Το παρακάτω κείμενο είναι το Επίμετρο στο βιβλίο Η Κυρία Μποβαρύ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Athens Review of Books με Πρόλογο του Μάριο Βάργκας Λιόσα, σε μετάφραση της Μαρίνας Κουνεζή. Στις 18 Οκτωβρίου του 1857, ο Μπωντλαίρ δηµοσίευσε στο περιοδικό L’Artiste ένα άρθρο αφιερωµένο στην Κυρία Μποβαρύ, σχεδόν δύο µήνες µετά την καταδίκη του έργου του Άνθη του Κακού. Οι σελίδες αυτές, αφενός παρέχουν µία από τις πλέον διεισδυτικές αναλύσεις του έργου, αφετέρου αποτελούν την απάντηση του Μπωντλαίρ στους δικαστές του, τους ίδιους εκείνους δικαστές που τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς είχαν επίσης δικάσει τον Φλωµπέρ για προσβολή της δηµόσιας ηθικής αλλά που εντέλει τον είχαν αθωώσει. Είναι ευκαιρία για τον Μπωντλαίρ να ξεκαθαρίσει κάποιους λογαριασµούς του µε τη Δικαιοσύνη, πράγµα που κάνει µε τον πλέον κοµψά περιφρονητικό τρόπο. Σπανίως επίσης συναντά κανείς τέτοιον ενθουσιασµό εκ µέρους του Μπωντλαίρ για έργο συγκαιρινού του όσο για την Κυρία Μποβαρύ.
I
Στον τοµέα της κριτικής, η κατάσταση του συγγραφέα που έρχεται µετά από όλους, του αργοπορηµένου, εµπεριέχει πλεονεκτήµατα τα οποία δεν έχει ο προφήτης συγγραφέας, αυτός που προαναγγέλλει την επιτυχία, που την επιτάσσει, θα λέγαµε, µε το κύρος της τόλµης και της αφοσίωσης.
Ο κύριος Γκυστάβ Φλωµπέρ δεν χρειάζεται πλέον την αφοσίωση, αν θεωρηθεί ότι την χρειάστηκε ποτέ. Πολυάριθµοι καλλιτέχνες, και µερικοί από τους πιο λεπταίσθητους και τους πιο αναγνωρισµένους, δόξασαν και αποθέωσαν το έξοχο βιβλίο του. ∆εν αποµένει, λοιπόν, πλέον στην κριτική παρά να καταδείξει κάποιες οπτικές γωνίες που λησµονήθηκαν και να επιµείνει µε µεγαλύτερο ζήλο σε χαρακτηριστικά και αποχρώσεις που, κατά τη γνώµη µου, δεν επαινέθηκαν ούτε σχολιάστηκαν επαρκώς. Εξάλλου, η θέση αυτή του αργοπορηµένου, που η κοινή γνώµη τον προσπερνάει, έχει, όπως προσπάθησα να υπαινιχθώ, µια παράδοξη γοητεία. Πιο ελεύθερος, καθότι µόνος σαν πλάνης, φαίνεται να είναι αυτός που συνοψίζει τις αντιπαραθέσεις και, περιορισµένος στην αποφυγή των αγριοτήτων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, αναλαµβάνει την αποστολή να διανοίξει µια νέα οδό, παρακινούµενος αποκλειστικά από την αγάπη του για το Ωραίο και την Δικαιοσύνη.
