Μια γλαφυρή περιδιάβαση στην ιστορία και την πολιτισμική κληρονομιά των σεφαραδιτικών κοινοτήτων που άκμασαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Ιακώβ Σιμπή - Καρίνα Λάμψα, Σεφαραδίτες 1492-1932: Από την Ισπανία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ελληνική Θεσσαλονίκη, Καπόν, Αθήνα 2023, σελ. 392
Ως μη Εβραίος (goy – גוי) και γόνος οικογένειας Ελλήνων προσφύγων, η οποία εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αισθάνομαι κάπως αμήχανα αναλαμβάνοντας να παρουσιάσω αυτό το καλαίσθητο βιβλίο. Το θέμα του μού γέννησε μια διάθεση ενδοσκόπησης στο δικό μου, οικογενειακό παρελθόν: Πώς βίωσαν οι γονείς μου τη σύντομη συνύπαρξή τους με την πιο πολυάνθρωπη συγκέντρωση εβραϊκού πληθυσμού στη Μεσόγειο, εν συνεχεία τον μαζικό εκτοπισμό της, και εν τέλει την επιστροφή των λίγων που επέζησαν ή διέφυγαν από τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης; Από τις λιγοστές αναφορές του πατέρα μου συγκρατώ δύο στοιχεία: Το πρώτο αφορά τη δραματική βελτίωση των επαγγελματικών προοπτικών που σήμανε για την ευρύτερη οικογένειά του η ενσωμάτωση της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ, το 1938. Κατ’ εφαρμογήν των νόμων της Νυρεμβέργης, οι δύο προϊστάμενοι της Αυστροελληνικής Εταιρίας Καπνών στη Θεσσαλονίκη απολύθηκαν λόγω της εβραϊκής τους καταγωγής. Η διεύθυνση της Εταιρίας ανατέθηκε στον ιεραρχικά τρίτο υπάλληλο, που συνέβαινε να είναι ο εκ μητρός θείος του πατέρα μου. Η αλλαγή αυτή άνοιξε τον δρόμο για την πρόσληψη και άλλων μελών της οικογένειας, μεταξύ αυτών και του πατέρα μου, στην εν λόγω εταιρία. Το δεύτερο στοιχείο αφορά τη γλωσσική ετερότητα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Τόσο η χρήση της ιουδαιοϊσπανικής (Djudio ή Ladino) όσο και η αντίστοιχη προσωδία των ελληνικών τους ξένιζαν τους νεοφερμένους πρόσφυγες, συμβάλλοντας στην καλλιέργεια αρνητικών, κατά κανόνα, στερεοτύπων. Προηγουμένως, η μοναδική, ίσως, επαφή του πατέρα μου ως παιδί με το εβραϊκό στοιχείο στο ακριτικό Σιδηρόκαστρο πρέπει να ήταν η φιγούρα του σπιτονοικοκύρη του Καραγκιόζη, που έκανε την εμφάνισή του τραγουδώντας τα ακατάληπτα: «Βίζο λαβίζο λαβίζο, πρίμα λα κιτάζο…»
Όσο για τη μητέρα μου, που έφτασε στη Θεσσαλονίκη ως εσωτερική πρόσφυγας με την οικογένειά της το 1941, διαδοχικές μετακομίσεις την έφεραν στη γειτονιά του Παλαιού Σιδηροδρομικού Σταθμού. Εκεί, τον Μάρτιο του 1943, θα γίνει μάρτυρας της μαζικής μεταφοράς των Εβραίων στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Πετούσαν χρυσαφικά από το μοναδικό παραθυράκι της σκευοφόρου για ένα κουλούρι και λίγο νερό, θυμάται. Ένας συγγενής της λέγεται ότι θησαύρισε από αυτό το εμπόριο της ντροπής. Μετά το τέλος του πολέμου, η οικογένειά της βρέθηκε να μοιράζεται την ίδια αυλή με άλλες τέσσερις, από τις οποίες οι δύο ήταν εβραϊκές που είχαν επιζήσει του Ολοκαυτώματος. Η έφηβη, τότε, μητέρα μου πήρε υπό την «προστασία» της το τρίχρονο αγοράκι τής μιας από αυτές. Με καμάρι θυμάται πως, κάθε Κυριακή, με την ευχή του πατέρα του, ο μικρός Σάκης (Ισαάκ) την ακολουθούσε στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και άναβε κεράκι μαζί της. Θυμάται ακόμα πως θαύμαζε κρυφά τα πλούσια κόκκινα μαλλιά της Νταίζης, μιας όμορφης νέας Εβραίας που έδειχνε μεγάλη αγάπη στα παιδιά, αφού η ίδια δεν μπορούσε πια να αποκτήσει δικά της. Ήταν το τίμημα την επιβίωσής της στα χέρια των συναδέλφων του Γιόζεφ Μένγκελε στο Άουσβιτς.
Κάποια στιγμή, και οι δύο εβραϊκές οικογένειες που γνώρισε η μητέρα μου εγκατέλειψαν τη Θεσσαλονίκη. Για ένα διάστημα, η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης απειλήθηκε με αφανισμό. Το ότι μερικές εκατοντάδες οικογένειες εν τέλει παρέμειναν και πρόκοψαν σε αυτή την πόλη οφείλεται λιγότερο στο ανεκτικό περιβάλλον και περισσότερο στις βαθιές ρίζες μιας θρησκευτικής κοινότητας με ιστορία δύο και πλέον χιλιετιών. Βέβαια, όπως αποδεικνύει η μοίρα των Εβραίων στην Πολωνία ή στον αραβικό κόσμο, αλλά και των Ρωμιών της Πόλης και αναρίθμητων άλλων μειονοτήτων ανά τον κόσμο, ούτε οι βαθιές ρίζες αρκούν για να σε προστατέψουν απέναντι στη μισαλλοδοξία και την επιδίωξη της εθνικής ομογενοποίησης.
Όπως έγινε ήδη φανερό, η γνωριμία μου με τους Σεφαραδίτες των Ιακώβ Σιμπή και Καρίνας Λάμψα με ώθησε να ανακαλέσω ένα κομμάτι της οικογενειακής μου ιστορίας που διασταυρώθηκε με την παρουσία και την τραγική μοίρα των Εβραίων της γενέθλιας πόλης μου· και να αναλογιστώ, για μια ακόμα φορά, πόσο λίγο ενταγμένη παραμένει η ιστορία αυτής της κοινότητας στη μνήμη των κατοίκων της Θεσσαλονίκης – παρά την ανέγερση κάποιων μνημείων, την ονομασία οδών ή την καθιέρωση μιας επετείου. Και να μου επιτρέψουν οι αναγνώστες μια τελευταία προσωπική κατάθεση. Στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, κάθε που σουρουπώνει, τα κλαδιά των δέντρων στην πανεπιστημιούπολη μαυρίζουν και ο κόσμος χαλάει από τα κρωξίματα κοράκων. Είναι άραγε τα μαύρα πουλιά του νεκροταφείου, ίσως της μεγαλύτερης εβραϊκής νεκρόπολης της Μεσογείου (βλ. σ. 174-5 του βιβλίου), που αρνήθηκαν να αλλάξουν στέκι, παρά την καταστροφή των εβραϊκών μνημάτων και την ανέγερση πανεπιστημιακών κτιρίων, εδώ και εβδομήντα τόσα χρόνια;
Η πρώτη σημαντική εβραϊκή παρουσία στη Θεσσαλονίκη ανάγεται στους ρωμαϊκούς χρόνους. Στη συναγωγή της πόλης κήρυξε ο Απόστολος Παύλος «επί τρία Σάββατα», προτού η εχθρότητα της πλειονότητας των ακροατών του τον υποχρεώσει να εγκαταλείψει την πόλη «νύκτωρ». Η κοινότητα αυτή, όπως και οι υπόλοιπες στα ανατολικά εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σταδιακά ελληνοφώνησε και οι απόγονοί τους αποκαλούνται Ρωμανιώτες. Με αυτούς ήρθαν σε επαφή οι πρόσφυγες από την Ιβηρική χερσόνησο αλλά και από την Ιταλία, που άρχισαν να καταφθάνουν στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου μετά τους διωγμούς που υπέστησαν στους τόπους καταγωγής τους. Την ιστορία των κοινοτήτων αυτών, που μιλούσαν διάφορες ρωμανικές διαλέκτους προτού υιοθετήσουν την ιουδαιοϊσπανική ως κοινό μέσο επικοινωνίας, περιγράφει το βιβλίο των Σιμπή και Λάμψα. Έμειναν γνωστοί με τη συλλογική ονομασία «Σαφαρ[α]δίτες» από την εβραϊκή λέξη «Σ[ε]φαράντ» που σημαίνει Ισπανία.
Μάρκο Επστάιν, “Οι άθεοι”, 1923, MoMA.
