σύνδεση

Εθνική Βιβλιοθήκη «Εμμανουήλ Ροΐδης»

Πρόταση μετονομασίας της από την ARB
Asmodeus Junior
Εθνική Βιβλιοθήκη «Εμμανουήλ Ροΐδης» «Τὸ ἔγκλημα συνετελέσθη· ἡ κυβέρνησις ἐδέχθη χθὲς τὸν ἐπὶ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου ὅρκον τοῦ κ. Ροΐδου, ὃν ἡ ὑπερτάτη ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ «παρέδωκεν τῷ ἀναθέματι ὡς ἀντιχριστιανὸν καὶ κακοήθη» (λέξεις τῆς ἐγκυκλίου) καὶ κατήγγειλε ὅπως δικαστικῶς τιμωρηθῇ.» Αυτά και άλλα έγραφε η εφημερίδα Πρωία στις 31 Μαΐου 1880 σχετικά με τον διορισμό του Ροΐδη ως εφόρου της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

 

 

Δυστυχώς δεν ονομάζεται ακόμη έτσι. Αλλά θα έπρεπε. Παραμένει ως εκ τούτου σε εκκρεμότητα. Θεωρώ ότι θα ήταν ο ελάχιστος, όπως λένε, φόρος τιμής στον πιο σημαντικό, για πολλούς λόγους και υπό πολλές έννοιες, Έφορο (Διευθυντή) της. Κάτι τέτοιο όμως θα απαιτούσε ιθύνοντες με εγρήγορη μνήμη και γενναιόδωρη αντίληψη των πραγμάτων. Γνωρίσματα μάλλον σπάνια «στις υπερσυζητητικές και δημοσιογραφικά αναθρεμμένες ανώτερες τάξεις μας»,[1] όπως ομολογεί ο Σεφέρης. Θα ήταν μια δίκαιη ονοματοθεσία που έχει αδικαιολόγητα καθυστερήσει, ενώ πληθαίνουν γύρω μας οι υπερβολικές ή άστοχες αποδόσεις ονομάτων σε ό,τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου (με πρώτο και αρχαιότερο θύμα τις οδούς και τα σοκάκια, αλλά ραγδαία επέκταση σε κτίρια και ποικίλες άλλες δραστηριότητες). Στις επόμενες σελίδες ακολουθεί η δημοσίευση του κειμένου του Εμμανουήλ Ροΐδη «Ἡ Ἐθνική Βιβλιοθήκη ἐν ἔτει 1880» που τεκμηριώνει τους παρακάτω ισχυρισμούς.

Η πρόταση που γίνεται με την έκδοση αυτού του κειμένου είναι σαφής: ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ». Δεν πρόκειται για συμβολική χειρονομία, αλλά για αίτημα που απευθύνεται από την Athens Review of Books στην πολιτική και πνευματική ηγεσία του τόπου. Σε αναμονή απάντησης που δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από θετική – με άμεση εκτέλεση. Ίσως για κάτι τέτοιο θα χρειαστεί να παρέμβει ο Πρωθυπουργός της χώρας, αν θέλουμε να αποφύγουμε τη βεβαιότητα να αποβεί μάταιη μια τέτοια έκκληση.

Στη θέση του Εφόρου ή του Γενικού Διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης υπηρέτησαν αξιόλογοι λόγιοι και συγγραφείς. Κυρίως κατά τον 19ο αιώνα, οπότε συναντάμε ονόματα όπως εκείνα των Γεωργίου Γενναδίου, Γεωργίου Τυπάλδου Κοζάκη, Παναγιώτη Σούτσου, Κωνσταντίνου Φρεαρίτη, Φιλίππου Ιωάννου, Μιχαήλ Δέφνερ, Ιωάννου Πανταζίδη και, προφανώς, του Εμμανουήλ Ροΐδη. Αλλά και στον 20ό αιώνα διευθύνουν την Εθνική Βιβλιοθήκη άνθρωποι όπως οι Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, Σπυρίδων Παγανέλης, Μάρκος Τσιριμώκος, Δημήτριος Μάργαρης, Διονύσιος Κόκκινος, Ηρακλής Αποστολίδης, Ευάγγελος Φωτιάδης.

Κανείς ωστόσο από αυτούς δεν είχε το εκτόπισμα του Ροΐδη στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, ούτε την ιδιαίτερη σχέση του με τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες. Ούτε κανείς βέβαια έγραψε παρόμοιο κείμενο, με το οποίο να αποτυπώνεται επακριβώς η κατάσταση που επικρατούσε στη σημαντικότερη βιβλιοθήκη του κράτους και να ορίζονται οι βασικές βιβλιοθηκονομικές αρχές που ίσχυαν τότε στην Ευρώπη. Ο Ροΐδης δεν ήταν μόνον ο πιο φημισμένος κάτοχος της θέσης. Ήταν και ο πιο κατάλληλος. Αν δεν υπήρχε μια τέτοια θέση, θα έπρεπε να ιδρυθεί γι’ αυτόν.

Η λογοτεχνική ταυτότητά του είναι γνωστή. Πρόκειται για συγγραφέα που γράφει διαρκώς για βιβλία και με βιβλία. Είναι ένας συγγραφέας-αναγνώστης. Θα πείτε βέβαια ότι όλοι οι συγγραφείς είναι αναγνώστες, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να γράψουν. Δεν επιλέγουν όμως όλοι οι συγγραφείς τη συμβίωση με τα κείμενα, όπως αυτός. Στην πραγματικότητα είναι λίγοι εκείνοι που τα ταυτίζουν με την πραγματικότητα, αν όχι με ολόκληρο το σύμπαν. «Άλλοι, ας καυχηθούν για τις σελίδες που έχουν γράψει / εγώ, είμαι περήφανος για κείνες που έχω διαβάσει. (…) το έργο που αναλαμβάνω είναι ανεξάντλητο / και θα με συντροφέψει μέχρι τέλους, / πάντα εξίσου αινιγματικό καθώς το σύμπαν / ή και καθώς εγώ, ο αρχάριος».[2]

Καθώς εύστοχα σημειώνει ο καθηγητής Δημήτρης Δημηρούλης για περιπτώσεις όπως ο Ροΐδης: «[δ]εν ασκούν την ανάγνωση ως κάτι αναπόφευκτο αλλά την καθιστούν περιεχόμενο της γραφής τους, την στήνουν απέναντι και την παρατηρούν ή την μετατρέπουν σε οθόνη πάνω στην οποία καταγράφουν την παρουσία τους με πολλούς τρόπους, σχολιάζοντας, παρωδώντας, μεταπλάθοντας, αναμιγνύοντας, πλαστογραφώντας, παραπλανώντας, τελικά: παίζοντας με τη γραφή, μπερδεύοντας τα ίχνη, αλλάζοντας προσωπεία, αγνοώντας τη διάκριση ανάμεσα στη δημιουργία και στην απαλλοτρίωση κειμένων, στην αλήθεια και την επινόηση, στο κεκτημένο και στο δανεικό. Το πραγματικό συγχέεται με το κειμενικό, ακριβέστερα: το κείμενο κατακτά την πραγματικότητα».[3]

Ο χώρος που κυριολεκτικά και μεταφορικά τελείται μια τέτοια σχέση γραφής και ανάγνωσης, μια τέτοια περίπλοκη και εντατική σχέση με τα κείμενα, είναι η βιβλιοθήκη. Η βιβλιοθήκη του Ροΐδη δεν είναι μια απλή βιβλιοθήκη, είναι η βιβλιοθήκη ενός εραστή. Μόνον εκεί νιώθει ασφαλής και ικανοποιημένος. Μόνον εκεί μπορεί να αναπτύξει τη γραφή του και να έχει τον έλεγχο του βίου του. Μπορούμε να φανταστούμε πώς θα ένιωσε ο Ροΐδης, τι χαρά και τι ευθύνη, όταν το βασίλειό του επεκτάθηκε και βρέθηκε να είναι ο φύλακας της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Ακόμη περισσότερο: να μετακινείται ανάμεσα σε δύο βιβλιοθήκες· την ιδιωτική και τη δημόσια.

Θυμίζει πράγματι τον Μπόρχες. Ή καλύτερα: είναι ο Έλληνας Μπόρχες του 19ου αιώνα. Ο συσχετισμός δεν είναι αυθαίρετος. Ίσως να διαφέρουν στον τρόπο, και σε ό,τι άλλο καθορίζει ο χρόνος και ο τόπος, ωστόσο και οι δύο νοούνται ως συγγραφείς με κύριο θέμα τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες. Το σύμπαν τους είναι ένα σύμπαν κειμένων. Το εκφράζει πολύ ωραία ο Μπόρχες: «Ανέκαθεν φανταζόμουν τον Παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης. Άλλοι τον φαντάζονται κήπο ή παλάτι».[4] Ή στο «Ποίημα των δώρων»: «εγώ, που ως και του Παραδείσου το κλειδί / μια βιβλιοθήκη να μ’ ανοίγει φανταζόμουν».[5]

