιτυχούς ροής. Κείμενα που τα διακρίνει εμβέλεια, προδίδουν ευαισθησία και γνώση, αφήνοντας εντέλει έκθαμβο τον αναγνώστη.
Το ατομικό μετασχηματίζεται σε συλλογικό, σ’ ένα πεδίο όπου το αμφίβολο, οδυνηρό παρόν συνυπάρχει με ένα« δυσπρόσιτο και αδιάγνωστο μέλλον, πηγαίνοντας εκ παραλλήλου εις βάθος χρόνου, για να ανακαλέσει τα δράματα και τις συγκρουσιακές καταστάσεις ή συμπεριφορές του παρελθόντος. Τα πάθη των ανθρώπινων κοινωνιών και συνεπώς τα θέματα που απασχολούν ουσιαστικά τον Βαλτινό είναι η μετανάστευση και ο ξεριζωμός. Διαβάζοντας το πρώτο Συναξάρι Avδρέα Κορδοπάτη (Βιβλίο πρώτο: Αμερική) ο αναγνώστης παρακολουθεί βήμα-βήμα την αγχωτική διαδρομή των νέων ανθρώπων, τις αγωνιώδεις προσπάθειες να φτάσουν στη γη της επαγγελίας. Μια οδυνηρή, τραγική εμπειρία, η οποία ωστόσο εμπεριέχει κάποιο όραμα: την ελπίδα για ασφαλέστερη, καλύτερη, ανθρώπινη ζωή, αξιοπρέπεια διά της εργασίας, έστω και της πιο δύσκολης, πιο ταπεινής (σιδηρόδρομοι, ψιλοεμπόριο, λάντζα), πράγμα που παρά τις πολλές απώλειες μοιάζει να το έχουν επιτύχει λαμπρές ελληνικές κοινότητες (Αμερική, Γερμανία, Αυστραλία).
Στο πρώτο Συναξάρι αποτυπώνεται η καίρια, ευαίσθητη, με γνώση και διεισδυτικότητα θέληση του Βαλτινού να εισχωρήσει σε αυτό τον κόσμο των νέων ανθρώπων: αισθάνεται την αγωνία τους, ακούει τους παλμούς της καρδιάς τους και καταγράφει. Και προς θεού! Δεν περιγράφει αυτά που η ελληνική «ελίτ» αναρωτιόταν, με τη συνηθισμένη «βερμπαλιστική» τάση της, αν ήταν «ευλογία ή κατάρα» (σ.σ.: αναφορά στο ερώτημα δημοσιογραφικής έρευνας την οποία πραγματοποίησε το 1964 το περιοδικό Εποχές). Ο Βαλτινός έδωσε καρπούς, άνοιξε ορίζοντες. Οι Έλληνες υποβλήθηκαν σε δύσκολες συνθήκες ζωής, τα έβγαλαν πέρα με πολλές απώλειες, αλλά και με αισιοδοξία και θετικά συχνά αποτελέσματα. Ακολουθούν οι ιδεολογικές συγκρούσεις των δυο τελευταίων αιώνων με τα γνωστά τραγικά επακόλουθα.
Στο δεύτερο Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη (Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί - ’22), ο ξεριζωμός των λαών είναι αναγκαίος, θα πουν, αλλά ασυγχώρητος. Oι πολιτικές λύσεις δεν ευδοκιμούν. Και τότε δυο ιδιοφυείς πολιτικοί, Κεμάλ και Βενιζέλος, υποτάσσονται στη σκοπιμότητα. Έλληνες και Τούρκοι ξεριζώνονται από παλαιές κοιτίδες, μεταφέρονται κάτω από άθλιες συνθήκες σε εδάφη που μπορεί να αντιπροσώπευαν αρχαίες πατρίδες, αλλά τους ήταν άγνωστα, ξένα. Άλλωστε η υποδοχή δεν ήταν η καλύτερη. «Τουρκόσποροι» η συνήθης ύβρις. Το λάθος υπόδειγμα-μοντέλο (η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας) θα επαναληφθεί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Πολωνία-Γερμανία, Κόσοβο, Κύπρος), θα επαναληφθεί ακόμη και τώρα με το κύμα των «ξεριζωμένων» λαθρομεταναστών.
Στον Τελευταίο Βαρλάμη η σύμπλεξη ιστορίας και μυθοπλασίας φτάνει στο κατακόρυφο. Πρόσμιξη απολύτως σωστή, καίρια θα την έλεγα, με γνώση, που μοιάζει άνετη χωρίς να είναι (είμαι σίγουρη για το πόσο απασχολεί τον Βαλτινό...). Εδώ ακόμα και ο πιο ειδοποιημένος αναγνώστης σαστίζει με τις αναφορές, σημειώσεις και παραπομπές. Παρακολουθώ τον συγγραφέα να παίζει με πρόσωπα του μύθου (Βαρλάμης), με ιδιόρρυθμες προσωπικότητες (Ρόρω), με παραπληροφόρηση, με λάθος χρονολογήσεις (28-29 Φεβρουαρίου), με γνωστά και αξιοσέβαστα πρόσωπα της επιστήμης, περίεργες προσωπικότητες του μύθου και της φαντασίας. Το κείμενο αυτό παραπέμπει σε μια άλλη ελληνική πραγματικότητα (belle époque). Εδώ επικρατεί το χαρίεν και το παιγνιώδες, τουλάχιστον στην αρχή. Ο Βαρλάμης, αντιπροσωπευτικός τύπος μιας εποχής, περιπετειώδης, διασκεδαστής, ανέμελος και ωραίος, καλός εραστής, ξεφεύγει από το πλαίσιο – ο χαρακτήρας του δομείται με τρόπο αριστοτεχνικό από τον Βαλτινό. Χαίρεται τη ζωή του στα «ωραία Παρίσια», συνδέεται με τη Michelle, άλλη εντυπωσιακή φιγούρα: γαλλίδα κοκότα, αλλά μυαλωμένη και αξιοπρεπής επιχειρηματίας και σοβαρή. Τέλος, το καμπαρέ, η Βυρηττός, μια άλλη πόλη, θα την έλεγα κινηματογραφική: η σκηνή που μας επαναφέρει στον Καββαδία ή στον Σεφέρη, το αριστουργηματικό εύρημα «Κυρία μου μιαν άλλη φορά», το πρεσβευτικό αυτοκίνητο με την ελληνική σημαία. Ακόμα, η Αθήνα και το καφέ. Η εγκυμοσύνη, ο γάμος ευλογημένος από τον γηραιό Πατριάρχη. Επιπλέον, το «σιέλ» φόρεμα, λεπταίσθητη η επιλογή του χρώματος, αγκαλιάζει το σώμα ωσάν να το καθαγιάζει για τη μητρότητα. Η Michelle μητέρα.