Το βιβλίο προσφέρει στον αναγνώστη μια πανοραμική άποψη της διαδρομής αυτού του εβραϊκού πληθυσμού, που άκμασε στο μεσαιωνικό μουσουλμανικό χαλιφάτο της Ιβηρικής προτού η χριστιανική «ανάκτηση» (reconquista) τους καταστήσει έρμαιο στα χέρια των χριστιανών ηγεμόνων και, εν τέλει, αντικείμενο διώξεων και βίαιου εκχριστιανισμού. Αναζήτησαν τότε σωτηρία στη, διαρκώς επεκτεινόμενη, επικράτεια των οθωμανών σουλτάνων, που αποδείχθηκαν πολύ πιο ανεκτικοί από τους ισπανούς και πορτογάλους μονάρχες της εποχής. Οι συγγραφείς περιγράφουν τη σταδιακή εγκατάσταση των Εβραίων προσφύγων, με κύριους προορισμούς τα τρία σημαντικότερα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Σμύρνη. Οι Σιμπή και Λάμψα αναδεικνύουν τις διαφορές μεταξύ των νεοφερμένων Εβραίων, που έφταναν κατά κύματα, τόσο μεταξύ τους όσο και με τις υφιστάμενες κοινότητες των Ρωμανιωτών. Περιγράφουν το καθεστώς ανοχής που, όπως και οι Χριστιανοί, απολάμβαναν ως «λαοί της Βίβλου» (dhimmi): Οι μουσουλμάνοι κυρίαρχοι τους επέτρεπαν να ασκούν τη θρησκευτική τους λατρεία με αντάλλαγμα τον κεφαλικό και άλλους φόρους, καθώς και περιορισμούς στην κατοικία, την εξωτερική εμφάνιση, τον τρόπο μετακίνησης αλλά και την κατοχή δούλων. Εξετάζουν επίσης τη συνύπαρξη των Εβραίων με τις άλλες δύο μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες της Αυτοκρατορίας. Πρέπει να επισημανθεί ότι, αν και δεν υπήρχαν γκέτο με την ανατολικοευρωπαϊκή σημασία του όρου, οι κοινότητες των Εβραίων, των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων διήγαν «βίους παράλληλους», ερχόμενοι μεν σε επαφή για τις ανάγκες των συναλλαγών τους, αλλά αποφεύγοντας κάθε περαιτέρω κοινωνική ώσμωση.
Οι συγγραφείς αφιερώνουν ιδιαίτερο κεφάλαιο στις τρεις σημαντικότερες εβραϊκές εγκαταστάσεις της οθωμανικής Εγγύς Ανατολής – την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τη Σμύρνη. Επισημαίνουν τις ομοιότητες αλλά και τις διαφορές μεταξύ αυτών των κοινοτήτων, κυρίως στον τρόπο κοινοτικής οργάνωσης και διοίκησης, τον ρόλο των συναγωγών και τις ευκαιρίες που παρείχε η εγκατάσταση στην πρωτεύουσα για απασχόληση και προνομιακή σχέση με την αυλή του σουλτάνου. Δεν παραλείπουν τις λεπτομέρειες που «νοστιμεύουν» την αφήγηση, κυριολεκτικά στην περίπτωση της σεφαραδίτικης κουζίνας, αλλά και μεταφορικά, με περιγραφές και μαρτυρίες για το «εβραϊκό σπίτι», τις ενδυμασίες, τα καφενεία και τα καπηλειά, τις γιορτές και τις τελετές των κοινοτήτων. Όσο για τον βιοπορισμό και τη συμβολή τους στην οικονομία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μαθαίνουμε, μεταξύ άλλων ότι Εβραίοι διαχειρίζονταν την υφαντουργία της Θεσσαλονίκης, που γνώρισε μεγάλη ακμή ανάμεσα στον 16ο και τον 18ο αιώνα, ενώ έντονη ήταν η παρουσία τους στο διαμετακομιστικό εμπόριο τόσο εντός της Αυτοκρατορίας όσο και με εμπορικά κέντρα της χριστιανικής Ευρώπης, εκεί όπου βρίσκονταν εγκατεστημένοι ομόθρησκοί τους, λατινόφωνοι στον Νότο, γερμανόφωνοι (Ασκεναζίμ) στον Βορρά.
