σύνδεση

6-7 Σεπτεμβρίου 1955

Τα παιδιά εξακολουθούν να τρέχουν, αλλά ανάμεσά τους δεν υπάρχει πια καμία Εφίτσα, Μάκης ή Μπόμπος
6-7 Σεπτεμβρίου 1955 Η οδός Νακκάς Χαϊντάρ (Nakkaş Haydar Sok.) στον χάρτη του Pervititch του 1929 πρώτη από το κάτω μέρος.

 

Ένα βράδυ της θρησκευτικής γιορτής «καντήλ». Τα παιδιά της οδού Νακκάς Χαϊντάρ στη συνοικία του Φαναρίου περιφέρονται από πόρτα σε πόρτα με κεριά ή λυχνάρια στα χέρια τους, φωνάζοντας:

Πόρτα με λάδι, πόρτα με μέλι
Πίσω η μεγάλη πόρτα του χατζή
Κάρβουνα στις αποθήκες
Να μας ζήσουν οι κυρίες
Φοράει την παντόφλα της
Κι έρχεται η θείτσα μας
Μας δίνει τους παράδες
Για το λάδι για τα κεριά
Για την καντήλα μες στη νύχτα.

Τα παράθυρα ανοίγουν και ρωτούν «Πόσοι είστε;», και χρήματα τυλιγμένα σε μαντίλι ή χαρτί ρίχνονται στα παιδιά.

Η οδός Νακκάς Χαϊντάρ είναι ένας παλιός δρόμος της Κωνσταντινούπολης στη συνοικία του Φαναρίου στη γειτονιά Τεβκί Τζαφέρ. Είναι σαν ένας άξονας που εκτείνεται μεταξύ των μουσουλμανικών και χριστιανικών συνοικιών της Κωνσταντινούπολης της δεκαετίας του 1950. Αν ανεβείτε την ανηφόρα, περνώντας ανάμεσα από τον Τεκκέ των Μεσνεβί και το Τζαμί Τεβκί Τζαφέρ θα συναντήσετε τάφους και νεκροταφεία κατά μήκος της λεωφόρου Ισμαήλ Αγά, φτάνοντας στον Τσαρσαμπά και το Φατίχ. Αν κατεβείτε προς τα κάτω θα φθάσετε στη λεωφόρο Κιρεμίτ και στον Μπαλατά όπου ζουν κυρίως οι Εβραίοι. Αν προχωρήσετε στον δρόμο Ατγκετζμέζ ο οποίος κάνει ένα Τ με τον δρόμο Νακκάς θα φτάσετε στην Εκκλησία της Παναγίας της Μουχλιώτισσας και περνώντας από τη μικρή πλατεία όπου υπάρχουν το Λύκειο Θηλέων Ιωακείμειο και η πίσω πόρτα της Μεγάλης του Γένους Σχολής, θα φτάσετε στο Φανάρι όπου βρίσκεται το Πατριαρχείο.

Το Νακκάς Χαϊντάρ είναι ένας λιθόστρωτος δρόμος με μεγάλα σκαλοπάτια μέχρι τη διασταύρωσή του με το Aτγκετζμέζ. Τα σκαλιά καταλήγουν μπροστά από το κτίριο με τον αριθμό 6 και ο δρόμος εκτείνεται με μεγάλη κλίση μέχρι την οδό Κιρεμίτ. Τώρα, τα σκαλιά έχουν «ξυρισθεί» και στρωθεί με λιθόστρωτα για να ταιριάζουν στον αυτοκινητιστικό πολιτισμό. Και στις δύο πλευρές, υπάρχουν πλινθόκτιστα ή πέτρινα σπίτια, τα περισσότερα τριώροφα, μερικά με παράθυρα σε προεξοχή, χτισμένα πολύ μετά την πυρκαγιά του Φαναρίου. Οι σιδερένιες πόρτες αυτών των σπιτιών είναι προσβάσιμες μέσω μαρμάρινων σκαλοπατιών. Κάποια από αυτά έχουν σιδερένιες προεξοχές στα πρώτα σκαλοπάτια για να αφαιρείται η λάσπη από τα παπούτσια. Υπάρχει μια μικρή δεύτερη πόρτα για να μπείτε στους ημιυπόγειους κάτω ορόφους των σπιτιών. Μπορείτε να μπείτε στο ντουλάπι/κουζίνα από εδώ. Στο βάθος, υπάρχουν μικροί κήποι όπου οι ντομάτες θρυμματίζονται σε λεκάνες για να γίνει η σάλτσα.

