Στην Ελλάδα προβάλλεται και εφαρμόζεται μία αντίληψη περί «δημόσιας διαβούλευσης» που αποτελεί εγχώρια ιδιομορφία. Η εκάστοτε κυβέρνηση αναρτά στο διαδίκτυο ένα προς ψήφιση νομοσχέδιο, το οποίο οι ενδιαφερόμενοι πολίτες μπορούν να σχολιάσουν κατά το δοκούν, χωρίς, ωστόσο, οι ιθύνοντες να δεσμεύονται να απαντήσουν στις παρατηρήσεις που κατατίθενται, πόσο μάλλον να ενσωματώσουν στο νομοσχέδιο κάποιες από αυτές. Ωστόσο, από την οπτική γωνία όσων ασχολούνται με τη θεωρία και την πρακτική της δημόσιας διαβούλευσης, το μόνο που επιτυγχάνεται με αυτή την τακτική είναι να παρέχεται στους πολίτες η δυνατότητα να ασκούν το ούτως ή άλλως συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά τους να τοποθετούνται δημόσια για ένα κοινού ενδιαφέροντος ζήτημα. Η διαβούλευση, όμως, είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο και ουσιαστικό από το να εκφράζει κανείς ελεύθερα τις απόψεις του. Περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο την επί ίσοις όροις ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ μιας ομάδας ανθρώπων, η οποία αποσκοπεί στο να καταλήξει σε μια απόφαση για ένα πρακτικό πρόβλημα που την απασχολεί. Όπως το έθεσε μία από τις πλέον επιφανείς εκπροσώπους αυτού του ερευνητικού πεδίου, η διαβούλευση στη δημόσια σφαίρα ισοδυναμεί με μια μορφή «αμοιβαίας επικοινωνίας που περιλαμβάνει τη στάθμιση και τον στοχασμό σε σχέση με προτιμήσεις, αξίες και συμφέροντα που αφορούν ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος».[1] Με αυτή την έννοια, η διαβούλευση διαφοροποιείται από μια απλή κατάθεση αντιτιθέμενων επιχειρημάτων, σαν και αυτή που παρατηρείται συχνά σε ένα φιλοσοφικό σεμινάριο όπου οι συμμετέχοντες υπερασπίζονται αμετάπειστοι τις θέσεις τους, από την εκατέρωθεν εκτόξευση διαξιφισμών και κατηγοριών που ενίοτε παρακολουθούμε στις κοινοβουλευτικές αίθουσες, από μια εκλογική διαδικασία κατά την οποία απλώς καταμετρούνται οι ψήφοι, καθώς και από μια ανισοβαρή συνάντηση μετά το πέρας της οποίας η ισχυρή πλευρά έχει επιβάλει τη βούλησή της στην άλλη που αδυνατούσε να αντιδράσει.
Από τη δεκαετία του 1990 διεξάγεται μια ευρεία διεπιστημονική συζήτηση σχετικά με τους κανόνες διεξαγωγής, την ευρύτερη δικαιολόγηση, τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και τις ενδεχόμενες αδυναμίες της δημόσιας διαβούλευσης. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι παράλληλα διεξάγονται ποικίλων ειδών διαβουλευτικές συνελεύσεις πολιτών σε πολλές περιοχές του κόσμου, οι οποίες, αφενός, αξιοποιούν το θεωρητικό έργο που έχει παραχθεί και, αφετέρου, ανατροφοδοτούν τις σχετικές συζητήσεις με πολύτιμο εμπειρικό υλικό. Το αυξημένο πρακτικό και θεωρητικό ενδιαφέρον για όλες αυτές τις διαβουλευτικές διαδικασίες δεν είναι τυχαίο. Επικρατεί η αντίληψη ότι η συστηματική και προσεκτικά σχεδιασμένη εφαρμογή αυτών των διαδικασιών στη δημόσια σφαίρα μπορεί να συμβάλλει υπό προϋποθέσεις στην προσέγγιση του ιδεώδους της διαβουλευτικής δημοκρατίας, το οποίο περιγράφεται ως μια μορφή διακυβέρνησης σύμφωνα με την οποία «οι άνθρωποι θα συνέρχονται με όρους ισοτιμίας και αμοιβαίου σεβασμού προκειμένου να συζητούν τα πολιτικά ζητήματα που τους απασχολούν και να λαμβάνουν, βασιζόμενοι σε αυτές τις συζητήσεις, αποφάσεις για τις πολιτικές που επηρεάζουν τις ζωές τους».[2] Το ιδεώδες αυτό μπορεί να ενσωματωθεί στο θεμελιακό ιδεώδες της λαϊκής κυριαρχίας[3], –το οποίο αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία ως το πολιτικό σύστημα όπου όλοι οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά και ουσιαστικά στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων ως ισάξια και πλήρη μέλη μιας αυτοδιοικούμενης συλλογικότητας–, με τον ακόλουθο τρόπο: η ενεργός και ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων και την υπό θεσμοθετημένους κανόνες μεταξύ τους διαβούλευση.[4]
