Παραθέτουμε δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο Πίσω από το Μεγάλο Ρωσικό Τείχος, σε μετάφραση Σταυρούλας Αργυροπούλου (Εκδόσεις Μεταίχμιο).
1.
Κυριευμένοι από ένταση, όλοι αρχίζουμε να στριφογυρνάμε στις καρέκλες μας. Στη σκηνή επικρατεί σκοτάδι, μονάχα ο άνεμος ουρλιάζει και ηχούν μπαλαλάικες και ντόμπρα.[1] Το φεγγάρι ξεγλιστρά μέσα από τα σύννεφα, φωτίζει τα πάντα με το θαμπό του φως. Στο κέντρο της σκηνής βρίσκεται ο Τρίτος Δυτικός Αγωγός. Αυτός ακριβώς για τον οποίο τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έγινε τόση φασαρία, είχαμε τόσα τρεχάματα και τόσες έγνοιες. Ο αγωγός απλώνεται και σέρνεται πάνω στη σκηνή, διασχίζει τα δάση και τις πεδιάδες της Ρωσίας, γυαλίζει μέσα στο μισοσκόταδο, φτάνει ως το Δυτικό Τείχος, ενώ τον διαπερνά μια στρόφιγγα που πάνω της έχει την επιγραφή ΚΛΕΙΣΤΟΣ, χώνεται μέσα στο Τείχος και συνεχίζεται προς τη Δυτική Ευρώπη. Πάνω στο Τείχος στέκεται ένας δικός μας συνοριοφύλακας από το σώμα των στρελτσί∙[2] κρατά ένα αυτόματο με ακτίνες και κοιτάζει προς την αντίθετη κατεύθυνση με τα κιάλια του. Ξάφνου αναστατώνονται τα ντόμπρα και οι μπαλαλάικες, βουίζουν ανήσυχα μπάσα, πλάι στη στρόφιγγα ορθώνεται μέσα από τη γη ένας σωρός από χώμα που βγάζει κάποιο τρωκτικό. Μια στιγμή αργότερα, μέσα από τον σωρό ξετρυπώνει ο ασπάλακας-σαμποτέρ με μαύρα γυαλιά∙ κοιτά ολόγυρα, οσμίζεται τον αέρα, αναπηδά, αρπάζει τη στρόφιγγα, γαντζώνεται πάνω της μ’ όλη του τη δύναμη, βοηθούμενος και από τα πελώρια δόντια του και, σιγά σιγά, πάει να τη γυρίσει και ν’ αφήσει το αέριο να βγει! Από το Τείχος όμως λαμποκοπά μια εξολοθρευτική ακτίνα, που κόβει στα δυο τον ασπάλακα. Τα άντερα του ασπάλακα πετάγονται έξω, κι ο κλέφτης-σαμποτέρ αφήνει μια τσιρίδα και παραδίνει την ψυχή του. Αστράφτουν φώτα κι από το Τείχος πηδούν τρεις λεβέντες συνοριοφύλακες. Πηδούν επιδέξια, κάνοντας στριφογυρίσματα, συνοδευόμενοι από ζωηρά σφυρίγματα. Ο ένας έχει στα χέρια του ένα ακορντεόν, ο άλλος ένα ντέφι κι ο τρίτος ξύλινες κουτάλες. Στις πλάτες τους κρέμονται τα πιστά, εύστοχα αυτόματά τους. Οι νεαροί συνοριοφύλακες χορεύουν και τραγουδούν:
Εμείς κλείσαμε τη στρόφιγγα
κατά τις προσταγές του βασιλιά.
Μα οι εχθροί αποφασίσανε
Το αέριό μας να ρουφήξουν όπως έκαναν παλιά.
«Όχι!» είπαμε εμείς ομαδικά
Και τα μάτια μας γουρλώσαμε τα διαπεραστικά.
Αρκετό ρώσικο αέριο μας ρούφηξε πια
Η χαραμοφάισσα Εβρόπα-Γκαζ.
Οι κυβερνοπάνκ όμως δεν μαζεύονται
καθώς από χώρες παγωμένες έρχονται,
διακλαδώσεις ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια φαρμακερά
από του Τείχους την άλλη μεριά.
Κάπου κάπου όλοι γίνονται αισχροί...
Μάθετέ το όμως∙ εμείς είμαστε ικανοί
να σας πασάρουμε ένα τέτοιο αέριο
που να ψοφήστε στη στιγμή!
Ο ένας συνοριοφύλακας ανοίγει τη στρόφιγγα, οι δυο άλλοι τρέχουν στην άκρη του αγωγού, κολλάνε εκεί τους πισινούς τους και κλάνουν. Με ένα απειλητικό ουρλιαχτό οι νεανικές πορδές διατρέχουν τον αγωγό, περνάνε από το Τείχος και... κλαυθμός κι οδυρμός ακούγεται στη Δύση. Ηχεί το ακόρντο του φινάλε, οι τρεις νεαροί πηδούν πάνω στον αγωγό και, με θριαμβευτικό ύφος, σηκώνουν ψηλά τα αυτόματά τους. Αυλαία.
Το υψηλό ακροατήριο ανασαλεύει. Όλοι κοιτούν τον πρίγκιπα Σαμπάκιν. Εκείνος τρίβει σκεφτικός το αυτί του. Λέει:
«Εσείς τι νομίζετε, κύριοι;»
Ο διευθυντής του Μεγάρου Πολιτισμού:
«Διακρίνω ένα σαφές στοιχείο αισχρότητας. Εντούτοις το κομμάτι είναι επίκαιρο και παιγμένο με πάθος».
Ο επόπτης της Μυστικής Υπηρεσίας:
«Πρώτον, δεν μου αρέσει το γεγονός ότι σκοτώνουν τον κατάσκοπο του εχθρού αντί να τον αιχμαλωτίσουν. Δεύτερον, γιατί μόνο τρεις συνοριοφύλακες; Το απόσπασμα, απ’ ό,τι ξέρω, αποτελείται από δώδεκα άντρες. Ας γίνουν λοιπόν δώδεκα. Τότε οι πορδές θα δυναμώσουν κι άλλο...»
Εγώ:
«Συμφωνώ ως προς το απόσπασμα των συνοριοφυλάκων. Το νούμερο είναι απαραίτητο, επίκαιρο. Το στοιχείο όμως της αισχρότητας υπάρχει. Και ο τσάρος μας, ως γνωστόν, υποστηρίζει τη σεμνότητα και την αγνότητα επί σκηνής».
Ο πρίγκιπας Σαμπάκιν σωπαίνει, κουνά το κεφάλι του. Έπειτα λέει:
«Πείτε μου, κύριοι, το υδρόθειο που κλάνουν οι γενναίοι μας μαχητές είναι εύφλεκτο;»
«Είναι», γνέφει με σιγουριά ο επόπτης.
«Ε, αφού είναι εύφλεκτο», συνεχίζει ο πρίγκιπας στρίβοντας το μουστάκι του, «τότε γιατί η Ευρώπη φοβάται τις πορδές μας;»
Να τι θα πει άνθρωπος του Στενού Κύκλου! Έπιασε αμέσως την ουσία του θέματος! Από τις πορδές των Ρώσων μπορούν να ζεσταθούν οι πόλεις της Ευρώπης! Όλοι βυθίζονται σε περισυλλογή. Κι εγώ τα βάζω με το μυαλό μου∙ ούτε καν υποπτεύθηκα το προφανές. Αλλά, βλέπεις, η δική μου παιδεία είναι ανθρωπιστική...
Ο σκηνοθέτης χλωμιάζει, ξεροβήχει νευρικά.
«Χμμμ... υπάρχει μια μικρή διάσταση απόψεων...» ξύνει το πηγούνι του ο επόπτης.
«Το σενάριο κάνει κοιλιά!» σηκώνει προειδοποιητικά το παχύ του δάχτυλο ο διευθυντής του Μεγάρου Πολιτισμού. «Ποιος είναι ο συγγραφέας;»
Μέσα στο σκοτάδι σηκώνεται ένας ξερακιανός τύπος με γυαλιά και μια πουκαμίσα σαν αυτές που φορούσε ο Τολστόι.
«Πώς την πατήσατε έτσι εσείς, φίλτατε;» τον ρωτά ο διευθυντής. «Το θέμα του αερίου μας είναι τόσο παλιό όσο ο κόσμος!»
«Λάθος μου, θα το διορθώσω».
«Να το διορθώσεις, να το διορθώσεις, χρυσέ μου» χασμουριέται ο πρίγκιπας.
«Να θυμάσαι μόνο πως αύριο έχουμε γενική δοκιμή!» λέει αυστηρά ο διευθυντής.
«Θα προλάβουμε, όπως και να ’χει».
«Και κάτι ακόμα», προσθέτει ο πρίγκιπας. «Στην παράστασή σου, όταν κόβουν κομματάκια τον ασπάλακα με τις ακτίνες, πετάγονται έξω τ’ άντερά του. Πολύ πράμα».