Ο δρόμος Νακκάς Χαϊντάρ εκείνα τα χρόνια ήταν ένας δρόμος όπου μια προσεκτική μητέρα θα μπορούσε να αφήσει άνετα το παιδί της να παίξει. Σκουπιζόταν και πλενόταν καθημερινά από τις γυναίκες, ήταν πεντακάθαρος και ήσυχος… Τα ταπεινά σπίτια ήταν περιποιημένα, τα ρόπτρα στις πόρτες γυαλισμένα μέχρι να λάμπουν. Τα καλοκαίρια όλοι κάθονταν μπροστά στις πόρτες τους. Στα πεντακάθαρα μαρμάρινα σκαλοπάτια απλώνονταν χαλιά, ρίχνονταν μαξιλάρια και έπιναν δυνατά τσάγια. Ήταν πολύ ντροπή να πετάς σκουπίδια, να απλώνεις ρούχα σε ορατά σημεία ή να εμφανίζεσαι στους γείτονες με πιτζάμες.

Στο κέντρο του Νακκάς Χαϊντάρ, στο σημείο που διασταυρώνεται με τον Ατγκετσμέζ, στο σπίτι με τα κόκκινα τούβλα με τον αριθμό 8, ζουν τα αδέρφια Φαχρί και Τζεβντέτ που ήρθαν από τη Χόπα στην Κωνσταντινούπολη το 1933. Επειδή διατηρούν ένα παντοπωλείο στο Κιουτσουκμουσταφάπασα στις όχθες του Κερατίου Κόλπου, τους αποκαλούν «Λαζ Μπακάλ» (Λαζοί Παντοπώλες). Και τα οκτώ παιδιά στο σπίτι σπουδάζουν, ο μεγαλύτερος έχει γίνει μηχανικός.

mill 2

Κτίρια στην περιοχή Μπαλατά κοντά στο Φανάρι. Πηγή: SALT Research. Φωτ. Ελεωνόρα Αρχελάου, 1989.

Στο νούμερο 10 προς τα πάνω ζει ένας ηλικιωμένος Ρωμιός φαρμακοποιός, η κόρη του, ο γαμπρός του και ο εγγονός τού Γιανούλη. Ο γαμπρός είναι πωλητής στο Καπαλί Τσαρσί, πάντα ξυρισμένος και με γραβάτα, ένας κύριος.

Στον αριθμό 12 ζει η Βικτωρία, που είναι σε ηλικία γάμου, με τον αδελφό της και τη νύφη της. Η Βικτωρία έχει μια θρυλική προίκα· κεντήματα, κεντητά σεντόνια, μαξιλαροθήκες, καλύμματα… το καθένα ένα έργο τέχνης. Η μεγάλη κόρη στον αριθμό 8, η Ναϊμέ, μαθαίνει πολλά από τη Βικτωρία για την προετοιμασία της προίκας, τα χειροτεχνήματα και το ράψιμο.

Προς τα κάτω, στον αριθμό 6 ζει η κυρία Λατιφέ (η Λατιφέ Χανούμ) από τη Ρίζε με τον σύζυγό της και τους τρεις γιους τους, τον Σαμπαχατίν, τον Σελαχατίν και τον Σααντετίν. Στον αριθμό 4 ζει άλλη μια οικογένεια από τη Ρίζε, η κυρία Σανιγέ, ο σύζυγός της που είναι καπετάνιος σε τάκα (είδος πλοίου), και τα παιδιά τους Σουλεϊμάν και Ερντίντς. Ο Ερντίντς σύντομα θα βυθίσει τον δρόμο στο πένθος πέφτοντας κάτω από ένα προαστιακό τρένο εξαιτίας ενός χαστουκιού από τον πατέρα του.

Στον αριθμό 2 ζουν δύο ηλικιωμένες Ρωμιές. Κομψές κυρίες που φορούν πάντα μαύρα. Στο τελευταίο σπίτι σε αυτή την πλευρά του δρόμου, που δεν έχει αριθμό στον Νακκάς Χαϊντάρ επειδή η πόρτα του ανοίγει στη λεωφόρο Κιρεμίτ, ζει μια εύπορη Ρωμέικη οικογένεια που έχει ακόμη και ψυγεία. Σχεδόν όλα τα μπουκάλια νερού του δρόμου ψύχονται εδώ.

