σύνδεση

Μια εξαιρετική καρικατούρα

Μια εξαιρετική καρικατούρα Αριστερά: Ο αντισυνταγματάρχης Γιόνατα «Γιόνι» Νετανιάχου, διοικητής της επίλεκτης στρατιωτικής μονάδας ειδικών επιχειρήσεων. Αυτή τη φωτογραφία δημοσίευσε το Γραφείο Τύπου της Ισραηλινής Κυβέρνησης στις 4 Ιουλίου 1976.© GPO/ Getty Images/ Ideal Image. Δεξιά: Μπίμπι, Γιόνι (Γιόναταν) και Ίντο Νετανιάχου, το 1963. Αρχείο οικογένειας Νετανιάχου.

 

Joshua Cohen, Οι Νετανιάχου, μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, Gutenberg 2023, σελ. 350

 

Οι ζωές μας συνίστανται στο πώς επιλέγουμε να τις παραμορφώνουμε.
Γούντι Άλεν, Διαλύοντας τον Χάρι (1997)

 

«Ονομάζομαι Ρούμπεν Μπλουμ και είμαι, ναι, ένας ιστορικός. Σύντομα, όμως, υποθέτω πως θα γίνω μέρος της ιστορίας. Εννοώ δηλαδή πως θα πεθάνω και θα γίνω κι εγώ ιστορία, ένα σπάνιο είδος μεταμόρφωσης στο οποίο παραδοσιακά επιδίδονται οι αγνότεροι επιστήμονες. Οι δικηγόροι πεθαίνουν και δεν γίνονται νόμος, οι γιατροί πεθαίνουν και δεν γίνονται ιατρική, όμως οι καθηγητές βιολογίας και χημείας αποβιώνουν κι αποσυντίθενται και γίνονται βιολογία και χημεία. (…) Οι ιστορικοί είμαστε οι μοναδικοί στις ανθρωπιστικές επιστήμες που γινόμαστε αυτό που ερευνούμε∙ γερνάμε, κιτρινίζουμε, όπως τα υλικά της έρευνάς μας, μέχρι που οι ζωές μας βυθίζονται στο παρελθόν, για να γίνουν η ουσία του χρόνου καθαυτή. Ή μπορεί να τα λέω αυτά επειδή είμαι Εβραίος. Οι γκογίμ πιστεύουν στον Λόγο που γίνεται Σάρκα, οι Εβραίοι όμως πιστεύουν στη Σάρκα που γίνεται Λόγος, μια πιο φυσική, πιο ορθολογική ενσάρκωση».

Πρόκειται για την πρώτη παράγραφο του βιβλίου, κατά τι συντομευμένη. Δεν είναι, σίγουρα, από τις εισαγωγικές φράσεις που θα σημαδέψουν την ιστορία της λογοτεχνίας. Σαν το απόκοσμο «Λέγε με Ισμαήλ» του Μέλβιλ, ας πούμε, το επικό «Ήταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας…» του Ντίκενς, τη συμπύκνωση της πλοκής στο «Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους» του Τολστόι, το υπαινικτικό της ατμόσφαιρας «Για χρόνια συνήθιζα να πέφτω στο κρεβάτι νωρίς» του Προυστ, ούτε σαν το ανατρεπτικό «Αν θέλετε λοιπόν στ’ αλήθεια να τ’ ακούσετε, μην περιμένετε να σας πω πού γεννήθηκα, τι φρίκη που ήταν τα παιδικά μου χρόνια κι ένα σωρό αηδίες καταπώς στο Δαβίδ Κόπερφιλντ», του Σάλιντζερ, ή άλλα διάσημα ξεκινήματα πολυσέλιδων αφηγήσεων. Ωστόσο, μόλις διάβασα την παραπάνω παράγραφο, όρθιος στο βιβλιοπωλείο, έσπευσα να αγοράσω το βιβλίο και να τελειώσω τις 350 σελίδες του μέσα στο επόμενο 24ωρο. Απνευστί, όπως λέγεται συνήθως, αλλά συμβαίνει σπάνια.