«Τι εννοεί η Εκλαμπρότης σας;»
«Τα άντερα. Ο νατουραλισμός εδώ είναι περιττός. Δείξε λιγότερα άντερα, βρε αδελφάκι μου».
«Όπως διατάζετε. Θα τα διορθώσουμε όλα».
«Και με την αισχρότητα τι θα γίνει;» ρωτώ εγώ.
Ο πρίγκιπας μισογυρνά προς το μέρος μου και με λοξοκοιτάζει:
«Αυτό δεν είναι αισχρότητα, κύριε οπρίτσνικε, αλλά υγιές στρατιωτικό χιούμορ, το οποίο βοηθά τους στρελτσί μας να αντεπεξέρχονται στις σκληρές συνθήκες της θητείας τους στα απώτατα σύνορα της Ρωσίας».
Λακωνική διατύπωση. Δεν μπορείς να την αμφισβητήσεις. Ο πρίγκιπας έχει μυαλό. Κι αν κρίνω από την ψυχρή, λοξή ματιά του, εμάς τους οπρίτσνικους δεν μας συμπαθεί. Ε, είναι ευνόητο: εμείς παρακολουθούμε τον Στενό Κύκλο βήμα προς βήμα, τα μέλη του νιώθουν την ανάσα μας στον σβέρκο τους.
[σσ. 74-79]
2.
Πιάνω Δύση. Να πού βρίσκεται το προπύργιο της αντιρωσικής εξέγερσης. Εδώ, σαν γλοιώδη φίδια μέσα σε βόθρο, λυσσομανούν οι φωνές των εχθρών: Ελευθερία στη Ρωσία!, Φωνή της Αμερικής, Ελεύθερη Ευρώπη, Ελευθερία, Ντόιτσε Βέλε, Η Ρωσία σε διωγμό, Ρωσική Ρώμη, Ρωσικό Βερολίνο, Ρωσικό Παρίσι, Ρωσικό Μπράιτον, Ρωσική Ριβιέρα.
Διαλέγω την Ελευθερία, το πιο μανιασμένο απ’ αυτά τα φίδια, κι αμέσως πέφτω πάνω σε μια φρεσκομαγειρεμένη συνωμοσία: στο στούντιο ένας εμιγκρές ποιητής, ένας καχεκτικός γυαλάκιας Ιούδας, ο παλιός μας γνώριμος με τον τσακισμένο δεξή καρπό (στη διάρκεια της ανάκρισης, ο Παγιαρόκ τέντωσε το πόδι του). Ισιώνοντας με το παραμορφωμένο χέρι του τα παλιομοδίτικα γυαλιά του, ο αποστάτης διαβάζει με μια τρεμουλιαστή, υστερική σχεδόν, φάλτσα φωνή:
Όπου υπάρχουν δυο στήλες, εκεί υπάρχει και παράγραφος,
όπου υπάρχει δίκαιο δικαστήριο, εκεί κι η αδικία.
Και δεν «ήρθεν η ώρα, αδελφέ», αλλά «ήρθεν η ώρα να τα μαζώνετε!»
αφού απ’ τη δικαιοσύνη κανείς δεν δικαιώνεται».
Ο Ιούδας! Με μια κίνηση του δαχτύλου μου σβήνω από μπροστά μου τη χλωμή φάτσα του φιλελεύθερού μας. Αυτοί οι τύποι είναι τόσο αηδιαστικοί όσο και τα σκουλήκια που τρέφονται από τα ψοφίμια. Το πλαδαρό κορμί τους, η ευελιξία τους, η αχορτασιά τους, η τύφλα τους, όλα αυτά τους κάνουν να μοιάζουν με αξιοπεριφρόνητα σκουλήκια. Οι φιλελεύθεροί μας διακρίνονται μόνο για την πολυλογία τους, με την οποία, σαν να είναι δηλητήριο και πύο βρομερό, πιτσιλίζουν τα πάντα γύρω τους, δηλητηριάζοντας όχι τους ανθρώπους αλλά και τον ίδιο τον κόσμο του Θεού, πυρπολώντας, πιτσιλίζοντας την άγια αγνότητα και αφέλεια του κόσμου αυτού και φτάνοντας ως την ίδια τη γαλάζια απεραντοσύνη, λεκιάζοντας τον ουράνιο θόλο με το φιδίσιο σάλιο του χλευασμού, της κοροϊδίας, της περιφρόνησής, της διπροσωπίας, της απιστίας τους, του μίσους, της κακίας και της ξετσιπωσιάς τους.