Απέναντι από αυτό το σπίτι, στον αριθμό 1 ζει ένας συνταξιούχος αξιωματικός με τη σύζυγό του και την κόρη τους Αϊτέν. Ο συνταξιούχος αξιωματικός έχει αφοσιωθεί στη θρησκεία και είναι γνωστό ότι πηγαίνει σε ζικρ (θρησκευτική τελετή) κάπου στον δρόμο προς το Τσαρσάμπα. Αυτό είναι το σπίτι με τον μεγαλύτερο κήπο στον δρόμο Νακκάς Χαϊντάρ. Την ημέρα του Χιντιρελέζ (παραδοσιακή γιορτή σαν το έθιμο του Κλήδονα), όλοι οι κάτοικοι αυτού του δρόμου συγκεντρώνονται σε αυτόν τον κήπο, κάνουν ευχές και πίνουν σερμπέτι από τη βρύση του δοχείου του τουκενμέζ (ένα ποτό παρόμοιο με το σιρόπι που γίνεται από ζύμωση φλουδών και κοτσανιών φρούτων και πολλαπλασιάζεται προσθέτοντας νερό καθώς πίνεται). Οι γείτονες φτιάχνουν εδώ χαλβά από λινάρι.

Στον αριθμό 5 ζουν η Μαρίκα με τον σύζυγό της, τον γιο τους Μάκη και την κόρη τους Εφίτσα. Το καλοκαίρι πηγαίνουν στο νησί, είναι από τις εύπορες οικογένειες του δρόμου. Ο μικρότερος γιος στον αριθμό 8 είναι λίγο ερωτευμένος με την Εφίτσα. Στον αριθμό 7 ζουν η κυρία Καλεπετρίνα, ο σύζυγός της και οι δύο γιοι τους. Η κυρία Καλεπετρίνα, που προσφέρει γλυκό κουταλιού μαστίχα στους επισκέπτες της, μένει το καλοκαίρι στο Τσενγκέλκιοϊ.

Στη γωνία όπου διασταυρώνονται ο Νακκάς Χαϊντάρ και ο Ατγκετσμέζ, στο σπίτι με αριθμό 12 με την πόρτα στον Ατγκετσμέζ, ζουν ο θείος Εκρέμ από τις Σέρρες, η αδελφή του Φικριγέ και η θετή τους κόρη Φατμά, που είναι ενήλικη γυναίκα. Οι κυρίες Φικριγέ και Φατμά δεν έχουν παντρευτεί ποτέ. Γι’ αυτό θέλουν να τις αποκαλούν «αδελφή» και όχι «θεία». Ο θείος Εκρέμ διαβάζει το Κοράνι στα αυτιά των νεογέννητων μουσουλμανόπαιδων αυτού του δρόμου. Στους επάνω ορόφους ζουν η χήρα του αδελφού του θείου Εκρέμ, η κυρία Μεμνουνέ, η κόρη της Μουαμέρ και ο σύζυγός της. Από το γραμμόφωνο της κυρίας Μουαμέρ ακούγεται συχνά το γαζέλι[1] «Παντού σκοτάδι, εκείνο το μέρος γεμάτο φως». Επειδή η κυρία Μουαμέρ έχασε τα παιδιά της σε βρεφική ηλικία, «γεννά» το τελευταίο της παιδί, τον Γιασάρ, με τη βοήθεια της Ναζιμέ, της μεγάλης νύφης στον αριθμό 8 που έχει γεννήσει τέσσερα υγιή παιδιά. Της φοράνε ένα πουκάμισο με φαρδύ γιακά, το μωρό μπαίνει από τον γιακά του πουκαμίσου και βγαίνει από το κάτω μέρος. Υπάρχουν κι άλλες τέτοιες δοξασίες. Χύνουν μολύβι ή το παιδί που έχει χτυπήσει από κατσίκα μπαίνει κάτω από ένα σεντόνι, καίγεται μια τούφα από το τρίχωμα της κατσίκας και γίνεται κάπνισμα.

Απέναντι από το σπίτι του θείου Εκρέμ, στο σπίτι με αριθμό 19, που η πόρτα του ανοίγει επίσης στον Ατγκετσμέζ, ζει μια οικογένεια εργατών που δουλεύουν στο Ρεζί (Εργοστάσιο Καπνού στο Τζιμπαλί - Régie). Η κόρη τους Νεζαχάτ θα αποφοιτήσει αργότερα από τη Σχολή Οικονομικών.