«Βραβείο Pulitzer 2022» αναγράφεται στο εξώφυλλο. Το άξιζε, όχι μόνο για τη λογοτεχνική του ποιότητα, μα και γιατί συνιστά, κατά τον εκτενή του υπότιτλο, «Αφήγηση ενός ελάσσονος και εντέλει ίσως και αμελητέου επεισοδίου στην ιστορία μιας ιδιαίτερης οικογένειας». Μυθιστόρημα είναι, όχι ρεπορτάζ για την ακαδημαϊκή καριέρα που είχε στις ΗΠΑ ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού του Ισραήλ, αλλά πάνω σε αυτό το αυθεντικό υλικό αναπτύσσεται η πλοκή. Συνεπώς, το δημοσιογραφικής αφετηρίας βραβείο Pulitzer διέθετε έναν επιπλέον λόγο για να του απονεμηθεί.[1]

Από την πρώτη ως την τελευταία παράγραφο, η «αφήγηση» διατηρεί άκρως παιγνιώδη χαρακτήρα. Σαν να παρακολουθεί κανείς ταινία του Γούντι Άλεν, με όλες τις ιδιαζόντως εβραϊκές αμφισβητήσεις του εβραϊσμού, σε μορφή campus novel – «πανεπιστημιακού μυθιστορήματος», όπως το χαρακτηρίζουν οι Αγγλοσάξονες. Ακόμα και οι «ευχαριστίες» που αποδίδονται στο τέλος, εξηγώντας το ιστορικό συγγραφής κι ένα αυθεντικό γεγονός που ενέπνευσε τον συγγραφέα, κυμαίνονται μεταξύ παρωδίας και συνοπτικού χρονικού, ειλικρινούς εκφράσεως ευγνωμοσύνης και σατιρικής μυθοπλασίας.

Αν, πάντως, πιστέψουμε τις τελικές «ευχαριστίες», ο πυρήνας της πλοκής αντλήθηκε από κάποιο επεισόδιο στη μακρόχρονη καριέρα του μεγάλου ιστορικού και κριτικού της λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Όταν, στα τέλη του 1950, του είχε ζητηθεί από τη διοίκηση, ως νεαρού διδάσκοντος και ως Εβραίου, να μεριμνήσει για τη δοκιμαστική ομιλία ενός άσημου ισραηλινού ιστορικού ονόματι Μπεν-Σιών Νετανιάχου, ενόψει της πρόσληψής του στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Ένας απολύτως εξαμερικανισμένος Εβραίος ο Μπλουμ, γεννημένος στην καρδιά της Νέας Υόρκης και «αγνωστικιστής με το ένα πόδι στην αθεΐα» όπως δήλωνε κι ο Γούντι Άλεν, καταλήγει να φιλοξενεί έναν Εβραίο ο οποίος διατηρεί ολοζώντανες τις μνήμες της προπολεμικής Βαρσοβίας, όπου είχε μεγαλώσει, και τις αντιλήψεις του ραβίνου και ακτιβιστή του «ρεβιζιονιστικού Σιωνισμού» πατέρα του. Ο Μπεν-Σιών, λοιπόν, καταφθάνει συνοδευόμενος από την αυταρχική σύζυγο και τα τρία άτακτα αγόρια του, ένα από τα οποία ο σημερινός πρωθυπουργός του Ισραήλ, προκαλώντας άφθονες κωμικές αντιπαραθέσεις μεταξύ οικοδεσπότη και φιλοξενουμένων.

Αληθινό ή όχι, αυτό το επεισόδιο ισχυρίζεται ο συγγραφέας ότι του διηγήθηκε ο Χάρολντ Μπλουμ, μεταξύ ποικίλων άλλων από τις σχέσεις του με σπουδαίους αμερικανούς λογοτέχνες ή ευρωπαίους ακαδημαϊκούς, στα περίπου δέκα χρόνια που πρέπει να διήρκεσε η φιλία τους (δεδομένου ότι ο Τζόσουα Κόεν έγινε γνωστός από τα πρώτα του βιβλία το 2010 και ο Μπλουμ πέθανε το 2019). Το γιατί ο Κόεν επέλεξε να παίξει πάνω σ’ αυτό το επεισόδιο και όχι σε κάποιο από τα όσα επιγραμματικά μνημονεύει ότι επίσης του ανέφερε ο Μπλουμ, όπως π.χ. της συναναστροφής του με τον Φίλιπ Ροθ ή του μπάνιου που έκανε γυμνός παρέα με τον Ζακ Ντεριντά, είναι μάλλον προφανές: μια θυελλώδης ακαδημαϊκή δοκιμασία, η οποία μεταβάλλεται και σε δοκιμασία του οικοδεσπότη ακαδημαϊκού, προσφερόταν ιδεωδώς για το στυλ του συγγραφέα. Το πόσο την παραμόρφωσε, φέρνοντάς την στα όρια καρικατούρας, είναι κάτι που απασχόλησε ορισμένους από τους κριτικούς του βιβλίου. Κακώς, κατά τη γνώμη μου. Από κάποια εμπράγματα δεδομένα ξεκινούν πάντα οι συγγραφείς και, με αυτή την έννοια, κάθε μυθιστορηματική αφήγηση είναι μια «παρωδία». Εκείνο που μετρά, ή εκείνο που θα όφειλε να μετράει, είναι η αναγνωστική απόλαυση. Και αυτή, εν προκειμένω, παραμένει κορυφαία.

sel9

Τελετή μνήμης το 1991 για τον Γιόνι Νετανιάχου που σκοτώθηκε στην «Επιχείρηση Εντέμπε» απελευθέρωσης των 248 ομήρων της πτήσης από το Τελ-Αβίβ στο Παρίσι τον Ιούλιο 1976. Την αεροπειρατεία είχε οργανώσει η PLO, με τη συνεργασία γερμανών τρομοκρατών που επιβιβάστηκαν στην Αθήνα, κατευθύνοντας το αεροπλάνο στην Ουγκάντα του Αμίν Νταντά (που ήταν υπέρ των αεροπειρατών). Στη φωτογραφία από αριστερά: Μπενιαμίν Νετανιάχου και οι γονείς του Μπεν-Σιών και Τζίλα. Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ.

Μολοντούτο, ένα κρίσιμο στοιχείο διατηρείται εκτός παρωδίας, κι αυτό είναι που δημιουργεί κάποιο πρόβλημα. Το περίφημο Γέιλ μετατρέπεται στο φανταστικό «Πανεπιστήμιο Κόρμπιν», σε μια εξίσου φανταστική πανεπιστημιούπολη κοντά στη Νέα Υόρκη, κι ο καθηγητής ιστορίας της λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ γίνεται ένας καθηγητής της αμερικανικής οικονομικής ιστορίας, ονόματι «Ρούμπεν Μπλουμ». (Ή Μπλαμ, ορθότερα, αφού στο πρωτότυπο γράφεται «Blum», όχι «Bloom», αλλά ο μεταφραστής προτίμησε τη γερμανική προφορά του ονόματος αντί της αμερικανικής, επιτείνοντας μια ομοιότητα που ο συγγραφέας ήθελε να αποφύγει). Επίσης, το όνομα της συζύγου του Ρούμπεν γίνεται Ίντιθ, αντί Τζιν, και αντί των δυο αγοριών που είχε τότε το ζεύγος Χάρολντ και Τζιν Μπλουμ, ο Ρούμπεν και η Ίντιθ έχουν μια έφηβη κόρη. Αλλά, απέναντι στους φανταστικούς οικοδεσπότες, οι φιλοξενούμενοι εμφανίζονται άπαντες με τα πραγματικά τους ονόματα: Μπεν-Σιών, ο πατέρας∙ Τζίλα, η σύζυγος∙ Γιόναταν, ο τότε 14χρονος μεγάλος τους γιος (ο οποίος σκοτώθηκε στην επιχείρηση απελευθέρωσης ομήρων στο αεροδρόμιο Εντέμπε της Ουγκάντας το 1976, ως μέλος της ομάδας ειδικών δυνάμεων του Ισραήλ)∙ Μπένγιαμιν, ο τότε 11χρονος μεσαίος γιος (πρωθυπουργός μεταξύ 1996-1999 και ξανά, σχεδόν αδιάκοπα από το 2009 μέχρι σήμερα)∙ και Ίντο ο τότε 7χρονος μικρότερος γιος (ο οποίος σπούδασε φυσική στο πανεπιστήμιο Κορνέλ, όπου δίδαξε ο πατέρας του, μετέβη κατόπιν στο Ισραήλ και πήρε μέρος στον πόλεμο του Γιομ-Κιπούρ το 1973, αλλά εξελίχθηκε σε επιτυχημένο θεατρικό συγγραφέα εντέλει). Όσο για το πραγματικό επώνυμο –Νετανιάχου– της οικογένειας, φιγουράρει μεγαλοπρεπώς στον τίτλο.

Άρα, οι «εντελώς τυχαίες συμπτώσεις με άλλα περιστατικά και πρόσωπα», διά των οποίων σώζονται οι συγγραφείς από μηνύσεις, σίγουρα δεν ισχύει για όλα τα «πρόσωπα». Κι αν τα περισσότερα «περιστατικά» αποτελούν φαρσικές επινοήσεις, πέραν πάσης αμφιβολίας, οι ιδέες του Μπεν-Σιών αποδίδονται με πλήρη πιστότητα. Συνεπώς, οι οπαδοί του πρωθυπουργού του Ισραήλ, κι όπως φαίνεται εξακολουθούν να υπάρχουν τέτοιοι, έχουν κάθε λόγο να θεωρούν το βιβλίο του Κόεν «υβριστικό και κακόγουστο». Εξάλλου ο συγγραφέας κάνει ό,τι μπορεί για να τους προκαλέσει, επισημαίνοντας ότι αποκαλούν τον Μπένγιαμιν «Μπίμπι, ο βασιλιάς του Ισραήλ», καθώς και ότι: «Η βασιλεία του, που σημαδεύτηκε από την ανέγερση του τείχους, το χτίσιμο οικισμών και την κανονικοποίηση της κατοχής και της κρατικής βίας στην Παλαιστίνη, αποτελεί τον απόλυτο θρίαμβο του ρεβιζιονιστικού οράματος του πατέρα του, το οποίο μέχρι πρότινος ήταν επονείδιστο» (σ. 341). Και ήμασταν ακόμα, όταν γράφονταν αυτά, μόλις στο 2021.

Μείζον έργο του Μπεν-Σιών Νετανιάχου, ο οποίος πρόλαβε να καμαρώσει τον μεσαίο του γιο πρωθυπουργό και πέθανε στα 102, υπήρξε το Οι απαρχές της Ιεράς Εξέτασης στην Ισπανία του 15ου αιώνα, δημοσιευμένο στα αγγλικά το 1995 και βραβευμένο με το βραβείο Σεφαραδιτικών Σπουδών. Αυτό το έργο πρέπει να διάβασε προσεκτικά ο Τζόσουα Κόεν και βάσει αυτού έστησε διάφορους διαλόγους του οικοδεσπότη «Μπλουμ» με τον φιλοξενούμενό του Νετανιάχου, διάσπαρτους στο μυθιστόρημά του, καθώς και τον κεντρικό κορμό της «δοκιμαστικής ομιλίας» του τελευταίου, ώστε να προσληφθεί στο «Κόρμπιν».

