Στις αρχές Φεβρουαρίου η Γαλλική Ακαδημία, της οποίας η επιρροή μειώνεται, ανέτρεψε την παράδοση και τους κανόνες τεσσάρων αιώνων και εξέλεξε μέλος της τον Μάριο Βάργκας Λιόσα. Η καθολική εφημερίδα La Croix έγραψε ότι η εκλογή του «μπορεί να βοηθήσει την Ακαδημία να τερματίσει την απομόνωσή της». Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την ομιλία του νομπελίστα συγγραφέα κατά την τελετή υποδοχής του ως μέλους της Γαλλικής Ακαδημίας.
Θα ήθελα τώρα να επανέλθω στον Γκυστάβ Φλωμπέρ και στη γαλλική λογοτεχνία και να σας πω ότι ο ερημίτης του Κρουασέ1 με βοήθησε να γίνω ο συγγραφέας που είμαι. Όταν, το 1959, πήγα στο Παρίσι, το ίδιο το βράδυ της άφιξής μου αγόρασα, όπως έχω πει, ένα αντίτυπο της Κυρίας Μποβαρύ στο βιβλιοπωλείο «La joie de lire» [«Η χαρά της ανάγνωσης»], που μου άρεσε διότι οι ιδιοκτήτες του ουδέποτε κατήγγειλαν τους κλέφτες των βιβλίων τους, πράγμα που εξηγεί γιατί στο τέλος χρεωκόπησαν. Θυμάμαι επίσης εκείνη τη βραδιά στο ξενοδοχείο Ουετέρ όπου έμενα, στο Καρτιέ Λατέν, και το ζευγάρι των Λα Κρουά, που έγιναν στη συνέχεια φίλοι μου, σαν ένα όνειρο από το οποίο δεν έχω ποτέ μου ξυπνήσει. Έκθαμβος μπροστά στην κομψότητα και την ακρίβεια της γραφής του Φλωμπέρ, τον διάβασα και τον ξαναδιάβασα εξ ολοκλήρου, απ’ άκρου εις άκρον· θέλω να πω ότι μελέτησα τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του καθώς και την αλληλογραφία του, ταξίδεψα ως το Κρουασέ και απέθεσα λουλούδια στον τάφο του θέλοντας έτσι να του εκφράσω τις ευχαριστίες μου για ό,τι έκανε για μένα και για το νεωτερικό μυθιστόρημα.
Ο Φλωμπέρ είναι ένας τεράστιος συγγραφέας, ίσως ο σπουδαιότερος του ευρωπαϊκού, ή τουλάχιστον του γαλλικού, με άλλα λόγια του παγκόσμιου, 19ου αιώνα. Και η σπουδαιότητά του δεν έγκειται μόνο στα αξιοθαύμαστα μυθιστορήματά του –Η Κυρία Μποβαρύ και Η Αισθηματική αγωγή–, αλλά στον τρόπο με τον οποίο συνέβαλε στη δομή του νεωτερικού μυθιστορήματος, του οποίου είναι, κατά κάποιον τρόπο, θεμελιωτής, βοηθώντας έφηβους συγγραφείς –όπως ήμουν εγώ όταν τον πρωτοδιάβασα– να ανακαλύψουν την αληθινή τους προσωπικότητα.
Δεν είμαι εντελώς σίγουρος ότι ο Φλωμπέρ είχε απόλυτη συνείδηση της επανάστασης που μας κληροδότησε με το έργο του. Αλλά πιο πολύ κι από τις μεγαλόφωνες αναγνώσεις κάθε φράσης –κάθε λέξης– που έγραφε σ’ εκείνο το κομματάκι γης το οποίο υπάρχει ακόμα, και που ο ίδιος είχε βαφτίσει Gueuloir2, το πιο σημαντικό είναι, κατά τη γνώμη μου, η επινόηση του ανώνυμου αφηγητή, αυτού του Θεού –όπως τον ονομάζει– πάνω στον οποίο θεμελιώνεται το σημερινό μυθιστόρημα. Ο αόρατος αυτός αφηγητής επέτρεψε την κατάργηση ενός πλήθους χαρακτήρων που γέμιζαν ασφυκτικά το κλασικό μυθιστόρημα και που βρίσκονταν εκεί απλώς για να προσποιηθούν ότι ήταν οι δημιουργοί μιας ιστορίας. Και επέτρεψε στο νεωτερικό μυθιστόρημα να τους θυσιάσει χωρίς ενδοιασμούς –έκτοτε η αντικατάστασή τους καλύπτει όλες τις φάσεις του μυθιστορήματος– και να κάνει ένα άλμα προς τα εμπρός, το οποίο χρησίμευσε, εν γνώσει ή εν αγνοία τους, σε όλους τους συγγραφείς που γράφουν μυθιστορήματα. Ο αόρατος αφηγητής υπήρξε ανακάλυψη ίσως σημαντικότερη από τις αναζητήσεις και τις μορφολογικές ακροβασίες του Τζόυς στον Οδυσσέα του, ανακάλυψη η οποία άνοιξε τις πόρτες της νεωτερικότητας στη λογοτεχνία. Αλλά, το επαναλαμβάνω, ο Φλωμπέρ δεν είχε πλήρη συνείδηση αυτής της επανάστασης την οποία έβαλε σε εφαρμογή τα πέντε χρόνια κατά τα οποία δούλεψε την Κυρία Μποβαρύ, έχοντας σκαρφιστεί μια μακρόχρονη ασθένεια ώστε να καθησυχάσει τον χειρουργό πατέρα του ο οποίος, όπως ήταν φυσικό, φιλοδοξούσε να κατευθύνει τον γιο του προς τα νομικά επαγγέλματα.
Ο αόρατος αυτός αφηγητής –που είναι ο Θεός Πατέρας, όπως ο ίδιος τον ονόμασε– δεν έχει λόγο να είναι ο μόνος αφηγητής: ένας ή περισσότεροι χαρακτήρες της ιστορίας μπορούν επίσης να είναι αφηγητές, αρκεί να μην ξέρουν περισσότερα από τους άλλους που ξέρουν τα πάντα από την ιδιαίτερη θέση όπου βρίσκονται, και να εναλλάσσονται, όπως κάνουν στην Κυρία Μποβαρύ, στην Αισθηματική Αγωγή και στα μεταγενέστερα μυθιστορήματα που έγραψε. Η ανακάλυψη αυτή του Φλωμπέρ έχει ασκήσει βαθιά επίδραση σε ολόκληρο το νεωτερικό μυθιστόρημα και, ίσως, η ενσωμάτωση της ανώνυμης αυτής φωνής –του αθέατου Θεού– είναι το πιο σημαντικό στοιχείο στις ιστορίες που διηγούνται οι συγκαιρινοί του. Ο Φλωμπέρ, εν αγνοία του, χάρη στην ανακάλυψη του σιωπηλού και αόρατου αφηγητή, δημιούργησε τον διαχωρισμό μεταξύ νεωτερικού και κλασικού μυθιστορήματος, όπου συγκέντρωσε, εν αγνοία του και άθελά του, ένα πλήθος έργων που μέχρι τότε δεν είχαν προσέξει ότι η παρουσία του αόρατου αφηγητή περιόριζε κατά πολύ την παρουσία αφηγητών στη διήγηση. Αυτό ήταν το μεγάλο μάθημα του Φλωμπέρ: όπως, βέβαια, και η φιλοπονία του, η φανατική επιμονή του –σαν να επρόκειτο για ζήτημα ζωής και θανάτου– σε αναζήτηση εκείνης της τελειότητας που μετατρέπει τον συγγραφέα σε ένα είδος σάλπιγγας του Θεού, ή ακόμη και σε Θεό.
Κανείς δεν συνέλαβε τη λογοτεχνία με τόση ακρίβεια και αφοσίωση. Και κανείς δεν έγραψε, όπως αυτός, με τέτοια υπομονή και εμμονική αναζήτηση ενός τέλειου ύφους. Αφιερώθηκε στη συγγραφή ως το τέλος, μέσα από τους δύο αντιγραφείς που τον εκπροσωπούν, τον Μπουβάρ και τον Πεκυσέ, γράφοντας ό,τι μπορούσε να γραφτεί, εγχείρημα αδύνατον και εξωφρενικό, καταδικασμένο στην αποτυχία, εννοείται, αλλά αποτυχία στην κλίμακα των θεών, ή τουλάχιστον κάποιων φιλόμοχθων θεών. Αυτό είναι που λένε πεθαίνω στοχεύοντας όσο το δυνατόν πιο ψηλά και να δίνω στη λογοτεχνία μια όψη θεϊκή πατώντας ταυτόχρονα πάνω στον γήινο φλοιό· και έτσι προέκυψε ένα βιβλίο που είναι η επιτομή όλων των βιβλίων και, ίσως, το τολμηρότερο και εξοχότερο εγχείρημα που γνώρισε η λογοτεχνία από τα πρώτα της ψελλίσματα μέχρι σήμερα.
— Μετάφραση: Μαρίνα Κουνεζή
1 Ο Φλωμπέρ έζησε επί 35 χρόνια στο Κρουασέ, ένα μικρό χωριό έξω από τη Ρουέν, και εκεί συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του σε ένα σπίτι που βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα.
2 Από το ρήμα gueuler (φωνάζω πολύ δυνατά, κραυγάζω, ξελαρυγγιάζομαι. Θα μπορούσε να αποδοθεί ως «το ξελαρύγγιασμα»). Έτσι ονόμαζε ο Φλωμπέρ την υπέρτατη δοκιμασία στην οποία υπέβαλλε τις επίπονα επεξεργασμένες φράσεις του: τη μεγαλόφωνη ανάγνωση προκειμένου να ελέγξει την ευρυθμία και την ευφωνία τους με τελικό σκοπό την επίτευξη του επιζητούμενου ύφους. Αν και πρόκειται για μια τεχνική, εντούτοις συχνά η λέξη χρησιμοποιείται για να ορίσει τον χώρο, έξω από το σπίτι του, όπου πήγαινε και εκφωνούσε δυνατά τις φράσεις του.