Στην πράξη η δημόσια διαβούλευση φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικά όταν διεξάγεται από μικροκοινά (mini-publics), δηλαδή από μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες ανθρώπων που δεν μπορούν να θεωρηθούν ομοϊδεάτες ή ειδικοί (με μια τεχνική σημασία του όρου) και συνειδητοποιούν ότι τους δίνεται μια ευκαιρία να έχουν λόγο για ένα σημαίνον ζήτημα, την οποία δεν διέθεταν προηγουμένως. Έχει υποστηριχθεί ότι «υπό τις κατάλληλες συνθήκες, στο σωστό πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον, τα μικροκοινά, όταν θεωρούνται υποδείγματα πολιτικής συλλογιστικής (...), διαθέτουν τη δυνατότητα να μεταμορφώσουν μακροπρόθεσμα τη μαζική δημόσια διαβούλευση» παρέχοντας στους πολίτες βάσιμα επιχειρήματα και οξύνοντας την κρίση και την ικανότητά τους να αναζητούν την αλήθεια.[5] Για να αναδειχθούν οι δυνατότητες αναβάθμισης της ποιότητας της δημοκρατίας από πλευράς διαβουλευτικών μικροκοινών σε διαφορετικά επίπεδα εξουσιαστικής δικαιοδοσίας (ξεκινώντας από το στενότερο και προχωρώντας στο πλέον διευρυμένο) θα επιχειρήσουμε μια βασική τριμερή ταξινόμησή τους χρησιμοποιώντας τόσο υπαρκτά παραδείγματα συνελεύσεων όσο και καταγεγραμμένες προτάσεις που δεν έτυχε μέχρι στιγμής να εφαρμοστούν.
1. Διαβουλευτικά μικροκοινά όπου το σύνολο των συμμετεχόντων συνιστά μια σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αυτοδιοικούμενη συλλογικότητα. Πρόκειται για την πλέον γνωστή και διαδεδομένη μορφή μικροκοινού, η οποία, ωστόσο, μπορεί πάντα να εφαρμοστεί σε καινούργια πεδία. Το ερώτημα που τίθεται εδώ αφορά τον τρόπο που πρέπει να λαμβάνονται οι αποφάσεις σε μια μικρού μεγέθους αυτοδιοικούμενη συλλογικότητα, τα μέλη της οποίας έχουν τη δυνατότητα να συμβάλλουν αυτοπροσώπως στην επίλυση των κοινών ζητημάτων. Η απάντηση που δίνεται από τη θεωρία της διαβουλευτικής δημοκρατίας είναι ότι οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται ύστερα από διαβούλευση μεταξύ των μελών κατά την οποία θα υπάρχει ανταλλαγή επιχειρημάτων υπό συνθήκες ισοτιμίας. Εξυπακούεται ότι οι τελικές αποφάσεις είναι δεσμευτικές για όλα τα μέλη της συλλογικότητας που επιθυμούν να παραμείνουν μέλη της.
Ας δούμε τον τρόπο λειτουργίας ενός πρωτοποριακού διαβουλευτικού μικροκοινού αυτού του είδους. Κατά την περίοδο 2018-2020 λειτούργησε με πρωτοβουλία του κοινωνικού επιστήμονα Θεοδόση Συκά στο 1ο Πρότυπο Λύκειο της Θεσσαλονίκης η «Κοινότητα Δημοκρατίας και Ευθύνης» (ΚΔΕ).[6] Επρόκειτο για μια διαβουλευτική συνέλευση στην οποία έλαβαν μέρος όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες του Λυκείου, καθώς και τα μέλη του συλλόγου των καθηγητών με όρους απόλυτης πολιτικής ισοτιμίας (ισηγορία, ένα άτομο μία ψήφος). Σκοπός της ήταν να συζητά, να βελτιώνει και να θέτει σε ψηφοφορία συγκεκριμένες προτάσεις που ετοίμαζαν μέλη των μαθητικών συμβουλίων (οι Ομάδες Αρμοδιοτήτων) και αφορούσαν προβλήματα που απασχολούσαν τη σχολική κοινότητα και μπορούσαν να επιλυθούν εντός αυτής. Καθώς τα ζητήματα αυτά ήταν οικεία σε όλες και όλους δεν ήταν απαραίτητη η ενημέρωση από ειδικούς, όπως συμβαίνει με άλλες διαβουλευτικές συνελεύσεις. Το μόνο που φρόντιζαν οι οργανωτές ήταν να μην ληφθεί κάποια απόφαση για ζητήματα τα οποία ρυθμίζονταν από το Υπουργείο και τις εκπαιδευτικές αρχές. Οι συζητήσεις που διεξήχθησαν ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητικές, τα επιχειρήματα που ακούστηκαν ήταν συνήθως ιδιαίτερα προσεγμένα, οι ομιλητές σεβάστηκαν ευλαβικά τις αρχές τις ευπρέπειας και το όλο εγχείρημα συνέβαλε στη βελτίωση του κοινωνικο-ηθικού κλίματος της συγκεκριμένης σχολικής κοινότητας. Βέβαια, η ΚΔΕ δεν είχε και πάρα πολλά θέματα να συζητήσει, εξαιτίας της συγκεντρωτισμού του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά, παρ’ όλα αυτά, έλαβε ενδιαφέρουσες και λελογισμένες αποφάσεις, για ζητήματα που συχνά προκαλούν εντάσεις στις σχολικές κοινότητες και επιλύονται με αυταρχικό τρόπο, όπως σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής της πρωινής προσευχής, την καθυστερημένη προσέλευση των μαθητών, τον τρόπο ένδυσής τους κ.ά.
2. Διαβουλευτικά μικροκοινά όπου το σύνολο των συμμετεχόντων αποτελεί ένα μικρό αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας ευρύτερης αυτοδιοικούμενης συλλογικότητας και οι προτάσεις των οποίων θα πρέπει να εγκρίνονται ή να απορρίπτονται από τα ίδια τα μέλη της ευρύτερης συλλογικότητας ή τους αιρετούς αντιπροσώπους της. Τα μικροκοινά αυτά μπορούν να λειτουργούν τουλάχιστον σε τέσσερα διαφορετικά επίπεδα εξουσιαστικής δικαιοδοσίας.
α. Υποεθνικό επίπεδο: Στη Θεσσαλονίκη εδώ και κάποιον καιρό διεξάγεται μια οξεία αντιπαράθεση σχετικά με τον τρόπο αξιοποίησης των σημαντικών αρχαιοτήτων που ανακαλύφθηκαν στον υπό κατασκευή σταθμό του μετρό της οδού Βενιζέλου. Η διαμάχη αυτή έχει μεταβληθεί, ως είθισται στη χώρα μας σε ανάλογες περιπτώσεις, σε κομματικό «πόλεμο χαρακωμάτων» με τις αντιμαχόμενες πλευρές να εμμένουν στις θέσεις τους (διατήρηση vs. απομάκρυνση) και την κεντρική κυβέρνηση να επιβάλει τη βούλησή της. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, εφαρμόζοντας στο μέτρο του εφικτού τη μεσαιωνική αρχή quod omnes similiter tangit, ab omnibus comprobetur («Ό,τι αφορά όλους εξίσου, πρέπει να γίνεται αποδεκτό απ’ όλους»), γιατί να μην ζητηθεί από τους κατοίκους αυτής της πόλης –που είναι αυτοί που θα επηρεαστούν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον από το τι τελικά θα συμβεί με τη λειτουργία του μετρό– να λάβουν την τελική απόφαση. Ωστόσο, δεν θα μπορούσαμε να βασιστούμε σε κάποια δημοσκόπηση, καθώς οι ερωτώμενοι μπορεί να μην έχουν σχηματίσει τεκμηριωμένη άποψη για το επίμαχο ζήτημα και ο κατάλογος των λύσεων που τους υποβάλλεται ενδέχεται να είναι ελλιπής. Αντίθετα, ένας συνδυασμός διαβουλευτικής συνέλευσης και δημοψηφίσματος θα οδηγούσε σε μια νηφάλια και βασιζόμενη σε επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία λύση, η οποία θα διέθετε και ουσιαστική δημοκρατική νομιμοποίηση, δεδομένου ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει λάβει κάποια σαφή εξουσιοδότηση από τους ψηφοφόρους της για το πώς θα χειριστεί αυτό το ζήτημα. Με αυτή τη λογική, θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένα αντιπροσωπευτικό ως προς το φύλο, την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, την περιοχή διαμονής, το εισόδημα και άλλους παράγοντες διαβουλευτικό μικροκοινό, το οποίο θα αποτελείται από 150 τυχαία επιλεγμένους Θεσσαλονικείς.[7] Οι πολίτες αυτοί, αφού ακούσουν προσεκτικά τις θέσεις όλων των εμπλεκόμενων φορέων (αλλά και ανεξάρτητων ειδικών) και συζητήσουν ισότιμα, θα καταλήξουν σε μια εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των προτεινόμενων λύσεων καθώς και των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων που παρουσιάζει κάθε μία από αυτές. Εξυπακούεται ότι το εύρος των προτάσεών τους θα περιορίζεται από την κείμενη νομοθεσία, καθώς δεν θα ήταν επιτρεπτό να αποφασίσουν την καταστροφή ή την πώληση των αρχαιοτήτων στο εξωτερικό. Τα πορίσματά τους θα τεθούν σε δημοψήφισμα (δύο γύρων, εάν καταστεί αναγκαίο) με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης και το τελικό αποτέλεσμα, όποιο και αν είναι, θα είναι δεσμευτικό για την κυβέρνηση.[8]
β. Εθνικό επίπεδο: Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης η Μογγολία υιοθέτησε ένα μικτό σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης σύμφωνα με το οποίο η εξουσία ασκούνταν από έναν αιρετό πρόεδρο και μια κυβέρνηση που οριζόταν από το κοινοβούλιο. Αυτού του είδους η συγκυβέρνηση αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολη και, σε συνδυασμό με άλλες θεσμικές δυσλειτουργίες που διαπιστώθηκαν, κατέστησε επιτακτική την περασμένη δεκαετία μια δεύτερη αναθεώρηση του Συντάγματος της χώρας. Σε αντίθεση, ωστόσο, με την προηγούμενη αναθεώρηση του 2000, κατά την οποία το κοινοβούλιο είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, αποφασίστηκε η διενέργεια μιας διαβουλευτικής δημοσκόπησης (Deliberative polling) προκειμένου να δοθεί στους πολίτες της χώρας ένα βήμα συμμετοχής στις σχετικές διαδικασίες. Με αυτό το σκεπτικό τον Απρίλιο του 2017 συγκεντρώθηκαν για τρεις μέρες στην Ουλάν Μπατόρ 669 τυχαία επιλεγμένοι πολίτες, οι οποίοι εκλήθησαν να αξιολογήσουν μια λίστα 18 προτάσεων που αφορούσαν ενδεχόμενες συνταγματικές αλλαγές και προέρχονταν από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας. Οι πολίτες τοποθετήθηκαν ως προς αυτές τις προτάσεις, μεταβάλλοντας συχνά τη στάση που είχαν πριν από την έναρξη της διαβούλευσης, και οι θέσεις τους εστάλησαν στο κοινοβούλιο για να τις αποδεχτεί ή να τις απορρίψει. Εν τέλει, το 2019 το Μεγάλο Χουράλ (το κοινοβούλιο) ενέκρινε μια σειρά τροπολογιών του Συντάγματος. Είναι αξιοσημείωτο, σε σχέση με την αξιολόγηση των πολιτών που μας ενδιαφέρει, ότι το κοινοβούλιο απέρριψε προτάσεις που είχαν τη στήριξη της μειοψηφίας των μελών της διαβουλευτικής δημοσκόπησης (32%), όπως τη θέσμιση ενός δεύτερου νομοθετικού σώματος. Αντίθετα, αποδέχτηκε άλλες, όπως τις σχετικές με την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και με την αναγνώριση στον πρωθυπουργό της εξουσίας να ορίζει και να απολύει τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, οι οποίες είχαν αξιολογηθεί θετικά από την πλειονότητα των πολιτών που συγκρότησαν αυτό το διαβουλευτικό μικροκοινό.[9]
γ. Υπερεθνικό επίπεδο: Ως προς αυτό το ζήτημα, μπορεί να δει κανείς την πρόταση που καταθέσαμε με τον Πέτρο Στάγκο για τη συγκρότηση Συνελεύσεων Ευρωπαίων Πολιτών, ενός καινούργιου θεσμού που θα πλαισιώσει τους βασικούς θεσμούς λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[10] Οι συνελεύσεις αυτές θα συγκαλούνται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την έγκριση του Συμβουλίου και θα αποτελούνται από 300 μέλη που θα επιλέγονται με κλήρωση από το σύνολο των Ευρωπαίων πολιτών, υπό την προϋπόθεση ότι θα μετέχουν σε αυτές τουλάχιστον δύο άτομα από κάθε κράτος-μέλος. Οι συμμετέχοντες θα σκέπτονται και θα ενεργούν ως Ευρωπαίοι πολίτες και όχι ως εκπρόσωποι των χωρών τους. Θα έχουν ως αποστολή να υποβάλλουν, ύστερα από ισότιμη διαβούλευση των μελών τους και ενημέρωση από τους εμπλεκόμενους φορείς, προς έγκριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κανονισμούς και αποφάσεις για θέματα που εμπίπτουν στις συντρέχουσες αρμοδιότητες της Ένωσης. Υποστηρίζουμε ότι αυτός ο θεσμός μπορεί να συμβάλει στην ισχυροποίηση της δημοκρατικής λειτουργίας της Ένωσης, στην ενίσχυση της νομιμοποίησης των αποφάσεών της και, σε βάθος χρόνου, στην ανασύνθεση του πολιτικού σώματος της Ευρώπης σε γνήσια υπερεθνική βάση.
δ. Παγκόσμιο επίπεδο: Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποια παγκόσμια δημοκρατική κυβέρνηση, ένα οικουμενικό διαβουλευτικό μικροκοινό δεν θα μπορούσε να συμβάλει στην αναβάθμιση της δημοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμο με άλλους τρόπους. Ας φανταστούμε το ακόλουθο υποθετικό σενάριο. Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ συγκαλεί μια παγκόσμια συνέλευση πολιτών από την οποία ζητά να υποβάλει προτάσεις για ένα οικουμενικής εμβέλειας πρόβλημα, όπως η διακίνηση ναρκωτικών ή η εμπορία ανθρώπων. Η συνέλευση αυτή θα αποτελείται από 1000 τυχαία επιλεγμένα από όλη την υφήλιο άτομα, τα οποία θα λειτουργούν ως πολίτες του κόσμου, χωρίς να είναι απαραίτητο να αντιπροσωπεύεται σε αυτή κάθε κράτος-μέλος. Οι προτάσεις στις οποίες θα καταλήξει θα τεθούν προς ψήφιση στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Το πλεονέκτημα ενός παγκόσμιου μικροκοινού αυτής της μορφής θα ήταν ότι θα μπορούσε να παρακάμψει τις αντιρρήσεις που προβάλλουν οι κυβερνήσεις πολλών κυρίαρχων κρατών –για δικούς τους λόγους– σε σχέση με την επίλυση κοινών πιεστικών προβλημάτων. Για να συμβεί, ωστόσο, κάτι τέτοιο θα έπρεπε να εξασφαλιστεί επαρκής προστασία στους συμμετέχοντες πολίτες απολυταρχικών κρατών, οι οποίοι θα επιχειρηματολογούσαν και θα ψήφιζαν με τρόπους που δεν θα ήταν αρεστοί στους ιθύνοντες των χωρών τους. Ένα άλλο ζήτημα θα ήταν να επιτευχθεί η υπέρβαση των πολιτισμικών διαφορών που διέπουν τους συμμετέχοντες, και εδώ δεν εννοούμε τις γλωσσικές διαφορές αλλά τις διαφορετικές νοοτροπίες και στάσεις που σχετίζονται με την επί ίσοις όροις επιχειρηματολογία που αποτελεί αναγκαίο χαρακτηριστικό κάθε διαβουλευτικού μικροκοινού.[11]
3. Διαβουλευτικά μικροκοινά στα οποία το σύνολο των συμμετεχόντων αποτελεί ένα μικρό αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας ευρύτερης αυτοδιοικούμενης συλλογικότητας και οι προτάσεις των οποίων αποσκοπούν απλώς στο να συνδράμουν τις αιρετές αρχές ή το σύνολο των μελών της αυτοδιοικούμενης συλλογικότητας ως προς τη λήψη λελογισμένων αποφάσεων. Εδώ απουσιάζει το στοιχείο της δεσμευτικότητας, καθώς κανένας εξωτερικός φορέας δημοκρατικής εξουσίας, όπως το εκλογικό σώμα ή οι αιρετοί αντιπρόσωποί του, δεν υποχρεούται να εξετάσει τις προτάσεις τους και να τις εγκρίνει ή να τις απορρίψει εν όλω ή εν μέρει.
Ένα ερώτημα που συχνά τίθεται σε σχέση με αυτού του τύπου τα διαβουλευτικά μικροκοινά (αλλά και γενικότερα) αφορά τους λόγους που θα είχε ένας απλός πολίτης να μην αγνοήσει ή και να εμπιστευθεί τις προτάσεις στις οποίες αυτά καταλήγουν. Οι απαντήσεις που δίνονται συνήθως είναι ότι οι πολίτες διαπιστώνουν πως οι εν λόγω προτάσεις δεν υποκινούνται από στενά κομματικά, οικονομικά ή συντεχνιακά συμφέροντα αλλά υποκαθορίζονται από ευρύτερα αποδεκτούς και κοινωφελείς λόγους, οι οποίοι επεξηγούνται με ένα σαφή, ευκρινή και συνοπτικό τρόπο. Αντιλαμβάνονται, επίσης, ότι και οι ίδιοι ενδεχομένως θα κατέληγαν σε παρόμοια συμπεράσματα, εάν βρίσκονταν στη θέση των διαβουλευόμενων συμπολιτών τους, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι «σαν κι αυτούς». Τέλος, κατανοούν ότι ορισμένοι από τους λόγους που οδηγούν ένα υποκείμενο σε μια εσφαλμένη πολιτική απόφαση, όπως η άγνοια, η προκατάληψη, η μονομέρεια, η εξαπάτηση ή η χειραγώγηση δεν επιτελούν κάποιο ρόλο στις διαλογικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων των διαβουλευτικών μικροκοινών ή έστω ότι η επίδρασή τους είναι πολύ πιο περιορισμένη απ’ ό,τι σε μονολογικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων.[12]
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας διαβουλευτικού μικροκοινού αποτελεί η Αξιολόγηση της Πρωτοβουλίας Πολιτών της αμερικανικής πολιτείας του Όρεγκον (Citizens’ Initiative Review).[13] Στην πολιτεία αυτή είθισται επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως το αν θα επιτραπεί η ίδρυση καζίνων που δεν θα ανήκουν στις κοινότητες των αυτόχθονων Αμερικανών, να τίθενται στην κρίση των πολιτών για τη διευκόλυνση των οποίων οι αρχές εκδίδουν ένα εκτενές πληροφοριακό φυλλάδιο που τιτλοφορείται The Voter’s Pamphlet. Σε αυτό το πλαίσιο από το 2009 λειτουργεί η προαναφερθείσα Πρωτοβουλία Πολιτών, η οποία στελεχώνεται από 24 τυχαία επιλεγμένους από τους εκλογικούς καταλόγους πολίτες. Το σώμα αυτό είναι αντιπροσωπευτικό του ευρύτερου εκλογικού σώματος σε σχέση με τον τόπο διαμονής, την ηλικία, το φύλο, τις κομματικές προτιμήσεις, το μορφωτικό επίπεδο, την εθνοτική καταγωγή και την πιθανότητα των μελών του να προσέλθουν στις κάλπες. Τα μέλη του διαβουλεύονται για ένα σύντομο διάστημα (3 έως 5 ημέρες) επικεντρωνόμενα σε ένα συγκεκριμένο νομοθετικό μέτρο που πρόκειται να τεθεί σε ψηφοφορία, ακούν τους εμπλεκόμενους φορείς και ανεξάρτητους ειδικούς, και καταλήγουν σε δήλωση μιας σελίδας όπου καταγράφονται οι θέσεις της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας. Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται χωρίς καμία παρέμβαση στο Voter’s Pamphlet με στόχο να συμβάλλει στη διαμόρφωση πληροφορημένων και λελογισμένων κρίσεων από πλευράς ψηφοφόρων. Η συστηματική μελέτη του αντικτύπου της Πρωτοβουλίας Πολιτών έδειξε ότι μεταξύ 2012 και 2016 μια πλειοψηφία των πολιτών του Όρεγκον που κυμαινόταν από 56% έως 73% έκρινε την εν λόγω δήλωση «ιδιαίτερα» ή «αρκετά» βοηθητική για τον καθορισμό της εκλογικής συμπεριφοράς της.[14]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί παράγοντες μπορούν να υπονομεύσουν την επιτυχή λειτουργία ενός διαβουλευτικού μικροκοινού. Μπορεί το δείγμα των κληρωτών πολιτών να μην είναι αντιπροσωπευτικό, η πληροφόρηση που δίδεται στα μέλη των μικροκοινών ενδέχεται να είναι ελλιπής ή διαστρεβλωμένη, δεν είναι απίθανο οι συντονιστές των συζητήσεων να αποτυγχάνουν συστηματικά να αποτρέπουν την κυριάρχηση των περισσότερο ομιλητικών, εριστικών, μορφωμένων ή πεπειραμένων μελών της συνέλευσης, ενώ δεν είναι σπάνιο οι πολιτικές αρχές να υπαναχωρούν σε σχέση με τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν για την αξιοποίηση των δημοσιοποιούμενων πορισμάτων. Καθώς «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες», αντιλαμβανόμαστε ότι μια σειρά παραγόντων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημοκρατική νομιμοποίηση των μικροκοινών και την αξιοπιστία των προτάσεών τους.[15] Ωστόσο, τα δύο πρώτα ενδεχόμενα μπορούν να αποφευχθούν με βάση την τεχνογνωσία που διαθέτουμε και συνεχίζουμε να αποκτούμε. Το ίδιο ισχύει και για το τρίτο, αν και είναι ομολογουμένως ανέφικτο να καταστεί κάθε μέλος μιας διαβουλευτικής συνέλευσης εξίσου επιδραστικό με τα υπόλοιπα. Ούτε η τυπική πολιτική ισότητα (ένα άτομο μία ψήφος) ούτε η ισηγορία ούτε ο αμοιβαίος σεβασμός μπορούν να διασφαλίσουν ότι τα λεγόμενα κάθε ομιλητή θα έχουν την ίδια ακριβώς απήχηση στο ακροατήριό του. Τέλος, όσον αφορά το τέταρτο ενδεχόμενο, αυτό μπορεί να αντιμετωπισθεί με μια σταδιακή μεταστροφή της κοινής γνώμης, η οποία θα απαιτεί πλέον να γίνονται σεβαστές οι εν λόγω δεσμεύσεις των πολιτικών αρχών. Ως γνωστόν, η ευδοκίμηση ενός δημοκρατικού θεσμού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την επαγρύπνηση και την ενεργό στήριξη των πολιτών. Ακόμα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επιτυχής λειτουργία των διαβουλευτικών μικροκοινών δεν περιορίζεται σε χώρες που εντάσσονται στις αναπτυγμένες Δυτικές δημοκρατίες, ενώ τα ευεργετικά αποτελέσματα που έχουν για όσους και όσες συμμετέχουν σε αυτά είναι ως επί το πλείστον ορατά.[16]
Σε μια πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ καταγράφονται 12 διαφορετικού τύπου αντιπροσωπευτικές διαβουλευτικές διαδικασίες που εφαρμόζονται στις χώρες-μέλη του Οργανισμού και την Ευρωπαϊκή Ένωση και σημειώνεται ότι από το 1979 έως το 2021 υλοποιήθηκαν συνολικά 566 σχετικές πρωτοβουλίες.[17] Η χώρα μας λάμπει διά της απουσίας της από αυτόν τον κατάλογο. Δεν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να ενταχθεί στη χορεία των κρατών που επιχειρούν να αναβαθμίσουν την ποιότητα της δημοκρατίας τους με καινούργιους διαβουλευτικούς θεσμούς σε υποεθνικό και εθνικό επίπεδο;
[1] Jane Mansbridge, “A Minimalist Definition of Deliberation” στο Patrick Heller και Vijayendra Rao (επιμ.), Deliberation and Development: Rethinking the Role of Voice and Collective Action in Unequal Societies, World Bank Group, Washington DC 2015, σ. 27.
[2] André Bächtiger, “Deliberative Democracy: An Introduction” στο André Bächtiger et al. (επιμ.), The Oxford Handbook of Deliberative Democracy, Oxford University Press, Oxford 2018, σ. 2.
[3] Πβ. Φιλήμων Παιονίδης, Η δημοκρατία ως λαϊκή κυριαρχία, μτφρ. Αδριανός Φριλίγγος, Gutenberg, Αθήνα 2018.
[4] Για μια επισκόπηση των πρόσφατων εξελίξεων στο πεδίο της διαβουλευτικής δημοκρατίας βλ. Nicole Curato et al., “Deliberative Democracy in the Age of Serial Crisis”, International Political Science Review 43 (2022): 55-66. Aπό την ελληνική βιβλιογραφία μνημονεύουμε ενδεικτικά δυο μελέτες που ασχολούνται με διαφορετικές όψεις της δημόσιας διαβούλευσης: Μιχαήλ Παρούσης, Διαβουλευτική δημοκρατία και επικοινωνιακή ηθική, Ίνδικτος, Αθήνα 2005, και Mαρία Ραμματά, Δημόσιες πολιτικές: Πολίτες και διαβούλευση στην Ελλάδα και το εξωτερικό, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021. Βλ. ακόμα το τεύχος 24 (2010) του περιοδικού Επιστήμη και Κοινωνία.
[5] Simon Neymeier, “Scaling Up Deliberation to Mass Publics: Harnessing Mini-Publics in a Deliberative System” στο Kimmo Grönlund et al. (επιμ.), Deliberative Mini-Publics: Involving Citizens in the Democratic Process, ECPR Press, Colchester 2014, σ. 195. Η παρατήρηση αυτή αφορά κυρίως την λειτουργία των μικροκοινών που ανήκουν στη δεύτερη και την τρίτη κατηγορία της ταξινόμησης που ακολουθεί.
[6] Βλ. σχετικά Θεοδόσιος Συκάς και Φιλήμων Παιονίδης, «Κοινωνικο-ηθικό κλίμα και αμεσοδημοκρατική διακυβέρνηση της σχολικής κοινότητας: Η περίπτωση του 1ου Πρότυπου Λυκείου Θεσσαλονίκης “Μ. Ανδρόνικος”», Μέντορας 19 (2021): 302-332.
[7] Η με κλήρωση συγκρότηση ενός τυχαίου δείγματος πέρα από το ότι αποτελεί έναν αμερόληπτο τρόπο επιλογής των πολιτών που θα συμμετάσχουν, υπό την προϋπόθεση ότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν οι πάντες παρ’ όλο που θεωρούνται πολιτικά ισότιμοι, διαθέτει και επιστημολογικά πλεονεκτήματα. Οι συμμετέχοντες γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να απευθυνθούν μόνο σε ομοϊδεάτες και αυτό τους οδηγεί στο να προβάλλουν περισσότερο προσεγμένα και επεξεργασμένα επιχειρήματα και να αποφεύγουν τη διατύπωση ακραίων θέσεων. Πβ. Ian O’ Flynn, Deliberative Democracy, Polity, Cambridge 2022, σσ. 55-58.
[8] Μπορεί να μελετήσει κανείς ενδεικτικά τις συνελεύσεις πολιτών που διεξάγονται στο Γκντανσκ της Πολωνίας, τα πορίσματα των οποίων είναι δεσμευτικά για τη δημοτική αρχή, εάν έχουν την αποδοχή του 80% των συμμετεχόντων στη συνέλευση. Πβ. Marcin Gervin, Citizens’ Assemblies: Guide to Democracy that Works, Otwarty Plan, Kraków 2018. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, η δημοτική αρχή ή οι ίδιοι οι δημότες θα πρέπει να διαθέτουν πάντα τη δυνατότητα να απορρίψουν τις προτάσεις των διαβουλευτικών μικροκοινών, καθώς αποτελούν τους νόμιμους φορείς εξουσίας σε μια ευρεία και δημοκρατικά αυτοδιοικούμενη συλλογικότητα.
[9] Βλ. σχετικά James S. Fishkin, Democracy When the People Are Thinking: Revitalizing Our Politics Through Public Deliberation, Oxford University Press, Oxford 2018, σσ. 189-195, “Mongolia Amends Constitution in Bid to End Political Instability”, Reuters, 15 Νοεμβρίου 2019, https://reut.rs/3UV0vft και Munkhsaikhan Odonkhuu, “Mongolia’s Long, Participatory Route to Constitutional Reforms”, Constitution Net, 20 Ιανουαρίου 2020, https://bit.ly/3Eg9gLn
[10] Πέτρος Στάγκος και Φιλήμων Παιονίδης, Η συνέλευση Ευρωπαίων πολιτών: Μια πρόταση, Παπαζήσης, Αθήνα 2022.
[11] Εδώ ακολουθούμε την πρόταση των John S. Dryzek, André Bächtiger και Karolina Milewicz, “Toward a Deliberative Global Citizens’ Assembly”, Global Policy 2 (2011): 33-42. Εξυπακούεται ότι μια τέτοια συνέλευση πολιτών θα μπορούσε να έχει μόνο συμβουλευτικό ρόλο. Σε αυτή την περίπτωση θα ενταχθεί στην τρίτη κατηγορία διαβουλευτικών μικροκοινών.
[12] Πβ. Mark E. Warren και John Gastil, “Can Deliberative Mini-publics Address the Cognitive Challenges of Democratic Citizenship?”, The Journal of Politics 77 (2015): 562-574. Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι ως προς τo ευρύτερο ζήτημα της επιρροής των διαβουλευτικών μικροκοινών στο πολιτικό σώμα δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ερευνητών. Για μια προσπάθεια να αναζητηθούν περαιτέρω προϋποθέσεις, οι οποίες θα τείνουν να οδηγούν τους πολίτες στο να εμπιστεύονται (αν και όχι άκριτα) τις προτάσεις των μικροκοινών, βλ. André Bächtiger και Saskia Goldberg, “Towards a More Robust, but Limited and Contingent Defence of the Political Uses of Deliberative Mini-publics”, Journal of Deliberative Democracy 16 (2020): 33-42.
[14] John Gastil και Katherine R. Knobloch, Hope for Democracy: How Citizens Can Bring Reason Back into Politics, Oxford University Press, Oxford 2020, σσ. 134-136.
[15] O’ Flynn, ό.π., σσ. 61-69.
[16] Gastil και Knobloch, ό.π., σσ. 147-152, James S. Fishkin, When the People Speak: Deliberative Democracy and Public Consultation, Oxford University Press, Oxford 2009, σσ. 139-143, Patrick Fournier et al., When Citizens Decide: Lessons from Citizen Assemblies on Electoral Reform, Oxford University Press, Oxford 2011, κεφ. 7 και σποράδην, και J. S. Dryzek et al., “Τhe Crisis of Democracy and the Science of Deliberation”, Science 363 (2019): 1044-1046.
[17] OECD, Innovative Citizen Participation and New Democratic Institutions: Catching the Deliberative Wave, Database Update 2021. https://bit.ly/3UUCKnK