Στο κεφάλαιο για τον σεφαραδίτικο πολιτισμό συγκεντρώνονται πληροφορίες για τη γλώσσα, τη λογοτεχνική παραγωγή, τη ραβινική θεολογία, και, βέβαια, για τη διάδοση της τυπογραφίας: Εβραίοι ίδρυσαν τα πρώτα τυπογραφεία στην Κωνσταντινούπολη (1493/94) και στη Θεσσαλονίκη (1510). Βέβαια, η πληθυσμιακή, οικονομική και πνευματική πορεία των σεφαραδίτικων κοινοτήτων δεν υπήρξε ομοιόμορφα ανοδική. Ως κατ’ εξοχήν αστικός πληθυσμός, οι Εβραίοι υπέφεραν δυσανάλογα από τις πυρκαγιές, τις πανδημίες και τις κρίσεις που περιοδικά έπλητταν τη ζωή των πόλεων στην επικράτεια του σουλτάνου. Ένας συνδυασμός τέτοιων καταστροφικών γεγονότων προκάλεσε μακροχρόνια κρίση «με σοβαρές δημογραφικές και πολιτισμικές επιπτώσεις» στην κοινότητα της Θεσσαλονίκης, από τα τέλη του 16ου έως τα μέσα του 17ου αιώνα. Εκεί βρήκε πρόσφορο έδαφος το μεσσιανικό κίνημα που εμπνεύστηκε ο Σαμπετάι Σεβή, Σμυρνιός με καταγωγή από οικογένεια Ρωμανιωτών. Το ενδιαφέρον είναι ότι αρκετοί από τους χιλιάδες Εβραίους που αναγνώρισαν στο πρόσωπό του τον «Μεσσία», παρέμειναν πιστοί σε αυτόν ακόμα και μετά την προσχώρησή του στο Ισλάμ, προκειμένου να αποφύγει την τιμωρία των οθωμανικών αρχών. Έτσι, ξεκίνησε ένα κύμα εκούσιου εξισλαμισμού Εβραίων, οι οποίοι ονομάστηκαν στα τουρκικά «Ντονμέ» (Dönme = αποστάτες). Στη Θεσσαλονίκη, το κύμα αυτό περιέλαβε «διακόσιες ή τριακόσιες οικογένειες», οι οποίες εξισλαμίστηκαν μετά τον θάνατο του Σαμπετάι Σεβή (1676). Στις αρχές του 20ού αιώνα αποτελούσαν μια κλειστή θρησκευτική ομάδα που αριθμούσε περί τις 10.000, με μεγάλη παρουσία στην οικονομική και πολιτική ελίτ της πόλης. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, «[ο]ι φήμες ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ ήταν Ντονμέ δεν φαίνεται να ευσταθούν». (σ. 272)
Από τα τέλη του 18ου αιώνα, ο Διαφωτισμός άρχισε να αποκτά οπαδούς και στην εβραϊκή Ανατολή. Με όχημα την εκπαίδευση, οι πνευματικοί ορίζοντες του εβραϊκού στοιχείου ανοίχτηκαν σε ρεύματα από τη Δύση, με κυριότερα τον κοσμικό εκσυγχρονισμό (στα πρότυπα που πρέσβευε η Alliance Israélite Universelle), τον σιωνισμό (την εκδοχή του εβραϊκού εθνικισμού με αίτημα τη δημιουργία εθνικής εστίας στη «Γη του Ισραήλ», δηλαδή την Παλαιστίνη) και τον σοσιαλισμό. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, όλο και περισσότεροι μαθητές και μαθήτριες από την εβραϊκή κοινότητα φοιτούσαν σε κοσμικά σχολεία, όπου διδάσκονταν η γαλλική, η ιταλική ή η γερμανική γλώσσα, οργανώνονταν στο νέο εργατικό κίνημα που αμφισβητούσε τις παραδοσιακές συντεχνίες αλλά και την παντοδυναμία των ευπορότερων στρωμάτων, τα οποία, με τη σειρά τους, ενέτειναν την κοινωφελή τους δραστηριότητα, ιδρύοντας νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, οργανώνοντας συσσίτια και προικοδοτώντας άπορα κορίτσια. Χαρακτηριστικός του γλαφυρού ύφους των συγγραφέων είναι ο τίτλος της ενότητας «Μια βόλτα στην εβραϊκή Θεσσαλονίκη»: Ο αναγνώστης ξεναγείται στην τελευταία περίοδο ακμής της σεφαραδίτικης κοινότητας, μέσα από ενότητες για τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και την ίδρυση της εργατικής Φεντερασιόν, τις συνήθειες της μεγαλοαστικής τάξης και στη ζωή της πόλης, χάρη και στις ζωηρές περιγραφές επισκεπτών, όπως ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν (Ασκεναζίμ Εβραίος που κατέφθασε για να μάθει τουρκικά, αλλά δεν καταλάβαινε την λαδίνο των ντόπιων Εβραίων), και ο Τσέσκελ Τσβι Κλέτσελ (επίσης Ασκεναζίμ, ο οποίος ήρθε για να διδάξει γερμανικά σε τοπική Σχολή).
Στο Τρίτο και τελευταίο μέρος του το βιβλίο ασχολείται αποκλειστικά με την κοινότητα της Θεσσαλονίκης, παρουσιάζοντας τις επιπτώσεις που είχε γι’ αυτήν η ενσωμάτωση στο ελληνικό βασίλειο. Οι συγγραφείς αναφέρονται στην ιδέα να μετατραπεί η Θεσσαλονίκη σε «διεθνή και ουδέτερη» πόλη, προοπτική που κέντρισε το ενδιαφέρον της αυστριακής διπλωματίας στα 1912-13. Τομή ασφαλώς αποτέλεσε η μεγάλη πυρκαγιά της 5ης Αυγούστου 1917, η οποία κατ’ εξοχήν έπληξε τον εβραϊκό πληθυσμό και οδήγησε στη δημιουργία συνοικισμών για πυρόπληκτους μακριά από το κέντρο της πόλης. Ένας από τους συνοικισμούς αυτούς έγινε στόχος της βιαιότερης αντισημιτικής εκδήλωσης στην ιστορία της πόλης, τον Ιούνιο του 1931. Αρχικός στόχος της εθνικιστικής οργάνωσης ΕΕΕ ήταν η εβραϊκή λέσχη Μακάμπι, ωστόσο οι επιθέσεις επεκτάθηκαν και κατέληξαν στην πυρπόληση του συνοικισμού Κάμπελ, στην ανατολική πλευρά της πόλης. Η έλευση περισσότερων από εκατό χιλιάδες χριστιανών προσφύγων, ενώ ακόμα η πόλη δεν είχε συνέλθει από την καταστροφή του 1917, δημιουργούσε ένα εκρηκτικό μίγμα που απειλούσε την επιβίωση της εβραϊκής κοινότητας. Τη θέση της επιβάρυναν ακόμη περισσότερο μέτρα του ελληνικού κράτους με φανερό ή συγκαλυμμένο αφομοιωτικό χαρακτήρα, όπως η υποχρεωτική εκποίηση των καμένων οικοπέδων έναντι ομολογιών, η κατάργηση της αργίας του Σαββάτου και η απαγόρευση της ξενόγλωσσης στοιχειώδους εκπαίδευσης, η οποία προσέλκυε μεγάλο αριθμό Εβραιοπαίδων. Η συνέπεια ήταν να ενισχυθεί το, προηγουμένως αναιμικό, σιωνιστικό κίνημα, και χιλιάδες Θεσσαλονικείς Εβραίοι να πάρουν τον δρόμο για την Παλαιστίνη – έδαφος, τότε, υπό Βρετανική Εντολή.
Η εξιστόρηση για τους Σεφαραδίτες σταματά στο σημείο που το μέλλον τους στη «χριστιανική Ευρώπη» αρχίζει να διαγράφεται δυσοίωνο. «Ο σεφαραδίτικος πολιτισμός έσβησε», σημειώνουν οι συγγραφείς στον Επίλογο, «αλλά οι Σεφαραδίτες, όπως και οι άλλοι Έλληνες Εβραίοι, ανασυγκρότησαν τις κοινότητές τους, έφτιαξαν νέες οικογένειες, απέκτησαν απογόνους και εντάχθηκαν στην επαγγελματική και κοινωνική ζωή της χώρας». Άλλοι τόσοι, ίσως περισσότεροι, αναζήτησαν μια νέα ζωή –και ταυτότητα– στο κράτος του Ισραήλ. Το βιβλίο των Σιμπή και Λάμψα, με την πλούσια εικονογράφηση, κλείνει με μια εικόνα αισιοδοξίας: Μια φωτογραφία νεαρών Εβραίων από την Ελλάδα, που μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη, έχουν στήσει χορό κυκλωτικό, έπειτα από μια μέρα σκληρής δουλειάς σε κιμπούτς. Η σκηνή αυτή ασφαλώς θα φανεί οικεία στον Έλληνα που θα πιάσει στα χέρια του αυτή την όμορφη προσθήκη στην κιβωτό μνήμης για τον ελληνικό εβραϊσμό, που επίμονα και με ευαισθησία εμπλουτίζουν οι εκδόσεις Καπόν.