Στον Τελευταίο Βαρλάμη, η πρόσμιξη είναι μεταξύ μυθοπλασίας, πολιτικής και Ιστορίας. Τα ιστορικά γεγονότα είναι γρήγορα και σωστά και τα πρόσωπα συμβάλλουν στο να πείσουν τον αναγνώστη για την αλήθεια του πλαστού. Τομές του έργου:
– Τα καφέ, οι ιδιοκτησίες, οι συναθροίσεις, μια Αθήνα, μια εποχή. Αθήνα: επιχειρήσεις της χαράς και της ξένοιαστης ζωής. Βυρηττός: κοσμοπολίτικο κέντρο.
– Ο θάνατος του Βαρλάμη, του ωραίου λοχαγού.
– Ο γιος τους, με γρήγορες, κοφτές πινελιές και η προσωπικότητά του. Μοναχογιός, άλλος από τον πατέρα του, με άλλα προσωπικά χαρακτηριστικά, δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικός.
– Η τραγωδία (ο Εμφύλιος) στην οποία καταλήγει το αρχικά «παιγνιώδες κλίμα». Το κείμενο δεν μπορεί να κρύψει εν προκειμένω το γεγονός του σκοτωμού του νέου μέσω της ανάδειξης μιας άλλης οδυνηρής πτυχής του ανθρώπινου αδιεξόδου: των σκληρών ιδεολογικοπολιτικών αντιπαραθέσεων, που φέρνουν την καταστροφή, και στην οποία ο νέος Βαρλάμης είναι παντελώς αμέτοχος. Ο θάνατός του προοιωνίζεται πολλά δεινά, που έπληξαν αθώους και μη.
Σίγουρα στον Βαλτινό υπάρχει πολύ έντονη η αίσθηση της ιστορίας. Υπάρχει, ακόμα περισσότερο, η εσωτερική ανάγκη να ερμηνευτούν τα ιστορικά φαινόμενα στον καθορισμό των οποίων επεμβαίνουν πολλοί και ποικίλοι παράγοντες Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας. Δεν μπορώ να αξιολογήσω τη λογοτεχνική συμβολή του Θανάση Βαλτινού. Ως καλός αναγνώστης αναγνωρίζω το λαμπρό ύφος, τη δωρική θα έλεγα διατύπωση. Γλώσσα σίγουρη, στερεή. Θεωρώ, ωστόσο, ότι όλα αυτά έχουν αναγνωριστεί ήδη από την Κάθοδο των εννιά, όπου επίσης καταφεύγει σ’ ένα σίγουρο, λιτό και αποτελεσματικό εργαλείο ενώ πουθενά δεν διαφαίνεται κάποια προσπάθεια ωραιοποίησης ή καλλιλογίας.
Ο Βαλτινός χρησιμοποιεί φράσεις κοφτές, καίριες: εξ ου κι ένα λογοτεχνικό ύφος πειστικό, που κατορθώνει να υποδείξει χωρίς την παραμικρή φιγούρα τον υπόγειο, ύπουλο, διάχυτο και θανατερό φόβο ή να εικονογραφήσει την ερημιά, τη φτώχεια και τη μιζέρια μέσα από σύντομες και εξαιρετικά πυκνές καταχωρήσεις. Κι επιπλέον, ο συγγραφέας καταφεύγει πάντα σε ενδιαφέρουσες, αλλά ποτέ φλύαρες ή περιττές λεπτομέρειες, που μετατρέπονται σε αναπόσπαστες παραμέτρους της αφήγησης. Κλείνοντας, θα σημείωνα πως ο Βαλτινός διακρίνεται και για κάτι άλλο: για τους ακριβείς και λιτούς χαρακτηρισμούς των πρωταγωνιστικών του προσώπων.
Λαμπρή συγκομιδή, δίνει ένα λαμπρά λογοτεχνικό έργο. Ένας δεξιοτέχνης της γραφής με ρωμαλέο ύφος, που ταιριάζει τόσο στον ίδιο όσο και στις ιστορίες του. (Διάβασα τον Ανάπλου. Συγκλονιστικός!). Μην ξεχνούμε άλλωστε ότι ο Βαλτινός είναι βουνίσιος, «ορεινός», σαν τον Πάρνωνα και τον Ταΰγετο. Βράχος. Ένας ευαίσθητος, στοχαστικός για τον συνάνθρωπο, έξοχος λογοτέχνης. Δύναμη της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας.