Antony Beevor, Russia: Revolution and Civil War 1917-1921, Weidenfeld and Nicolson, 2022, σελ. 576
Είχε φτιάξει ένα ιδεώδες ενάρετης δημοκρατίας όπου το άτομο δεν θα υπήρχε παρά για να υπηρετεί την Κοινωνία. (…) Το φάσμα του 1793 ξαναπρόβαλε και η λεπίδα της λαιμητόμου σείστηκε. Μη νιώθοντας πια αφέντη, η Γαλλία βάλθηκε να σκούζει από τρόμο, σαν τυφλός χωρίς μπαστούνι, σαν παιδάκι που έχασε την παραμάνα του.
Γουσταύος Φλωμπέρ, Η αισθηματική αγωγή (1869)
Καμιά χώρα δεν μπορεί να ξεφύγει από τα φαντάσματα του παρελθόντος της, λιγότερο από όλες η Ρωσία.
Ά. Μπίβορ (από τον επίλογο του βιβλίου)
Ένας νεαρός μάγος, σε παλιό ρωσικό παραμύθι, κομπάζει για την ικανότητά του να ξανακάνει νέο τον γηραιότερο άνδρα κάποιου χωριού. Μόνο που, για να του δώσει πάλι τα νιάτα του, πρέπει να τον κάψει. Τον καίει, λοιπόν, μα μετά διαπιστώνει πως του είναι αδύνατο να τον επαναφέρει στη ζωή. Κατά μία έννοια, το τελευταίο βιβλίο του βρετανού ιστορικού Άντονι Μπίβορ αποτελεί την ανατριχιαστικά λεπτομερή περιγραφή «πυρπόλησης» της τσαρικής Ρωσίας από τους μπολσεβίκους. Καλύπτει την περίοδο από τον Φεβρουάριο του 1917 μέχρι τον Μάρτιο του 1921 – δηλαδή από τον μαζικό ξεσηκωμό, που οδήγησε στην παραίτηση του τσάρου, μέχρι την πλήρη κατίσχυση των μπολσεβίκων του Λένιν, με την αποχώρηση των «Λευκών» από την Κριμαία και την υπό τις διαταγές του Τρότσκι εξόντωση των αντιτιθέμενων στην κομμουνιστική απολυταρχία ναυτών της Κροστάνδης. Τι ακολούθησε είναι γνωστό: ο γέρος του παραμυθιού εν ζωή μεν, αλλά με τα «εγκαύματα» να τον κάνουν πολύ πιο αποκρουστικό απ’ όσο τον έκανε το γήρας.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι καταλήγουν, πάντοτε, φρικωδέστεροι των άλλων. Δεν έχουν συγκεκριμένη γραμμή μετώπου, θίγουν τις ζωές όλων των πολιτών της χώρας και γεννούν πληγές που απαιτούν δεκαετίες ή ολόκληρες γενιές ώσπου να κλείσουν. Η επανάσταση του 1848 στη Γαλλία, την οποία έμμεσα σατιρίζει ο Φλωμπέρ στην Αισθηματική αγωγή, τερμάτισε την Ιουλιανή μοναρχία του 1830, για να φέρει όμως τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα Γ΄, ιδρυτή της Δεύτερης γαλλικής αυτοκρατορίας, και νέες εξεγέρσεις μετά τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870. Αλλά και στη μακρόβια δημοκρατία που ακολούθησε, επεισόδια όπως η υπόθεση Ντρέιφους αναζωπύρωναν αντιπαλότητες δημοκρατικών και υποστηρικτών του Παλαιού Καθεστώτος, μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην περίπτωση της Ρωσίας, πήρε πάνω από εβδομήντα χρόνια για να κλείσουν όπως έκλεισαν οι πληγές του 1917, με πειρατικές διαρπαγές των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Για να αναγεννηθεί, έτσι, η απολυταρχία του Πούτιν, φτιασιδωμένη με μέριμνες κοινωνικού κράτους[1], όπως στη Γαλλία με τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα.
Οι Γάλλοι, όμως, είχαν πίσω τους έναν 18ο αιώνα με Μοντεσκιέ, Ρουσσώ, Μιραμπό και πλήθος άλλους – ένα πνευματικό έρμα ικανό να στηρίξει ρεύματα μεταρρυθμίσεων, μετά την επαναστατική φλόγα. Στους Ρώσους, ο Διαφωτισμός δεν σήμανε ποτέ πολλά και το πνεύμα της ρομαντικής εξέγερσης του Πούσκιν ή εκείνο της χριστιανικής φιλευσπλαχνίας του Τολστόι δεν θα μπορούσαν να εδραιώσουν κάποια δημοκρατική πλειοψηφία. Σε μια χώρα, μάλιστα, στην οποία τα ποσοστά αναλφαβητισμού παρέμεναν ίδια από τον Μεσαίωνα και σε μια κοινωνία με άκρως μεσαιωνικές δομές, όπως η δουλοπαροικία και τα συμβούλια γερόντων στα χωριά (συμβούλια τα οποία ανέτως υποκατέστησαν τα σοβιέτ), ή όπως οι δημόσιες τιμωρίες με μαστιγώσεις και βασανιστικές θανατώσεις αγροτών, μετά από συχνές εξεγέρσεις και λεηλασίες[2].
Από τον 16ο αιώνα ήδη, οι επεκτατικοί πόλεμοι του Ιβάν του Τρομερού προς τα εδάφη της Λιθουανίας ή του Μπορίς Γκουντούνοφ προς τη Σουηδία είχαν κάνει τους βρετανούς γελοιογράφους να παραστήσουν τη Ρωσία σαν αρκούδα – εύσωμη, αδέξια και κτηνώδη. Το ότι οι Ρώσοι υιοθέτησαν αυτή την εικόνα, κάνοντάς την σύμβολο της χώρας τους (στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1980, ενδεικτικά), σίγουρα δεν δείχνει ροπή σε αυτοσαρκαστικό χιούμορ. Ο αυτοσαρκασμός προϋποθέτει συνείδηση των ανθρώπινων αδυναμιών, κι εκείνο που επικράτησε στον ρωσικό εμφύλιο ήταν η πιο ανηλεής απανθρωπιά.
Μολονότι απείρως αρμοδιότερος, ο Μπίβορ δεν προβαίνει σε ανάλογες αναδρομές και ιστορικές συγκρίσεις. Προσηλωμένος στο θέμα του, χωρίζει το βιβλίο σε τέσσερα μέρη –ένα για κάθε έτος: 1917, 1918, 1919, 1920– και με συστηματική τεκμηρίωση εκθέτει όσα συνέβαιναν, σχεδόν από μέρα σε μέρα, στα μέτωπα που άνοιγαν παντού. Παραθέματα από ημερολόγια διπλωματών (όπως ο βρετανός πρέσβης Τζορτζ Μπουκάναν) ή διάσημων στη συνέχεια καλλιτεχνών (όπως ο συγγραφέας Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, ο συνθέτης Σεργκέι Προκόφιεφ και άλλοι), προπαγανδιστικά κηρύγματα, στρατιωτικές αναφορές και καταγεγραμμένα επεισόδια από τις ζωές των ηγετών κάθε πλευράς[3], δεμένα με αφηγηματική δεξιότητα, καθιστούν την ανάγνωση ακόμα πιο συναρπαστική.
Μετά από ένα συντομότατο κεφάλαιο για τις συνθήκες στο εσωτερικό της Ρωσίας στη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου και τους ατυχέστατους χειρισμούς του τσάρου Νικόλαου Β΄, περνά αμέσως στην εξέγερση του Φεβρουαρίου 1917. Χάρη σε γελοίους επιτελάρχες σαν τον Αλεξάντρ Προτοποπόφ, ο οποίος αδυνατούσε να κατανοήσει τη διαφορά μεταξύ πολιτικών κομμάτων και ομάδων τρομοκρατών (!), η εξέγερση μετατρέπεται πάραυτα σε επανάσταση. Η περιβόητη «προλεταριακή επανάσταση του Οκτώβρη» ξεκινά εντέλει από αστούς της Πετρούπολης, μήνα Φεβρουάριο. Διαδηλώσεις για την ημέρα της γυναίκας –8 Μαρτίου στον υπόλοιπο κόσμο, 23 Φεβρουαρίου για το ρωσικό ημερολόγιο– γίνονται η κύρια αφορμή. Τις Ρωσίδες που ζητούν ίσα δικαιώματα πλαισιώνουν αμέσως φωνές που προσθέτουν το σύνθημα «Ψωμί». Οι διαδηλωτές κάθε λογής φτάνουν τις 40.000 και συνεχίζουν αυξανόμενοι. Κρίσιμο ρόλο στην παράταση των διαμαρτυριών, όπως και στον ριζικό κλονισμό των θεμελίων του καθεστώτος, παίζει η ανάμνηση της σφαγής του 1905[4], καθώς αυτή τη φορά, ενόσω οι 40.000 γίνονται 200.000, οι κοζάκοι της ανακτορικής φρουράς αρνούνται να ξιφουλκήσουν ενάντια στο πλήθος.
Ο Μπίβορ διεξέρχεται αδρομερώς την περίοδο των πρώτων συγκρούσεων: με αστυνομικούς να πυροβολούν τα πλήθη ή διαδηλωτές να λιντσάρουν απομονωμένους αστυνομικούς∙ την πάνδημη αποδοχή της παραίτησης του τσάρου, έως και από μέλη της αριστοκρατίας∙ τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης υπό τον πρίγκιπα Γκεόργκι Λβοφ∙ και την ανάδειξη Συντακτικής Συνέλευσης, η οποία ονομάστηκε Convention προς τιμήν της Εθνοσυνέλευσης στη Γαλλία του 1792, ώστε να εκπονηθεί σύνταγμα και να διενεργηθούν εκλογές. Επιδεικνύοντας τον φιλελευθερισμό της, η προσωρινή κυβέρνηση επέτρεψε την επιστροφή εξόριστων επαναστατών, μεταξύ των οποίων ο Τρότσκι από τις ΗΠΑ, μέσω Καναδά, και ο Λένιν από τη Ζυρίχη, μέσω Γερμανίας, Σουηδίας και Φινλανδίας, μετά από οκταήμερο ταξίδι με το περιλάλητο «κλειστό τρένο»[5].
Τον Ιανουάριο του 1917 ο Λένιν ομολογούσε πως δεν περίμενε να δει ρωσική επανάσταση διαρκούντος του βίου του. Τον Απρίλιο, δεχόταν ασμένως τη γερμανική βοήθεια για να γυρίσει στην Πετρούπολη. Οι υπερβολικές θέσεις του –κατάργηση αστυνομίας και στρατού, εθνικοποίηση γης και τραπεζών, αδερφοποίηση με τους γερμανούς στρατιώτες στα πολεμικά μέτωπα– έκαναν πολλούς στη Ρωσία να μην τον παίρνουν στα σοβαρά, ενώ ωθούσαν τους Γερμανούς να τον βοηθήσουν με κάθε μέσο. Στις εκλογές που έγιναν τελικά, οι μπολσεβίκοι του ήρθαν μακράν δεύτεροι (23,2%) ως προς τους σοσιαλεπαναστάτες του Βίκτορα Τσερνόφ (36,7%), με τους ουκρανούς σοσιαλεπαναστάτες τρίτους (12,6%) και πολλά άλλα κόμματα ή ομάδες αναρχικών σε μια μακρά σειρά παρακάτω.
Αυτό το πλήθος πολιτικών σχημάτων, κυρίως, έδωσε την «καύσιμη ύλη» για τον παρατεταμένο εμφύλιο και το υψηλότατο κόστος του σε ανθρώπινες ζωές (περί τα 12.000.000 υπολογίζει ο Μπίβορ). Η κομμουνιστική μυθολογία περιορίστηκε στη σύγκρουση Λευκών –αντεπαναστατών, οπαδών του τσάρου– και Κόκκινων – σοβιέτ οπλισμένων εργατών-αγροτών. Δεν ήταν καθόλου κάτι τέτοιο. Κι αυτό κάνει τόσο σημαντική τη συγκεκριμένη μελέτη, μετά από εκατοντάδες άλλα βιβλία για την «Επανάσταση του Οκτώβρη»[6].
Διανοητικά ρεύματα, κοινωνικές θεωρίες ή ιδεολογίες και οράματα που είχαν πλημμυρίσει τον 19ο αιώνα, σε συνδυασμό με τη συσσωρευμένη οργή, τις παλιές προκαταλήψεις, τις αφυπνίσεις εθνικισμών και τις ευκαιριακές συμμαχίες, έφεραν το χάος∙ το χάος έφερε την αποχαλίνωση της αγριότητας∙ και η αποχαλίνωση της αγριότητας έφερε στην εξουσία τους πιο αποφασισμένους να επικρατήσουν – τους μπολσεβίκους του Λένιν. Η κομμουνιστική ισότητα διέπρεψε σε ομαδικές σφαγές πρωτοφανούς βαρβαρότητας, τις οποίες μόνο η ναζιστική εισβολή, δυόμιση δεκαετίες μετά, κατάφερε να ξεπεράσει.
Συμβιβασμοί με Μενσεβίκους, Σοσιαλεπαναστάτες διαφόρων τάσεων ή Σοσιαλδημοκράτες διαφόρων εθνικοτήτων απορρίφθηκαν από τον Λένιν, πεπεισμένο για την ικανότητά του να κάνει την υφήλιο κομμουνιστική, όπως κι από τον Τρότσκι, ο οποίος εννοούσε να στείλει κάθε άλλη ομάδα «στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας». Ατυχώς, επικεφαλής της προσωρινής κυβέρνησης τον Ιούλιο του 1917 βρέθηκε ο σοσιαλιστής δικηγόρος Αλεξάντρ Κερένσκι, διαδεχόμενος τον Λβοφ, φιλελεύθερο αριστοκράτη από το Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα. Βλέποντας τον εαυτό του σαν Ναπολέοντα της ρωσικής επανάστασης, ο Κερένσκι έκανε κυβερνείο του τα χειμερινά ανάκτορα, κατοικία του το παλάτι του τσάρου Αλέξανδρου Γ΄ και φροντίδα του το να συνεχίσει η Ρωσία να μετέχει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ[7]. Δεν ήθελε όμως να δυσαρεστήσει τους μπολσεβίκους ή άλλους ακραίους αριστερούς, οι οποίοι κήρυτταν την άμεση επιστροφή των στρατιωτών στα σπίτια τους. Κάτι που, προφανώς, ήταν αδύνατο να συνδυαστεί. Φοβούμενος δεξιό πραξικόπημα από τον Λαβρ Κορνίλοβ, τον στρατηγό που προσπαθούσε να διαλύσει τους μπολσεβίκους για να μη διαλυθεί ο στρατός, διέταξε τη σύλληψη του στρατηγού και έτσι, σύντομα, υπέκυψε ο ίδιος στο πραξικόπημα του Λένιν.
Διαδίδοντας την ψευδή φήμη πως ο Κερένσκι ετοιμάζεται να παραδώσει την Πετρούπολη στους Γερμανούς, ώστε να καταστείλουν εκείνοι την επανάσταση, οι μπολσεβίκοι προέβησαν στην κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων. Ο Μπίβορ διεξέρχεται επίσης αδρομερώς την ήδη απομυθοποιημένη από άλλους ιστορικούς[8] εκδοχή αυτής της κατάληψης. Κατάληψης στην οποία η κομματική προπαγάνδα (με βιβλία όπως Οι δέκα μέρες του Τζον Ριντ, ταινίες όπως Ο Οκτώβρης του Αϊζενστάιν ή πίνακες σαν τον Μπολσεβίκο του Μπόρις Κουστοντίεβ[9]) προσέδωσε μεγέθη άφατου λαϊκού ηρωισμού και αυτοθυσίας. Ήταν περισσότερο μια λεηλασία κι ένα ατέλειωτο μεθοκόπημα στις τσαρικές κάβες. Με αξιωματούχους των σοβιέτ να πυρπολούν ή να ανατινάζουν χιλιάδες μπουκάλια κρασιών, για να εξαναγκάσουν τους αγωνιστές να επιστρέψουν στον αγώνα. Ο σφετερισμός της εξουσίας ολοκληρώθηκε με τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης και την υποκατάστασή της από το Συνέδριο των Σοβιέτ, όπου οι οπαδοί του Λένιν ήταν κυρίαρχοι.
Καίτοι στενός φίλος του Λένιν (πολύ πριν εξαγοραστεί από τον Στάλιν, στη δική του περίοδο), ο Μαξίμ Γκόρκυ προειδοποιούσε αμέσως μετά το μπολσεβίκικο πραξικόπημα: «Η εργατική τάξη πρέπει να γνωρίζει ότι δεν γίνονται θαύματα στην πραγματική ζωή κι άρα να περιμένει πείνα, αναρχία και αιματηρές αντιδράσεις. Εκεί οδηγείται το προλεταριάτο από τον ηγέτη του. Ο Λένιν δεν είναι παντοδύναμος μάγος αλλά ψυχρόαιμος κατεργάρης, που δεν σέβεται ούτε την τιμή ούτε τις ζωές των προλεταρίων» (σ. 103, τα πλάγια δικά μου). Η τόλμη του Γκόρκυ, να δημοσιοποιήσει αυτές του τις θέσεις, είναι αξιοθαύμαστη∙ όχι όμως και η διορατικότητά του. Το πού όδευαν οι εξελίξεις ήταν ολοφάνερο.
Έλλειψη ψωμιού στις πόλεις, βιομηχανία και συγκοινωνίες σε παράλυση, ενώ στα πολεμικά μέτωπα άλλα στρατεύματα λιποτακτούσαν μαζικά και άλλα συνέχιζαν να μάχονται, εγείροντας όμως την απαίτηση να εγκρίνεται από επιτροπές στρατιωτών η κάθε διαταγή στρατηγού, προτού εκτελεστεί! Κάτι που δεν μπορεί να είναι πολύ αποδοτικό την ώρα της μάχης. Επιπλέον, συνθήματα όπως «Κάτω η προσωρινή κυβέρνηση» ή «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ», τα οποία προωθούσαν οι ενισχυμένες από γερμανικό χρήμα εφημερίδες των κομμουνιστών, εξάλειφαν κάθε ενδεχόμενο παραμονής της Ρωσίας στον πόλεμο. Όσοι, με πατριωτικά κίνητρα και στηριγμένοι από Γάλλους και Βρετανούς (ιδιαίτερα από τον Τσόρτσιλ, υπουργό Εξοπλισμών υπό την κυβέρνηση Λόυντ Τζορτζ), ήθελαν να κρατήσουν ανοιχτά τα πολεμικά μέτωπα, θεωρούνταν «αντεπαναστάτες» και βάλλονταν από δύο πλευρές. Η επαίσχυντη για τις παραχωρήσεις εδαφών της τσαρικής Ρωσίας συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ, τον Μάρτιο του 1918, τερμάτισε οριστικά τη ρωσική συμμετοχή στον πόλεμο[10], ενώ η τελείως γκανγκστερική εκτέλεση της οικογένειας Ρομανόφ, τον Ιούλιο του 1918, διέγραψε κάθε προοπτική παλινόρθωσης[11]. (Καίτοι η εκτέλεση κρατήθηκε επί χρόνια κρυφή, με επίσημη εκδοχή τη θανάτωση του Νικόλαου Β΄, μόνο).
Στο τέλος του 1917, η «παιδοκτονία της δημοκρατίας», όπως χαρακτηρίζει ο Μπίβορ την κατάληξη της επανάστασης του Φεβρουαρίου, είχε συντελεστεί. Πραγματιστής, παρά τη βεβαιότητα ότι με «σπίθα» το πραξικόπημά του η παγκόσμια επανάσταση βρίσκεται προ των πυλών, ο Λένιν στρεφόταν πλέον, από τις αρχές του 1918, στην πολιτική του «πολεμικού κομμουνισμού». Ήταν πόλεμος, πρωτίστως, κι ελάχιστα ό,τι θα καταλάβαινε κανείς σαν «κομμουνισμό»[12]. Η απαίτηση για τις διαταγές των στρατηγών, να ισχύουν μόνο μετά από έγκριση επιτροπών των στρατιωτών, έπαψε να εγείρεται απέναντι σε διαταγές των «κομισαρίων του λαού».
Η μετονομασία του κόμματος των μπολσεβίκων σε «Κομμουνιστικό Κόμμα» εξαφάνισε τη δυνατότητα να γίνει ανεκτό οποιοδήποτε άλλο πολιτικό σχήμα. Είτε θα ήταν ένα το κόμμα είτε το προλεταριάτο θα παρέμενε έκθετο στον πολυκομματισμό και, από εκεί, στην καπιταλιστική εκμετάλλευση. «Το επαναστατημένο προλεταριάτο είναι απείρως ισχυρότερο στην εξωκοινοβουλευτική πάλη απ’ όσο είναι στην κοινοβουλευτική», έγραφε ο Λένιν, βλέποντας κάθε βανδαλισμό ή καταστροφή σαν «πράξη αναγέννησης ολόκληρου του κοινωνικού σώματος» (σ. 117-118). Έθεσε εκτός νόμου οποιοδήποτε αντίπαλο έντυπο, αποκαλούσε τους αστούς διανοούμενους «ψείρες», «ψύλλους», «σκουλήκια» ή «παράσιτα» (χαρακτηρισμούς που δυο δεκαετίες αργότερα επαναλάμβαναν οι Ναζί για τους Εβραίους) κι εξαπέλυσε την «ερυθρή τρομοκρατία». Η Τσεκά –Επιτροπή Έκτακτης Ανάγκης, του διαβόητου Φέλιξ Ντζερζίνσκυ– είχε πλέον την άδεια να βασανίζει και να εκτελεί «αντεπαναστάτες» χωρίς δίκη[13].
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της μελέτης του Μπίβορ αρχίζει, όπως ήδη τόνισα, από εκεί και μετά. Από τις συγκρούσεις που διασπείρονται στην τεράστια χώρα μετά την άνοιξη του 1918. Είναι η μεθοδικότερη μέχρι στιγμής προσπάθεια να καταγραφεί όλη η σειρά συγκρούσεων στα χρόνια του ρωσικού εμφυλίου. Επιμέρους χάρτες, από τη Ρίγα και το Ταρτού μέχρι το Βλαδιβοστόκ κι από το λιμάνι του Αρχάγγελσκ μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και την Κασπία, παρουσιάζουν τα κατά καιρούς μέτωπα, ενώ καλοδιαλεγμένες φωτογραφίες ηγετών κάθε πλευράς –Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν, Τουχατσέφσκι, στρατηγού Ντενίκιν, στρατηγού Βράνγκελ, ναυάρχου Κόλτσακ, ιδρυτή ενός αντικομμουνιστικού καθεστώτος στη Σιβηρία, ή του αναρχοκομμουνιστή «αταμάνου» Νέστορα Μαχνό, επικεφαλής ενός στρατού ουκρανών χωρικών που συγκρούονταν εναλλάξ με όλες τις προηγούμενες ομάδες– κάνουν πιο ανάγλυφες τις περιγραφές των συγκρούσεων. Συγκρούσεων που περιλάμβαναν επίσης στρατεύματα Βρετανών, Τσεχοσλοβάκων, Ζουάβων από τις γαλλικές αποικίες, ακόμα κι Ελλήνων, σταλμένων να ενισχύσουν την παραμονή της Ρωσίας στη συμμαχία της Αντάντ και στον πόλεμο. Για να βρεθούν εν συνεχεία, όλοι αυτοί, να πολεμούν άλλοτε ενάντια σε ντόπιες ομάδες και άλλοτε στο πλάι τους.
Μπόρις Κουστοντίεφ, Ο Μπολσεβίκος, 1920, Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα.
Περιστατικά Λευκών που έμπαιναν σ’ ένα χωριό με κόκκινες σημαίες κι έπειτα εκτελούσαν, ως φιλο-μπολσεβίκους, όποιους αγρότες καλωσόριζαν τους «συντρόφους», δείχνουν την περιττή δίψα αιματοχυσίας. Ανάλογα φέρονταν και οι Κόκκινοι. Με εκτελέσεις που, όταν δεν διέθεταν τον «ανθρωπισμό» μιας σφαίρας στον σβέρκο, εξοικονομούσαν πυρομαχικά με το να σπάζουν τα άκρα των θυμάτων και να τα πετούν σε παγωμένα νερά ή να τα γδύνουν τελείως, να τα καταβρέχουν και να τ’ αφήνουν σε θερμοκρασίες δεκάδων βαθμών υπό το μηδέν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, οι φρικαλεότητες μοιάζουν να βγαίνουν από τη φαντασία του μαρκήσιου ντε Σαντ περισσότερο, παρά από τεκμηριωμένη ιστορία (βλ. σ. 34, 221, 490-494).
Η επικράτηση των μπολσεβίκων οφείλει τόσα στον αδίστακτο οπορτουνισμό του Λένιν και τις στρατιωτικές πανουργίες του Τρότσκι, όσα στη folie des grandeurs του Κερένσκι και την αμφιθυμία Βρετανών κι Αμερικανών. Ο Λόυντ Τζορτζ αγνόησε τις εκκλήσεις του Τσόρτσιλ να στείλει περισσότερα στρατεύματα και τανκς στη Ρωσία, φοβούμενος ότι ένας ανοιχτός πόλεμος στον μπολσεβικισμό θα τον έκανε πιο ισχυρό, ενώ θα τον διέδιδε και στην ίδια την Αγγλία. Ο δε πρόεδρος των ΗΠΑ, Γούντροου Ουίλσον, θεωρούσε πως οι Ρομανόφ έπαθαν ό,τι τους άξιζε και διατήρησε μέχρι το τέλος επαμφοτερίζουσα διάθεση, ως προς το να πολεμήσει τους μπολσεβίκους ή να αναγνωρίσει την εξουσία τους.
Από τις αρχές του 1920, άλλωστε, η κατάληξη του εμφυλίου είχε κριθεί. Η πτώση της Οδησσού, στην οποία οι υπό τον στρατηγό Ντενίκιν δυνάμεις των Λευκών πέρασαν μέρες παρακμιακών απολαύσεων πριν την πανικόβλητη επιβίβασή τους στα πλοία, είναι χαρακτηριστική. Εγκατέλειψαν τους πάντες στο έλεος των Κόκκινων, με αποτέλεσμα να εκτελεστούν ακόμα και οι βαρκάρηδες που βοήθησαν τις επιβιβάσεις. Στο μεταξύ, ο νεαρός στρατηγός Μιχαήλ Τουχατσέφσκι κατάφερνε να καταστείλει κάθε αντίσταση στη Σιβηρία κι αποκτούσε την προσωνυμία «Κόκκινος Ναπολέων». Ιδίως μετά και τη νίκη του στον πόλεμο με τους Πολωνούς, οι οποίοι είχαν φτάσει στο Κίεβο τον Ιούνιο του 1920, αλλά τον Αύγουστο αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μέχρι τη Βαρσοβία. Φιλοδοξώντας να κατακτήσει ολόκληρη την Πολωνία, ο Στάλιν απέδωσε στον Τουχατσέφσκι την ήττα στις πύλες της πολωνικής πρωτεύουσας. Μετά και την άτακτη αποχώρηση του στρατηγού Βράνγκελ από την Κριμαία, πάντως, οι μπολσεβίκοι είχαν θριαμβεύσει.
Μπορεί τα σύνορα της ΕΣΣΔ, στις αρχές του 1921, να μην περιλάμβαναν την Πολωνία, τις Βαλτικές χώρες ή το «μεγάλο δουκάτο της Φινλανδίας», που η τσαρική αυτοκρατορία περιλάμβανε το 1914, αλλά οι παραχωρήσεις της συνθήκης Μπρεστ-Λιτόφσκ είχαν ουσιαστικά ακυρωθεί. Με το δίκιο του, ο κομμουνιστής συγγραφέας Ισαάκ Μπάμπελ μπορούσε να γράφει για τους ερυθροφρουρούς ότι «σμιλεύουν το περίγραμμα των μελλοντικών αιώνων με το σφυρί της ιστορίας» (σ. 430).