Σε αυτή την πλευρά του Νακκάς Χαϊντάρ, στο σπίτι αριθμός 13 με έναν μικρό κήπο μπροστά, ζουν ο Φουάτ, η αδελφή του Φατμά και η οικογένειά τους. Παρ’ όλο που ο Φουάτ είναι σε ηλικία δημοτικού, μιλάει καταπίνοντας τις λέξεις, λέει «Φάμα» αντί για Φατμά και «μπελεμπέλε» αντί για λεμπλεμπί (στραγάλια).

Πάνω από αυτό το σπίτι, μέσα σε έναν κήπο που η πρόσοψή του στον Νακκάς Χαϊντάρ εκτείνεται μέχρι το τέλος του δρόμου και καλύπτει σχεδόν το μισό της λεωφόρου Μεσνεβιχανέ από πάνω, βρίσκεται ένα αρχοντικό. Στον χάρτη του Pervititch του 1929, αυτό το μέρος ονομάζεται Κήπος του Μεγάλου Κανάκη. Τη δεκαετία του 1950 αναφέρεται ως ο κήπος του Μπάρμπα. Ο Μπάρμπα ίσως να μην είναι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, αλλά ο κηπουρός. Ο γέρος Μπάρμπα είναι ανεκτικός απέναντι στα παιδιά που μπαίνουν στον κήπο για να κλέψουν δαμάσκηνα και σύκα.

Στον Ατγκετσμέζ, στο σπίτι αριθμός 17 δίπλα στο σπίτι της Νεζαχάτ, ζει ένας αστυνομικός με τη σύζυγό του Λουτφιγέ και τον γιο τους Ιχσάν. Αν προσπεράσουμε ένα σπίτι, στον αριθμό 13 ζουν ο κύριος Μουνίρ, που είναι επιστάτης σε ένα εργοστάσιο, και η σύζυγός του Εμινέ. Ο κύριος Μουνίρ, που είναι αδελφός της Νουριγέ, της μικρής νύφης τον αριθμό 8, έχει εκπληκτικές μαγειρικές ικανότητες. Στο οικόπεδο δίπλα σε αυτό το σπίτι, τα παιδιά του Νακκάς Χαϊντάρ και του Ατγκετσμέζ παίζουν μπάλα.

Πίσω από το οικόπεδο υψώνεται ο τοίχος του Κήπου του Μεγάλου Κανάκη ή, όπως λεγόταν τη δεκαετία του 1950, ο Κήπος του Μπάρμπα. Στην άλλη γωνία του οικοπέδου, στο σπίτι αριθμός 5, ζουν και πάλι δύο ηλικιωμένες Ρωμιές. Τα παιδιά κάπου-κάπου χτυπούν το κουδούνι τους και φεύγουν τρέχοντας.

Ακριβώς απέναντι από το σπίτι όπου ζει ο κύριος Μουνίρ βρίσκεται το μεγαλύτερο και πιο εντυπωσιακό κτίριο και των δύο δρόμων, όπου ζουν οι Μπόμπο (Χαράλαμπος). Ο πατέρας του Μπόμπο έχει ένα κατάστημα υποδημάτων. Αυτό το κτίριο με τον κήπο φαίνεται να ανήκει και πάλι στον Κανάκη στον χάρτη του Pervititch.

Στο τέλος του δρόμου Ατγκετσμέζ, στον αριθμό 7 της οδού Ουστρουμτζά, υπάρχει το «Στοιχειωμένο Σπίτι» όπου κανείς δεν ζει και τα παιδιά δεν πλησιάζουν πολύ. Σύμφωνα με τον Χάρη Σπαταρή, που γεννήθηκε στο Φανάρι το 1906, τη δεκαετία του 1920 ήταν το αρχοντικό ενός πλούσιου Ρωμιού, του Κοσμίδη, και η εξωτερική του όψη ήταν βαμμένη με λαδομπογιά. Στον χάρτη του Pervititch του 1929 αναφέρεται ως «École Turque, ex-Cosmidis / Τουρκικό Σχολείο, πρώην Κοσμίδης».

Αν συνεχίσετε από τον δρόμο Φιρκετετζί (το 1929 ονομαζόταν δρόμος Ρεαγιά) δίπλα στο «Στοιχειωμένο Σπίτι», φτάνετε στην Εκκλησία Παναγία Μουχλιώτισσα. Αυτή η μικρή και χαριτωμένη εκκλησία, μαζί με τα βοηθητικά της κτίρια, σχηματίζει ένα νησί στη μέση των δρόμων που την περιβάλλουν. Τα παιδιά της γειτονιάς, μέσα στην ατμόσφαιρα του θαυμασμού για την Αμερική ο οποίος μόλις άρχιζε να διαμορφώνεται τη δεκαετία του 1950, παίζουν «ντάκμεν» (πόλεμο) κρυπτόμενα στις εσοχές και προεξοχές των κτιρίων που σχηματίζουν το «νησί».

Οι δεσμοί γειτονίας στη συνοικία είναι αρκετά στενοί. Πηγαίνουν σε γάμους στην εκκλησία ή στις αίθουσες γάμων. Κατά το Ραμαζάνι, οι Μουσουλμάνοι προσφέρουν λουκουμάδες στους Ρωμιούς, και το Πάσχα οι Ρωμιοί προσφέρουν τσουρέκια και βαμμένα αυγά στους Μουσουλμάνους. Στις συζητήσεις μπροστά στις πόρτες, οι Τούρκοι μαθαίνουν συνταγές για μαρμελάδες, κέικ και γλυκά από τους Ρωμιούς. Ο μικρότερος γιος του αριθμού 8 τρώει το πρώτο του κακάο πουτίγκα στη θεία Καλεπετρίνα και ξετρελαίνεται με αυτό το «σοκολατένιο» γλυκό. Τα παιδιά του δρόμου παίζουν μαζί μπάλα στο οικόπεδο. Το «καψούλι» είναι ένα παιχνίδι που αγόρια και κορίτσια δεν μπορούν να σταματήσουν να παίζουν μέχρι το βράδυ. Τα πιο συχνά παιχνίδια είναι «τσελίκι-τσομάκι», «κούκα», «σβούρα», «κρυφτό», «τυφλόμυγα» και «βόλοι». Τα μουσουλμανάκια γνωρίζουν επίσης ελληνικά στο επίπεδο της γλώσσας του παιχνιδιού (Έλα δω Γιάννη, έλα δω!). Δεν υπάρχουν παιχνίδια αγορασμένα από καταστήματα, και αυτά που υπάρχουν, για παράδειγμα αυτοκίνητα με ρόδες από καρούλια κλωστής, κατασκευάζονται από τα παιδιά. Τα σνακ περιορίζονται σε στραγάλια, αλεύρι από στραγάλια και ζαχαρωμένα στραγάλια. Συλλέγουν καπάκια από αναψυκτικά και εικόνες καλλιτεχνών από τσίχλες Ζάμπο. Υπάρχει ένας εκπληκτικά μεγάλος αριθμός από μάρκες αναψυκτικών (Όλυμπος, Άτλας, Ουλουντάγ…) και επομένως ποικιλία καπακιών. Τα παιδιά που διαβάζουν επισκέπτονται συχνά τη Βιβλιοθήκη Μουράτ Μολλά πιο πάνω. Το ράφι με τα παιδικά βιβλία της βιβλιοθήκης είναι καταπληκτικό.

Όλοι οι κάτοικοι του δρόμου στριμώχνονται στο καΐκι του Λαζού καπετάνιου και πηγαίνουν στη Χάλκη. Τους χειμώνες, όταν χιονίζει, ίσως είκοσι παιδιά στέκονται στη σειρά και ξεκινώντας από την κορυφή του Νακκάς Χαϊντάρ, πρώτα πηδώντας τα σκαλιά και μετά επιταχύνοντας στην απότομη κατηφόρα, απολαμβάνουν τις χαρές του ελκήθρου και φτάνουν σχεδόν μέχρι κοντά στο Μπαλάτ.

mill 2c

Κτίρια στην περιοχή Μπαλατά κοντά στο Φανάρι. Πηγή: SALT Research. Φωτ. Ελεωνόρα Αρχελάου, 1989.

Δεν πηγαίνουν στον γιατρό εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητο. Κάποια από τα φάρμακα της λαϊκής ιατρικής είναι να βάζουν πανί βουτηγμένο σε ξίδι στο μέτωπο για τον πυρετό, να σχεδιάζουν τετράγωνα με ιώδιο στην πλάτη, να πίνουν βρασμένα βότανα, να κάνουν κατάπλασμα με μπάμιες, να πίνουν τσάι από αλθαία και φλαμούρι, και να κάνουν μπάνιο με βρασμένα φύλλα καρυδιάς. Αν αυτά δεν βοηθήσουν, πηγαίνουν στον Δρ. Σάββα Ασλάνογλου, που έχει ιατρείο στον Τσαρσαμπά.