II
Αφού πρόφερα αυτή την υπέροχη και τροµερή λέξη, τη ∆ικαιοσύνη, ας µου επιτραπεί –µετά χαράς, άλλωστε– να ευχαριστήσω το δικαστικό σώµα της Γαλλίας για το λαµπρό παράδειγµα αµεροληψίας και καλού γούστου που επέδειξε σε αυτή την περίσταση. Κινητοποιούµενο από τυφλό και υπερβαλλόντως σφοδρό ζήλο υπέρ της ηθικής, από πνεύµα αναντίστοιχο µε το έδαφος όπου κινούνταν –τοποθετηµένο απέναντι σε ένα µυθιστόρηµα, έργο συγγραφέα άγνωστου µέχρι την προηγούµενη ηµέρα–, ένα µυθιστόρηµα, και τι µυθιστόρηµα! το πιο αµερόληπτο, το πιο τίµιο –ένα έδαφος συνηθισµένο, όπως όλα, µαστιγωµένο, µουσκεµένο, όπως η ίδια η φύση, από όλους τους ανέµους και όλες τις καταιγίδες– το δικαστικό σώµα, λέγω, αποδείχθηκε τίµιο και αµερόληπτο σαν το βιβλίο που έφεραν ενώπιόν του για να το ρίξει στην πυρά. Και ακόµα καλύτερα, ας πούµε, αν επιτρέπεται αυτή η εικασία µε βάση τις παρατηρήσεις που συνόδεψαν την εκδίκαση, ότι εάν οι δικαστές είχαν ανακαλύψει κάτι όντως επιλήψιµο στο βιβλίο, εντούτοις θα του χορηγούσαν αµνηστία, προς χάρη και αναγνώριση της ΟΜΟΡΦΙΑΣ που το κοσµεί. Η αξιοσηµείωτη αυτή µέριµνα για την Οµορφιά, εκ µέρους ανθρώπων που οι δυνάµεις τους κινητοποιούνται αποκλειστικά και µόνο υπέρ του ∆ικαίου και της Αλήθειας, είναι ένα από τα πλέον συγκινητικά φαινόµενα, σε σύγκριση µε τους διακαείς πόθους αυτής της κοινωνίας που έχει οριστικά απαρνηθεί κάθε αγάπη για το πνεύµα και που, παραµελώντας τα αρχαία βάθη της ψυχής της, δεν φροντίζει πια παρά µόνο για τα σωµατικά της σπλάχνα. Κοντολογίς, µπορεί κανείς να πει ότι η δικαστική αυτή απόφαση, λόγω της υψηλής ποιητικής της τάσης, υπήρξε καθοριστική· ότι απονεµήθηκε δικαιοσύνη στη Μούσα και ότι όλοι οι συγγραφείς, τουλάχιστον όσοι είναι άξιοι αυτού του ονόµατος, αθωώθηκαν στο πρόσωπο του κυρίου Γκυστάβ Φλωµπέρ.
Ας µη λέµε λοιπόν, όπως τόσοι άλλοι υποστηρίζουν µε επιπόλαιη και ασυναίσθητη κακή προαίρεση, ότι το βιβλίο οφείλει την τεράστια εύνοια του κοινού στη δίκη και την αθώωση. Το βιβλίο, ακόµα και αν δεν είχε βασανιστεί, θα είχε προκαλέσει την ίδια περιέργεια, θα είχε δηµιουργήσει την ίδια έκπληξη, την ίδια αναταραχή. Εξάλλου είχε κερδίσει από καιρό τις επιδοκιµασίες όλων των λογίων. Ήδη στην πρώτη του µορφή, στην Παρισινή Επιθεώρηση, όπου αλόγιστες περικοπές είχαν καταστρέψει την αρµονία του, προκάλεσε ζωηρό ενδιαφέρον. Η κατάσταση του Γκυστάβ Φλωµπέρ, αίφνης διάσηµου, ήταν ταυτόχρονα εξαίρετη και κακή· και αυτής της διφορούµενης κατάστασης, την οποία κατάφερε να υπερνικήσει το τίµιο και θαυµαστό ταλέντο του, θα αναφέρω, όσο είναι εφικτό, τους ποικίλους λόγους.
ΙΙΙ
Εξαίρετη· διότι από τότε που πέθανε ο Μπαλζάκ, ο υπερφυής αυτός µετεωρίτης που κάλυψε τη χώρα µας µε ένα σύννεφο δόξας, σαν παράξενος και µοναδικός ιριδισµός, σαν βόρειο σέλας που πληµµυρίζει την παγωµένη έρηµο µε τα µαγευτικά του φώτα – κάθε περιέργεια, σχετικά µε το µυθιστόρηµα, είχε κατασιγάσει και αποκοιµηθεί. Έγιναν εκπληκτικές προσπάθειες, πρέπει να το οµολογήσω. Ήδη προ πολλού, ο κύριος ντε Κυστίν, διάσηµος, σε έναν κόσµο που όλο και λιγόστευε, µε το Αλοΐσιος, Ο κόσµος όπως είναι και το Έθελ – ο κύριος ντε Κυστίν, δηµιουργός του ασχηµοκόριτσου, αυτού του τύπου που είχε κινήσει ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον του Μπαλζάκ (βλέπε τον αληθινό Μερκαντέ), παρέδωσε στο κοινό το Ροµυάλντ ή η Κλίση, έργο θεσπέσιας αδεξιότητας, στο οποίο σελίδες αµίµητες κάνουν τον αναγνώστη να καταδικάζει και να συγχωρεί χαλαρότητες και αστοχίες. Αλλά ο κύριος ντε Κυστίν αποτελεί µια υποκατηγορία ιδιοφυίας, µιας ιδιοφυίας που ο δανδισµός της φτάνει µέχρι το ιδεώδες της ολιγωρίας. Η ακεραιότητα του αριστοκράτη, ο µυθιστορηµατικός ζήλος, ο τίµιος χλευασµός, η απόλυτη και νωχελική προσωπικότητα, όλα αυτά δεν είναι προσιτά στις αισθήσεις της αγέλης, και ο πολύτιµος αυτός συγγραφέας είχε εναντίον του όλη την κακοτυχία που του κόστιζε το ταλέντο του.
