Catherine Nixey, Η εποχή του λυκόφωτος. Η καταστροφή του κλασικού κόσμου από τον χριστιανισμό, μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022, σελ. 328
Ως αγνωστικιστής δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη όσων βλέπουν τον θρίαμβο του χριστιανισμού ως θείο συμβάν, προς το οποίο κινήθηκε όλη η δημιουργία. Ούτε όμως μπορώ να τον θεωρήσω ως τον αφανισμό της λάμψης του ελληνισμού.
E. R. Dodds[1]
Δύο είναι οι τρόποι να είσαι άθεος: ο μελαγχολικός και ο μαχητικός. Ο Βολταίρος εξέφρασε τον πρώτο με το: «Κι αν ακόμα δεν υπήρχε θεός, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε», ο Μπακούνιν τον δεύτερο με το: «Αν στ’ αλήθεια υπήρχε θεός, θα έπρεπε να τον καταργήσουμε». Μια εκδοχή μελαγχολικού άθεου είναι και ο αγνωστικιστής, αδυνατώντας να δεχθεί την ύπαρξη θεού όσο και να την απορρίψει. Στις μέρες μας, οι θεοσεβείς τον αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση∙ οι δημοσκόποι θα τον κατέτασσαν στους «αναποφάσιστους». Ακόμα καλύτερα, πάντως, τη θέση του μελαγχολικού άθεου εκφράζει μία από τις ερωτήσεις του διάσημου ερωτηματολογίου του Προυστ: «Τι θα θέλατε να σας πει ο θεός, αν τον συναντήσετε;» και ιδεώδη απάντηση: «Πέρνα γρήγορα μέσα, σε περιμένουν οι δικοί σου»! Να ξέρεις πως τέτοιο ενδεχόμενο δεν υφίσταται (και προσβάλλει την ευθυκρισία σου, αν στ’ αλήθεια το περιμένεις), σε κάνει μελαγχολικό άθεο. Το τι, από εκεί και πέρα, σε κάνει μαχητικό μένει προς συζήτηση.
Να γράψεις φερ’ ειπείν ένα βιβλίο θρησκειολογίας, παραθέτοντας όλες τις αντιλήψεις, από τον πρωτόγονο μονοθεϊσμό ως τα τελευταία θρησκευτικά κινήματα, κι εξηγώντας τις ιστορικές αιτίες που τις γέννησαν, όπως έκανε η Κάρεν Άρμστρονγκ στο Η ιστορία του Θεού[2], σε κάνει «βλάσφημο» μόνο για όσους θα περίμεναν και μια αξιολόγηση του ποιος, τελικά, είναι ο αληθινός θεός και η σωστή πίστη. Κατά τα άλλα, παραμένεις ένας ιστορικός των ιδεών. Το ίδιο ισχύει για τον πολυγραφότατο καθηγητή Ζωρζ Μινουά, όταν ανατρέχει στις απόψεις στοχαστών σαν τον Θεόδωρο τον Κυρηναίο, ο οποίος στον 5ο π.Χ. αιώνα διακήρυσσε την ανυπαρξία θεών, μέχρι ιερείς σαν τον αββά Μεσλιέρ, ο οποίος στις αρχές του 18ου έγραφε εν κρυπτώ αθεϊστικά μανιφέστα, ή τον Λούντβιχ Φόιερμπαχ, που στα μέσα του 19ου αιώνα ανέλυε ανθρωπολογικά την ουσία του χριστιανισμού, και τον Νίτσε, που στα τέλη του 19ου βεβαίωνε τον «θάνατο του θεού», μέχρι τις κοσμικές ιδεολογίες που πήραν θρησκευτική χροιά σε όλο τον 20ό, σε μιαν Ιστορία του αθεϊσμού[3]. Η απαρίθμηση των ανά τους αιώνες άθεων στοχαστών δεν περιέχει κάποιο είδος μαχητικού αθεϊσμού. Μένει σε μια ουδέτερη θέση, όσο αναλυτικά και αν εκθέτει απόψεις για μια ζωή εκτός κάθε μεταφυσικής πεποίθησης.
Από την άλλη μεριά, να είσαι ένας διαπρεπής εξελικτικός βιολόγος όπως ο Ρίτσαρντ Ντόκινς, να εκθέτεις πόσο ανεδαφική είναι η προϋπόθεση ανώτερου όντος για να εξηγηθεί η δημιουργία του σύμπαντος ή πόσο αντιφατικό το να αποκαλείται ανισόρροπο ένα άτομο με ψευδαισθήσεις, αλλά οι ψευδαισθήσεις μιας ολόκληρης κοινωνίας να αποκαλούνται θρησκεία, σ’ ένα βιβλίο με τίτλο Η περί Θεού αυταπάτη[4], σε κάνει εμφανώς άθεο. Κι αν, επιπλέον, βρίσκεσαι επικεφαλής μιας καμπάνιας που πληρώνει για να αναρτηθεί στα λονδρέζικα λεωφορεία (επί τέσσερεις εβδομάδες στις αρχές του 2009) η σύσταση: «There's probably no God. Now stop worrying and enjoy your life» –Πιθανότατα δεν υπάρχει θεός. Πάψτε λοιπόν να ανησυχείτε και απολαύστε τη ζωή σας–, τότε ο αθεϊσμός σου γίνεται καθαρά «μαχητικός».
Πιο μαχητικός από το να ανθολογείς, απλώς, κείμενα κορυφαίων διανοητών, από τον Λουκρήτιο του τελευταίου προχριστιανικού αιώνα ως τον διαπρεπή φιλόσοφο του 21ου Άντονι Γκρέυλινγκ, όπως έκανε ο αμερικανός αρθρογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς. Έστω και αν, στον πρόλογο, υποστηρίζει ότι «η λογοτεχνική παράδοση είναι απείρως ανώτερη από τις παιδαριώδεις παραβολές ή τις αιμοβόρες και μισαλλόδοξες νουθεσίες των ιερών βιβλίων» κι ότι «αυτό που υιοθετείται χωρίς καμιά απόδειξη μπορεί επίσης να απορριφθεί χωρίς καμιά απόδειξη», δίνοντας σε αυτή τη συλλογή κειμένων τον τίτλο: Η Βίβλος του Άθεου[5]. Ακόμα πιο μαχητικός, θα έλεγα, κι από την δεκάτομη Εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού του γερμανού ερευνητή Κάρλχαϊντς Ντέσνερ[6], στραμμένη κυρίως εναντίον της εκκλησιαστικής πολιτικής, από τον 4ο ως τον 18ο αιώνα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη ύπαρξη της θεότητας την οποία υπηρετούσε αυτή η πολιτική.
Ως προς την αθεΐα του, το βιβλίο της Κάθριν Νίξυ βρίσκεται κάπου μεταξύ Χίτσενς και Ντέσνερ. Βάλλει σποραδικά, μόνο, κατά του ίδιου του θεολογικού δόγματος, όπως με αναφορές σε ειρωνείες του Κέλσου περί αμώμου συλλήψεως (σ. 28) ή σε ανάλογες ειρωνείες του Πλίνιου, περί ενός υπέρτατου όντος που καταπιάνεται με τις ανθρώπινες δοσοληψίες (σ. 150). Εκείνο στο οποίο συστηματικά εστιάζεται είναι η μισαλλοδοξία και ο αντιδιανοουμενισμός που διακρίνουν την αμείλικτη εξάλειψη μνημείων του κλασικού κόσμου, μόλις η χριστιανική θρησκεία επισημοποιείται από την κρατική εξουσία ως η μόνη αληθής.
Κρίσιμη αφετηρία είναι τα χρόνια 311-312. Η Νίξυ δέχεται ότι, μέχρι τότε, ο Μέγας Κωνσταντίνος τηρεί μιαν ανεκτικότητα και μιαν αμερόληπτη πολιτική έναντι των ειδωλολατρών και των αλλόδοξων χριστιανών, όπως έχουν επισημάνει και άλλοι για τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα. «Αταλάντευτη θέληση για συμφιλίωση» του αναγνώριζε ο Έμπερχαρντ Χορστ και τον τοποθετούσε «πιο κοντά στο χριστιανικό μήνυμα απ’ ό,τι οι χριστιανοί διάδοχοί του»[7]. Κι ακόμα και ο Κάρλχαϊντς Ντέσνερ δεν παρέβλεπε την υπόσχεση του Κωνσταντίνου στους οπαδούς της παλαιάς θρησκείας, πως «ο καθένας θα πράττει όπως επιθυμεί η καρδιά του»[8]. Σύντομα ωστόσο, τονίζει η Νίξυ, ο αυτοκράτορας απαγόρευσε την ειδωλολατρική οιωνοσκοπία ή τις σχετικές θυσίες κι άρχισε να σπάζει τα αγάλματα των θεών, ώστε «να πείσει τους δύστροπους παγανιστές για τη ματαιότητα των θεών τους» (σ. 83). «Με την επίθεσή του στους αρχαίους ναούς», συμπληρώνει αμέσως πιο κάτω, «ο Κωνσταντίνος δεν γινόταν βάνδαλος. Εκπλήρωνε το έργο του Κυρίου, σύμφωνα με το Δευτερονόμιο».
Η βάρβαρη θανάτωση της Υπατίας (περ. 370-415 μ.Χ.) στην Αλεξάνδρεια. Οι ιδέες της αποδοκιμάστηκαν από τη νέα θρησκεία και κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης δολοφονήθηκε από όχλο χριστιανών. Το χαρακτικό προέρχεται από το βιβλίο του 19ου αιώνα Vies des Savants Illustres (Βίοι των επιφανών σοφών).
Το βιβλίο περιλαμβάνει πολλές ακόμα επισημάνσεις, εν πολλοίς γνωστές, ενάντια στη δήθεν ανεκτική στάση του Μ. Κωνσταντίνου και, κυρίως, τις διώξεις των μη χριστιανών και τις καταστροφές ναών και βωμών της «ψεύτικης θρησκείας», τις οποίες ευνόησαν ή καθοδήγησαν οι διάδοχοί του. Αλλά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι η καταγγελτική έμφαση στις καταστροφές έργων τέχνης και στην εξάλειψη της κλασικής γραμματείας που δεν συνέπλεε με τη χριστιανική θεολογία. «Αιρετικές –και λαμπρές– ιδέες γίνονται σκόνη. Ο Πλίνιος σβήνεται από τις σελίδες. Ο Αρχιμήδης καλύπτεται με άλλα κείμενα. Όλα τα έργα του Δημόκριτου και του ατομισμού του εξαφανίζονται» (σ. 210).
Το ξεκίνημα, στο σύντομο προλογικό κεφάλαιο, είναι τελείως ενδεικτικό: «Οι καταστροφές ήρθαν από την έρημο. Η Παλμύρα πρέπει να τους περίμενε. Για χρόνια ομάδες επιδρομέων αποτελούμενες από γενειοφόρους μαυροφορεμένους ζηλωτές οπλισμένους κυρίως με πέτρες, μεταλλικά ραβδιά και μια χαλύβδινη αίσθηση αρετής τρομοκρατούσαν τις ανατολικές περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι επιθέσεις τους ήταν πρωτόγονες, βάναυσες και εξαιρετικά αποτελεσματικές. (…) Οι ζηλωτές γελούσαν ασυγκράτητα καθώς τσάκιζαν τα “σατανικά”, “ειδωλολατρικά” αγάλματα∙ οι πιστοί ξεσπούσαν σε γιουχαΐσματα καθώς γκρέμιζαν ναούς, ξήλωναν στέγες και κατέστρεφαν τάφους…». Ακολουθεί η αναλυτική περιγραφή γκρεμίσματος του ναού της Αθηνάς στην Παλμύρα κι η κακοποίηση του αγάλματος της θεάς, με τον πρόλογο να κλείνει ως εξής: «Πίσω τους ο ναός έμεινε σιωπηλός. Οι αναθηματικοί λύχνοι, χωρίς κανέναν να τους συντηρεί, έσβησαν. Στο δάπεδο, το κεφάλι της Αθηνάς άρχισε να σκεπάζεται από την άμμο της συριακής ερήμου. Ο θρίαμβος του χριστιανισμού είχε αρχίσει.» (σ. xxi-xxii).
Σε ανάλογα δραματικό ύφος περιγράφεται η λαμπρότητα του Σαραπείου στην Αλεξάνδρεια, η σύνδεση του ναού με την εκπληκτική βιβλιοθήκη της πόλης κι έπειτα το μένος του επίσκοπου Θεόφιλου ενάντια στον Σάραπη –τον θεό που από την εποχή του Πτολεμαίου Σωτήρα συμφιλίωνε την αιγυπτιακή θρησκεία με την θρησκεία των ελλήνων κυβερνητών– και στο ιερό του, «το πιο όμορφο κτίριο του τότε κόσμου», όπως εκτιμά η Νίξυ (σ. 76). Για να ακολουθήσει η περιγραφή των βανδαλισμών, του πλιάτσικου στα πολύτιμα αναθέματα και της αποτέφρωσης των βιβλίων που φυλάσσονταν εκεί. Ακόμα πιο δραματικά, δυο κεφάλαια παρακάτω, περιγράφεται η πράγματι φρικτή δολοφονία της φιλοσόφου και μαθηματικού Υπατίας από τον αφιονισμένο χριστιανικό όχλο, υπό τις διαταγές του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Κύριλλου (σ. 116-118).
Ενδιαμέσως, η συγγραφεύς επισημαίνει ότι: «Οι σύντομοι και σποραδικοί ρωμαϊκοί διωγμοί κατά των χριστιανών ωχριούν μπροστά σε αυτά που έκαναν οι χριστιανοί στους άλλους – για να μην αναφέρουμε και τους δικούς τους αιρετικούς» (σ. 88). Είναι αλήθεια ότι και άλλοι μελετητές έχουν επισημάνει πως μεγάλο μέρος των Χριστιανών που θανατώθηκαν σε διωγμούς οφειλόταν «στον ενεργό τους ζήλο να εκτεθούν σε μαρτύριο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, καθώς το βάπτισμα του αίματος θεωρούνταν διαβατήριο για τον παράδεισο»[9]. Αλλά εκείνο στο οποίο η Νίξυ επιμένει να δίνει κύρια έμφαση είναι η σκοτεινή πλευρά της χριστιανικής ιστορίας. Με πολύ περισσότερα θύματα ανθρώπων που θανατώθηκαν επειδή δεν έσπευσαν να γίνουν χριστιανοί και φιλοσόφων που βασανίστηκαν, εξορίστηκαν ή έκαψαν τις βιβλιοθήκες τους, για να μην εκτεθούν ως «παγανιστές» και κινδυνέψουν οι ζωές των ίδιων ή των οικογενειών τους.
Η συγγραφεύς δεν έχει άδικο ως προς τους αριθμούς. Σίγουρα, όμως, δεν είναι η πρώτη που αποκαλύπτει αυτά τα στοιχεία και μάλλον υπερβάλλει δηλώνοντας ότι «οι σελίδες της ιστορίας σιωπούν» για τις χριστιανικές αχρειότητες[10]. Η δε περιγραφή της μετατροπής μιας κλασικής αθηναϊκής βίλας σε χριστιανική κατοικία, στο τέλος του βιβλίου, αποκτά μυθοπλαστική χροιά, καθώς δεν προσδιορίζει ούτε πού ακριβώς ούτε πότε συνέβη αυτή η μετατροπή: «Οι θαυμάσια σκαλισμένες μορφές του Δία, του Απόλλωνα και του Πάνα καταστράφηκαν με το καλέμι (…) Το ψηφιδωτό δάπεδο της τραπεζαρίας δεν είχε καλύτερη τύχη. Το μεγάλο κεντρικό κομμάτι, που περιλάμβανε μια παγανιστική σκηνή, απομακρύνθηκε άτεχνα. Το υπέροχο άγαλμα της Αθηνάς έπαθε τα ίδια με το άγαλμα της Αθηνάς στην Παλμύρα. Την αποκεφάλισαν και στη συνέχεια, ως ύστατη ταπείνωση, την τοποθέτησαν μπρούμυτα σε μια γωνιά της αυλής, όπου χρησίμευε ως σκαλοπάτι. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η πλάτη της συνέχισε να φθείρεται, καθώς η θεά της σοφίας γινόταν σκόνη κάτω από τα πόδια των χριστιανικών γενεών. Ο θρίαμβος του χριστιανισμού είχε ολοκληρωθεί» (σ. 211).