Έχουν και άλλα κοινά μεταξύ τους. Εδώ επισημαίνω το γεγονός ότι και οι δύο διορίστηκαν και απολύθηκαν από διευθυντές των αντίστοιχων Εθνικών Βιβλιοθηκών για πολιτικούς λόγους. Γράφει ο Μπόρχες: «Έχω δεχτεί στη ζωή μου πολλές τιμές που δεν τις άξιζα, αλλά υπάρχει μία που μου χάρισε τη μεγαλύτερη ευτυχία από κάθε άλλη: η διεύθυνση της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Για λόγους πολιτικούς παρά φιλολογικούς, διορίστηκα εκεί…».[6] Ως φανατικός αντιπερονιστής ο Μπόρχες έμεινε στη θέση του από το 1955 έως το 1973, όταν ήταν στη εξουσία οι αντιπερονιστές. Ο Ροΐδης διορίστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη από το 1880 έως το 1902 αποσπασματικά, περίπου δεκαέξι-δεκαοχτώ χρόνια, ανάλογα με τις πολιτικές μεταβολές.[7]

Ως συνεπής τρικουπικός είχε την εύνοια του Τρικούπη· όταν έχανε όμως αυτός, έπεφτε στη δυσμένεια των αντιπάλων του και, όπως ήταν αναμενόμενο, απολυόταν. Υπήρξαν στιγμές που η ανάγκη της επιβίωσης τον ανάγκασε να κάνει παραχωρήσεις αδιανόητες για τις πεποιθήσεις του. Όπως το 1880, όταν δέχτηκε να ορκιστεί «ενώπιον … του ιερέως της ενορίας»[8] του (όντας λειτουργικά άθεος) για να αναλάβει έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Ή το 1895, όταν αναγκάστηκε να γράψει στον αυλάρχη του Βασιλέως (αυτός ο ανυποχώρητος είρωνας της συναλλαγής) για να ζητήσει να μην τον αδικήσουν.[9]

Αυτές είναι εξαιρέσεις, οφειλόμενες κατά κύριο λόγο στις ανελέητες επιθέσεις που δεχόταν σε όλον του τον βίο. Κάθε φορά που διεκδικούσε αυτό που άξιζε ή υποστήριζε αυτό που πίστευε, οι αντίπαλοί του ξέθαβαν το ίδιο ρεπερτόριο: αθεΐα, ανηθικότητα, ανθελληνικότητα και, πάνω απ’ όλα, Πάπισσα Ιωάννα (με κακόβουλη και παραπλανητική επισήμανση των δανείων του από άλλα κείμενα). Ακόμη και μετά από είκοσι ή σαράντα ή εξήντα χρόνια, ο Ροΐδης εξακολουθούσε να είναι «υπόδικος» πολιτικά, θρησκευτικά και λογοτεχνικά για το ιερόσυλο και αντισυμβατικό μυθιστόρημά του.

Μιας και ο λόγος είναι για βιβλία και βιβλιοθήκες φέρνω στον νου τον Φίλιπ Λάρκιν, που είναι βέβαια γνωστός ως σπουδαίος ποιητής, αλλά διέπρεψε επί 42 χρόνια και ως βιβλιοθηκάριος σε διάφορες θέσεις. Οι βιογράφοι, και γενικά οι μελετητές του, εξαίρουν το έργο του σε όλες τις βιβλιοθήκες όπου υπηρέτησε, συνδυάζοντας τη λογιοσύνη με την εργατικότητα και τη διοικητική ικανότητα.[10] Κάτι που ταιριάζει να πούμε και για τον Ροΐδη. Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα παραδείγματα[11], νομίζω όμως ότι αρκούν αυτά τα δύο για να δείξουν (με τις ανάλογες προσαρμογές) σε ποια κατηγορία ανήκει ο Ροΐδης· στην κατηγορία του ευσυνείδητου συγγραφέα-βιβλιοθηκάριου. Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία συγκλίνουν σε αυτή τη διαπίστωση. Προφανώς τον αδικεί κάθε ατεκμηρίωτη αμφισβήτηση της προσφοράς του στην Εθνική Βιβλιοθήκη.[12] Υπήρξε μεγάλος συγγραφέας, φανατικός αναγνώστης και δραστήριος επικεφαλής βιβλιοθηκάριος. Δικαιούται την αναγνώριση αυτή συνολικά· έστω αργοπορημένα.

Πέρα και πάνω από όλα αυτά όμως πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Ροΐδη ότι υπήρξε ο μόνος, στα σχεδόν διακόσια χρόνια λειτουργίας της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που συνέγραψε μια μικρή πραγματεία, η οποία ξανατυπώνεται σήμερα, και με την οποία εμφανίζεται δημοσίως όχι μόνο για να υπερασπίσει τον εαυτό του, αλλά και για να περιγράψει τα δεινά της και, μέσω αυτών, να ακτινογραφήσει, για μια ακόμη φορά, καταστάσεις και συμπεριφορές που ταλανίζουν την χώρα έως αυτή τη στιγμή. Το κείμενο του Ροΐδη έχει υποτιμηθεί για δύο άνισους λόγους: α) γιατί δεν αξιοποιήθηκε από την πολιτεία και β) γιατί αγνοήθηκε από τους μελετητές της ελληνικής κοινωνίας.

Σχεδόν αυτονόητα παρεμπίπτει και ο τρίτος σημαντικός λόγος. Δεν έχει εκτιμηθεί αναλόγως μία ακόμη ανθοφορία της ροΐδειας γραφής, του μέσου δηλαδή εκείνου με το οποίο ασκεί κατεδαφιστική κριτική στο αδιέξοδο που συνεχίζουμε να κατοικούμε: τυφλοί απέναντι στον καθρέφτη που μας αποκαλύπτει. Θα ήταν όμως άδικο να παραλείψουμε, στο ζήτημα αυτό, τον ανεπιφύλακτο θαυμασμό του πρώτου εκδότη των Έργων του, και ανιψιού του Α. Μ. Ανδρεάδη, για το «αριστούργημα», όπως χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο κείμενο:

«Τὸ φυλλάδιον τοῦτο (…) μᾶς κάμνει σχεδὸν νὰ λυπούμεθα ὅτι ὁ Ῥοΐδης δὲν ἔπεσε θῦμα ποικιλωτέρων σκευωριῶν, ὁπότε θὰ τῷ ἐδίδοντο περισσότεραι ἀφορμαὶ νὰ ἐπιδείξῃ τὸ πολυσχιδὲς τῆς συγγραφικῆς του μεγαλοφυΐας (…). Αἱ ἐπιθέσεις τοῦ 1880 τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ δείξῃ μετὰ πόσης χάριτος, σαφηνείας καὶ πνεύματος ἐξέθετε τὰ ξηρότερα τῶν διοικητικῶν ζητημάτων καθιστῶν ἐπαγωγοὺς καὶ τὰς περὶ ταξινομήσεων βιβλίων συζητήσεις».[13]

Κάθε παρέμβαση του Ροΐδη προκαλούσε μεγάλες αντιδράσεις. Υπήρξε ανατρεπτικός και απρόβλεπτος. Αναστάτωνε τα δεδομένα και αποδεκτά. Άναβε φωτιές σε έναν μικρό τόπο όπου κυριαρχούσαν η ισορροπία και η συγκατάβαση με στέμμα τη συνδιαλλαγή. Δεν είναι τυχαίο ότι στον 19ο αιώνα υπήρξε ο βασικός καταλύτης ανάδειξης του κριτικού λόγου σε επίπεδο πολιτισμικό και πολιτικό. Αυτό συνέβη και με το εν λόγω κείμενό του. Εκτός από τους καθ’ έξιν αρνητές που τον θεωρούσαν ακατάλληλο για τη θέση του Εφόρου, έχοντας συνήθως πολιτικά κίνητρα, εκτός επίσης από τους αντιπάλους (και δεν ήταν λίγοι) που τον θεωρούσαν επικίνδυνο για την κοινωνία και τη θρησκεία, υπήρχαν και εκείνοι που άμεσα ή έμμεσα τους έθιγε η κατάκριση του Ροΐδη για την κατάσταση στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Ακόμη περισσότερο τους εξόργιζε η κοινοποίηση οικτρών συνθηκών και χρόνιων παθογενειών. Μπορεί κάποια από αυτά που αναφέρει ο Ροΐδης να ήταν γνωστά, κανείς όμως έως τότε δεν είχε τολμήσει να καταγγείλει τόσο απερίφραστα την κατάντια ενός σημαντικού κρατικού ιδρύματος. Με τον τρόπο μάλιστα που το έκανε ο Ροΐδης η κριτική δεν περιοριζόταν στη Βιβλιοθήκη, αλλά επεκτεινόταν συνεκδοχικά στον κρατικό οργανισμό και κατέληγε στην ελληνική κοινωνία.

sel49

Η πρώτη και η τρίτη σελίδα της επιστολής του Εμμ. Ροΐδη προς τον Τελετάρχη του βασιλέως Μ. Ι. Παπαρρηγόπουλο τον Μάιο 1895, με την οποία του ζητεί να μεσολαβήσει ώστε να παραμείνει έφορος στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Αναγκάστηκε να αποταθεί στον βασιλιά, διότι «ἄνθρωπος εἰς τοῦ ὁποίου τὸν λαιμὸν περνοῦν κορδόνι διὰ νὰ τὸν πνίξουν ἔχει βεβαίως τὸ δικαίωμα τῆς ἀμύνης». Παρά ταύτα είναι μνημείο αξιοπρέπειας: βλ. υποσημείωση 9.

Όπως ήταν επόμενο η πιο έντονη αντίδραση προήλθε από τον ιατρό και ανιψιό τού Θ. Δηλιγιάννη Χαρίλαο Μελετόπουλο (1840-1895), διεκδικητή της θέσης του Εφόρου την ίδια εποχή. Αυτόν είχε διαδεχθεί ο Ροΐδης το 1880 και σε αυτόν παρέδωσε τη θέση την ίδια χρονιά. Η διαμάχη, με την οποία δεν θα ασχοληθούμε εδώ, πήρε μεγάλες διαστάσεις, απέκτησε όμως μονιμότερη μορφή, αφού ο ανταγωνισμός συνεχίστηκε έως το 1886 όταν έληξε η εναλλαγή τους στη διεύθυνση της Εθνικής Βιβλιοθήκης[14]. Και σε αυτή την περίπτωση ανασύρθηκε από το παρελθόν η Πάπισσα Ιωάννα και οργανώθηκε πολυμέτωπη επίθεση με πολιορκητικό κριό τις δήθεν «καταληστεύσεις» ξένων έργων από τον Ροΐδη.[15]

Ως μία ακόμη από τις διάσημες διαμάχες του, αξίζει να μελετηθεί αυτόνομα, αφού συνιστά πολύτιμη μαρτυρία για τον τρόπο που διαμορφώθηκε το πολιτισμικό πεδίο τον 19ο αιώνα και η συνάφειά του με το πολιτικό σκηνικό. Μετά από πολλά χρόνια, όταν πάλι ο Ροΐδης διεκδικούσε τη θέση του εφόρου το 1895, θυμήθηκε τη διαμάχη του με τον Μελετόπουλο και τη σχολίασε ως εξής: «…διωρίσθη ὑπὸ τοῦ τότε ὑπουργοῦ τῆς παιδείας καὶ μετ᾽ ὀλίγον πρωθυπουργοῦ κ. Θ. Δηλιγιάννη ὁ ἀνεψιός του κ. Χαρ. Μελετόπουλος, ἀξιόλογος ἄνθρωπος, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐπέτρεπεν ἔκτοτε ἡ κατατρύχουσα αὐτὸν ἀνίατος νευρικὴ νόσος οὐδεμίαν ἐργασίαν, ἡ δὲ Βιβλιοθήκη δὲν διέκειτο πολὺ κάλλιον τοῦ Ἐφόρου αὐτῆς».[16]

Πρέπει να σημειώσω ότι στην περίπτωση του Μελετόπουλου ο Ροΐδης δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνον έναν ισχυρό αντίπαλο, γόνο εξέχουσας μοραΐτικής οικογένειας (ο πατέρας του Δημήτριος είχε πάρει μέρος στην Επανάσταση και υπήρξε σημαντική πολιτική προσωπικότητα στη συνέχεια), αλλά και μια ενορχηστρωμένη επίθεση που περιλάμβανε επικοινωνιακά μέσα που είχαν επιρροή στο κοινωνικό σώμα (όπως εφημερίδες και περιοδικά). Παράλληλα αντιδρούν και άλλοι πολιτικοί παράγοντες, ακόμη και «διαμαρτυρόμενοι» πολίτες, που ζητούν εγγράφως από την Ιερά Σύνοδο να μην επιτρέψει την ορκωμοσία του «αφορισμένου» Ροΐδη. Εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα η σφοδρότητα της καταδίκης και η επανάληψη, ως συνήθως, γνωστών μοτίβων με κέντρο την Πάπισσα Ιωάννα. Η φήμη ότι πρόκειται για «ανοσιούργημα» φαίνεται να διατηρείται ακμαία, παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια από την πρώτη έκδοση. Είναι ίσως κατανοητό κάτι τέτοιο, αν κρίνουμε από τη μεγάλη απήχησή της στο ευρύ κοινό.

Στο πλευρό του Ροΐδη τάχθηκαν ορισμένα έντυπα και αντέδρασαν κάποιοι υποστηρικτές του, σε μικρή όμως κλίμακα. Η διακινούμενη εικόνα παρουσιάζει έναν άνθρωπο επικίνδυνο, που περιφρονεί την κοινωνία και απειλεί τη θρησκεία. Επομένως, πίσω από τον Μελετόπουλο, συγκεντρώθηκαν, με αφορμή τον διορισμό του Ροΐδη στην Εθνική Βιβλιοθήκη, και άλλοι αντίπαλοί του, χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο ιδεολογικά όπλα, τα οποία ενίσχυσαν με τη μείωση του έργου του σε απλή συρραφή σφετερισθέντων χωρίων από ξένα κείμενα. Με άλλα λόγια, υπήρξαν πολλοί Μελετόπουλοι που συνεργάστηκαν εναντίον του κοινού εχθρού. Έτσι συμπληρώνεται η περιγραφή που μας δίνει ο Ανδρεάδης: «διορισμὸς εἰς δημοσίαν θέσιν ἦτο πρᾶγμα κατ’ ἐξοχὴν ἐφήμερον, ὁ δεχόμενος δημοσίαν θέσιν ἀνελάμβανε συνάμα δεινὸν καὶ ἄχαριν ἀγῶνα κατὰ τῆς λεγεῶνος τῶν προκατόχων καὶ τῶν ἐπιδόξων διαδόχων του».[17] Για να τους αντιμετωπίσει ο Ροΐδης αναγκάστηκε «νὰ καταναλώσῃ ἱκανὰς σελίδας ἀνασκευάζων ἰσχυρισμοὺς τελείως ἀβασίμους καὶ ἀναιρῶν αἰτιάσεις συχνάκις μωράς».[18]

Σήμερα τα στοιχεία που συνθέτουν τη σχέση του Ροΐδη με την Εθνική Βιβλιοθήκη, καθώς και την εξέλιξη των αντιδράσεων και αντιπαραθέσεων, έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεθωριάσει, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι έχουν χάσει την αξία τους για την ιστορική έρευνα. Η σημασία τους αποκτά επίσης άλλες διαστάσεις όταν συνδεθούν και συσχετιστούν με το κείμενο του Ροΐδη «Ἡ Ἐθνική Βιβλιοθήκη ἐν ἔτει 1880». Ένα κείμενο πολεμικής που διακρίνεται για την κριτική του ευθυβολία και τη λογοτεχνική του επιτέχνηση. Δεν είναι όμως μόνον αυτά. Είναι συνάμα ένα κείμενο που φανερώνει πόσο καλά γνώριζε ο Ροΐδης τη σχετική βιβλιογραφία για το «βιβλίο» και τη «βιβλιοθήκη». Εντυπωσιάζει επίσης η εκτεταμένη γνώση ευρωπαϊκών μελετών που αναφέρονται σε βιβλιοθηκονομικά θέματα.

Με τη βοήθεια των σημειώσεων διαπιστώνουμε ότι παρακολουθούσε τις σχετικές εξελίξεις στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες. Για παράδειγμα, αναφέρει τα κλασικά κείμενα του Léopold-Auguste Constantin Hesse για τη βιβλιοθηκονομία στη Γαλλία[19] ή τις αντίστοιχες μελέτες του Edward Edwards για την οργάνωση των βιβλιοθηκών στην Αγγλία. Η θεώρηση του Ροΐδη για ζητήματα που αφορούν τη διεύθυνση μιας κεντρικής βιβλιοθήκης είναι σοβαρή και συστηματική. Το εύρος των γνώσεών του αξιοθαύμαστο. Άλλωστε και οι ετήσιες εκθέσεις του προς το Πανεπιστήμιο, το οποίο είχε την ευθύνη της Εθνικής Βιβλιοθήκης, φανερώνουν ότι δεν συμπεριφέρεται σαν ερασιτέχνης, σαν ένας συγγραφέας δηλαδή που διαχειρίζεται το ίδρυμα εικονικά, απλώς για να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Όταν αναφέρεται στο χάος που επικρατεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη, υπογραμμίζοντας τα χρόνια προβλήματά της, μιλά με συγκροτημένη άποψη για το τι σημαίνει καλά οργανωμένη βιβλιοθήκη και με πολύπλευρη γνώση για τα πρότυπα που παρέχουν οι ευρωπαϊκές χώρες.

Η πιστή επανέκδοση του κειμένου (με μερικές σιωπηρές διορθώσεις τυπογραφικών λαθών) πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό γεγονός για όλους τους λόγους που προανέφερα, κυρίως όμως γιατί η απολαυστική γραφή του Ροΐδη μας παρακινεί να χρησιμοποιήσουμε το παρελθόν για να κατανοήσουμε και να κρίνουμε το παρόν. Ο επιμελητής μερίμνησε να δοθεί το κείμενο αυτούσιο (όπως πρωτοδημοσιεύτηκε) συνοδεύοντάς το με διαφωτιστικές σημειώσεις (όσες έκρινε απαραίτητες), και με ένα χρήσιμο ευρετήριο. Υπόσχεται δε ότι η Athens Review of Books θα συνεχίσει τα αφιερώματα στον Ροΐδη καθώς και τη διαρκή της φροντίδα για την ανάδειξη του ροϊδικού έργου και τη διάσωση/συντήρηση του ροϊδικού αρχείου.[20]

Θα ήταν ευχής έργον η πρωτοβουλία επανέκδοσης αυτού του κειμένου να συνοδευθεί από την οφειλόμενη απόδοση του ονόματος «Εμμανουήλ Ροΐδης» στον φυσικό του χώρο, που δεν είναι άλλος από εκείνον της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Το γεγονός μάλιστα ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη εξέδωσε πρόσφατα τις ετήσιες επιθεωρήσεις του στην εφημερίδα Ώρα[21] είναι ένα απτό και επαινετό δείγμα αναγνώρισης του Εφόρου που την τίμησε υπηρετώντας την με αφοσίωση και υπευθυνότητα. Δεν μπορεί παρά να ελπίζει κανείς ότι η αναγνώριση αυτή θα ολοκληρωθεί με τη μετονομασία της σε ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ».