Ο κύριος ντ’ Ωρεβιγύ τράβηξε µε δύναµη τα βλέµµατα µε το Μια παλιά ερωµένη και µε τη Μαγεµένη. Μια τέτοια λατρεία της αλήθειας, εκφρασµένη µε τροµακτικό ζήλο, δεν µπορούσε παρά να δυσαρεστήσει τον κόσµο. Ο ντ’ Ωρεβιγύ, γνήσιος καθολικός, ανακαλώντας το πάθος µε σκοπό να το νικήσει, τραγουδώντας, κλαίγοντας και κραυγάζοντας εν µέσω της καταιγίδας, στηµένος όπως ο Αίας σ’ έναν βράχο απόγνωσης και µοιάζοντας πάντα να λέει στον αντίζηλό του –άνθρωπο, κεραυνό, θεό ή ουσία–: «Αφάνισέ µε αλλιώς θα σε αφανίσω εγώ!», δεν µπορούσε ούτε αυτός να χειριστεί ένα είδος αποναρκωµένο που κρατάει τα µάτια του κλειστά στα θαύµατα του εξαίρετου.
Ο Σανφλερύ, µε πνεύµα παιδιάστικο και χαριτωµένο, ασχολήθηκε λίαν επιτυχώς µε τη γραφικότητα και έστρεψε µια διόπτρα ποιητική (πιο ποιητική απ’ όσο νοµίζει ο ίδιος) προς τα ευτράπελα ή συγκινητικά τυχαία συµβάντα της οικογένειας ή του δρόµου· αλλά, λόγω πρωτοτυπίας ή αδύναµης όρασης, ηθεληµένα ή µοιραία, αµέλησε τον κοινό τόπο, τον τόπο αντάµωσης του πλήθους, τον δηµόσιο τόπο συνάντησης της ευγλωττίας.
Ακόµα πιο πρόσφατα, ο κύριος Σαρλ Μπαρµπαρά, πνεύµα αυστηρό και λογικό, διψασµένος για πνευµατική δόξα, έκανε κάποιες αναµφισβήτητα σπουδαίες προσπάθειες· επιδίωξε (απόπειρα πάντα ελκυστική) να περιγράψει, να αποσαφηνίσει ξεχωριστές καταστάσεις της ψυχής και να συνάγει τις άµεσες συνέπειες των λανθασµένων απόψεων. Αν δεν εκφράζω εδώ όλη τη συµπάθεια που µου εµπνέει ο συγγραφέας της Ελοΐζ και της Δολοφονίας της Κόκκινης Γέφυρας, είναι επειδή µπαίνει στο θέµα µου απλώς περιστασιακά, ως ιστορική σηµείωση.
Ο Πωλ Φεβάλ, που τοποθετείται από την άλλη πλευρά αυτού του χώρου, λάτρης των περιπετειών, αξιοθαύµαστα προικισµένος για το γκροτέσκο και το τροµακτικό, ακολούθησε πειθήνια, σαν όψιµος ήρωας, τα βήµατα του Φρεντερίκ Σουλιέ και του Ευγένιου Σύη. Όµως, τα πλούσια χαρίσµατα του συγγραφέα των Μυστηρίων του Λονδίνου και του Καµπούρη, καθώς και οι ασυναγώνιστες αρετές τόσων άλλων, δεν µπόρεσαν να επιτύχουν το ανάερο και αιφνίδιο θαύµα της άµοιρης µοιχαλίδας επαρχιώτισσας, που ολόκληρη η ιστορία της, δίχως πολυσύνθετη πλοκή, αποτελείται από θλίψεις, αθυµίες, στεναγµούς και κάποιες πυρετώδεις λιποθυµίες, αποσπασµένες µέσα από µια ζωή που σφραγίζεται µε αυτοκτονία.
