Το παρακάτω κείμενο είναι η ομιλία του ακαδημαϊκού Άγγελου Θ. Αγγελόπουλου σε έκτακτη συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών στις 2 Δεκεμβρίου 1986. Την δημοσιεύουμε με την άδεια της κόρης του κυρίας Μαρίας-Χριστίνας Αγγελοπούλου, την οποία και ευχαριστούμε θερμά.
Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες, υπάρχει συχνά πλήρης άγνοια από τις νεώτερες γενιές για τους επιστήμονες των παλαιοτέρων χρόνων, πολλοί από τους οποίους έχουν συμβάλει σημαντικά στην επιστημονική πρόοδο, όχι μόνο σε ελληνικά, αλλά και σε ευρύτερα διεθνή επίπεδα. Αν περιορισθεί κανείς μόνο στους Ακαδημαϊκούς που εξέλιπαν πριν από σαράντα-πενήντα χρόνια, θα ανεύρει εξέχουσες προσωπικότητες, που ελάμπρυναν τον κλάδο της επιστήμης που υπηρέτησαν και άφησαν χρήσιμα διδάγματα, που οι σύγχρονοι Έλληνες αγνοούν παντελώς. Και νομίζω πως η Ακαδημία πρέπει ν’ αναλάβει την πρωτοβουλία να παρουσιάσει το έργο και τα διδάγματα των παλαιοτέρων μελών της, με την ευκαιρία κάποιας επετείου.
Στην εκπλήρωση αυτής της ιδέας, έχω την τιμή να σας μιλήσω για το έργο ενός μεγάλου παλαιού Ακαδημαϊκού και Καθηγητού, του Ανδρέα Μ. Ανδρεάδη, με την συμπλήρωση πενήντα χρόνων από τον θάνατό του.
Ο Ανδρεάδης υπήρξε μια καταπληκτική πολύπλευρη φυσιογνωμία με παγκόσμια ακτινοβολία. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 12 Δεκεμβρίου 1876. Μετά την αποπεράτωση των σπουδών του στην γενέτειρά του, μετέβη στην Γαλλία, όπου το 1899 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Παρισίων. Εν συνεχεία μετέβη στο Λονδίνο, όπου επί τρία περίπου χρόνια μελέτησε τα αγγλικά οικονομικά. Το 1902, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εξελέγη Υφηγητής και το 1906 Καθηγητής της Δημοσίας Οικονομίας και Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1926, με την ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών, έγινε Ακαδημαϊκός. Από το Πανεπιστήμιο απεχώρησε για λόγους υγείας το 1934. Ένα χρόνο αργότερα, στις 29 Μαΐου 1935, πέθανε, νέος ακόμη, σε ηλικία 59 ετών.
Ιστορικός από τους ελαχίστους, οικονομολόγος διαπρεπής, Δάσκαλος χαρισματικός, ένθερμος υποστηρικτής της Ελλάδος σε διεθνείς διασκέψεις, όπου συχνά την εκπροσωπούσε, συγγραφέας, θεατρικός και μουσικός κριτικός, ελάμπρυνε την επιστημονική και πνευματική ζωή της χώρας μας και την έκαμε γνωστή στο εξωτερικό, προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες στην πατρίδα του, που τόσο αγαπούσε.
Προτού σας εκθέσω, σε συντομία βέβαια, το εκτεταμένο και πολύμορφο έργο του, θα μου επιτρέψετε να προτάξω μερικές προσωπικές εντυπώσεις από την γνωριμία και την συνεργασία που είχα με τον μεγάλο αυτόν Δάσκαλο, του οποίου υπήρξα και ο διάδοχος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αργότερα στην Ακαδημία.
Τον Ανδρεάδη τον πρωτογνώρισα το 1931 στο Παρίσι. Είχα τελειώσει τις σπουδές μου στην Γερμανία και στην Γαλλία και μαθαίνοντας πως ήταν περαστικός στο Παρίσι, όπου είχε πάντα επαφές με προσωπικότητες της γαλλικής διανόησης σε όλους τους τομείς, ζήτησα να τον επισκεφθώ. Διέμενε τότε στο ξενοδοχείο «Γκραντ Οτέλ», δίπλα στην Όπερα. Σκοπός μου ήταν ν’ αφήσω την κάρτα μου με την παράκληση να μου ορίσει μια συνάντηση. Την στιγμή όμως εκείνη κατέβαινε ο Ανδρεάδης και ο θυρωρός του ξενοδοχείου έσπευσε να με παρουσιάσει.
Ο Ανδρεάδης δεν αγαπούσε τις άτυπες και τυχαίες συναντήσεις και γνωριμίες, ήταν άλλωστε γνωστός για τις ιδιοτροπίες του και τις παραξενιές του. Δεν του άρεσε, συνεπώς, η απροειδοποίητη αυτή συνάντηση. Και δεν άργησε να το εκδηλώσει.
– «Αγαπητέ μου», μου είπε, παίρνοντάς με από το χέρι, «λυπούμαι που δεν μπορώ να σας δω, έτσι απροειδοποίητα όπως ήλθατε. Φεύγω αυτή την στιγμή για μια συνάντηση με την Κοντές ντε Νοάιγ. Αύριο πρόκειται να μιλήσω στην Γαλλική Ακαδημία και μεθαύριο πηγαίνω στην Γενεύη, όπου πρέπει να υποστηρίξω τα ελληνικά συμφέροντα στην Κοινωνία των Εθνών. Γνωρίζω και εκτιμώ το έργο σας», μου προσέθεσε, «και σας παρακαλώ όταν γυρίσετε στην Αθήνα να με συναντήσετε, γιατί νομίζω πως μπορούμε να συνεργασθούμε».
Παρ’ όλα αυτά, με κράτησε αρκετά μαζί του, μου ζήτησε πληροφορίες για τις σπουδές μου και τις μελέτες μου και μου μίλησε για τα γενικότερα διεθνή οικονομικά προβλήματα που τον απασχολούσαν. Ήταν η επαύριο της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929 στην Αμερική, που είχε αρχίσει να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην Ευρώπη, η οποία, συν τοις άλλοις, είχε αρχίσει να υφίσταται τους κραδασμούς των νέων κοινωνικο-πολιτικών προσανατολισμών, που θα επηρέαζαν σημαντικά τις σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και θα οδηγούσαν τελικά στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η πρώτη αυτή συνάντηση με εντυπωσίασε εξαιρετικά. Γνώριζα τον Ανδρεάδη από τα έργα του και τον εθαύμαζα. Αλλά η παρουσία του, το επιβλητικό του παράστημα, τα γενικότερα ενδιαφέροντά του, το χάρισμα του λόγου του, η ευγένεια και η καλωσύνη του, μεγάλωσαν τον θαυμασμό μου.
Η στενή, όμως, συνεργασία μου με τον Ανδρεάδη αρχίζει με την επιστροφή μου στην Αθήνα. Με προτείνει για Υφηγητή στο μάθημά του, την Δημοσία Οικονομία και έκτοτε –είχα διορισθεί στο μεταξύ Διευθυντής του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου– γίνομαι ο βοηθός του στο Πανεπιστήμιο και πάντοτε είμαι παρών στα Φροντιστήρια με τους φοιτητές, που υπεραγαπούσε.
Ο Ανδρεάδης αγαπούσε τους νέους, στους οποίους προσπαθούσε να μεταδώσει ένα νέο τρόπο επιστημονικής μελέτης και έρευνας. Ο Καθηγητής Αλέξανδρος Σβώλος, που υπήρξε ένας από τους αγαπητούς του μαθητές, προσφωνώντας τον Ανδρεάδη υπό την ιδιότητά του τού Κοσμήτορα την εποχή που η Νομική Σχολή παρέθεσε γεύμα προς τιμήν του Ανδρεάδη με την ευκαιρία τής, τόσο πρόωρης άλλωστε, αποχώρησής του, έλεγε και τα εξής:
– «Ως παλαιός σας μαθητής, δεν είναι δυνατόν να μη θυμηθώ πόσα σας οφείλουμε όσοι ευτυχήσαμε να σας έχουμε Διδάσκαλο. Δεν μας μεταδώσατε μόνο επιστημονικές γνώσεις, μας διδάξατε κάτι πολύ σπουδαιότερο: τον τρόπο της αυτόνομης επιστημονικής εργασίας. Μας βοηθήσατε να εύρωμεν μέσα μας πνευματικές δυνάμεις, να τας αναδείξωμεν και ν’ αναδειχθώμεν δι’ αυτών».
Ο Ανδρεάδης όχι μόνο αγαπούσε τους μαθητές του, αλλά και τους προωθούσε, καθώς και γενικότερα τους νέους επιστήμονες –φυσικά όσους ήταν ικανοί– στην περαιτέρω εξέλιξή τους. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, από τους Καθηγητές της Νομικής Σχολής της εποχής του οφείλουν την ταχύτερη προώθησή τους στις επιστημονικές έδρες χάρη στην ζωηρή υποστήριξή τους από τον Ανδρεάδη. Γι’ αυτό, άλλωστε, αισθανόταν και ο ίδιος ιδιαίτερη ικανοποίηση και δεν απέφευγε να το εκδηλώνει και δημοσία. Έτσι, απαντώντας στην προσφώνηση του Σβώλου, είπε, μεταξύ των άλλων:
– «Αν προσέφερα μια υπηρεσία εις την Νομικήν Σχολήν και εις την σπουδάζουσαν νεολαίαν, αυτή έγκειται εις το ότι συνέτεινα ώστε και οι δεκατέσσερες οργανωτές του γεύματος αυτού, όχι βέβαια να εκλεγήτε καθηγηταί (θα εξελέγεσθε και άνευ εμού), αλλά προς το καλόν της Επιστήμης, ν’ ανέλθετε μίαν ώραν ταχύτερον εις τας έδρας τας οποίας τόσον τιμάτε».
Για την πληρέστερη μόρφωση των φοιτητών του, ο Ανδρεάδης απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στις πανεπιστημιακές του Παραδόσεις. «Οι Παραδόσεις», έλεγε, «δεν έχουν καμμιά σχέση με τα Εγχειρίδια. Πρέπει να έχουν ιδιαίτερο χρώμα και να φέρουν την σφραγίδα της προσωπικότητος του διδάσκοντος». Και πραγματικά, οι Παραδόσεις του είχαν κάτι το ιδιαίτερο. Την διδασκαλία του την εποίκιλλε, όπως μας λέει ένας άλλος μαθητής του, ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, «με ανέκδοτα σχετικά με το θέμα, με ιστορικές συμπληρώσεις, κάνοντας το μάθημα ιδιαίτερα επαγωγό και ευχάριστο, και γι’ αυτό πυκνό ήταν πάντα το ακροατήριό του».
Γι’ αυτό, μετά την αποχώρησή του από το Πανεπιστήμιο, ο Ανδρεάδης θέλησε ν’ αφοσιωθεί στην επανέκδοση και αναθεώρηση των Παραδόσεών του, αρχίζοντας από τις «Γενικές Αρχές της Φορολογίας». Εδίσταζε όμως για την σκοπιμότητα μιας τέτοιας έκδοσης. Όπως γράφει ο ίδιος στον Πρόλογο των «Γενικών Αρχών», «μετά τον Καθηγητή Κυριάκο Βαρβαρέσο, ο Υφηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος ήρε τους τελευταίους δισταγμούς μου για τη νέα αυτή έκδοση, αναλαβών να επιμεληθή της εκτυπώσεως των εν λόγω Παραδόσεων και μάλιστα να τας συμπληρώση διά τινων προσθηκών, έτι δε και δι’ Επιμέτρου: «Περί της συνθέσεως του φορολογικού συστήματος εις τα σύγχρονα κράτη».
Για την πληρέστερη έκδοση των Παραδόσεων ο Ανδρεάδης διέθεσε εν συνεργασία μαζί μου πολύ χρόνο, επί πεντάμηνο περίπου. Από την συνεργασία αυτή με τον μεγάλο Δάσκαλο και εξαιρετικό επιστήμονα, διατηρώ τις ωραιότερες αναμνήσεις. Σχεδόν κάθε απόγευμα συνεργαζόμαστε στο σπίτι του, στην οδό Φιλελλήνων. Για την έκδοση αυτή των Παραδόσεών του ο Ανδρεάδης θυσίαζε κάθε άλλη κοινωνική απασχόληση. Θυμούμαι, όταν είχε απουσιάσει από την Αθήνα για να δώσει μια σειρά μαθημάτων σε ιταλικό Πανεπιστήμιο και να λάβει μέρος στο Διεθνές Συνέδριο της Παπυρολογίας που συνήρχετο την εποχή εκείνη στην Φλωρεντία, σε επιστολές που μου έστελνε κατά την διάρκεια του ταξιδιού του, μιλούσε πάντα για την έκδοση αυτή. Πότε για να κάνει μια υπόμνηση, πότε για να εκθέσει γενικότερες σκέψεις του για τα δημοσιονομικά ζητήματα.
Ήταν πάντα αισιόδοξος. Ούτε η υγεία του, ούτε η ηλικία του αποτελούσαν εμπόδια που θα μπορούσαν να ανακόψουν ή να μετριάσουν την εργατικότητα και το πάθος του για την έρευνα και την επιστήμη. Ο πρόωρος, όμως, θάνατός του ήλθε να τερματίσει την ανεκτίμητη δράση του και να τον αρπάξει από την ζωή νέο ακόμη, στα 59 χρόνια, τον διαπρεπή αυτόν επιστήμονα.
Ήταν μοιραίο, η εργασία αυτή, το «κύκνειο άσμα» του, να μη δει το φως της δημοσιότητας ενόσω ακόμη ο σοφός Δάσκαλος βρισκόταν στη ζωή. Οι «Γενικές Αρχές της Φορολογίας» εξεδόθησαν με το όνομά του από τον ομιλούντα τον Ιούνιο του 1935.
Εξετάζοντας το επιστημονικό έργο του Ανδρέα Ανδρεάδη διακρίνει κανείς δύο κυρίως δραστηριότητες. Η μία αναφέρεται στον θεωρητικό οικονομολόγο και η άλλη στον ιστορικό. Και οι δύο μας άφησαν πλούσια διδάγματα. Θα πρέπει, όμως, να προσθέσω και μια τρίτη διάσταση, εκείνη του θεατρικού και καλλιτεχνικού κριτικού.
Ο Ανδρεάδης σαν οικονομολόγος εχαρακτήριζε τον εαυτό του «εκλεκτικόν». Αν και κατά βάση ασπαζόταν τις διδασκαλίες της ορθόδοξης φιλελεύθερης οικονομικής Σχολής, δεν παρέβλεπε και παρεκκλίσεις από τα κλασσικά δόγματα όταν οι σύγχρονες ανάγκες τις επέβαλλαν. Προσπάθησε να στηρίξει τις βασικές αρχές της οικονομικής επιστήμης στα σύγχρονα γεγονότα που τον είχαν καταστήσει «εμπειρικό ερμηνευτή» της οικονομικής ζωής. Έτσι, όπως γράφει ο Καθηγητής Κυριάκος Βαρβαρέσος, «είχε αφαιρεθεί από την διδασκαλία του παν ίχνος δογματισμού ή ξηράς προσκολλήσεως εις αφηρημένας αρχάς».[1]
Αυτό το βλέπει κανείς ακόμη και στην εισαγωγική του ομιλία όταν εξελέγη Καθηγητής της Δημοσίας Οικονομίας. Ήδη, στις αρχές του αιώνα, ο Ανδρεάδης θίγει ζητήματα που πολύ αργότερα θ’ αποτελέσουν αντικείμενο ζωηρών συζητήσεων μεταξύ των δημοσιονόμων. Εξετάζει διά μακρών το αν και κατά πόσον ο φόρος πρέπει να επιδιώκει εξωταμιευτικούς σκοπούς και δη κοινωνικο-πολιτικούς. Χωρίς ν’ αποδέχεται πλήρως την κοινωνικο-πολιτική αποστολή του φόρου, άποψη που την εποχή εκείνη υπεστήριζαν ορισμένοι οικονομολόγοι, ο Ανδρεάδης ανεγνώριζε ότι οι κοινωνικο-πολιτικοί σκοποί θα έχουν «προϊούσαν επίδρασιν», όπως έλεγε, «εις την κατάρτισιν των φορολογικών συστημάτων», πράγμα που και συνέβη έκτοτε.[2]
Από την άποψη αυτή ο Ανδρεάδης μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πρωτοπόρος οικονομολόγος για την εποχή του, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι, ακόμη και στο Διεθνές Συνέδριο των Δημοσίων Οικονομικών που συνήλθε το 1948 στη Ρώμη, όπου είχα λάβει μέρος, η πλειονότητα των δημοσιονόμων είχε ταχθεί εναντίον των εξωταμιευτικών σκοπών της φορολογίας.
Μια άλλη βασική αρχή, την οποία με πάθος υπεστήριζε ο Ανδρεάδης, ήταν ότι «η Δημοσία Οικονομία είναι επιστήμη έχουσα εθνικόν χαρακτήρα, απαιτούσα την τελείαν γνώσιν της ιδιοσυγκρασίας και των παραδόσεων εκάστου λαού» και πρόσθετε, συμπληρώνοντας στο σημείο αυτό τον Γάλλο Leroy-Beaulieu, ότι η δημοσιονομική επιστήμη «έχει τρομερόν τρόπον να εκδικείται τας Κυβερνήσεις αίτινες την αγνοούν ή την προκαλούν». Και η πείρα μάς έχει δείξει πως το αξίωμα αυτό ισχύει πάντα, σε όλες τις χώρες, γιατί καμμιά Κυβέρνηση δεν μπορεί να παραμείνει επί μακρόν στην εξουσία, αν δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει επιτυχώς τα οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα.
Επίσης ο Ανδρεάδης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στον πολιτικό παράγοντα ή καλύτερα στον ιστορικο-πολιτικό παράγοντα που επηρεάζει την δημοσία οικονομία, όπως και αντιστρόφως, ο δημοσιονομικός παράγοντας επηρεάζει την γενικότερη πολιτική. Εδώ, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο Ανδρεάδης είναι επηρεασμένος από τον Ξενοφώντα, που πρώτος, τον 4ο αιώνα π.Χ., διεκήρυσσε ότι τα «υγιή οικονομικά κάνουν την καλή πολιτική».
Ταυτόχρονα, κατά τον Ανδρεάδη, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να είναι διαμορφωμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει ευνοϊκές επιπτώσεις στην παραγωγή, στην αποταμίευση και στην ιδιωτική οικονομία.[3]
Ο Ανδρεάδης ήταν πολέμιος των φορολογικών απαλλαγών που παραβιάζουν την αρχή του πανδήμου του φόρου. Ήταν διώκτης των οικονομικών πειραματισμών και του κακώς ασκουμένου κρατικού παρεμβατισμού και προ παντός ήταν εναντίον της υπερβολικής επιβαρύνσεως του φόρου εισοδήματος, η οποία τελικά οδηγεί στην παρασιτική οικονομία. Επιπλέον, ήταν υπέρ της αρχής ότι κάθε νέα δαπάνη ή οποιαδήποτε νέα παροχή προϋποθέτει την ύπαρξη αντιστοίχου πόρου για την κάλυψή της.
Φαντάζεται κανείς την αντίδραση του μεγάλου αυτού Δασκάλου αν ζούσε στην σημερινή περίοδο, όπου οι φορολογικές απαλλαγές έχουν πάρει μεγάλες διαστάσεις και η υπερβολική και άνιση επιβάρυνση της φορολογίας οδηγεί στη μεγάλη φοροδιαφυγή και στην δημιουργία μιας ολοένα διευρυνόμενης Παραοικονομίας, που διαστρεβλώνει τους κανόνες λειτουργίας της Αγοράς, συντηρεί τον πληθωρισμό, εξουδετερώνει την κυβερνητική πολιτική και οδηγεί σε σοβαρά ελλείμματα τον προϋπολογισμό.
Αλλά εκεί που ο Ανδρεάδης υπήρξε απαράμιλλος είναι στην Οικονομική Ιστορία. Το έργο του είναι μεγάλο και εκτεταμένο, ένα έργο που η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών συνεκέντρωσε σε τρεις μεγάλους τόμους.
Δεν θα ήθελα να σας κουράσω με την απαρίθμηση των τόσων εργασιών του. Θα περιορισθώ μόνο να μνημονεύσω τα κυριότερα των έργων του με τις πιο σημαντικές απόψεις του και ν’ αναφέρω μερικές κρίσεις διεθνούς φήμης οικονομολόγων για τα έργα αυτά.
Και θ’ αρχίσω με την πρώτη του εργασία, που δημοσιεύθηκε το 1904 με τον τίτλο «Ιστορία της Τραπέζης της Αγγλίας», με την οποία ο Ανδρεάδης, πολύ νέος ακόμη, κάνει την είσοδό του στο διεθνές επιστημονικό στερέωμα. Η εργασία αυτή δημοσιεύθηκε αρχικά γαλλικά στο Παρίσι, για να μεταφρασθεί αργότερα, το 1909, στα αγγλικά σε δύο εκδόσεις και έπειτα στα ιαπωνικά.
Πορτραίτο του Α. Μ. Ανδρεάδη από το βιβλίο “Γενικαὶ Ἀρχαὶ Φορολογίας” (1935).
Το βιβλίο αυτό απέκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω του θέματος που επραγματεύετο. Γιατί η Τράπεζα της Αγγλίας, που ιδρύθηκε το 1694, προσέφερε κατά την διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της σαν κεντρική Τράπεζα της Χώρας, τεράστιες υπηρεσίες στο Κράτος και στον Αγγλικό λαό για ν’ αναπτύξει το εμπόριο, ν’ αντιμετωπίσει πολέμους και να σταθεροποιήσει την θέση του ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη. Για ν’ αντιληφθεί κανείς την παγκόσμια κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας την εποχή εκείνη αρκεί να λάβει υπόψη ότι οι τότε αποικίες της αντιπροσωπεύονται σήμερα από 49 κράτη που αποτελούν την Κοινοπολιτεία και έχουν σήμερα πληθυσμό που φθάνει το 1 δισεκατομμύριο άτομα, δηλ. το 1/4 του πληθυσμού της γης.
Όλη αυτή η πορεία του Ιδρύματος, από την αρχική πρωτόγονη μορφή του μέχρι που έγινε ο λαμπρότερος τραπεζικός οργανισμός του κόσμου, αποτελεί το αντικείμενο του έργου αυτού, το οποίον, με τα θεμελιωμένα συμπεράσματα και τις σωστές εκτιμήσεις του, κατέταξε από την αρχή τον Ανδρεάδη μεταξύ των πλέον διακεκριμένων οικονομολόγων και τον καθιέρωσε σαν αυθεντία ακόμη και μέσα στην ίδια την Αγγλία, όπου κανείς μέχρι τότε δεν είχε επεξεργασθεί το θέμα αυτό με τόση πληρότητα.
Ο Αθανάσιος Σμπαρούνης, πρώην Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών και μετέπειτα Καθηγητής της Δημοσίας Οικονομίας στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή, που μπορεί να θεωρηθεί ως ο θεμελιωτής του φορολογικού συστήματος της Ελλάδος, σε μια εξαίρετη μονογραφία του, που εξεδόθη μόνο στα γαλλικά , εξιστορεί και αναλύει διά μακρών την επιστημονική δράση του Ανδρεάδη ιδία ως ιστορικού, και παραθέτει σειρά από σχόλια που δημοσιεύθηκαν από ειδικούς επιστήμονες με κρίσεις για το έργο αυτό. Στην ομιλία μου θ’ αναφέρω μερικά αποσπάσματα από τις κριτικές αυτές, που περιλαμβάνονται στο εξαίρετο βιβλίο του Σμπαρούνη, που ελπίζω, έστω και καθυστερημένα, να κυκλοφορήσει και στα Ελληνικά.
Ο Καθηγητής Foxwell, προλογίζοντας την αγγλική μετάφραση της «Ιστορίας της Τραπέζης της Αγγλίας», έγραφε:
«…Η ιστορία του περίφημου αυτού Ιδρύματος, γραμμένη από έναν Έλληνα στα γαλλικά[4], πρέπει να θεωρηθεί αληθινός άθλος. Παρά την διπλή δυσκολία που θα πρέπει να είχε ο συγγραφέας να περιγράψει ένα ίδρυμα τόσο χαρακτηριστικά αγγλικό, σε μια γλώσσα που δεν είναι η δική του, το βιβλίο αυτό αποτελεί τον πιο κατανοητό και αξιοδιάβαστο απολογισμό της Τραπέζης που δημοσιεύθηκε ώς τώρα. Η θαυμάσια εργασία του Καθηγητού Ανδρεάδη μας έδωσε ό,τι μας έλειπε. Δείχνει μια αξιοθαύμαστη οικειότητα με τον αγγλικό τρόπο του σκέπτεσθαι και η κριτική του είναι δίκαιη και σοφή. Και πάνω από όλα, το βιβλίο αυτό είναι ελκυστικό και αξίζει να διαβασθεί».
Στη μελέτη του για την Τράπεζα της Αγγλίας ο Ανδρεάδης προχωρεί βαθύτερα στην έρευνά του και αναζητεί τις αιτίες για τις γενικότερες επιπτώσεις που έχουν οι δημοσιονομικές δυσχέρειες.
«…Σ’ αυτή την σημαντική μελέτη», γράφει ο Καθηγητής John Μorley, «ο Ανδρεάδης απέδειξε ότι η κακή δημοσία οικονομία ήταν η αποκλειστική αιτία τεσσάρων επαναστάσεων, που είχαν παγκόσμια επίδραση: 1) η μεγάλη επανάσταση των Άγγλων βαρώνων κατά του Ιωάννη του Ακτήμονα, που υπήρξε η αφετηρία του σύγχρονου συνταγματικού πολιτεύματος, 2) η μεγάλη επανάσταση κατά του Καρόλου του Α΄, κατά την οποία γεννήθηκε το αγγλικό συνταγματικό πολίτευμα που ακολούθησαν τον 17ο αιώνα τα περισσότερα κράτη, 3) η Γαλλική Επανάσταση, και 4) η επανάσταση των Βορείων Πολιτειών της Αμερικής μετά την επιβολή φορολογίας στις υπερατλαντικές αποικίες από τον Γεώργιο τον Γ΄».
Ενθουσιώδεις ήταν επίσης οι κριτικές που δημοσιεύθηκαν στις μεγάλες αγγλικές εφημερίδες. Όπως έγραφαν οι «ΦΑΪΝΑΝΣΙΑΛ ΤΑΪΜΣ», «...είναι πραγματικά σπάνιο να γραφεί μια εργασία από την πέννα ενός ξένου που να ασχολείται με τα προβλήματα της Αγγλικής Αυτοκρατορίας και να δείχνει τόση επίγνωση, διορατικότητα και εκτίμηση των παραγόντων που διέπουν την εξέλιξη αυτού του μεγάλου τραπεζικού ιδρύματος».
Το πρώτο αυτό έργο του επέβαλε τον Ανδρεάδη ως επιστήμονα μεγάλης ολκής. Αλλά το διεθνές του κύρος ως ιστορικού θα θεμελιωθεί και θα δικαιωθεί περισσότερο με την «Ιστορία των Οικονομικών της Αρχαίας Ελλάδος», που αναφέρεται σε όλες τις περιόδους της ιστορικής διαδρομής της: στην ομηρική, στην κλασσική, στην ελληνομακεδονική, την Βυζαντινή και την μεταβυζαντινή, και την νεώτερη, μετά την Απελευθέρωση. Πρόκειται πραγματικά για ένα έργο κολοσσιαίο και μνημειώδες, που κατατάσσει τον Ανδρεάδη μεταξύ των ολίγων ιστορικών παγκόσμιας αναγνώρισης και ακτινοβολίας.
Η ιδέα του Ανδρεάδη να συγγράψει την ιστορία των δημοσίων οικονομικών του Έθνους μας, ξεκινά από την επίγνωση ότι οι Έλληνες νομικοί και φοιτητές πρέπει να κατέχουν την οικονομική ιστορία της χώρας των. Και αυτή η πατριωτική του έμπνευση έγινε «έργο πίστης» και αφοσιώθηκε με θέρμη στην ολοκλήρωσή του.
Για την πληρέστερη συγγραφή του κολοσσιαίου αυτού έργου, ο Ανδρεάδης προσέφυγε κατευθείαν στις πηγές, μελέτησε και έφερε στο φως αρχαίες ειδικές ή σχετικές με το θέμα του εργασίες (η βιβλιογραφία των οποίων καταλαμβάνει 100 περίπου σελίδες), συνεκέντρωσε ένα υλικό διασκορπισμένο σε όλες τις κατευθύνσεις του τόπου και του χρόνου και επέτυχε έναν άθλο, πραγματικά υπεράνθρωπο.
Αναγνώρισε από τους πρώτους πόσο η αρχαία Ελλάδα ήταν η πηγή όλων των νεωτέρων οικονομικών θεωριών και πόσο στην δημοσιονομική διαχείριση είχε επινοήσει θεσμούς, που πολύ αργότερα οι μεταγενέστεροι χρησιμοποίησαν.
Πράγματι, πολλοί σύγχρονοι θεσμοί έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα.
Ο θεσμός εν πρώτοις, του «Δημοσίου Λογιστικού», που αποτελεί σήμερα την στοιχειώδη προϋπόθεση για την ορθή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, θεσμός που δεν συναντάται πριν από τον 19ο αιώνα, έχει πρώτα χρησιμοποιηθεί στην Αθηναϊκή Δημοκρατία. Η σύνταξη, η προετοιμασία, η δημοσιότητα και η εκτέλεση του προϋπολογισμού γίνεται σε βαθμό τελειότητας. Τόση ήταν η σημασία που αποδιδόταν στην καλή τήρηση της αρχής αυτής, ώστε εδώ όλες οι δημόσιες θέσεις συνεπληρώνοντο με κλήρο για ολιγόχρονη διάρκεια, στα οικονομικά «πόστα» διορίζοντο πολίτες κατόπιν εκλογής και για τέσσερα χρόνια.
Συναφής με την καλή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών είναι και η αρχή που πρώτος διακηρύσσει ο Ξενοφών τον 4ο αιώνα π.Χ., ότι τα υγιή οικονομικά κάνουν την καλή πολιτική: «η επαρκείς προσόδους έχουσα πόλις καθίσταται ου μόνον ευπορωτέρα, αλλά και ευπολεμικωτέρα και ευπειθεστέρα και εντατικωτέρα». Είναι ένα βασικό δημοσιονομικό αξίωμα, που ανήκει στον Ξενοφώντα, και όχι όπως εσφαλμένα αποδίδεται στον πολύ μεταγενέστερο γάλλο οικονομολόγο Leon Say.
Επίσης, η «Συμμαχία» μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών, με κυρίαρχη δύναμη την Αθήνα και με σκοπό την κοινή άμυνα εναντίον ξένης επιθέσεως, ιδία εναντίον της Περσίας, που ημπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος σημερινού ΝΑΤΟ, απετέλεσε θεσμό που ίσχυσε επί μακρόν στην Αρχαία Ελλάδα. Η Συμμαχία συνεπήγετο σημαντικές αμυντικές δαπάνες –δημιουργία μεγάλου στόλου για την κυριαρχία των θαλασσών, κατασκευή φρουρίων, διατήρηση στρατού– δαπάνες τις οποίες εκάλυπταν οι Σύμμαχοι με την καταβολή ενός είδους εισφοράς για την κοινή άμυνα, όπως γίνεται και σήμερα.
Ακόμη, η ιδιάζουσα κοινωνική πολιτική της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που με τις υπερβολές της, θα οδηγήσει, όπως θα δούμε σε λίγο, στην παρακμή και την κατάρρευσή της, περιέχει μερικές ρίζες, μπορεί να πει κανείς, της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας του άγγλου οικονομολόγου Κέυνς. Στην Αρχαιότητα η κοινωνική πολιτική συνίστατο στην οικονομική ενίσχυση –υπό διάφορες μορφές– των αποροτέρων και πτωχοτέρων κοινωνικών τάξεων με βάση την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης. Ο Κέυνς, του οποίου, όπως ξέρουμε, η θεωρία απετέλεσε τη μεγαλύτερη επανάσταση στην σύγχρονη οικονομική πολιτική, στηρίζει την πολιτική του στην ενίσχυση των πτωχοτέρων κοινωνικών τάξεων με μια δικαιότερη διανομή του εισοδήματος των ευπορωτέρων τάξεων, με σκοπό την αύξηση της απασχολήσεως, της παραγωγής και του εθνικού εισοδήματος.
Ακόμη, η κατασκευή μεγάλων έργων, που αρχίζει με την περίοδο της πολιτικής των τυράννων για να λάβει μεγάλη έκταση αργότερα επί Περικλή και των διαδόχων του, μπορεί να πει κανείς ότι αποτελεί τον πρόδρομο της σημερινής πολιτικής για την απασχόληση και την αντιμετώπιση της ανεργίας, αν και οι πρώτοι τύραννοι κατεσκεύαζαν πολλά, ακόμη και περιττά έργα, για ν’ απασχολούνται οι πολίτες, όπως μας λέει ο Ανδρεάδης, αναφερόμενος στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα, για να μην έχουν καιρό για «συνωμοσίες».
Τέλος, ο θεσμός της «Κοινής Αγοράς», που ενώνει σήμερα την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αναπτύχθηκε επίσης στην Αρχαιότητα. Η Κοινή Αγορά παρουσιάζεται υπό ποικίλες μορφές, όπως αναφέρει σε μια πρόσφατη ανακοίνωσή του ο Καθηγητής και Βουλευτής Θανάσης Κανελλόπουλος και κινείται, στα πλαίσια ενός είδους ομοσπονδιακού Κράτους, που απαρτιζόταν από επί μέρους πόλεις και δήμους. Η δημιουργία αυτής της Κοινής Αγοράς στην Αρχαία Ελλάδα ήταν το αποτέλεσμα της αναπτύξεως του εξωτερικού εμπορίου μεταξύ διαφόρων πόλεων και είχε, όπως αναφέρει ο Ξενοφών, προστατευτικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα και παραχωρούσε ακόμη και προνομιακό καθεστώς σε τρίτες χώρες.
Έτσι, βλέπουμε πως πολλές σύγχρονες οικονομικές σκέψεις και πολλά οικονομικά μέτρα της σημερινής εποχής έχουν την προέλευσή τους στην Αρχαιότητα.
Κατά τον Ανδρεάδη επίσης, η πρώτη έννοια της Δημοσίας Οικονομίας συναντάται στα έργα του Ξενοφώντος και του Αριστοτέλη, των οποίων τις οικονομικές απόψεις αναλύει διά μακρών. Οι φόροι, άμεσοι και έμμεσοι, οι δασμοί, η εισφορά, η σύνταξη, τα τέλη, οι λειτουργίες, οι δημόσιες δαπάνες, τα δάνεια, όλοι αυτοί οι όροι ενός συγχρόνου δημοσιονομικού συστήματος, συναντώνται στα αρχαία κείμενα και αποτελούν την βάση των δημοσίων οικονομικών της Αρχαίας Ελλάδος.
Ο Ανδρεάδης εξετάζει πολύ διεξοδικά τα οικονομικά της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και με όλο το υλικό που ανευρίσκει στις δημηγορίες, στους δικανικούς λόγους και στα κείμενα των διαφόρων συγγραφέων, και κυρίως στο έργο «Οι πόροι» του Ξενοφώντος, σχηματίζει ένα πλήρη παραστατικό πίνακα της Αθηναϊκής Οικονομίας, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με την σύγχρονη οικονομία.
Ο περιορισμένος χρόνος της ομιλίας μου δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ στην ανάλυση των δημοσιονομικών φαινομένων της Αρχαιότητας και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από το μνημειώδες έργο του Ανδρεάδη. Αλλά θα περιορισθώ σε ορισμένες γενικές του παρατηρήσεις και κρίσεις που αναφέρονται στα οικονομικά της Αθηναϊκής Δημοκρατίας κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως η οικονομική πολιτική των Αθηναίων ήταν στενά συνδεδεμένη με την γενικότερη φιλόδοξη πολιτική που ακολουθούσαν, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, πολιτική που επέφερε συνεχή αύξηση των δημοσίων δαπανών. Τα δημόσια κτίρια, τα καλλιτεχνικά μνημεία, τα αγάλματα και τα έργα τέχνης, οι θρησκευτικές τελετές και η δημιουργία ενός χώρου όπου εσφυρηλατείτο η καλλιέργεια ψυχών και σωμάτων, ως και η εν γένει παιδεία, έτσι ώστε οι άλλες πόλεις ν’ αναγνωρίσουν την Αθήνα ως το λίκνο των γραμμάτων και των τεχνών, προκαλούσαν τεράστιες δαπάνες. Επίσης, οι αμυντικές δαπάνες, όπως είδαμε, και το όνειρο της επεκτάσεως και της ηγεμονίας του Ελληνισμού, είχαν σαν αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση των δημοσίων δαπανών.
Για την κάλυψη των δαπανών αυτών, όλοι οι πολίτες συμμετείχαν. Ο «θησαυρός» του Δήμου μεγάλωνε με έκτακτες φορολογίες: την «εισφορά», που ήταν φόρος επί του κεφαλαίου, την «επίδοση», την «τριηραρχία», το «μετοίκιον» που κατέβαλλαν οι μέτοικοι, τους «δασμούς» από το εξωτερικό εμπόριο που απέδιδαν σημαντικά, ακόμη και οι ιέρειες της Αφροδίτης κατέβαλλαν φόρο.
Έτσι, κατά την κλασσική περίοδο, κυρίως στην εποχή του Περικλή, υπήρχε μια καλή διαχείριση των οικονομικών χωρίς σοβαρά ελλείμματα στον προϋπολογισμό, ο δε λαός ενδιαφερόταν για την καθολικότητα των δημοσίων εισφορών, χωρίς υπέρμετρες αξιώσεις.
Μετά τον θάνατο, όμως, του Περικλή επεκράτησε τακτική αυξήσεως των δαπανών δίχως αντίστοιχους πόρους. Όλοι οι πολίτες που ασχολούντο με τα δημόσια πράγματα, άρχισαν να παίρνουν μισθό. Έτσι, προστέθηκε ένα τεράστιο βάρος στον προϋπολογισμό του Δήμου. Εξ άλλου, η κοινωνική πολιτική επεκτάθηκε και είχε πολλές εκδηλώσεις: συντήρηση του «πρυτανείου», των αναπήρων και των ορφανών του πολέμου, διανομές τροφίμων και διάφορες άλλες γενναιοδωρίες προς τον λαό, όπως το «θεωρικόν», αυτό το έλκος της αθηναϊκής οικονομίας, όπως το χαρακτηρίζει ο Ανδρεάδης. Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα την αλόγιστη αύξηση των δημοσίων δαπανών.
Η άκρατος αυτή Δημοκρατία εγέννησε, κατά τον Ανδρεάδη, μια ιδιάζουσα κοινωνική πολιτική που μαζί με τις άλλες υπέρμετρες δαπάνες και μια εσφαλμένη εξωτερική πολιτική που οδήγησε σ’ εμφύλιο πόλεμο, υπήρξαν αποφασιστικοί παράγοντες για την τύχη των Αθηνών. Ο ιμπεριαλισμός και η υπέρμετρη, όπως λέγει ο Ανδρεάδης, κοινωνική πολιτική, είναι τα δυο φαινόμενα που κυριαρχούν την εποχή αυτή.
Οι δημαγωγοί με τον Κλέωνα και οι διάδοχοί τους, για να καλύψουν τις νέες δαπάνες, υπερδιπλασίασαν τους φόρους, πράγμα που δημιούργησε δυσαρέσκειες, αντιθέσεις και προστριβές, με τελικό αποτέλεσμα τον πόλεμο μεταξύ των Συμμάχων και την κατάρρευση της αθηναϊκής οικονομίας.
Η μυωπία του λαού και η εξαλλοσύνη των δημαγωγών, μας λέγει ο Ανδρεάδης, εξασθένισαν προοδευτικά την Αθήνα και προετοίμασαν την επίθεση του Φιλίππου και, αργότερα, των Ρωμαίων.
Έτσι, το πιο λαμπρό στοιχείο του μεγαλείου των Αθηνών, έγινε ο βασικός παράγοντας της παρακμής τους. Ο Ανδρεάδης πιστεύει ότι η αλλαγή της πολιτικής δεν οφείλεται σε αλλαγή του ιδεώδους της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, αλλά στις επιτακτικές ανάγκες που δημιούργησαν οι αλόγιστες παροχές προς τον πληθυσμό, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητοι πόροι.
Φανατικός δημοκράτης ο Ανδρεάδης, εκδηλώνει σε κάθε βήμα τον θαυμασμό του για το αθηναϊκό θαύμα, αλλά και ασκεί την πιο σκληρή κριτική για τις δημοκρατικές υπερβολές. «Στην δημοκρατία», λέει, «η τήρηση του μέτρου είναι δύσκολη». Και είναι λυπηρό να διαπιστώνει κανείς ότι το ευγενέστερο σύστημα διακυβερνήσεως, σε περίπτωση υπερβολής, περιέχει μέσα του τον κίνδυνο να καταστραφεί.
Τα ίδια λάθη, «τα αιώνια λάθη της δημοσιονομικής πολιτικής», όπως λέει ο Ανδρεάδης, επαναλαμβάνονται και στην υπόλοιπη διαδρομή του Ελληνισμού: στην ελληνο-μακεδονική περίοδο, την ελληνιστική, στους βυζαντινούς χρόνους, στην Τουρκοκρατία και στους νεωτέρους χρόνους, τα οικονομικά των οποίων εξετάζει διεξοδικά. Στο Βυζάντιο π.χ., οι υπερβολικές δαπάνες, η βαρύτατη φορολογία που προκαλούσε επαναστάσεις, η έλλειψη στοιχειώδους φορολογικής δικαιοσύνης, η υπέρμετρη επιβάρυνση της μικρής ιδιοκτησίας, τα τελωνειακά προνόμια που δίνονται στις αποικίες, όλα αυτά συνέτειναν στην προοδευτική παρακμή και τελικά στην πτώση του Βυζαντίου. Και ο Ανδρεάδης καταλήγει πως όλες οι δυστυχίες του Ελληνικού Έθνους οφείλονται σε λόγους πολύ περισσότερο οικονομικούς, παρά στρατιωτικούς.
Ἀριστερά: ἡ αἴτηση παραίτησης τοῦ καθηγητῆ Ἀ. Μ. Ἀνδρεάδη στὶς 30 Ἀπριλίου 1934. Δεξιά: Ὁ Πρύτανις Σ. Σεφεριάδης γράφει στὶς 4 Μαΐου 1934 πρὸς τὸν Κοσμήτορα τῆς Νομικῆς ὅτι «ἐνομίσαμε ὅτι ὀφείλομεν νὰ μὴ διαβιβάσωμεν τὴν αἴτησιν ταύτην εἰς τὸ Σ. Ὑπουργεῖον Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων πρὶν ἢ ὁλόκληρος ἡ Σχολὴ προβῇ εἰς ὅλα τὰ ἐνδεικνυόμενα διαβήματα ὅπως πείσῃ τὸν διαπρεπῆ συνάδελφον νὰ ἀποσύρῃ τὴν αἴτησιν αὐτοῦ.»
Το μέγα αυτό έργο του Ανδρεάδη για τα δημόσια οικονομικά της αρχαιότητας, αναγνωρίζεται γενικώς ως αριστούργημα. Η μετάφρασή του στα γερμανικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά και ιταλικά, τιμά την σύγχρονη ελληνική επιστήμη.
Από τις άπειρες και ενθουσιώδεις κριτικές που δημοσιεύθηκαν για το έργο αυτό, περιορίζομαι εδώ σε δυο σύντομα αποσπάσματα. Ο Καθηγητής Roussel έγραφε:
«…Το κείμενο, σε 1500 σελίδες είναι τόσο σαφές, ο συγγραφέας τόσο ενδιαφέρων, ακόμη και στα πιο ειδικευμένα και άχαρα σημεία, ώστε και οι πιο αδαείς και οι πιο ανίδεοι, να μπορούν να τα διαβάσουν με ευχαρίστηση… Καλά γραμμένη, καλά παρουσιασμένη, η ωραία εργασία του κ. Ανδρεάδη έχει το προσόν να είναι συγχρόνως πλούσια και βαθυστόχαστη, ευχάριστη και ελκυστική».
Επίσης, στον πρόλογο της γερμανικής εκδόσεως ο καθηγητής Μ. Ziebarth έγραφε: «…Ο Ανδρεάδης υπό την ιδιότητά του ως οικονομολόγος προσφέρει στην παγκόσμια επιστήμη με το έργο αυτό μια ανεκτίμητη υπηρεσία».
Ο Ανδρεάδης όμως, πέρα από τις οικονομικές και δημοσιονομικές του μελέτες, είχε και ευρύτερα ενδιαφέροντα για τα πνευματικά και καλλιτεχνικά προβλήματα της χώρας μας. Χαλκέντερος και ακάματος ασχολείτο και με την λογοτεχνία, ιδιαίτερα με την θεατρική κίνηση. Ο συνάδελφος Ακαδημαϊκός Πέτρος Χάρης, στην εκτενή νεκρολογία που δημοσίευσε μετά τον θάνατο του Ανδρεάδη, μας δίνει μια παραστατική εικόνα της συμβολής του στα γράμματα.
Κατά τον Πέτρο Χάρη, ο Ανδρεάδης «περισσότερο από μελετητής των νεοελληνικών λογοτεχνικών κειμένων και περισσότερο από κριτικός, ήταν κυρίως ένας προπαγανδιστής, ένας διαλαλητής, ένας θερμός υποστηρικτής της λογοτεχνίας και του θεάτρου, που με τα άρθρα του, με τις διαλέξεις του, με τα ταξίδια του, με τις γνωριμίες του, με το κύρος του, ακόμη και με τις παραξενιές του που δεν εγνώριζαν αντίσταση και εννοούσαν να γίνουν αποδεκτές από όλο τον κόσμο, προσπαθούσε να φέρει στην πρώτη γραμμή τα ζητήματα της λογοτεχνίας και γενικότερα της τέχνης και να προκαλέσει το ευρύτερο και ζωηρότερο ενδιαφέρον που προετοιμάζει την πνευματική ζωή».
Και επειδή ο λόγος για τις παραξενιές του Ανδρεάδη, θα μου επιτρέψετε ν’ αναφέρω κάτι που ο αείμνηστος Ακαδημαϊκός Γεώργιος Μαριδάκις διηγείτο συχνά. Ο Ανδρεάδης συνήθιζε να κάνει περιπάτους μ’ ένα μόνιππο. Μια μέρα, πήρε τον Μαριδάκι από το Σύνταγμα για ένα μικρό περίπατο. Και αφού πέρασαν το Στάδιο και πλησίαζαν προς το Παγκράτι, ο Ανδρεάδης λέγει στον Μαριδάκι: –Κύριε συνάδελφε, ο περίπατος ετελείωσε. Μπορείτε να κατεβείτε… Και συνέχισε μόνος τον περίπατο, ο δε Μαριδάκις αναγκάσθηκε να επιστρέψει πεζή.
Ο Ανδρεάδης δεν είχε, βέβαια, δική του λογοτεχνική εργασία. Οπλισμένος όμως με γερή θεατρική μόρφωση, περισσότερο από τριάντα χρόνια, πότε με το όνομά του και πότε με το γνωστό ψευδώνυμό του «Αλκ.», στάθηκε θερμός και αμερόληπτος εκτιμητής της θεατρικής κίνησης του τόπου. Οι υπηρεσίες που προσέφερε σαν κριτικός του θεάτρου ήταν, κατά τον Πέτρο Χάρη, «πραγματικά ανεκτίμητες, που λίγοι κριτικοί μπορούν να προσφέρουν».
Αυτός είναι σε γενικές γραμμές ο Ανδρέας Ανδρεάδης με την πολύμορφη και πολύπλευρη δραστηριότητα. Αν θελήσουμε τώρα, να συναγάγουμε μερικά διδάγματα από το πλούσιο έργο του και την σοφή του διδασκαλία και τα προσαρμόσουμε στα σημερινά δεδομένα, θα μπορέσαμε να διατυπώσουμε τέσσερα βασικά αξιώματα, που αποτελούν ένα είδος Κατευθύνσεων της δημοσιονομικής πολιτικής.
Πρώτον. Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να διαμορφώνεται στα πλαίσια μιας ισορροπημένης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, που θα λαμβάνει υπόψη και τις ιδιαίτερες συνθήκες –εθνικές και κοινωνικές– στη χώρα όπου η πολιτική αυτή εφαρμόζεται. Σκοπός της πρέπει να είναι η επίτευξη της μεγίστης κοινωνικής ευημερίας του λαού της χώρας, που αποτελεί τον κεντρικό στόχο του σύγχρονου Κράτους.
Δεύτερον. Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει ν’ αποβλέπει σε μια αρμονική διάρθρωση του συνόλου των δαπανών –και προ παντός αναπτυξιακών και κοινωνικών– το σύνολο των οποίων πρέπει να είναι ανάλογο με την φορολογική και δανειοληπτική ικανότητα της χώρας. Δυσαρμονία στην κατανομή των δαπανών με υπέρμετρες παροχές δίχως αντίστοιχους πόρους, οδηγεί κατ’ ανάγκη σε μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού, που τροφοδοτούν υψηλό πληθωρισμό και μεγάλη οικονομική εξάρτηση από το εξωτερικό, όταν ο δανεισμός ξεπερνά τα επιτρεπόμενα όρια.
Τρίτον. Η φορολογική πολιτική πρέπει να βασίζεται στην αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης και στην αρχή του πανδήμου της συμμετοχής όλων στα δημόσια βάρη ανάλογα με την φοροδοτική ικανότητα του κάθε πολίτη, δίχως το συνολικό φορολογικό βάρος ν’ ανακόπτει την οικονομική και κοινωνική πρόοδο και να ωθεί στην φοροδιαφυγή και εν συνεχεία στην παρασιτική οικονομία.
Τέταρτον. Μια συνεχώς υψηλή ελλειμματική πολιτική των δημοσίων οικονομικών αποτελεί κίνδυνο όχι μόνο για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, αλλά για την ίδια την Δημοκρατία. Ο τελευταίος αυτός κίνδυνος ανησυχούσε ιδιαίτερα τον Ανδρεάδη, ο οποίος, για να ισχυροποιήσει την άποψή του αυτή, επεκαλείτο συχνά την συμβουλή που ο Άγγλος πρωθυπουργός Γλάδστων έδωσε τον περασμένο αιώνα στον Γάλλο Jules Ferry, με την εγκαθίδρυση της Γαλλικής Δημοκρατίας:
«…Τώρα που έχετε την Δημοκρατία», του έγραφε, «φροντίστε να κάνετε καλά οικονομικά. Γιατί η Αρχαία Αθήνα, που είχε το πιο θαυμαστό πολίτευμα που αναφέρει η Ιστορία, κατέρρευσε από την κακή διαχείριση των οικονομικών της».
Τα αξιώματα αυτά, που θ’ αποτελούσαν το «πιστεύω» του Ανδρεάδη αν ζούσε σήμερα, πρέπει να έχουν υπόψη τους οι ιθύνοντες τα οικονομικά κάθε χώρας, γιατί μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις τα υγιή δημόσια οικονομικά εξασφαλίζουν καλή πολιτική.
Αυτά τα σοφά διδάγματα μας αφήνει ο Ανδρεάδης, ο έξοχος αυτός πνευματικός άνθρωπος. Kαι νομίζω πως η Ακαδημία Αθηνών, για να κάνει γνωστό και στους νεώτερους Έλληνες το μοναδικό αυτό έργο του Ανδρεάδη, θα πρέπει:
Πρώτον. Να προβεί σε μια επίτομη έκδοση της Ιστορίας των Οικονομικών της Αρχαίας και Νεώτερης Ελλάδος.
Δεύτερον. Να προκηρύσσει κάθε χρόνο βραβείο για την συμβολή του Ανδρεάδη στην μελέτη των οικονομικών κατά τις διάφορες περιόδους της τρισχιλιετούς πορείας του Ελληνισμού, και
Τρίτον. Να τοποθετήσει σε μια από τις αίθουσές της την προτομή του διαπρεπούς αυτού μέλους της, που με το κλασσικό καπέλο και το προεξέχον μαντήλι στην τσέπη, θα θυμίζει στους νεώτερους την φυσιογνωμία του μεγάλου αυτού Έλληνα, που δύο πράγματα αγάπησε πολύ στην ζωή του: την Επιστήμη και την Πατρίδα του.
[1] Βλ. Εισαγωγή στην τρίτομη έκδοση των Έργων του Ανδρεάδη που εξεδόθη από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1939.
[2] Βλ. Α . Μ. Ανδρεάδου, Γενικαί Αρχαί Φορολογίας, Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις, εκδιδόμεναι υπό Αγγ. Θ. Αγγελοπούλου, Αθήναι 1935, σελ. 20 επ.
[3] Ο Αθ. Σμπαρούνης θεωρεί τον Ανδρεάδη ως ένα πρωτεργάτη της νεοκλασσικής Σχολής. Βλ. A. Sbarounis, André Μ. Andréadès, Fondateur de la Science des Finances en Grèce, Athènes 1936.
[4] A. Sbarounis, André Μ. Andréadès. Fondateur de la Science des Finances en Grèce, Athènes 1936.