Πρέπει ολοένα να βυθίζομαι στα νερά της αμφιβολίας.
Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, Στοχασμοί 111
Αμφιβάλλω, άρα σκέφτομαι.
Φερνάντο Πεσσόα, Marginalia, 35
Με τον Πέτρο Μαρτινίδη είμαστε φίλοι εδώ και δεκαετίες, τρέφω απεριόριστη εκτίμηση και θαυμασμό στις γνώσεις και το ταλέντο του, και καταβροχθίζω ό,τι γράφει. Συνήθως έχω το προνόμιο να είμαι ο πρώτος αναγνώστης και «κριτικός» (!) του. Οι αναγνώστες της Athens Review of Books τον γνωρίζουν από τα υπέροχα δοκίμιά του, κατά κανόνα πυκνά και σύντομα, τα οποία γράφει ανελλιπώς από το πρώτο τεύχος της, και φαντάζομαι ότι αναγνωρίζουν την πολυμάθεια, το ταλέντο του, τον μαχητικό ανθρωπισμό του. Επιθυμία δική μου και της Μαρίας ήταν και είναι, τώρα ιδιαίτερα που συμπληρώνουμε 15 χρόνια κυκλοφορίας, να τιμήσουμε τον ακάματο φίλο και συνεργάτη. Συνεπώς δεν χρειάζεται να τον «συστήσουμε», αρκεί απλώς να υπενθυμίσουμε μερικά από τα συναρπαστικά δοκίμιά του, που καλύπτουν τόσο εντυπωσιακό εύρος και ποικιλία θεμάτων. Πρόκειται για επιβλητικές συνθέσεις, με οξυδερκείς αναλύσεις και παρατηρήσεις που ελάχιστοι συγγραφείς και κριτικοί διεθνώς μπορούν να επιδείξουν, ακόμη κι αν δεχθούμε τον οξύμωρο ισχυρισμό του Μονταίνιου: «Ένας μορφωμένος άνθρωπος δεν είναι μορφωμένος παντού. Ο ταλαντούχος όμως, είναι ταλαντούχος παντού· ακόμα και στην άγνοια» (Δοκίμια Γ΄, 38).
Τον πιο ωραίο έπαινο που άκουσα για τα κείμενά του, ήταν από τον Θάνο Βερέμη: «Αυτός ο νεαρός είναι πολύτιμο κεφάλαιο για τα γράμματα, έχει τόσες γνώσεις, τόσο ταλέντο και προπαντός διαβολεμένο κέφι όταν γράφει…». (Ο «νεαρός» ήταν ήδη ομότιμος καθηγητής). Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί, αν δεν το έχει ζήσει, το πάθος του Πέτρου Μαρτινίδη για τα βιβλία. Είναι συγγραφέας-αναγνώστης. Αναγνώστης από την στόφα του Ροΐδη ή του Μπόρχες, χωρίς υπερβολή. Στο δοκίμιό του «Ο θάνατος του συγγραφέα» (τχ. 66, Οκτ. 2015), καταρρίπτοντας με άκρα ευγένεια, κάτι που δεν θα έκαναν ο Μαρκ Λίλλα ή ο Ρίτσαρντ Γουόλιν, τις αυθαίρετες εικασίες των Φουκώ, Ντεριντά, Μπαρτ κ.ά., μιλά για «την αθανασία της ανάγνωσης»: «Συμβολικός ή κυριολεκτικός, ο θάνατος του συγγραφέα συντροφεύει, έτσι κι αλλιώς, την αθανασία της ανάγνωσης», γράφει. Του μιλώ για ένα ωραίο βιβλίο που διάβασα λέγοντάς του ότι του το στέλνουμε με κούριερ. Δεν κρατιέται, πηγαίνει αμέσως και το αγοράζει. Και η στερεότυπη απάντησή του είναι: δεν πειράζει, όταν παραλάβω αύριο το αντίτυπο που μου στείλατε θα το χαρίσω σε κάποιον φίλο. Ο λόγιος Πέτρος Μαρτινίδης είναι μοναχικός αναγνώστης-συγγραφέας, είναι ο τρόπος του να είναι μόνος, είναι μια κατηγορία μόνος του. Περιφρονεί την «διακονιάρικη δίψα για φήμη και τιμή, η οποία μας κάνει να τις απαιτούμε από κάθε είδος ανθρώπων με τρόπους αξιοκαταφρόνητους και όποιο εξευτελιστικό τίμημα κι αν είναι» (Μονταίνιος, Γ΄ 409). Γι’ αυτόν ισχύουν τα λόγια του Λεόν Μπλουά, όπως τα παραθέτει ο Μπόρχες: «είμαστε εδάφια, λόγια ή γράμματα ενός βιβλίου μαγικού, και το αέναο αυτό βιβλίο είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο: για την ακρίβεια, είναι ο κόσμος». (Δοκίμια Ι, 389).
Το πιο πρόσφατο πόνημά του είναι η μετάφραση του έργου του Ρεϋμόν Αρόν Το όπιο των διανοουμένων (1955) που εκδίδεται πρώτη φορά στα ελληνικά από την Athens Review. Στο προλογικό σημείωμά του γράφει, με την ειλικρίνεια και την μετριοφροσύνη που τον χαρακτηρίζουν:
«Σε αυτό το κλίμα κι εγώ, τα πολύ πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 στο Παρίσι, έχοντας εγκύψει στην σαρτρική Κριτική του Διαλεκτικού Λόγου ή στις έννοιες της “αυθεντικότητας” και της “αμοιβαιότητας” του homo existentialis, βρήκα στο βιβλίο του Αρόν όχι μια συστηματική επιχειρηματολογία κατά του φανατισμού και του νιχιλισμού –ό,τι ουσιαστικά επεδίωκε ο συγγραφέας–, μα μόνο ένα εγκώμιο του σκεπτικισμού, σε μια εποχή που ζητούσε οδηγούς για δράση. (Κι αυτό ήταν προσωπικό μου σφάλμα). Με μισό αιώνα καθυστέρηση, τελειώνοντας αυτή τη μετάφραση, εννοώ να διορθώσω τα παραπάνω αλλεπάλληλα σφάλματα».
Πέτρος Μαρτινίδης, σχέδιο του Δημήτρη Χαντζόπουλου.
Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε όσα περιγράφει ο Ίταλο Καλβίνο στις Αόρατες Πόλεις: «…στο σπέρμα της πόλης των δικαίων κρύβεται με τη σειρά του ένας κακός σπόρος: η βεβαιότητα και η περηφάνια ότι βρίσκονται με το μέρος του δικαίου –και μάλιστα περισσότερο από τόσους άλλους που αυτοανακηρύσσονται περισσότερο δίκαιοι από τους δίκαιους– γεννούν μνησικακίες αντιπαλότητες πείσματα, και ο φυσικός πόθος μιας ρεβάνς κατά των αδίκων χρωματίζεται από τη μανία να βρεθούν στη θέση τους και να κάνουν τα ίδια πράγματα με αυτούς.» («Οι κρυφές πόλεις. 5», σ. 195). Αλλά επίσης κατανόησε βαθιά ότι καθαρότητα δεν υπάρχει, κατανόησε το «διπλό περίβλημα της άδικης και της δίκαιης» πόλης, τον κατακυρίευσε το σπέρμα της αμφιβολίας, όπως το περιγράφει ο Καλβίνο στο ίδιο κεφάλαιο, αλλά και στον διάλογο του Μάρκο Πόλο με τον Κουμπλάι Χαν: «Στις πόλεις είναι όπως στα όνειρα: ό,τι είναι δυνατό να φανταστεί κανείς μπορεί και να το ονειρευτεί, αλλά και το πιο αναπάντεχο όνειρο είναι ένας γρίφος που κρύβει μια επιθυμία, ή το αντίστροφό της, μια φοβία. Οι πόλεις, όπως τα όνειρα, είναι χτισμένες από επιθυμίες και φοβίες, παρότι το νήμα που τις συνδέει είναι μυστικό, οι κανόνες τους παράλογοι, οι προοπτικές παραπειστικές, και κάθε πράγμα κρύβει άλλο πράγμα» (σ. 66). Η αμφιβολία και ο σκεπτικισμός που αποτελούσαν την διακήρυξη του Ρεϋμόν Αρόν σχεδόν 50 χρόνια νωρίτερα. Ή με τα λόγια του Πεσσόα: «Μόλις βεβαιώσουμε κάτι, σφάλλουμε· μόλις πιστέψουμε κάτι, πλανιόμαστε· μόλις γινόμαστε κατανοητοί, περιοριζόμαστε ipso facto και τοποθετούμαστε έξω από την αλήθεια. Ο σκεπτικισμός είναι πιο βασικός από τον συλλογισμό» (Η ώρα του Διαβόλου, 72).
Και προκειμένου να επανορθώσει τα νεανικά του/μας σφάλματα έχει γράψει δεκάδες δοκίμια, όπως: «Ο κομμουνισμός των καθαρμάτων – Επιστροφή στη Σοβιετική Ένωση» (τχ. 18, Μάιος 2011), «Μεταξύ σφύρας και άκμονος – Η Ευρώπη ανάμεσα σε Χίτλερ και Στάλιν στην κορύφωση της απόλυτης θηριωδίας» (τχ. 32, Σεπτ. 2012), παρουσιάζοντας το έργο του Τίμοθυ Σνάιντερ Bloodlands έξι χρόνια πριν εκδοθεί στα ελληνικά, έως το «Λένιν, ο θεμελιωτής του ολοκληρωτισμού» (τχ. 93, Μάρτιος 2018). Πολύ προτού ο σημερινός ρώσος δικτάτορας εισβάλει στην Κριμαία, ο Πέτρος Μαρτινίδης διορατικότατα έγραφε το «Είναι να το ’χει η κούτρα σου να κατεβάζει Τσάρους – Ορθοδοξία, Αυταρχισμός, Εθνικοφροσύνη» (τχ. 23, Νοέμ. 2011).
Για τη μυθιστορηματική ποιητική του Πέτρου Μαρτινίδη γράφει ο Ιωάννης Μ. Κωνσταντάκος το πλήρες δοκίμιο «Ο καθηγητής του σασπένς». Δεσπόζουσα θέση στο έργο του κατέχουν τα περί τέχνης και αισθητικής δοκίμιά του, με κορυφαίο έργο του το Κριτική και Ευαισθησία. Η εξέλιξη του κριτικού στοχασμού για την τέχνη, με το οποίο διαλέγεται ο Αλέξανδρος Νεχαμάς εκτενώς στις επόμενες σελίδες. Ένα από τα προνομιακά πεδία του Πέτρου Μαρτινίδη είναι αυτό, και αν έχουμε κάτι να προσθέσουμε σε όσα γράφει ο καθηγητής του Πρίνστον, είναι η επισήμανση για την ικανότητα πυκνών συνθέσεων και το απαράμιλλο ύφος του, κατάκτηση που είναι ζητούμενο από τότε που έγραψε το Περί ύψους ο Λογγίνος: η διαρκής αναζήτηση του υψηλού στην τέχνη. Την πυκνή ιστορία της αισθητικής, από τότε που ο Α. Γκ. Μπαουμγκάρντεν εισηγήθηκε τον όρο Aesthetica (1750) και ο Γκ. Ε. Λέσινγκ έγραψε τις περί τέχνης απόψεις του στον Λαοκόοντα (1766) συμπυκνώνει ο Μαρτινίδης στις σ. 137-158 τού Κριτική και Ευαισθησία.