Το γεγονός ότι αυτοί οι συγγραφείς, άλλοι στραµµένοι στο στυλ του Ντίκενς, άλλοι µιµούµενοι τον Βύρωνα ή τον Μπούλβερ, ίσως ιδιαίτερα προικισµένοι, υπέρ το δέον περιφρονητικοί, δεν µπόρεσαν, όπως ένας απλός Πωλ ντε Κοκ, να διαβούν το σαθρό κατώφλι της ∆ηµοφιλίας, της µόνης από τις αδιάντροπες που ζητάει τον βιασµό της, δεν είµαι εγώ αυτός που θα το θεωρήσει αξιόµεµπτο – ούτε άλλωστε αξιέπαινο· οµοίως, ο λόγος που εκφράζω ευγνωµοσύνη στον κύριο Γκυστάβ Φλωµπέρ δεν είναι το γεγονός ότι κατέκτησε µε την πρώτη αυτό που άλλοι επιζητούν σε όλη τους τη ζωή. Το πολύ να θεωρήσω αυτή την επιτυχία σαν ένα επιπρόσθετο σηµάδι δύναµης και να επιδιώξω να προσδιορίσω τους λόγους που κίνησαν το πνεύµα τού συγγραφέα προς αυτή την κατεύθυνση και όχι προς κάποια άλλη.
Είπα όµως επίσης ότι αυτή η κατάσταση του νεοφερµένου είναι κακή, δυστυχώς, για κάποιο λόγο θλιβερά απλό. Εδώ και πολλά χρόνια, το ενδιαφέρον που δείχνει το κοινό για τα πνευµατικά ζητήµατα υπήρξε ιδιαίτερα µειωµένο· τα αποθέµατα του ενθουσιασµού του συρρικνώνονταν διαρκώς. Στα τελευταία χρόνια του Λουδοβίκου Φίλιππου εµφανίστηκαν οι τελευταίες εκρήξεις ενός πνεύµατος που µπορούσε ακόµα να διεγείρεται από τα παιχνίδια της φαντασίας· ο νέος, όµως, µυθιστοριογράφος βρισκόταν απέναντι σε µια κοινωνία εντελώς φθαρµένη –κάτι χειρότερο από φθαρµένη–, αποβλακωµένη και λαίµαργη· η κοινωνία αυτή αποστρεφόταν πάνω απ’ όλα τη µυθοπλασία και αγαπούσε πάνω απ’ όλα την ιδιοκτησία.
Σε τέτοιες συνθήκες, ένα καλλιεργηµένο πνεύµα, παθιασµένο µε το ωραίο αλλά πλασµένο για δυνατές λογοµαχίες, ικανό να κρίνει ταυτόχρονα το καλό και το κακό των περιστάσεων, φαίνεται πως είπε στον εαυτό του: «Ποιος είναι ο πιο σίγουρος τρόπος να ταρακουνηθούν οι γέρικες αυτές ψυχές; Στην πραγµατικότητα δεν ξέρουν τι τους αρέσει· το µόνο που σίγουρα αποστρέφονται είναι το µεγαλειώδες· το ανεπιτήδευτο, φλογερό πάθος, η διάχυση του ποιητή, τους κάνει να κοκκινίζουν και τους πληγώνει. – Ας γίνουµε λοιπόν κοινότοποι στην επιλογή του θέµατος, αφού η επιλογή ενός θέµατος µεγαλειώδους είναι άτοπη για τον αναγνώστη του 19ου αιώνα. Και επίσης ας προσέξουµε να µην αφεθούµε και να µη µιλήσουµε για λογαριασµό µας. Θα εξιστορήσουµε µε παγερότητα τα πάθη και τις περιπέτειες στα οποία ο περισσότερος κόσµος βάζει όλη του τη θέρµη· θα είµαστε, όπως λένε στο σχολείο, αντικειµενικοί και απρόσωποι.
«Και επίσης, επειδή τα αυτιά µας καταπονούνται τον τελευταίο καιρό από παιδιάστικες φλυαρίες, επειδή ακούσαµε να µιλούν για κάποια λογοτεχνική µέθοδο που ονοµάζεται ρεαλισµός –απαίσια βρισιά που πετούν καταπρόσωπο σε όλους τους αναλυτές, λέξη αόριστη και ελαστική που για τους πολλούς δεν σηµαίνει νέα µέθοδο δηµιουργίας αλλά λεπτοµερή περιγραφή των επουσιωδών– θα επωφεληθούµε από τη σύγχυση των πνευµάτων και την πανανθρώπινη άγνοια. Θα απλώσουµε ένα στυλ νευρώδες, γραφικό, περίτεχνο, ακριβές, πάνω σε έναν κοινότοπο καµβά. Θα κλείσουµε τα πιο θερµά και λάβρα συναισθήµατα µέσα στην πιο τετριµµένη περιπέτεια. Τα πιο επίσηµα λόγια, τα πιο αποφασιστικά, θα βγουν από τα πιο ανόητα στόµατα.
» Ποιο είναι το πεδίο της ανοησίας, το πιο ανόητο περιβάλλον, το πιο παραγωγικό σε παραλογισµούς, το πιο γεµάτο από στενόµυαλους ηλίθιους;
» Η επαρχία.
» Ποιοι είναι οι πλέον ανυπόφοροι πρωταγωνιστές του;
» Οι ασήµαντοι άνθρωποι που παραδέρνουν σε ασήµαντα αξιώµατα των οποίων η άσκηση διαστρεβλώνει τις ιδέες τους.
» Ποια είναι η πιο τετριµµένη, η πιο εξευτελιστική συνθήκη, το πιο χιλιοπαιγµένο ρεφρέν;
» Η Μοιχεία.
» ∆εν χρειάζεται, είπε ο δηµιουργός στον εαυτό του, η ηρωίδα µου να είναι ηρωίδα. Αν είναι αρκετά όµορφη, αν έχει νεύρο, φιλοδοξίες, και µια αχαλίνωτη λαχτάρα για έναν ανώτερο κόσµο, τότε θα είναι ενδιαφέρουσα. Εξάλλου, ο άθλος θα είναι έτσι πιο ευγενής, και η αµαρτωλή µας θα έχει τουλάχιστον το –συγκριτικά ιδιαίτερα σπάνιο– πλεονέκτηµα, να ξεχωρίζει από τις φανταχτερές φλύαρες της εποχής που προηγήθηκε.
» ∆εν χρειάζεται να µε απασχολήσει το στυλ, η γραφική διευθέτηση, η περιγραφή των κοινωνικών κύκλων· διαθέτω όλα αυτά τα προτερήµατα στον υπέρτατο βαθµό· θα βαδίσω βασισµένος στην ανάλυση και τη λογική, και έτσι θα αποδείξω πως όλα τα θέµατα είναι αδιακρίτως καλά ή κακά, ανάλογα µε τον τρόπο που τα πραγµατεύεται κανείς, και ότι τα πιο κοινότοπα µπορούν να γίνουν τα καλύτερα όλων».
Από εκείνη τη στιγµή, η Κυρία Μποβαρύ –ένα στοίχηµα, ένα πραγµατικό στοίχηµα, µια πρόκληση, όπως όλα τα έργα τέχνης– είχε δηµιουργηθεί.
∆εν απέµενε πια στον συγγραφέα, για να επιτελέσει τον άθλο εξ ολοκλήρου, παρά να απεκδυθεί (κατά το δυνατόν) το φύλο του και να γίνει γυναίκα. Προέκυψε κάτι το θαυµαστό· διότι, παρά τον ζήλο του να υποδυθεί αυτόν τον ρόλο, δεν µπόρεσε να µη µεταγγίσει ανδρικό αίµα στις φλέβες του δηµιουργήµατός του, και έτσι η κυρία Μποβαρύ, σε ό,τι πιο ενεργητικό και πιο φιλόδοξο, αλλά και πιο ονειροπόλο έχει µέσα της, παρέµεινε άνδρας. Σαν την οπλισµένη Παλλάδα που βγήκε από το κεφάλι του ∆ία, η παράξενη αυτή ανδρόγυνη µορφή διατήρησε όλα τα θέλγητρα µιας ανδρικής ψυχής µέσα σε ένα γοητευτικό θηλυκό σώµα.
IV
Πολλοί κριτικοί είχαν πει: το έργο αυτό, πραγµατικά όµορφο λόγω της λεπτοµερειακότητας και της ζωηρότητας των περιγραφών, δεν εµπεριέχει ούτε έναν µυθοπλαστικό χαρακτήρα που να εκπροσωπεί την ηθική, που να εκφράζει τη συνείδηση του συγγραφέα. Πού είναι εκείνο το παροιµιώδες και θρυλικό πρόσωπο, το επιφορτισµένο να εξηγεί τον µύθο και να κατευθύνει τον νου του αναγνώστη; Με άλλα λόγια, πού είναι το κατηγορητήριο;
Παραλογισµός! Αιώνια και αδιόρθωτη σύγχυση της αποστολής και του λογοτεχνικού είδους! – Ένα αληθινό έργο τέχνης δεν χρειάζεται κατηγορητήριο. Η λογική του έργου καλύπτει όλα τα αιτήµατα της ηθικής, και εναπόκειται στον αναγνώστη να βγάλει τα συµπεράσµατα του συµπεράσµατος.
Όσο για τον ουσιαστικό, βαθύ χαρακτήρα του µύθου, αναµφισβήτητα είναι η µοιχαλίδα· αυτή και µόνο, το σπιλωµένο θύµα, διαθέτει όλες τις χάρες του ήρωα. – Έλεγα προηγουµένως ότι είναι σχεδόν αρσενική, και ότι ο συγγραφέας την έχει κοσµήσει (ασυναίσθητα ίσως) µε όλες τις ανδρικές αρετές.
Ας εξετασθούν προσεκτικά:
1. Η φαντασία, υπέρτατο και τυραννικό γνώρισµα, που υποκαθιστά την καρδιά, ή αυτό που αποκαλείται καρδιά, από την οποία συνήθως αποκλείεται η λογικότητα, και η οποία συνήθως κυριαρχεί στη γυναίκα όπως και στο ζώο·
2. Αιφνίδια ενεργητικότητα για δράση, ταχύτητα αποφάσεων, µυστικιστική συγχώνευση λογικότητας και πάθους, που χαρακτηρίζει τους άνδρες οι οποίοι είναι φτιαγµένοι για να δρουν·
3. Υπέρµετρη ροπή προς τη σαγήνευση, την κυριαρχία και µάλιστα προς όλα τα αγοραία µέσα σαγήνευσης που φτάνουν µέχρι τον καµποτινισµό του ενδύµατος, των αρωµάτων και της ποµάδας – και όλα µαζί συνοψίζονται σε δυο κουβέντες: δανδισµός, απόλυτος έρωτας της κυριαρχίας.
Και ωστόσο η κυρία Μποβαρύ δίνεται· παρασυρµένη από τα σοφίσµατα της φαντασίας της, δίνεται µεγαλοπρεπώς, γενναιόδωρα, µε τρόπο εντελώς ανδρικό, σε φαιδρούς τύπους που δεν είναι ισάξιοί της, ακριβώς όπως οι ποιητές δίνονται σε φαιδρές γυναίκες.
Μια νέα απόδειξη της ανδρικής ιδιότητας που τροφοδοτεί το αίµα στις αρτηρίες της, είναι ότι τελικά η άµοιρη ηρωίδα δεν νοιάζεται τόσο για τις ορατές εξωτερικές ελαττωµατικότητες, για τους εξόφθαλµους επαρχιωτισµούς του συζύγου της, όσο για την πλήρη απουσία ευφυίας, για την πνευµατική εκείνη κατωτερότητα που διαπιστώνεται περίτρανα µε την ανόητη εγχείρηση του στρεβλού ποδιού.
Ξαναδιαβάστε τις σελίδες που εµπεριέχουν το σχετικό επεισόδιο, το οποίο τόσο άδικα θεωρήθηκε παρασιτικό, ενώ είναι άκρως αποκαλυπτικό του όλου χαρακτήρα του µυθιστορηµατικού προσώπου. Μια σκοτεινή οργή, συµπυκνωµένη από καιρό, ξεσπάει σε όλο το είναι της συζύγου Μποβαρύ· πόρτες βροντούν· ο σαστισµένος σύζυγος, που δεν κατάφερε να δώσει στην ονειροπόλα γυναίκα του καµιά πνευµατικής φύσεως απόλαυση, εξορίζεται στο δωµάτιό του· τιµωρείται, ο αδαής ένοχος!, και η κυρία Μποβαρύ, η απελπισµένη, αναφωνεί, σαν µικρή Λαίδη Μάκβεθ ζευγαρωµένη µε έναν ανεπαρκή κυβερνήτη: «Α! γιατί να µην είµαι τουλάχιστον γυναίκα ενός απ’ αυτούς τους γέρους φαλακρούς και καµπούρηδες σοφούς, που τα µάτια τους, προστατευµένα από πράσινα γυαλιά, είναι πάντα προσηλωµένα στα αρχεία της γνώσης! Θα µπορούσα υπερήφανα να λικνίζοµαι στο µπράτσο του· θα ήµουν τουλάχιστον η σύντροφος ενός πνευµατώδους βασιλιά· όµως αλυσοδεµένη στο ίδιο κάτεργο µε αυτόν τον ηλίθιο που δεν µπορεί να διορθώσει το πόδι ενός ανάπηρου! – ε, όχι!».
Η γυναίκα αυτή, στην πραγµατικότητα, είναι θεσπέσια στο είδος της, µέσα στο περιορισµένο περιβάλλον της και µπροστά στον περιορισµένο της ορίζοντα.
Ακόµα και στην ανατροφή της στο µοναστήρι βρίσκω την απόδειξη της διφορούµενης ιδιοσυγκρασίας της κυρίας Μποβαρύ.
Οι καλόγριες πρόσεξαν σ’ αυτή την κοπέλα µια εκπληκτική ικανότητα για ζωή, ικανότητα να χαίρεται τη ζωή και να προεικάζει τις απολαύσεις της – ιδού ο άνθρωπος της δράσης!
Εντούτοις, η οικότροφη µεθούσε απολαυστικά µε το χρώµα των βιτρό, µε τις ανατολίτικες αποχρώσεις που έριχναν τα µακριά λεπτοδουλεµένα παράθυρα πάνω στο προσευχητάρι της· απολάµβανε την υποβλητική µουσική του εσπερινού, και, λόγω µιας παραδοξότητας που οφείλεται στο νευρικό σύστηµα, υποκαθιστούσε µέσα στην ψυχή της τον αληθινό Θεό µε τον Θεό της αρεσκείας της, τον Θεό του µέλλοντος και της τυχαιότητας, έναν Θεό όπως τον έβλεπε στις βινιέτες, µε σπιρούνια και µουστάκια – ιδού ο υστερικός ποιητής.
Η υστερία! Γιατί το µυστήριο αυτό της φυσιολογίας να µη γίνει το επίκεντρο και το υπόστρωµα ενός λογοτεχνικού έργου, µυστήριο που παραµένει ανεπίλυτο από την Ιατρική Ακαδηµία και το οποίο, στις µεν γυναίκες εκδηλώνεται µε την αίσθηση µιας µπάλας που ολοένα ανεβαίνει και προκαλεί ασφυξία (µιλώ µόνο για το βασικό σύµπτωµα), στους δε άντρες εκφράζεται µε όλες τις ανικανότητες καθώς και µε τη ροπή προς όλες τις καταχρήσεις;
V
Με δυο λόγια, η γυναίκα αυτή είναι όντως σπουδαία, κυρίως είναι αξιολύπητη, και παρά τη συστηµατική σκληρότητα του συγγραφέα, που κάνει ό,τι µπορεί για να είναι απών από το έργο του και για να παίζει τον ρόλο µαριονετίστα, όλες οι σκεπτόµενες γυναίκες θα τον ευγνωµονούν που εξύψωσε το θήλυ σε τέτοιο βαθµό, τόσο µακριά από το ζώο και τόσο κοντά στον ιδεώδη άνθρωπο, αποδίδοντάς του τον διπλό χαρακτήρα του ονειροπόλου και ταυτόχρονα υπολογιστή ανθρώπου, ο οποίος συνιστά το τέλειο ον.
Λένε πως η κυρία Μποβαρύ είναι γελοία. Πράγµατι, τη µια θεωρεί για ήρωα του Ουώλτερ Σκοτ ένα είδος κυρίου –να πω καλύτερα αριστοκράτη της επαρχίας;– ντυµένου µε κυνηγετικά γιλέκα και παράταιρα ρούχα!, την άλλη πάει και ερωτεύεται έναν ασήµαντο γραµµατικό συµβολαιογράφου (που δεν µπορεί να διαπράξει ούτε µια επικίνδυνη πράξη για την ερωµένη του) και τελικά η εξουθενωµένη δύσµοιρη, η παράξενη Πασιφάη, περιορισµένη στα στενά όρια ενός χωριού, επιζητεί διακαώς το ιδεώδες µέσα από λαϊκά ξεφαντώµατα και καπηλειά του επαρχιακού νοµού – τι σηµασία έχει; ας το πούµε, ας το οµολογήσουµε, είναι ένας Καίσαρας στο Καρπαντρά[1]: επιζητεί το Ιδεώδες!