 ΟΦΕΙΛΗ
Ὀφείλουμε νὰ ἐπαινέσουμε τὸν Πρόεδρο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν κ. Ἀντώνη Ρεγκάκο, χάρη στὸν ὁποῖο ψηφιοποιήθηκαν ἤδη τα Ἀρχεῖα Ροΐδη καὶ Ἀνδρεάδη. Μένει βέβαια νὰ γίνουν πολλά, ὥστε νὰ ὀργανωθεῖ μὲ τὴ βοήθεια εἰδικῶν τὸ πολύτιμο Ἀρχεῖο τοῦ μεγάλου συγγραφέα, σύμφωνα μὲ τὰ πρότυπα τῶν Δυτικῶν πανεπιστημίων, βιβλιοθηκῶν, ἱδρυμάτων. Ἀλλὰ ἡ καλὴ ἀρχὴ πάντως ἔγινε.


Ἡ ARB συστήνει δύο βιβλία ποὺ ἐκδόθηκαν πρόσφατα:

Δημήτρης Δημηρούλης, Ἡ ἀνάγνωση τοῦ Ροΐδη. Ὁ συγγραφέας ὡς ἐξαίρεση, Gutenberg, Ἀθήνα 2022.

Ἐμμανουὴλ Δ. Ροΐδης, Οἱ ἐτήσιες ἐπιθεωρήσεις στὴν Ὥρα 1878-1889, ἐπιμέλεια: Λάμπρος Βαρελᾶς - Σωτήρης Τσέλικας, Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2021.




 

 

[1] Γιώργος Σεφέρης, «Διάλογος πάνω στην ποίηση», Δοκιμές, τόμ. Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1974, σ. 83.

[2] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα, «Ένας αναγνώστης», μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης, Πατάκη, Αθήνα 2014, σ. 142.

[3] «Ο συγγραφέας-αναγνώστης», The Athens Review of Books, τχ. 88 (Οκτώβριος 2017), σ. 18. [Αναδημοσιεύεται στο Δημήτρης Δημηρούλης, Η ανάγνωση του Ροΐδη, Gutenberg, Αθήνα 2022, σ. 68].

[4] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Η τυφλότητα» στο Δοκίμια ΙΙ, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Πατάκη, Αθήνα 2015, σ. 273.

[5] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα, ό.π., σ. 43.

[6] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Η τυφλότητα», ό.π., σ. 272. Στα Άπαντα τα Πεζά Ι και ΙΙ και στα Δοκίμια του Μπόρχες Ι και ΙΙ (εκδόσεις Πατάκη), θα βρείτε μαγευτικά δοκίμια όπως «Για τη λατρεία των βιβλίων», «Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ», «Το βιβλίο» κ.ά.

[7] Για μια λεπτομερή παρουσίαση της σχέσης του Ροΐδη με την Εθνική Βιβλιοθήκη βλ. Λάμπρος Βαρελάς, «“Το έγκλημα συνετελέσθη”! Ο Εμμ. Δ. Ροΐδης έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης”, The Athens Review of Books, τχ. 119 (Ιούλ. - Αύγ. 2020), σ. 41-45. Πβ. και Δημήτρης Δημηρούλης, «Ο Ροΐδης, η βιβλιοθήκη, τα βιβλία», στο ίδιο τεύχος, σ. 32-37. [Αναδημοσιεύεται στο Η ανάγνωση του Ροΐδη, ό.π., σ. 83-119].

[8] Βλ. την καταληκτική υποσημείωση 14, στο Ἡ Ἐθνική Βιβλιοθήκη ἐν ἔτει 1880.

[9] Παρ᾽ όλο που ουσιαστικά ζητούσε χάρη, δεν παρέλειψε να επισημάνει πως «Εἰς πᾶσαν αἴτησιν ἢ καὶ ἀπαίτησιν βουλευτικὴν ἀπεκρινόμην στερεοτύπως ἐπὶ δώδεκα ἔτη ὅτι “Ἡ κυβέρνησις διώρισεν Ἔφορον ‘κωφόν’, διὰ νὰ ἔχῃ τὸ δικαίωμα νὰ μὴν ἀκούῃ κανένα”». παντα, τόμ. Ε΄ (επιμ. Άλκης Αγγέλου), Ερμής, Αθήνα 1978, σ. 400.