Ο σταθμός Ελευθερία στη Ρωσία! θρηνολογεί για την «ελευθερία που διώκεται», ο σταθμός των Παλαιών Πιστών[3] Η πορεία του Ήλιου κάτι ψελλίζει για τους μίσθαρνους ανώτατους ιεράρχες της Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας, το Ρωσικό Παρίσι διαβάζει το βιβλίο του Ιωάσαφ Μπακ Οι υστερικές χειρονομίες ως μέσο επιβίωσης στη σύγχρονη Ρωσία, η Ρωσική Ρώμη μεταδίδει τσιριχτή μαϊμουδίσια τζαζ, το Ρωσικό Βερολίνο την ιδεολογική μονομαχία δυο εκτρωμάτων της εμιγκράτσιας που δεν συμφωνούν σε τίποτα, η Φωνή της Αμερικής εκπέμπει το πρόγραμμα «Διώκεται η Ρωσική αργκό» με μια χυδαία διασκευή του αθάνατου έργου Έγκλημα και τιμωρία: [...]
Μόνο η διανόηση δεν λέει να συμβιβαστεί κι ολοένα ξερνοβολάει το δηλητήριο των αισχρολογιών στις κουζίνες, στις κρεβατοκάμαρες, στα αποχωρητήρια, στα ασανσέρ, στις αποθήκες, στις αυλόπορτες, στα αυτοκίνητα, μη θέλοντας να ξεκολλήσει από αυτό το πρόστυχο πολύποδο το κολλημένο στο σώμα της ρωσικής γλώσσας, που δηλητηρίασε γενιές και γενιές συμπατριωτών μας. Και η γαγγραινιασμένη Δύση κάνει παιχνίδι με τους δικούς μας παράνομους βωμολόχους.
Η Ρωσική Ριβιέρα με τη φωνή ενός χυδαίου υβριστή τολμά να κριτικάρει την απόφαση του τσάρου να κλείσει για 24 ώρες τον Αγωγό φυσικού αερίου Νο 3. Πόση κακία έχουν μαζέψει μέσα τους οι Ευρωπαίοι κύριοι! Δεκάδες χρόνια ρουφούσαν το αέριό μας, δίχως να σκέφτονται με πόση δυσκολία το βγάζει ο φιλόπονος λαός μας. Τι είδηση! Πάλι κάνει κρύο στη Νίκαια! Θ’ αναγκαστείτε, κύριοι, έστω και δυο φορές τη βδομάδα, να φάτε κρύο φουαγκρά. Bon appétit![4] Η Κίνα φάνηκε πιο έξυπνη...
[σσ. 88-91]
— Μετάφραση-σημειώσεις: Σταυρούλα Αργυροπούλου
[1] Ντόμπρα: Λαϊκό όργανο με τρεις χορδές σε σχήμα τριγωνικό ή οβάλ.
[2] Οι στρελτσί αποτέλεσαν από τον 16ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα τον μόνιμο στρατό του ρωσικού κράτους, και συγκεκριμένα το πεζικό του, εξοπλισμένο με πυροβόλα όπλα. Αρχικά στρατολογούνταν από τον αστικό και τον αγροτικό πληθυσμό, έπειτα η υπηρεσία τους έγινε ισόβια και κληρονομική. Αμείβονταν με χρήμα ή τρόφιμα, και μερικές φορές με γαίες. Ζούσαν σε οικισμούς, είχαν οικογένειες και ασχολούνταν με διάφορες τέχνες και το εμπόριο. Συμμετείχαν στην εξέγερση της Μόσχας το 1682, ενώ εξεγέρθηκαν κατά του Μεγάλου Πέτρου το 1698. Κατά το διάστημα 1698-99, μετά την καταστολή της εξέγερσής τους, εκτελέστηκαν κατ’ εντολήν του τσάρου 1.182 στρελτσί, ενώ 601 εξορίστηκαν. Οι διώξεις εναντίον τους συνεχίστηκαν έως το 1707. Ο Μέγας Πέτρος ήταν αυτός που διέλυσε το σώμα των στρελτσί δημιουργώντας τακτικό στρατό.
[3] Παλαιοί Πιστοί: Θρησκευτική αίρεση που εμφανίσθηκε στη Ρωσία ως αποτέλεσμα του εκκλησιαστικού σχίσματος του 17ο αιώνα, μετά τις μεταρρυθμίσεις που επέβαλε ο πατριάρχης Νίκων. Οι Παλαιοί Πιστοί επέμεναν στη διατήρηση των εκκλησιαστικών κανόνων και σε έναν άκρως συντηρητικό τρόπο ζωής.
[4] Bon appétit! : (γαλ.) Καλή όρεξη!