∆εν θα πω βεβαίως όπως ο Λυκάνθρωπος[2] που έµεινε στη µνήµη µας σαν επαναστάτης, εκείνος ο εξεγερµένος που εντέλει παραιτήθηκε: «Απέναντι σε όλες αυτές τις ουτιδανότητες και όλες τις ανοησίες της τωρινής εποχής, το µόνο που µας αποµένει δεν είναι άραγε το χαρτί για να στρίβουµε τσιγάρα και η µοιχεία;», αλλά θα υποστηρίξω ότι τελικά, αν το καλοσκεφτούµε, ακόµα και µε ζυγαριές ακριβείας, ο κόσµος µας είναι πολύ σκληρός για να θεωρείται γέννηµα του Χριστού και αναρµόδιος να ρίχνει τον λίθο στη µοιχαλίδα· και ένας παραπάνω ή ένας λιγότερος κερατωµένος σύζυγος δεν θα επιταχύνει την περιστροφή της Γης και δεν θα προλάβει ούτε κατά ένα δευτερόλεπτο την τελική καταστροφή του σύµπαντος. – Ήρθε η ώρα να µπει ένα τέλος στην ολοένα και πιο µεταδοτική υποκρισία και να θεωρηθεί γελοίο για άντρες και γυναίκες, διεφθαρµένους σε σηµείο χυδαιότητας, να αποδοκιµάζουν έναν ταλαίπωρο συγγραφέα που ευδόκησε, µε αγνότητα ρήτορα, να ρίξει πέπλο δόξας σε περιπέτειες κρεβατοκάµαρας, πάντοτε απεχθείς και αλλόκοτες, όταν η Ποίηση δεν τις χαϊδεύει µε το δικό της φέγγος οπαλιόχρωµης κανδήλας.
Αν αφεθώ να συνεχίσω αυτή την ανάλυση, δεν πρόκειται ποτέ να τελειώσω µε την Κυρία Μποβαρύ: το βιβλίο αυτό, στην ουσία υπαινικτικό, θα µπορούσε να προκαλέσει πλήθος παρατηρήσεων. Θα περιοριστώ, για την ώρα, στο να επισηµάνω ότι οι κριτικοί αρχικά παρέβλεψαν ή έψεξαν ουκ ολίγα από τα πλέον σηµαντικά επεισόδια. Επί παραδείγµατι: το επεισόδιο της αποτυχηµένης εγχείρησης του στρεβλού ποδιού και εκείνο το τόσο αξιοπρόσεκτο, τόσο γεµάτο απόγνωση, τόσο αληθινά µοντέρνο, όπου η µέλλουσα µοιχαλίδα –γιατί ακόµα είναι απλώς στην αρχή της κατηφόρας, η δυστυχής!– πηγαίνει να ζητήσει βοήθεια από την Εκκλησία, από τη Θεϊκή Μητέρα, από εκείνη που τίποτα δεν δικαιολογεί να µην είναι πάντα σε εγρήγορση, από εκείνο το Φαρµακείο όπου κανείς δεν έχει το δικαίωµα να υπνώττει! Ο καλός εφηµέριος Μπουρνιζιέν, αποκλειστικά απασχοληµένος µε τα άτακτα κατηχητόπουλα που τρέχουν ανάµεσα στα στασίδια και τις καρέκλες της εκκλησίας, απαντάει αφελώς: «Αφού είστε άρρωστη, κυρία Μποβαρύ, και αφού ο κύριος Μποβαρύ είναι γιατρός, γιατί δεν πάτε να βρείτε τον άντρα σας;».
Ποια γυναίκα, µπροστά σ’ αυτή την ανεπάρκεια του εφηµέριου, δεν θα πήγαινε, έχοντας λάβει µια ανέλπιστη άφεση αµαρτιών, να βουτήξει µε το κεφάλι στα περιδινούµενα ύδατα της µοιχείας – και ποιος είναι αυτός από µας που, σε µια πιο αθώα ηλικία και σε ταραγµένες περιστάσεις, δεν γνώρισε αναγκαστικά τον αναρµόδιο ιερέα;
[1] Ο Μπωντλαίρ προσδίδει στην Έµµα Μποβαρύ τη µορφή του κατακτητή Καίσαρα στα βάθη της αποµακρυσµένης γαλατικής επαρχίας του Καρπαντρά, του επικού ήρωα µέσα σε ένα περιοριστικό περιβάλλον.
[2] Παρωνύµιο του Petrus Borel (1809-1859), ροµαντικού ποιητή και συγγραφέα, στον οποίο ο Μπωντλαίρ αναφέρεται ανελλιπώς θεωρώντας τον «αστέρα του σκοτεινού ροµαντικού ουρανού».