Οι τελευταίες αράδες του βιβλίου δένουν με τις τελευταίες αράδες του προλόγου και η πολεμική ρητορική κλείνει κυκλικά. Αναμφίβολα, ο αθεϊσμός της Νίξυ δεν είναι «μελαγχολικός», είναι σαφώς «μαχητικός». Αλλά, πάλι, όταν καταγράφει κάποιος τέτοια ιστορικά επεισόδια, έστω με μια δημοσιογραφική ελαφρότητα, πώς μπορεί να μη φλερτάρει με ένα είδος φονταμενταλισμού;
Ουσιαστικά, μόλις ανοίξει το στόμα του να μιλήσει για ακρωτηριασμούς «παγανιστικών» αγαλμάτων και καταστροφές πολύτιμων περγαμηνών, με πραγματείες δωδεκαθεϊστών φιλοσόφων, ή για την αφέλεια αμέτρητων πιστών που, ακόμα και σήμερα, σπεύδουν να προσκυνήσουν τεμάχια από την γκαρνταρόμπα της Παναγίας, το σάβανο του Ιησού ή τα σεπτά υποδήματα νεοφανών Αγίων, ο μελαγχολικός άθεος γίνεται άρδην μαχητικός. Πολλώ μάλλον, αν θίξει τη ραθυμία του Υψίστου, με το να αφήσει να περάσουν τέσσερις-πέντε χιλιάδες χρόνια εξέλιξης του πολιτισμού πριν αποφασίσει να διασαφήσει την τριαδικότητα της υπόστασής του, ή αν κρίνει, απέναντι σε τόσες θηριωδίες που σημαδεύουν την ανθρώπινη ιστορία, πως ένα υπέρτατο ον δεν μπορεί να παραμένει και παντοδύναμο και πανάγαθο.
Είναι αλήθεια ότι η χριστιανική πίστη έχει εμπνεύσει εκπληκτικό κάλλος στη μουσική (ιδίως η προτεσταντική πίστη – π.χ. Μπαχ) ή στη ζωγραφική (ιδίως αυτή της αντιμεταρρύθμισης – π.χ. Βελάσκεθ) κι ότι η πίστη στη συντροφιά ενός καλοκάγαθου και αόρατου προστάτη εξακολουθεί να προσφέρει παρηγοριά (ιδίως σε γέρους και σε αρρώστους). Κι ακόμα, μπορεί κάποιος σημαντικός φιλόλογος, αλλά και θαυμαστής του Χάιντεγκερ, να αξιολογεί ως «απαράμιλλα ποιητική» τη γλώσσα της Βίβλου[11]. Ο χριστιανισμός, όμως, δεν εξαντλείται σε αυτά. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του στάθηκε μια συχνά βίαιη και μονίμως καταπιεστική ιδεολογία (Σταυροφορίες, Ιερά Εξέταση, εξαναγκασμός των γυναικών να γεννοβολούν και να μην δικαιούνται να διαζευχθούν). Με τον αόρατο προστάτη να ενδιαφέρεται όχι μόνο για την υγεία των πιστών του και τη μεταθανάτια τύχη τους, μα και για το πώς ντύνονται, τι τρώνε ή με ποιον κάνουν έρωτα, και με άφθονες απειλές φρικτής τιμωρίας για τις τυχόν λάθος συμπεριφορές.
Το ρεκόρ αθεϊστικής μαχητικότητας μπορεί να αποδοθεί στον Ντόκινς, με τις επιγραφές στα λονδρέζικα λεωφορεία (αν εξαιρέσουμε την ανατίναξη του καθεδρικού του Χριστού Σωτήρος στη Μόσχα το 1931, από τον Λαζάρ Καγκάνοβιτς και τον Στάλιν). Μια εφάμιλλη μαχητικότητα θα έγκειτο στο να αναρτά κανείς επιγραφές έξω από τους ναούς, με την επισήμανση: «Μην περιμένετε οι προσευχές σας να άρουν, για χάρη σας, τους νόμους της φύσης»! Αλλά αν παραμείνουμε σε επίπεδο κειμένων, η πρόζα της Νίξυ δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς τη μαχητικότητά της. Συνιστά μια θυελλώδη καταγγελία για την απώλεια ενός τεράστιου ποσοστού της αρχαίας γραμματείας και τις κακοποιήσεις ή τον αφανισμό αριστουργημάτων της αρχαιότητας από τον φανατισμό των πρώτων Χριστιανών.