[10] Βλ. σχετικά Richard Goodman, “Μy particular talents. Philip Larkin's 42-year career as a Librarian”, https://bit.ly/3JS2k6T

[11] Έρχεται στον νου και ο Ανατόλ Φρανς, γνωστός βιβλιόφιλος και βιβλιοφάγος, γιος βιβλιοπώλη, ο οποίος, εκτός από διάσημος συγγραφέας, υπήρξε και διαπρεπής βιβλιοθηκάριος στη Γαλλική Γερουσία.

[12] «Τὸ γεγονὸς ὅτι κάποιος εἶναι σπουδαῖος συγγραφέας δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι καὶ καλὸς διευθυντὴς ἑνὸς πολιτιστικοῦ ὀργανισμοῦ», Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Προλόγισμα» στο Εμμανουήλ. Δ. Ροΐδης, Οι ετήσιες Επιθεωρήσεις στην Ώρα (1878-1889), επιμ. Λ. Βαρελάς - Σ. Τσέλικας, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Αθήνα 2021, σ. 9. Επειδή μια τέτοια διατύπωση μπορεί να εκληφθεί ως αιχμή, πρέπει να τονίσουμε ότι τα υπάρχοντα στοιχεία αποδεικνύουν ότι ο Ροΐδης εκτός από σπουδαίος συγγραφέας υπήρξε και σπουδαίος Έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

[13] Ἀ. Μ. Ἀνδρεάδης, «Βιογραφικὸν σημείωμα», Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδου. Ἔργα, τόμ. 1, Φέξης, Ἐν Ἀθήναις 1911, σ. νδ´.

[14] Συγκεκριμένα: Μελετόπουλος (1878-1880), Ροΐδης (1880), Μελετόπουλος (1880-1882), Ροΐδης (1882-1885), Μελετόπουλος (1885-1886), Ροΐδης (1886-1890).

[15] Μετά τη δημοσίευση του κειμένου τοῦ Ροΐδη Ἡ Ἐθνική Βιβλιοθήκη ἐν ἔτει 1880, Ἐκ τοῦ Βιβλιοπωλείου Ἀνδρέου Κορομηλᾶ, Ἐν Ἀθήναις 1880, ακολούθησε η διαμάχη με τα εξής φυλλάδια: α) Ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης ὑπὸ Χαριλάου Δ. Μελετοπούλου, Ἐφόρου αὐτῆς, Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου τῶν ἀδελφῶν Περρῆ ἐπὶ τῆς Πλατείας τοῦ Πανεπιστημίου, Ἐν Ἀθήναις 1881, β) Σύντομος ἀπάντησις εἰς τὴν ἀλήθειαν περὶ τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Χ. Μελετοπούλου, ὑπὸ Μιχαὴλ Καρατζᾶ [Ἐμμ. Ροΐδης], πρώην Κλητῆρος αὐτῆς, Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Ἀνδρέου Κορομηλᾶ, Ἐν Ἀθήναις 1881 και γ) Ἀπάντησις πρὸς τὴν σύντομον ἀπάντησιν τοῦ Καρατζᾶ - Ροΐδου, ὑπὸ Δημητρίου Τζαννετάκη [Χ. Μελετόπουλος], πρώην ὑπαλλήλου τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης, Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου ἀδελφῶν Περρῆ, ἐπὶ τῆς Πλατείας τοῦ Πανεπιστημίου, Ἐν Ἀθήναις 1881.

[16] Ἅπαντα, τόμ. Ε´, σ. 399.

[17] Ἀ. Μ. Ἀνδρεάδης, «Βιογραφικὸν σημείωμα», ὅ.π., σ. μδ΄.

[18] Ἀ. Μ. Ἀνδρεάδης, «Ἀντὶ προλόγου», Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδου. Ἔργα, τόμ. 6 (Πάρεργα καὶ Παραλειπόμενα), Φέξης, Ἐν Ἀθήναις 1913, σ. στ´.

[19] Στὸν ὁποῖο, παρεμπιπτόντως, ὀφείλεται ὁ ὅρος bibliothéconomie.

[20] Πρέπει να σημειώσουμε ότι η μέριμνα της Athens Review of Books για το έργο του Ροΐδη υπήρξε καθοριστική στην αφύπνιση της Ακαδημίας Αθηνών (βλ. κυρίως Μ. Βασιλάκης, «Το Αρχείο Ροΐδη στη σαρκοφάγο της Ακαδημίας Αθηνών», ARB, τχ. 136, Φεβρ. 2022), η οποία μόλις εσχάτως εδέησε, χάρη στον Πρόεδρό της κ. Αντώνη Ρεγκάκο, να αρχίσει την ψηφιοποίηση των Αρχείων Ροