Το πρόσφατο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης απέδειξε ξανά πόσο δύσκολο είναι να γίνει ντοκιμαντέρ για το Ολοκαύτωμα στη Θεσσαλονίκη. Εδώ και χρόνια υπάρχουν πολλοί συμμετέχοντες σε φεστιβάλ για την εβραϊκή ιστορία της Θεσσαλονίκης και τη δολοφονία των Εβραίων της. Με αξιοσημείωτη εξαίρεση των ντοκιμαντέρ του Περικλή Κορτσάρη, πολλές από αυτές τις ταινίες αποφεύγουν το κεντρικό και πιο «δύσκολο» ζήτημα της πόλης – το γεγονός ότι οι πολλοί Έλληνες Χριστιανοί συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και πλούτισαν σε βάρος των Εβραίων γειτόνων τους. Ακόμη χειρότερα, ορισμένες ταινίες προωθούν ιστορικές διαστρεβλώσεις και ανακρίβειες.
Ενώ ο μεγάλος αριθμός των ντοκιμαντέρ έχει σπάσει αυτό που ο προηγούμενος δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης αποκάλεσε «άδικη και ένοχη σιωπή»[1] της Θεσσαλονίκης, τα περισσότερα δεν αντιμετωπίζουν το Ολοκαύτωμα άμεσα. Οι ιστορικές ταινίες έχουν παρόμοια μορφή. Οι ιστορικοί εξηγούν, υπάρχουν παλιές φωτογραφίες, vintage πλάνα, κάποια μουσική εποχής και κατόπιν μουσική πιάνου και βιολιού για να θυμίζουν την τραγωδία του Ολοκαυτώματος. Τα ντοκιμαντέρ αυτά συχνά βασίζονται σε ανεπαρκή ιστορική έρευνα. Για παράδειγμα, το A story of Thessaloniki: The Jews and the Holocaust[2] (2015) χρησιμοποιεί εικόνες Ολοκαυτώματος που δεν συνδέονται με την Ελλάδα.
Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ιστορικών ντοκιμαντέρ είναι ο ισχυρισμός τους ότι αποκαλύπτουν την «άγνωστη» ιστορία των Ελλήνων Εβραίων, σαν να είχαν ανακαλύψει την Αμερική. Εκείνο για το οποίο δεν αναρωτιούνται οι δημιουργοί αυτού του τύπου ντοκιμαντέρ είναι γιατί η ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης είναι τόσο ελάχιστα γνωστή στην πόλη τους. Ποιος επέβαλε την «άδικη και ένοχη σιωπή»; Η ιστορική αμνησία δεν είναι φυσικό φαινόμενο, είναι πράξη βούλησης. Η Θεσσαλονίκη επέλεξε να ξεχάσει το παρελθόν και να αντιμετωπίζει την ιστορία των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων ως ιστορικά σκουπίδια.
Ντοκιμαντέρ στα δύο πιο πρόσφατα φεστιβάλ κινηματογράφου ήταν ακόμη πιο επιφανειακά, παραποιώντας την ιστορία. Το 24ο Φεστιβάλ το 2022 παρουσίασε την καλλιτεχνικά επιτηδευμένη και ιστορικά διαστρεβλωμένη Η πόλη και η πόλη[3]. Η ταινία ξεκινά με εξαθλιωμένους τουρκόφωνους Εβραίους που μεταναστεύουν στη Θεσσαλονίκη το 1931. Αυτοί οι ξένοι Εβραίοι φτάνουν εγκαίρως ώστε να γίνουν θύματα του πογκρόμ του Κάμπελ. Η μετανάστευση των τουρκόφωνων Εβραίων στην Ελλάδα το 1931 είναι ιστορική ανοησία. Οι Τούρκοι Εβραίοι το 1931 δεν μετανάστευσαν ποτέ στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι Εβραίοι εκείνη την εποχή κατά το πλείστον, όπως και πολλοί μουσουλμάνοι στην Τουρκία, δεν μιλούσαν τουρκικά. Τέτοια φαλκιδευμένη ιστορία ενισχύει την ευρέως διαδεδομένη προκατάληψη στην Ελλάδα ότι οι Εβραίοι είναι ξένοι. Το Η πόλη και η πόλη θίγει επιφανειακά το θέμα του δωσιλογισμού, παρουσιάζοντας έναν άνδρα με καπέλο ελληνικής χωροφυλακής κατά τη σύλληψη και τον εξευτελισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης τον Ιούλιο του 1942. Ιδιαίτερα μάλιστα επειδή η ελληνική αστυνομία συμμετείχε στη σύλληψη και στα αντιεβραϊκά μέτρα που ακολούθησαν, προσφέροντας ντόπιο ανθρώπινο δυναμικό στη γερμανική προσπάθεια. Ίσως η χειρότερη σκηνή της ταινίας είναι αυτή που απεικονίζει έναν Εβραίο επιζώντα του Ολοκαυτώματος να κάνει σεξ με μια πόρνη σε ένα βαρέλι. Όποια και αν είναι η «καλλιτεχνική» πρόθεση, η σκηνή αφαιρεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια από τους επιζήσαντες, υποπίπτοντας ξανά σε άλλο ένα στερεότυπο.
Οι ιστορικές διαστρεβλώσεις στη φετινή συμμετοχή Οι δικοί μου άνθρωποι (αγγλικά: My People: The Jews of Greece) είναι χειρότερες. Σε σκηνοθεσία της Άννας Ρεζάν, το Οι δικοί μου άνθρωποι[4] ασχολείται με το είδος των μυθευμάτων που τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει συνηθισμένα στην Πολωνία. Η ταινία επινοεί ιστορίες «δίκαιων των εθνών» και ιστορίες βασάνων μη Εβραίων. Το έργο Οι δικοί μου άνθρωποι ισχυρίζεται ότι οι Γερμανοί έστειλαν εκατοντάδες ελληνορθόδοξους κληρικούς και πολίτες στα «στρατόπεδα θανάτου επειδή βοήθησαν Εβραίους» – χωρίς να δίνει ούτε ένα παράδειγμα. Η ταινία αναφέρει ότι οι Γερμανοί οδήγησαν όλα τα παιδιά της Ζακύνθου σε στρατόπεδα εργασίας ως αντίποινα για τους Εβραίους του νησιού που απέφυγαν την απέλαση – άλλη μια ανακρίβεια χωρίς στοιχεία. Μερικές από τις ανακρίβειες στην ταινία είναι περισσότερο ανόητες παρά απαίσιες. Το ντοκιμαντέρ αναφέρει ότι οι New York Times και το Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ (US Holocaust Memorial Museum) ήταν μεταξύ των χορηγών του, κάτι που και οι δύο οργανισμοί έχουν αρνηθεί.
Εισάγοντας μια τέτοια ιστορική μυθοπλασία, το Οι δικοί μου άνθρωποι αδικεί τις συνεντεύξεις των επιζώντων που εμφανίζονται στην ταινία. Οι επιζώντες μιλούν με φρικτές λεπτομέρειες για τις εμπειρίες τους στα γερμανικά στρατόπεδα εξόντωσης. Ο Ισαάκ Μιζάν αφηγείται ότι μετά την απελευθέρωση του Μπέργκεν-Μπέλσεν χρησιμοποίησε τα πτώματα των συγκρατούμενων του ως μαξιλάρια. Αν το Οι δικοί μου άνθρωποι είχε περιοριστεί σε συνεντεύξεις από επιζώντες, θα είχε συμβάλει στην εκπαίδευση του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα. Αντίθετα, η ταινία παραδίδει την αλήθεια των εμπειριών των επιζώντων σε μια συσκευασία ψεύδους και προπαγάνδας.
Η μόνη ταινία το 2023 που επιδεικνύει ηθικό θάρρος είναι το Restor(y)ing[5] του Περικλή Κορτσάρη. Το ντοκιμαντέρ πραγματεύεται την αρπαγή ελληνοεβραϊκών περιουσιών από χριστιανούς συμπολίτες κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Το Restor(y)ing επισημαίνει την αναισθησία με την οποία κάποιοι Χριστιανοί στη Θεσσαλονίκη αντιμετώπισαν Εβραίους επιζώντες. Ένας επιζών, ο Ιωσήφ Φλορεντίν, αφηγείται πώς ένας γείτονας λυπήθηκε που μέλη της οικογένειας του Φλορεντίν επέζησαν του πολέμου επειδή αυτό σήμαινε πως ο γείτονας θα έπρεπε να τους επιστρέψει τα αντικείμενά τους. Η Μαρία Καβάλα μας πληροφορεί ότι οι Έλληνες Χριστιανοί συμπολίτες έκλεψαν 3.500 με 4.000 σπίτια, μαζί με 6-7.000 άλλα ακίνητα, με προτεραιότητα να παρέχεται στους συνεργάτες των Γερμανών. Η Καβάλα και ο Στράτος Δορδανάς εξηγούν πώς το ελληνικό κράτος και τα δικαστήρια σκόπιμα απέτυχαν να εφαρμόσουν τον νόμο για την αποκατάσταση. Ο Παναγιώτης Σάμιος δίνει το παράδειγμα του καθηγητή Θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Βασίλειου Έξαρχου, συνεργάτη που εξέτισε σύντομη ποινή φυλάκισης μετά τον πόλεμο. Ο Έξαρχος ήταν ένας επαγγελματίας αντισημίτης. Κατάφερε να κλέψει εβραϊκά ακίνητα και να πάρει σύνταξη από τη γερμανική κυβέρνηση.
Το Restor(y)ing αντιπαραθέτει πανοραμικά πλάνα από drone μιας φαινομενικά άδειας Θεσσαλονίκης με συνεντεύξεις στις οποίες ειδικοί συζητούν την λεηλασία στην οποία επιδόθηκαν οι Έλληνες Χριστιανοί στα σπίτια και τα καταστήματα των Εβραίων συμπατριωτών τους. Στα εναέρια πλάνα, που δεν έχουν ήχο, φαίνεται να δείχνουν μια εν πολλοίς άδεια πόλη, μεταφέροντας στον θεατή τη σιωπή για το ζήτημα στη Θεσσαλονίκη και το ηθικό κενό της ιστορίας της κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το Restor(y)ing είναι το δεύτερο ντοκιμαντέρ που υπέβαλε ο Κορτσάρης στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Στο πρώτο του ντοκιμαντέρ, Εκτός Ιστορίας[6] (2012), μαζί με την σκηνοθέτιδα Φωφώ Τερζίδου, εξέτασαν το ζήτημα της συνεργασίας και τις επιπτώσεις του αντισημιτισμού στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, δύο ανεπιθύμητα ζητήματα στη Θεσσαλονίκη.
Αυτό που καταδεικνύει ο Κορτσάρης είναι ότι το πρόβλημα των ταινιών για το Ολοκαύτωμα στη Θεσσαλονίκη δεν είναι κινηματογραφικό αλλά ηθικό. Τα τελευταία 20 χρόνια υπάρχει ένας αυξανόμενος πλούτος ιστορικών ερευνών που παρέχει μια εμπεριστατωμένη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο Έλληνες αξιωματούχοι και άλλοι σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη βοήθησαν τους Γερμανούς στη δολοφονία των Εβραίων. Πολλές ταινίες, ωστόσο, αγνοούν αυτήν την πρόοδο της ιστοριογραφίας του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια. Η κατανόησή μας για την καταστροφή της Εβραϊκής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης βελτιώθηκε σημαντικά. Γνωρίζουμε πια τους μηχανισμούς της συνεργασίας, γνωρίζουμε ποιοι ήταν οι συνεργάτες, και ξέρουμε πόσα έκλεψαν. Τα καλά ντοκιμαντέρ μπορούν να λειτουργήσουν ως γέφυρα μεταξύ της επιστημονικής έρευνας και της δημόσιας συνείδησης, καθιστώντας την ακαδημαϊκή έρευνα ευρέως γνωστή.
Οι σκηνοθέτες έχουν τα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν το ζήτημα. Το ερώτημα είναι αν οι κινηματογραφιστές μπορούν να είναι αρκετά τολμηροί για να αφηγηθούν ιστορίες που η πόλη θα προτιμούσε να μην ακούσει. Σύμφωνα με την πρόσφατη εμπειρία τέτοιο σθένος βρίσκεται σε έλλειψη.
— Μετάφραση Ρένα Μόλχο