Όπως η ίδια η Νίξυ ομολογεί στην Εισαγωγή του βιβλίου της (σ. xxix-xxx) είναι κόρη μιας πρώην μοναχής κι ενός πρώην μοναχού, με «πολύ θρησκευόμενη» παιδική ηλικία. Μοναχή είχε γίνει και η Κάρεν Άρμστρονγκ, πριν στραφεί σε μια ήπια αθεϊστική θρησκειολογία, ενώ και ο Κάρλχαϊντς Ντέσνερ ετοιμαζόταν, ως νέος, να γίνει μοναχός. Κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι άθεοι είχαν εξ απαλών ονύχων πάρει τη δόση τους από κηρύγματα για τις φλόγες της κόλασης. Με τον ίδιο τρόπο που και οι πιο μαχητικοί αντικομμουνιστές είχαν διατελέσει πιστοί του κομμουνισμού στα νιάτα τους. Κοντολογίς, ο «δρόμος προς τη Δαμασκό» είναι διπλής κατεύθυνσης.
[1] E. R. Dodds, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας, από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο, μτφρ. Κώστας Αντύπας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995, σ. 24.
[2] Κάρεν Άρμστρονγκ, Η καταγωγή της ιδέας του Θεού, οι μονοθεϊστικές θρησκείες και το μέλλον τους, μτφρ. Φώτης Τερζάκης, Φιλίστωρ 1996.
[3] Georges Minois, Histoire de l’athéisme, Fayard 1998.
[4] Richard Dawkins, Η περί Θεού αυταπάτη, μτφρ. Μαρία Γιατρουδάκη, Κάτοπτρο 2007.
[5] Κρίστοφερ Χίτσενς, Η Βίβλος του Άθεου, με τον λόγο κορυφαίων διανοητών, μτφρ. και επιμέλεια Άρης Μπερλής, Polaris, Αθήνα 2012, ενώ νωρίτερα, στο πνεύμα του βιβλίου του Ντόκινς, κυκλοφόρησε το Christopher Hitchens, Ο Θεός δεν είναι μεγάλος, μτφρ. Δέσποινα Ρισσάκη, επιμέλεια Άρης Μπερλής, Scripta, Αθήνα 2008.
[6] Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού. Ο γερμανός ερευνητής και συγγραφέας εξέδωσε το έργο του αυτό μεταξύ 1986 και 2013, δηλαδή στα τελευταία 27 χρόνια της 90χρονης ζωής του. Στα ελληνικά μεταφράστηκε με πολλή προχειρότητα από τις εκδόσεις Κάκτος, φτάνοντας ως τον 8ο τόμο, από τις αρχές του 2000 ως το 2015.
[7] Έμπερχαρντ Χορστ, Μέγας Κωνσταντίνος - Βιογραφία, μτφρ. Αλεξάνδρα Παύλου, Ωκεανίδα 2007, σ. 496.
[8] Karlheinz Deschner, ό.π., τόμος 1, χ.χ., σ. 362.
[9] G.E.M. De saint Croix, Ο χριστιανισμός και η Ρώμη, Διωγμοί, αιρέσεις και ήθη, συναγωγή κειμένων και πρόλογος Δημήτρης Ι. Κυρτάτας, μτφρ. Ιωάννα Κράλλη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2005, σ. 148-149.
[10] Έχουν προηγηθεί πολλοί που υπολόγισαν τα θύματα των διωγμών των Χριστιανών σε λιγότερα από 2.000 (συμπεριλαμβανομένου και του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού), ενώ οι διωγμοί Εθνικών, οι οποίοι ακολούθησαν, τα ξεπερνούν κατά πολύ. Μεταξύ αυτών των ερευνητών και η νεαρή ιστορικός Candida R. Moss, στο βιβλίο της: The Myth of Persecution: How Early Christians Invented a Story of Martyrdom, Harper Collins 2013, βιβλίο, μάλιστα, το οποίο η Νίξυ περιλαμβάνει στη βιβλιογραφία του δικού της.
[11] Ιδίως αν είναι ο Τζωρτζ Στάινερ. Πβ. Ένα μακρύ Σάββατο. Συζητήσεις με την Λωρ Αντλέρ, μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής, Δώμα 2022, σ. 85-86.