Χονδρικά, η «μπενσιωνική» επιχειρηματολογία έχει ως εξής: Καθολικοί και Εβραίοι συμβίωναν στους οκτώ αιώνες της μουσουλμανικής κατοχής της Ιβηρικής, όπως και μετά την ολοκλήρωση της περίφημης «Reconquista», της Ανακατάκτησης της χερσονήσου. Όμως κάπου εκεί, στα τέλη του 15ου αιώνα, με πάρα πολλούς Εβραίους να έχουν ειλικρινώς προσηλυτιστεί στον Καθολικισμό, η Ιερά Εξέταση έκρινε πως η συνοχή του ποιμνίου της απαιτούσε έναν μισητό λαό.[2] Έτσι, μέσα από υποψίες για κίβδηλο προσηλυτισμό, βασανιστήρια, βίαιες αποσπάσεις ομολογιών και μαζικές διώξεις, η πίστη στον ιουδαϊσμό παύει να εξομοιώνει αυτόν τον πιστό με οποιονδήποτε πιστό άλλης θρησκείας (που μπορεί, φερ’ ειπείν, να είναι καθολικός Ισπανός, Γάλλος ή Ιταλός, προτεστάντης Γερμανός, Ελβετός ή Αμερικανός, ορθόδοξος Ουκρανός, Ρώσος ή Έλληνας κ.ο.κ.), για να του προσδώσει πάραυτα χαρακτηριστικά εθνικότητας, να τον αναγάγει σε μέλος ιδιαίτερου λαού. Κι αφού οι άλλοι –οι μονάρχες, οι δούκες, οι επίσκοποι, οι καρδινάλιοι κι ο διψασμένος για εβραϊκό αίμα όχλος– προσδιορίζουν το πού, πώς και κατά πόσο ή όχι θα ζουν οι Εβραίοι, το να αποκτήσει αυτός ο «λαός» μια χώρα μεγάλη και ισχυρή καθίσταται απαρέγκλιτο. Ιδίως όταν τα συνεχή πογκρόμ και οι εκτοπισμοί καταλήγουν στο Άουσβιτς.

Αρκετά πριν το Άουσβιτς ωστόσο, από τα χρόνια του Τέοντορ Χερτσλ, ο οποίος στα τέλη του 19ου αιώνα εισηγούνταν την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους, μέχρι τα χρόνια του Ζεέβ Ζαμποτίνσκι, δασκάλου του Μπεν-Σιών Νετανιάχου και εισηγητή ενός «ρεβιζιονιστικού σιωνισμού» από το 1925, προωθείται η ιδέα όχι της ίδρυσης ενός εβραϊκού κράτους, απλώς, αλλά ενός Ισραήλ που θα εκτείνεται και στις δυο όχθες του Ιορδάνη, περιλαμβάνοντας εδάφη της Ιορδανίας και ολόκληρη την Παλαιστίνη. Με τους Άραβες, οι οποίοι είχαν περάσει από την Οθωμανική κυριαρχία στην υπό «Βρετανική Εντολή» γεωπολιτική οντότητα που δημιουργήθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, να ενσωματώνονται στο εβραϊκό κράτος ως ισότιμοι πολίτες και να εκδυτικίζονται σταδιακά, υπό μια πεφωτισμένη εβραϊκή ηγεσία. Από αναθεώρηση οποιασδήποτε ριζοσπαστικής θεωρίας προς το ηπιότερο, όπως συνήθως νοείται ο «ρεβιζιονισμός», καθίσταται έτσι το ακριβώς αντίθετο: αναθεώρηση προς το έτι ριζοσπαστικότερο.

