Ένας μυθιστοριογράφος (πολύ περισσότερο από κάθε άλλον καλλιτέχνη) είναι εξομολογητικός στα έργα του. Η συνείδησή του, η βαθιά αίσθησή του των πραγμάτων, θεμιτή και μη, προσδιορίζει ποια θα είναι η στάση του απέναντι στον κόσμο. Πράγματι, όποιος ακουμπά την πένα στο χαρτί για να τον διαβάσουν κάποιοι τρίτοι (εκτός κι αν είναι ηθικολόγος, ο οποίος, σε γενικές γραμμές, δεν έχει καμία συνείδηση εκτός απ’ αυτή του ότι πασχίζει να παράγει σε όφελος άλλων), δεν μπορεί να μιλήσει για τίποτε άλλο. Ο Ανατόλ Φρανς, ο πιο εύγλωττος κι έντιμος των Γάλλων πεζογράφων, λέει πως πρέπει επιτέλους ν’ αναγνωρίσουμε ότι «παραβαίνοντας την απόφασή μας να σωπάσουμε, το μόνο για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε είναι ο εαυτός μας».
Τούτη η παρατήρηση, αν θυμάμαι καλά, έγινε κατά τη διάρκεια μιας λογομαχίας με το μακαρίτη Φερντινάν Μπρυνετιέρ σχετικά με τις αρχές και τους κανόνες της λογοτεχνικής κριτικής. Όπως ταιριάζει σ’ έναν άνθρωπο στον οποίο χρωστούμε το αξιομνημόνευτο ρητό «καλός κριτικός είναι αυτός που εξιστορεί τις περιπέτειες της ψυχής του εν μέσω αριστουργημάτων», ο Ανατόλ Φρανς υποστήριξε πως δεν υπήρχαν καθόλου κανόνες και καθόλου αρχές. Κι ενδεχομένως κάτι τέτοιο να ισχύει. Κανόνες, αρχές και πρότυπα εκπνέουν και χάνονται καθημερινά. Ίσως να έχουν όλα εκπνεύσει και χαθεί τούτη την εποχή. Αναμφίβολα πρόκειται για τη θαυμαστή, ελεύθερη εποχή των γκρεμισμένων οροσήμων, κατά την οποία τα ιδιοφυή μυαλά ασχολούνται με το ποια μορφή θα έχουν οι νέοι φάροι που –νά μια παρήγορη σκέψη– θα στηθούν σύντομα πάνω σε παλιά σημεία. Όμως, αυτό που ενδιαφέρει ένα συγγραφέα είναι η διατήρηση της ενδόμυχης βεβαιότητας ότι η λογοτεχνική κριτική δεν θα πεθάνει ποτέ, μια και ο άνθρωπος (για τον οποίον πολλοί ορισμοί έχουν δοθεί) είναι, πριν απ’ όλα, ον κριτικό. […]
[Δ]εν είναι ευχάριστο να σου πατούν τον κάλο, όμως μόνο και μόνο το πόσο διεξοδικός πρέπει να είναι κανείς κατά την άσκηση της κριτικής – κάτι το οποίο προϋποθέτει όχι απλώς προσεκτική ανάγνωση, αλλά κι αληθινή οξυδέρκεια απέναντι σ’ ένα έργο όπου τα προτερήματα κι οι ατέλειες, ό,τι κι αν είναι, δεν βρίσκονται ως επί το πλείστον στην επιφάνεια – είναι κάτι για το οποίο πρέπει ένας συγγραφέας να είναι ευγνώμων, δεδομένου ότι συμβαίνει να καταδικάζονται έργα χωρίς να έχουν καν διαβαστεί. Τούτο είναι το πλέον ανόητο πάθημα που μπορεί κάλλιστα να βρει ένα συγγραφέα, ο οποίος εκτίθεται σε κινδύνους ξεγυμνώνοντας την ψυχή του ενώπιον της κριτικής. Τούτο δεν μπορεί, φυσικά, να του προκαλέσει το παραμικρό κακό, αλλά δεν παύει να είναι κάτι το δυσάρεστο. Κάτι εξίσου δυσάρεστο, λόγου χάρη, είναι το ν’ ανακαλύπτεις έναν παπατζή ανάμεσα σ’ ένα πλήθος καθωσπρέπει ανθρώπων, σε βαγόνι της τρίτης θέσης. Η ολοφάνερη αναισχυντία του παπατζή στη δοσοληψία του με τους επιβάτες, που στοχεύει ύπουλα στη μωρία και την ευπιστία τους, το ξεδιάντροπο, θρασύτατο τροπάρι που φανερώνει ξεκάθαρα την απάτη ενώ επιμένει ότι πρόκειται για ένα τίμιο παιχνίδι, προκαλεί αισθήματα αηδίας και δυσφορίας. Από την άλλη, η σφοδρή πλην όμως έντιμη επίθεση ενός ειλικρινούς κριτικού που παίζει τίμια ένα τίμιο παιχνίδι –ακόμη κι αν είναι αποφασισμένος να σε κατατροπώσει– μπορεί να σκανδαλίσει, παραμένει όμως μέσα στα όρια της ευπρέπειας. Όσο καταστροφική κι αν είναι, δεν είναι με κανέναν τρόπο προσβλητική. Και κάλλιστα μπορεί να εκτιμήσει κανείς την εντιμότητα, έστω κι αν τη νιώσει στο ίδιο το πετσί του. […]
Αν επιτρέπεται να παραποιήσουμε, ν’ αντιστρέψουμε, να προσαρμόσουμε (και να καταστρέψουμε) τον ορισμό του Ανατόλ Φρανς για τον καλό κριτικό, ας πούμε τότε πως καλός συγγραφέας είναι εκείνος που παρατηρεί, δίχως έκδηλη χαρά ή υπερβολική λύπη, τις περιπέτειες της ψυχής του από κριτική σε κριτική.
(Από το Προσωπικό Ημερολόγιο, μτφρ. Ν. Ντινοπούλου - Α. Πατσού, εκδ. Printa)
Ας χάσκουν οι ανόητοι, ας ανατριχιάζουν
Η γη δεν έμοιαζε γήινη. Έχουμε συνηθίσει πια να βλέπουμε την αλυσοδεμένη μορφή του καθυποταγμένου κτήνους – αλλά εκεί έβλεπες το κτήνος να τριγυρνά ελεύθερο. Η γη δεν έμοιαζε γήινη. Και οι άνθρωποι… όχι, δεν είχαν τίποτα μη ανθρώπινο. Ξέρετε, αυτό ήταν το χειρότερο, αυτή η υποψία ότι δεν είχαν τίποτα μη ανθρώπινο. Το συνειδητοποιούσες λίγο-λίγο. Σκούζανε και χοροπηδούσαν και στριφογύριζαν κι έκαναν φρικτές γκριμάτσες· αλλά το πιο συναρπαστικό απ’ όλα ήταν, απλούστατα, η σκέψη της ανθρώπινης υπόστασής τους που ήταν σαν τη δική σου, και η σκέψη της μακρινής σου συγγένειας μ’ αυτή την άγρια και φλογερή μανία. Ήταν βδελυρό. Ναι, ήταν βδελυρό, δεν αντιλέγω. Αλλά, αν ήσουν άντρας, δεν γινόταν να μην παραδεχτείς ότι κάτι μέσα σου συντονιζόταν ανεπαίσθητα με την τρομερή ειλικρίνεια εκείνων των ήχων, ότι κάπου φώλιαζε μια αχνή υποψία πως σ’ όλα αυτά υπήρχε ένα νόημα που εσύ –εσύ, ο τόσο ξεκομμένος απ’ τη νύχτα του αρχαίου χρόνου– μπορούσες παρ’ όλα αυτά να το καταλάβεις. Και γιατί να μην το καταλάβεις; Όλα τα μπορεί ο νους του ανθρώπου – διότι όλα τα περιέχει: όλο το παρελθόν και όλο το μέλλον. Γιατί, στο κάτω-κάτω, τι είχε εκεί πέρα; Χαρά, φόβο, λύπη, αφοσίωση, θάρρος, οργή. Ποιος ξέρει τι άλλο; Είχε πάντως αλήθεια. Αλήθεια ξεγυμνωμένη απ’ το μανδύα του χρόνου. Ας χάσκουν οι ανόητοι, ας ανατριχιάζουν. Ο άντρας ξέρει, και μπορεί να κοιτάξει χωρίς να παίξει το μάτι του. Αλλά πρώτα απ’ όλα πρέπει να είναι τουλάχιστον τόσο άντρας όσο ήταν εκείνοι εκεί στην όχθη. Πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την αλήθεια με τη δική του αληθινή ουσία – τη δική του εσώτερη δύναμη. Τα ιδεώδη; Τα ιδεώδη δεν λειτουργούν εκεί κάτω. Τα αποκτήματα, τα ρούχα, τα όμορφα κουρέλια – στο πρώτο γερό τράνταγμα πάνε, έφυγαν… Όχι· εκεί ήθελε φρόνημα, ήθελε πίστη. Αν ασκεί πάνω μου γοητεία αυτή η δαιμονική αντάρα;
Ναι, ασκεί, το παραδέχομαι. Αλλά έχω κι εγώ φωνή και, καλώς ή κακώς, η δική μου φωνή δεν μπορεί να φιμωθεί. Βέβαια, ο ανόητος –γεμάτος είτε φόβο είτε ευγενή αισθήματα– είναι πάντα ασφαλής. Τι μουρμουράτε εκεί πέρα; Αναρωτιέστε αν βγήκα στην ακτή να ουρλιάζω κι εγώ και να χορεύω; Όχι, δεν βγήκα. Μιλάτε για ευγενή αισθήματα; Στο διάολο να πάνε τα ευγενή αισθήματα! Δεν είχα χρόνο για τέτοια. Καταγινόμουν με τα στουπέτσια και με λωρίδες από μάλλινες κουβέρτες για να δένω τους σωλήνες του ατμού που έχαναν. Είχα να κοιτάω πού πάμε και ν’ αποφεύγω τα δέντρα και να κάνω εκείνο τον τσίγκινο κουβά να προχωράει έστω και με τα χίλια ζόρια. Σ’ όλα αυτά υπήρχε τόσο πολλή επιφανειακή αλήθεια, που θ’ αρκούσε για να λυτρώσει και κάποιον σοφότερο από μένα. Άσε που κάθε τόσο έπρεπε να κοιτάζω και τον άγριο που είχα για θερμαστή. Αυτός ήταν βελτιωμένη έκδοση· ήξερε ν’ ανάβει κάθετο ατμολέβητα. Τον είχα εκεί, πιο χαμηλά απ’ το σημείο όπου στεκόμουν, και, ειλικρινά, ήταν τόσο επιμορφωτικό θέαμα όσο να βλέπεις σκύλο με βρακί και με καπέλο με φτερό να περπατάει στα πισινά του πόδια. Λίγοι μήνες εκπαίδευση, κι είχε γίνει μια χαρά παιδί. Κοιτούσε καλά-καλά το μετρητή της πίεσης του ατμού και του νερού, προσπαθώντας ολοφάνερα να δείχνει ατρόμητος – κι είχε και λιμαρισμένα δόντια, ο κακομοίρης, και το μαλλί στο κεφάλι του τό ’χε ξυρισμένο σε περίεργα σχήματα, κι είχε σε κάθε μάγουλο από τρεις ουλές για ομορφιά. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν κι αυτός στην όχθη, να χτυπάει τα χέρια και να κοπανάει τα πόδια του, αλλά αντ’ αυτού δούλευε σκληρά, σαγηνευμένος από μια παράξενη μαγεία, γεμάτος γνώση εποικοδομητική. Ήταν χρήσιμος, διότι είχε εκπαιδευτεί. Και είχε μάθει το εξής: ότι αν τυχόν το νερό πίσω από κείνο το διαφανές πράγμα εξαφανιστεί, τότε το μοχθηρό πνεύμα του λέβητα θα διψάσει τρομερά και θα θυμώσει και θα πάρει φρικτή εκδίκηση. Οπότε εκείνος ιδροκοπούσε και κρατούσε αναμμένη τη φωτιά και παρατηρούσε το τζαμάκι με τρόμο (και μ’ ένα αυτοσχέδιο φυλαχτό από κουρέλια δεμένο στο μπράτσο του, κι ένα κομμάτι καλογυαλισμένο κόκκαλο, μεγάλο σαν ρολόι τσέπης, χωμένο οριζόντια στο κάτω χείλος του), ενώ οι δασωμένες όχθες γλιστρούσαν αργά-αργά από δίπλα μας, κι ο θόρυβος από το πέρασμά μας έμενε πίσω, και τα ατέλειωτα χιλιόμετρα της σιωπής απλώνονταν μπροστά μας. Προχωρούσαμε και πλησιάζαμε τον Κουρτς. Αλλά οι παγίδες μες στο ποτάμι ήταν πολλές, τα νερά ήταν ρηχά και ύπουλα, ο λέβητας έμοιαζε πράγματι να έχει μέσα του έναν κακότροπο δαίμονα, κι έτσι ούτε ο θερμαστής ούτε κι εγώ είχαμε χρόνο να εξετάσουμε καλύτερα τις φοβερές μας σκέψεις.
(Από την Καρδιά του σκότους, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Δώμα)