Οι παλιές παραδόσεις μαγειρέματος εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται. Το μαγείρεμα σε φωτιά από μαγκάλι (μικρή εστία όπου καίει κάρβουνο και πάνω στη σχάρα τοποθετείται η κατσαρόλα) έχει εξαφανιστεί μετά τον πόλεμο, και οι αμερικανικές γκαζιέρες με αντλία αποτελούν μεγάλη καινοτομία και ευκολία. Τα τρόφιμα αποθηκεύονται σε καφάσια, ντουλάπες με σίτα. Στα φαγητά χρησιμοποιείται βούτυρο από την Τραπεζούντα και την Ούρφα. Αγοράζουν φθηνές χτυπημένες ντομάτες από την αγορά και φτιάχνουν μεγάλες ποσότητες πελτέ για τον χειμώνα. Όλες οι κατσαρόλες και τα τηγάνια είναι χάλκινα. Δεν υπάρχουν ακόμη απορρυπαντικά.

Χρησιμοποιούν ένα είδος πηλού που πωλούν οι Τσιγγάνοι για να καθαρίζουν τις καπνισμένες κατσαρόλες. Το πράσινο σαπούνι είναι από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα προϊόντα καθαρισμού, ενώ το σαπούνι Χατζή Σακίρ είναι μια πολυτέλεια που προσφέρεται στους επισκέπτες. Η εισαγωγή της χύτρας ταχύτητας είναι ένα μεγάλο γεγονός. Αυτή η κατσαρόλα κυκλοφορεί μεταξύ των γειτόνων σαν περιπλανώμενη κατσαρόλα. Όποιος έχει φαγητό που μαγειρεύεται δύσκολα, ζητάει την κατσαρόλα. Οι αλουμινένιες κατσαρόλες που δεν χρειάζονται γάνωμα θα εμφανιστούν σε λίγα χρόνια. Το πρώτο ψυγείο που μπαίνει σε ένα ελληνικό σπίτι προκαλεί παρόμοιο ενθουσιασμό. Τώρα στέλνουν μπουκάλια νερού σε αυτό το σπίτι για να κρυώσουν ή ζητούν λίγο πάγο. Οι κάτοικοι του Νακκάς Χαϊντάρ βλέπουν το πρώτο ραδιόφωνο σε μουσουλμανικό σπίτι το 1948 και το πρώτο πλυντήριο ρούχων το 1955. Τα σπίτια θερμαίνονται με σόμπες που καίνε πριονίδι, ξύλα και λιθάνθρακα.

Οι κάτοικοι του Νακκάς Χαϊντάρ κάνουν τα ψώνια τους στην αγορά του Τσαρσαμπά και από πλανόδιους πωλητές με άλογα ή με ζυγαριές. Το γιαούρτι και το ελαιόλαδο πωλούνται με ζυγαριά, ενώ τα λαχανικά είναι φορτωμένα σε άλογο. Ο πλανόδιος λαχανοπώλης με το άλογο ονομάζεται Ομέρ. Τα άτακτα παιδιά απειλούνται ότι θα δοθούν στον Ομέρ, οπότε τον φοβούνται χωρίς λόγο. Οι Τσιγγάνοι γανωματήδες μαζεύουν τα χάλκινα σκεύη από τα σπίτια, σκάβουν ένα μικρό λάκκο στο οικόπεδο του Ατγκετσμέζ, ανάβουν φωτιά, βάζουν τα φυσερά τους στη φωτιά και ασκούν την τέχνη τους.