Αυτή την ειδυλλιακή στην κορυφή και θεολογική στη βάση της σύλληψη του Μπεν-Σιών Νετανιάχου παρουσιάζει, ανάμεσα σε άλλα ακαδημαϊκά ή οικογενειακά περιστατικά, στο βιβλίο του ο Τζόσουα Κόεν (σ. 74-75, 132-133, 256-261 και 276-277, ιδίως για την έννοια του «ρεβιζιονισμού» στον Σιωνισμό). Και το καταφέρνει μ’ έναν αδιάπτωτα σπαρταριστό τρόπο, καίτοι πρόκειται για θέματα πολύ σοβαρής πολιτικής, αναδρομών στις παραμέτρους που συνετέλεσαν στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ κι ενίοτε κορυφαίας φρίκης, σε μια μακραίωνη ιστορία διώξεων. Εκεί, ίσως, έγκειται η μεγάλη αρετή του μυθιστορήματός του, όσο και η «υπέρβαση των εσκαμμένων» για ορισμένους.

Ως ένα βαθμό, είναι εύλογο να δει κάποιος τη σάτιρα να γίνεται χλευασμός. Με την Τζίλα Νετανιάχου να εξακολουθεί να αλλάζει πάνες στον 7χρονο Ίντο, λόγου χάριν, ή με τον 14χρονο Γιόναταν να συλλαμβάνεται να ερωτοτροπεί με την κόρη των οικοδεσποτών, ενώ ο 11χρονος Μπένγιαμιν τους παρακολουθεί αυνανιζόμενος. Αλλά έστω και σε αυτά τα στοιχεία, που δεν μοιάζει πολύ πιθανό να περιλαμβάνονται στη διήγηση του επεισοδίου από τον αυθεντικό Μπλουμ, ο Κόεν ξέρει να χειρίζεται διακριτικά, με υπαινιγμούς περισσότερο παρά με ρεαλιστικές περιγραφές, ακόμα και το πιο χοντροκομμένο ευτράπελο. Εξάλλου, η κωμική παραμόρφωση δεν έχει όρια ευπρέπειας σε μια καρικατούρα. Μόνο κριτήριο είναι η ποιότητα του σχεδιασμού της. Η σχεδιαστική δεξιότητα εξευγενίζει την όποια «υπερβολή». Και στην περίπτωση των Νετανιάχου του Κόεν, αυτή η ποιότητα αποδεικνύεται εξαιρετική.


 

 

[1] Αν και η απονομή μεγάλου λογοτεχνικού βραβείου δεν αποτελεί εγγύηση αναγνωστικής απόλαυσης. Πολλά από τα τελευταία Νόμπελ δεν εγγυώνται σπουδαία λογοτεχνία, ενώ το τελευταίο Goncourt στον Ζαν-Μπατίστ Αντρεά, για το μυθιστόρημα Veiller sur elle (éd. L’Iconoclaste 2023), πολύ δύσκολα κατάφερα να το τελειώσω, παρά την έντεχνη γραφή. Οι 581 σελίδες για το αίσθημα ενός προικισμένου γλύπτη, αλλά νάνου, προς μια ιδιοφυή νεαρή αριστοκράτισσα, θύμιζαν πολύ τις Μεγάλες Προσδοκίες του Ντίκενς κι ακόμα περισσότερο τη σειρά των βιβλίων Άρλεκιν.

[2] Θέση που είχε εδραίο ρόλο σε κείμενα του διαβόητου Καρλ Σμιτ, κορυφαίου νομικού (Kronjurist) του Γ΄ Ράιχ, ενός από τους σημαντικότερους πολέμιους του φιλελευθερισμού στα χρόνια της Βαϊμάρης, φίλου του Γκαίρινγκ όπως και του Χάιντεγκερ. Βλ. Jan-Werner Müller, Ένας επικίνδυνος νους. Η επίδραση του Καρλ Σμιτ στον ευρωπαϊκό μεταπολεμικό στοχασμό, μτφρ. Ανίτα Συριοπούλου, Πόλις 2010.