Βεβαίως, ο Μαρτινίδης παρά την κατάκτηση του υψηλού δεν περιφρονούσε και το χθαμαλό, έχοντας γράψει για την «φτωχή» λογοτεχνία το βιβλίο Συνηγορία της παραλογοτεχνίας (1982). Δικαίως, διότι την εποχή εκείνη πολλά αξιόλογα είδη θεωρούνταν παραλογοτεχνία. Ωστόσο, η εξέλιξή της στην μαζική κακοφωνία, στον ευτελισμό, τον οδήγησε εσχάτως στην αποδοκιμασία της, με το δοκίμιο «Το τέλος της παραλογοτεχνίας …and all that jazz» (τχ. 120, Σεπτ. 2020).
Πού να φανταζόταν τι θα συνέβαινε στην εποχή μας ο Μονταίνιος, όταν μιλούσε για πολυκακογραφία, «ένα σύμπτωμα ενός αιώνα υπερβολής» (!), και τη μεμφόταν: «Τι πρέπει να παράγει η πολυλογία όταν το τραύλισμα μιας λυμένης γλώσσας καταπλάκωσε τον κόσμο με ένα τόσο φρικτό φόρτωμα τόμων; Τόσα λόγια για τα λόγια και μόνο!...». (Δοκίμια, Γ΄ 270)
Ο Μίλαν Κούντερα έγραφε στο Βιβλίο του γέλιου και της λήθης (1978): «Η γραφομανία (η μανία να γράφεις βιβλία) αποκτά μοιραία διαστάσεις επιδημίας όταν η κοινωνική εξέλιξη εκπληρώνει τρεις βασικούς όρους: (…) Την εποχή της παγκόσμιας γραφομανίας το γράψιμο ενός βιβλίου έχει αντίθετη έννοια: ο καθένας περιβάλλεται από τις δικές του λέξεις σαν από τοίχους-καθρέφτες που δεν αφήνουν να διεισδύσει καμία φωνή απ’ έξω» (σ. 127-128). «Η ασυγκράτητη εξάπλωση της γραφομανίας ανάμεσα στους πολιτικούς, τους ταξιτζήδες, τις λεχώνες, τις ερωμένες, τους φονιάδες, τους κλέφτες, τις πόρνες, τους νομάρχες, τους γιατρούς και τους ασθενείς μού αποδεικνύει πως κάθε άνθρωπος έχει μέσα του έναν δυνητικό συγγραφέα, έτσι που σύσσωμο το ανθρώπινο γένος θα μπορούσε δικαιωματικά να βγει στους δρόμους και να φωνάξει: Είμαστε όλοι συγγραφείς! (…) Όταν κάποιο πρωί (και σύντομα θα γίνει αυτό) ο καθένας θα ξυπνήσει συγγραφέας, θα έχει φτάσει η εποχή της παγκόσμιας κουφαμάρας και της παγκόσμιας ασυνεννοησίας» (σ. 146).
Έτσι, ο Πέτρος Μαρτινίδης στο δοκίμιό του «Το τέλος της παραλογοτεχνίας…» γράφει: «Μέσα στον αδιαφοροποίητο “πολτό”, με τον κάθε αναγνώστη να δικαιούται να “ξαναγράψει” ένα αριστούργημα από μια ασημαντότητα ή να “ξαναγράψει” μια Μπάρμπαρα Κάρτλαντ από έναν Προυστ, δύσκολα προκύπτει το διαφοροποιημένο (από εκείνο που άρχιζε την ανάγνωση) άτομο».
Το ίδιο ισχύει και για ανόητα φαινόμενα στην τέχνη για τα οποία έγραψε το δοκίμιο «Η αρχαία τραγωδία στη δίνη πειραματισμών» (τχ. 151, Ιούνιος 2023), όπου μεταμοντέρνοι καλλιτέχνες οδηγούν «το τραγικό στο γελοίο» ή επέκρινε την αηδιαστική «τέχνη» του Γκούντερ φον Χάγκενς στο Κριτική και Ευαισθησία. Ενώ προφανώς συμφωνεί με τον Κούντερα στην αξιολόγηση του «επιβλητικά ερωτικού πίνακα» του Πικάσο Μια γυναίκα που κατουράει (βλ. «Η ωμότητα και η ομορφιά», Συνάντηση, σ. 133). Άλλωστε, «η χυδαιότητα αρχίζει μόνο όταν αρχίζει η λεπτότητα. Και η ξεδιαντροπιά, από τη στιγμή που υπάρχει η ντροπή» (Φερνάντο Πεσσόα, Marginalia, 47).
Πέτρος Μαρτινίδης, σχέδιο του Αρκά.
Είναι γνωστή η παρρησία του και το γνήσια κριτικό έργο του. Αποφεύγει την αρνητική κριτική, ωστόσο όταν χρειαστεί να ασκήσει αυστηρή κριτική είναι σκληρός αλλά δίκαιος. Πρόσφατο παράδειγμα η κακοποίηση του μνημειώδους έργου του Χάρολντ Μπλουμ Σαίξπηρ: Η επινόηση του ανθρώπινου από κάποιους εισβολείς («Χάρολντ Μπλουμ: Ο επιμελητής ως εισβολέας», τχ. 152, Ιούλ.-Αύγ. 2023). Όμως το «Περίπτωση στραγγαλισμού» (τχ. 91, Ιαν. 2018), αποδίδει με έξοχο σατιρικό τρόπο την μάστιγα της πολυκακογραφίας και των κοσμικών εκδηλώσεων όπου παρουσιάζονται κείμενα που στραγγαλίζουν την λογοτεχνία. Σε αυτό το διήγημα του Μαρτινίδη, ο καθηγητής ιστορίας της λογοτεχνίας που θα παρουσίαζε ένα κακογραμμένο από έναν μωροφιλόδοξο τραπεζικό αστυνομικό μυθιστόρημα με αυτόν ακριβώς τον τίτλο, «τον βούτηξε με τα δυο χέρια από τον λαιμό και ουρλιάζοντας: “Να, έτσι στραγγαλίζουν, έτσι, έτσι, έτσι!”, [και] περάτωσε την επίδειξη ορθού στραγγαλισμού, χωρίς να προλάβει κανείς να τον σταματήσει εγκαίρως».
Ο Πέτρος Μαρτινίδης δεν είναι άπληστος αναγνώστης, είναι εκλεκτικός αναγνώστης. Όπως θα έλεγε ο Πεσσόα, «κουλτούρα δεν είναι διαβάζω πολύ, ούτε ξέρω πολλά, αλλά γνωρίζω πολλά». Εξάλλου ἡ γὰρ τῶν λόγων κρίσις πολλῆς ἔστι πεῖρας τελευταῖον ἐπιγέννημα (Λογγίνου, Περί ύψους, 6). Γνωρίζει το «Βιβλίο από άμμο» του Μπόρχες, με τις άπειρες σελίδες, που εξαφανίζονταν για να επανεμφανιστούν άλλες, και την τύχη του, την υποτιθέμενη ηθελημένη εξαφάνισή του από τον Μπόρχες (Άπαντα τα πεζά ΙΙ, 208-213), ωστόσο ο Μαρτινίδης δεν θα μπορέσει ποτέ να διαπράξει μια τέτοια εξαφάνιση. Αντ’ αυτού θα γράψει ένα επιστημονικό δοκίμιο όπως το «Με όριο το άπειρο» (τχ. 59, Φεβρ. 2015).
Ξαναδιαβάζοντας τον ποταμό των δοκιμίων του Μαρτινίδη παρατηρούμε πως έχουν αλλάξει, δηλαδή αλλάξαμε εμείς. Και παρότι επικοινωνούμε με τα κείμενα, προτιμούμε τις τακτικές συζητήσεις μαζί του: γινόμαστε πλουσιότεροι. Συνεπώς, και εμείς και οι αναγνώστες της Athens Review of Books αδημονούμε να διαβάσουμε τα επόμενα 200 δοκίμιά του.