Γύρω από την Εκκλησία της Μουχλιώτισσα υπάρχουν εκπαιδευτικά κτίρια. Σύμφωνα με τον χάρτη του Pervititch, στην οδό Φιρκετετζί φαίνεται ένα ελληνικό δημοτικό σχολείο αρρένων. Αυτό το σχολείο, που τώρα είναι ερείπιο, δεν λειτουργούσε ούτε τη δεκαετία του 1950. Η άλλη πλευρά της εκκλησίας βλέπει προς το Ιωακείμειο Ελληνικό Παρθεναγωγείο, το οποίο λειτουργούσε τη δεκαετία του 1950 αλλά τώρα είναι κλειστό. Απέναντι από την πλευρά που βλέπει στην οδό Τεβκί Τζαφέρ Μεκτεμπί βρίσκεται η πίσω πόρτα της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Φτάνουμε στην οδό Σαντζακτάρ Γιοκουσού μέσω του δρόμου που στον χάρτη του Pervititch αναφέρεται ως Παλαιά οδός Ζαμπόγλου και τώρα είναι η συνέχεια της οδού Τεβκί Τζαφέρ Μεκτεμπί. Το πρώτο σπίτι εδώ, με αριθμό 2, αναφέρεται ως Βίλα Ξανθόπουλου στον χάρτη του Pervititch. Τη δεκαετία του 1950, σε αυτό το σπίτι ζει μια Ελληνίδα που παίζει πιάνο. Ο μεγάλος γιος του σπιτιού με αριθμό 8 ισιώνει τα μαλλιά του καθώς περνάει από μπροστά. Η Βίλα Ξανθόπουλου, η Βίλα Χαριτωνίδη στα αριστερά της και τα άλλα σπίτια στο σημείο του δρόμου που έχει θέα στον Κεράτιο κόλπο είναι όμορφα κτίρια που ανήκουν σε εύπορους Έλληνες, με τη γενική διάταξή τους, τις διακοσμήσεις στους ορόφους και τους κήπους με χαλικωτά μωσαϊκά. Αν συνεχίσετε και κατεβείτε στο Φανάρι από τον δρόμο με τα σκαλοπάτια, θα φτάσετε στα ερείπια του παλατιού του Δημητρίου Καντεμίρ (Καντεμίρογλου), του γιου του ηγεμόνα της Μολδαβίας που κρατήθηκε ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη τον 17ο αιώνα, ο οποίος ήταν μουσικός και ιστορικός (τώρα είναι το Μουσείο Δημητρίου Καντεμίρ).

Σε μια από τις μέρες που ο δρόμος Νακκάς Χαϊντάρ σκόπευε να συνεχίσει τη ζωή του με τη μονότονη, αιωνόβια ηρεμία του, το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, η είδηση ότι τα σπίτια των Ελλήνων δέχονται επίθεση φτάνει στον δρόμο πριν από τους λεηλατητές. Τα Ελληνόπουλα μπαίνουν αμέσως στα σπίτια τους. Ένας μεγάλος φόβος απλώνεται στον δρόμο… Κρεμούν σημαίες στα σπίτια με την ελπίδα ότι ίσως τα προστατέψουν. Η Ναζιμέ, η μεγάλη νύφη του σπιτιού με αριθμό 8, στέλνει τα έξι παιδιά που βρίσκονται εκείνη τη στιγμή στο σπίτι, με ηλικίες από 10 έως 19 ετών, στις πόρτες τεσσάρων ελληνικών σπιτιών. Η αποστολή τους είναι να πουν «Αυτό είναι το σπίτι μας, θείε!» τη στιγμή που θα έρθουν οι λεηλατητές. Ο κύριος Μουνίρ περιμένει μπροστά από το σπίτι των Μπόμπο. Σε λίγο, έρχονται κατά κύματα από τον Τσαρσαμπά προς τα κάτω, κρατώντας σημαίες. Αυτά είναι πρόσωπα που ο δρόμος δεν έχει δει ποτέ πριν. Τα σπίτια των Γιανούλη, της Βικτωρίας, της Μαρίκας, των Μπόμπο και των Καλεπετρίνα σώζονται χάρη στους Μουσουλμάνους γείτονες που περιμένουν στις πόρτες τους. Οι λεηλατητές πετούν το «κοινό» ψυγείο του δρόμου από το μπαλκόνι του σπιτιού στο κάτω άκρο του Νακκάς Χαϊντάρ. Τα πράγματα των δύο κομψών, ηλικιωμένων κυριών στο διπλανό σπίτι έχουν την ίδια μοίρα. Το κάτω άκρο του δρόμου είναι σε άθλια κατάσταση με τα πράγματα στοιβαγμένα στη μέση του δρόμου.

Αν τα παιδιά που έζησαν στην οδό Νακκάς Χαϊντάρ εκείνα τα χρόνια θέλουν να δουν τα σπίτια όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, σε αντίθεση με πολλές άλλες γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, μπορούν να τα βρουν σαν να τα είχαν αφήσει μόλις χθες. Αλλά εκείνο το οικόπεδο όπου έτρεχαν παίζοντας μπάλα, που τότε τους φαινόταν απέραντο, είναι σαν να έχει ξαφνικά μικρύνει.