Την πλήρη εδραίωση της κομμουνιστικής εξουσίας επισφραγίζει μια μάχη η οποία είναι, ταυτόχρονα, πρελούδιο του καθεστώς που θα επικρατήσει στη Ρωσία ως ΕΣΣΔ, πλέον. Πρόκειται για την εξόντωση των ναυτών της Κροστάνδης, από τον Τουχατσέφσκι και πάλι, τον Μάρτιο του 1921. Σε αυτούς τους ναύτες χρωστούσε η επανάσταση τις πρώτες, κρίσιμες, επιτυχίες της. Απέρριψαν όμως το πρόγραμμα των κολχόζ κι αμέσως τους αποδόθηκε η κατηγορία ότι υποκινούνταν από τον «λευκό» στρατηγό Κοζλόφσκι, «πράκτορα των γάλλων καπιταλιστών». Κατά τον Μπίβορ, ο Κοζλόφσκι είχε αποσταλεί στην Κροστάνδη από τον ίδιο τον Τρότσκι, αλλά απέτυχε να μεταπείσει τους δύστροπους ναύτες (σ. 496-97). Η εποποιία του ολοκληρωτισμού, με κάθε μη απολύτως υποταγμένο άτομο να χρίζεται πράκτορας των καπιταλιστών, είχε ξεκινήσει. Θα κορυφωνόταν στις δίκες της Μόσχας, το 1936-38. Θα διαρκούσε, όμως, μέχρι και την μακρά περίοδο Μπρέζνιεφ.
«Όσοι από τους φορείς της επαναστατικής κίνησης επιβιώνουν», έλεγε από το 1880 ο Γιάκομπ Μπούρκχαρτ στα περίφημα Μαθήματά του για την ιστορία, «έχουν ήδη εκμαυλισθεί εσωτερικά, ζητώντας πλέον είτε να σώσουν απλά και μόνο τη ζωή τους είτε να την απολαύσουν. Δεδομένου ότι στο ικρίωμα ανεβαίνουν πρώτοι οι κατ’ εξοχήν εκπρόσωποι κάθε σταδίου μιας κρίσης, οι κραταιές προσωπικότητες έχουν χαθεί. Απομένουν οι επίγονοι, κατώτεροι από πάσης απόψεως»[14]. Τα δείγματα χαλάρωσης μετά τη «μυστική ομιλία» του Χρουστσόφ, το 1956, δεν προκάλεσαν καμιά τομή και η μόνη σοβαρή προσπάθεια εκδημοκρατισμού το 1989 –αυτή του Γκορμπατσόφ– έφερε τη σύγχυση και την πουτινική απολυταρχία.
Μιαν αίσθηση «τραγικής ειρωνείας» ή «ποιητικής δικαιοσύνης» γεννά το ότι θύματα του ολοκληρωτισμού έπεσαν άπαντες οι πρωταγωνιστές στην εδραίωσή του. Πρώτος ο Τρότσκι, με την εξόρισή του το 1928, και σχεδόν όλο το Πολιτικό Γραφείο του Λένιν στις δίκες του 1936-38. Μαζί και ο «κόκκινος Ναπολέων» Τουχατσέφσκι, εκτελεσμένος ως πράκτορας των Γερμανών το 1937, αλλά και ο κατηγορούμενος για τροτσκισμό Ισαάκ Μπάμπελ το 1940, την ίδια χρονιά με την εντεταλμένη δολοφονία του Τρότσκι στο Μεξικό.
Όπως πολύ πριν το 1917 δήλωνε ο Τρότσκι: «Η επανάσταση δεν θα έρθει ποτέ στη Ρωσία, αν ο λαός της δεν απαλλαγεί από τη λατρεία των εικόνων κι από τις κατσαρίδες». Η βιομηχανική εξέλιξη έφερε, συν τω χρόνω, την απαλλαγή από τις κατσαρίδες. Δεν ίσχυσε το ίδιο για τη λατρεία του μεγάλου ηγέτη και της κραταιής αυτοκρατορίας – τσαρικής, σοβιετικής ή πουτινικής, αδιακρίτως. Κι όπως σχολίαζε στο τελευταίο του μυθιστόρημα ο Βασίλι Γκρόσμαν[15]: «Στη διάρκεια των χιλίων χρόνων της ιστορίας της, η Ρωσία είχε δει πολλά σπουδαία πράγματα. Στη σοβιετική περίοδο είδε παγκόσμιες στρατιωτικές νίκες, απέραντα εργοτάξια (…) φράγματα στο Δνείπερο και τον Βόλγα, επιβλητικά τρακτέρ και ουρανοξύστες. Μόνο ένα πράγμα δεν έχει δει η Ρωσία στη διάρκεια αυτής της χιλιετίας: ελευθερία».
[1] Βλ. το εξαιρετικό, παρά τη συντομία του, βιβλίο του Mark Galeotti, Μικρή ιστορία της Ρωσίας. Από τον παγανισμό στον Πούτιν, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκης 2022 (ιδίως σσ. 242-251).
[2] Βλ. Richard J. Evans, Η επιδίωξη της ισχύος, Ευρώπη 1815-1914, μτφρ. Ελένη Αστερίου, Αλεξάνδρεια 2018 (το κεφάλαιο για τις «αγροτικές εξεγέρσεις», σ. 118-119).
[3] Όπως το ξέσπασμα ενός μεθυσμένου Ντζερζίνσκυ την πρωτοχρονιά του 1919, ο οποίος ζητούσε από τον Λένιν και τον Ζινόβιεφ να τον σκοτώσουν γιατί είχε χύσει «πάρα πολύ αίμα» (σ. 279).
[4] Ειδικά γι’ αυτή τη σφαγή, βλ. το παλιό βιβλίο του Sidney Hardcave, First Blood; the Russian Revolution of 1905, The Macmillan Cο, 1964.
[5] Συνοδευόμενος από σύζυγο, ερωμένη (Ναντέντζα Κρούπσκαγια και ηθοποιό Ινέσσα Αρμάν) και μερικούς πιστούς συντρόφους – Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, Καρλ Ράντεκ και Γιάκοβ Φύρστενμπεργκ, τον υπεύθυνο για την αξιοποίηση της γερμανικής οικονομικής βοήθειας. Βλ. την πληρέστερη ως τώρα μελέτη γι’ αυτό το ταξίδι, από την Catherine Merridale, Lenin on the train, Penguin Books, 2016.
[6] Με κορυφαίο ανάμεσά τους, κατά τη γνώμη μου, του Orlando Figes, A People’s Tragedy. The Russian Revolution, 1891-1924, Pimlico 1997.
[7] «Εγκάρδια Συνεννόηση» (Entente Cordiale), η συμμαχία Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας, η οποία περιέλαβε τη Ρωσική αυτοκρατορία και πολλές ακόμα χώρες, όπως και η Ελλάδα, μετά το ξέσπασμα του Παγκοσμίου Πολέμου.
[8] Π.χ. η Helen Rappaport στο εξαιρετικό Caught in the Revolution, Windmill Books 2016.
[9] Και μια θρυλική θεατρική αναπαράσταση της «κατάληψης», σκηνοθετημένη από τον συμβολιστή σκηνοθέτη Νικολάι Εβρέινοφ στην τρίτη επέτειο, 7 Νοεμβρίου 1920, με οκτώ χιλιάδες κομπάρσους απέναντι σ’ ένα πλήθος εκατό χιλιάδων θεατών.
[10] Χωρίς, τελικά, να ευνοήσει τη Γερμανία το κλείσιμο του ανατολικού μετώπου. Άφησε όμως στους γερμανούς εθνικιστές, όπως επισημαίνει ο Μπίβορ, «την ιδέα ότι η ευρωπαϊκή Ρωσία και η Ουκρανία μπορούσαν να αποτελέσουν αποικιακές κτήσεις τους στον επόμενο πόλεμο» (σ. 150).
[11] Βλ. Robert Service, Ο τελευταίος τσάρος, ο Νικόλαος Β΄ και η ρωσική επανάσταση, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκης 2019.
[12] Συμπληρωματικά, γι’ αυτή την περίοδο, βλ. E.H. Carr, Μικρή ιστορία της ρωσικής επανάστασης, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Πατάκης 2017, σσ. 58-64.
[13] Σε 280.000 υπολογίζονται τα θύματά της, μεταξύ 1918-1922, στις επιχειρήσεις κατά εξεγερμένων χωρικών, καθώς αμέσως μετά την απόπειρα δολοφονίας του Λένιν από την αναρχική Φάνυ Καπλάν, στις 30 Αυγούστου 1918, η επίσημη παρότρυνση ήταν: «Για το αίμα του Λένιν ας τρέξουν ποταμοί αίματος – όσο το δυνατό περισσότερο αίμα». Βλ. Steve A. Smith, Η ρωσική επανάσταση, μια σύντομη εισαγωγή, μτφρ. Γιάννης Αβραμίδης, Θύραθεν 2015, σσ. 86-87.
[14] Γιάκομπ Μπούρκχαρτ, Σκέψεις για την ιστορία, μτφρ. Θεόδωρος Λουπασάκης, Printa 2004, σ. 228.
[15] Βασίλι Γκρόσμαν, Τα πάντα ρει, μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, Γκοβόστης 2016, σ. 60-61.