Υπάρχουν και κάποιες αλλαγές στη γειτονιά. Ο κήπος του Μπάρμπα καλύπτεται τώρα από δύο άσχημες πολυκατοικίες. Το μισό ξύλινο - μισό πέτρινο αρχοντικό του Κανάκη έχει ασχημύνει με κάποιες προσθήκες. Στην πόρτα του γράφει «πωλείται». Στον κήπο των Μπόμπο, όπου φώλιαζαν τα γεράκια, υπάρχουν δύο άσχημα κτίσματα· άλλωστε τα γεράκια έχουν εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη εδώ και καιρό. Το «Στοιχειωμένο Σπίτι» είναι και τυχερό και άτυχο. Σε αυτό το επιβλητικό ελληνικό κτίσμα, που κανείς δεν κατοικούσε τη δεκαετία του 1950, τώρα υπάρχουν ένοικοι, δηλαδή συντηρείται κάπως, αλλά έχει προστεθεί και ένας όροφος. Τα πλούσια ελληνικά σπίτια στην οδό Σαντζακτάρ Γιοκουσού, στις αρχές του 2000, είναι σε κατάσταση όπου κάθε όροφος κατοικείται από διαφορετική οικογένεια, οι αντικέρ δίνουν τιμές για τις οροφογραφίες (σύντομα μπορεί να αφαιρεθούν), και τα χαλικωτά μωσαϊκά στους κήπους έχουν καλυφθεί με τσιμέντο.

miil 4

Φωτογραφία από το Ελληνορθόδοξο νεκροταφείο στο Σισλί. Πηγή: SALT Research. Φωτ. Ελεωνόρα Αρχελάου, 1989.

Αλλά όταν οι άνθρωποι αλλάζουν, η ζωή αλλάζει εντελώς. Οι κάτοικοι του δρόμου έχουν συνηθίσει τους «ξένους» να έρχονται και να βγάζουν φωτογραφίες. Τα παιδιά φωνάζουν “hello!” σε όποιον τους φαίνεται παράξενος. Τα σπίτια έχουν φθαρεί με τον καιρό, τα ρόπτρα στις πόρτες έχουν χαθεί ή μαυρίσει. Υπάρχουν και σχοινιά για άπλωμα ρούχων με τροχαλίες από κτίριο σε κτίριο. Το να απλώνεις ρούχα ή να σε βλέπουν οι γείτονες με πιτζάμες δεν είναι πια ντροπή. Τα παιδιά εξακολουθούν να τρέχουν, αλλά ανάμεσά τους δεν υπάρχει πια καμία Εφίτσα, Μάκης ή Μπόμπος.

Το μικρότερο από τα παιδιά που φύλαγαν σκοπιά στις πόρτες με τον καιρό μαθαίνει ότι είτε πρόκειται για τους Έλληνες Ορθόδοξους συμπολίτες μας στην Κωνσταντινούπολη στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955, είτε για τους Σύρους πρόσφυγες πολέμου στην Καισάρεια στις 30 Ιανουαρίου 2024, δεν μπορεί να οργανωθεί μαζική επίθεση εναντίον ατόμων και περιουσιών μιας θρησκευτικής, φυλετικής ή εθνικής μειονότητας χωρίς την έγκριση, τον σχεδιασμό και την υπόσχεση ασυλίας από το κράτος ή μιας φατρίας του.[2]

Από εκείνη τη μοιραία μέρα, μισεί τη χρήση της σημαίας για την καταπίεση του διαφορετικού.


© 2024 Çağatay Anadol

— Μετάφραση: ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΗΛΛΑΣ


 

 

[1] gazel, είδος ποιήματος/τραγουδιού.

[2] Ο συνταξιούχος στρατηγός Σαμπρί Γιρμιμπέσογλου, που υπηρετούσε στο Συμβούλιο Ερευνών Επιστράτευσης, σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1991 είπε: «… Τα γεγονότα της 6-7 Σεπτεμβρίου ήταν επίσης μια επιχείρηση Ειδικού Πολέμου και ήταν μια υπέροχη οργάνωση. Πέτυχε επίσης τον στόχο της.» (Φατίχ Γκιουλλάπογλου, Επιχείρηση Χωρίς Τανκς και Κανόνια: Ψυχολογικές Επιχειρήσεις, Εκδόσεις Τεκίν, Άγκυρα, 1991, σ. 104). [Fatih Güllapoğlu, Tanksız Topsuz Harekât: Psikolojik Harekat, Tekin Yayınevi, Ankara, 1991, s. 104].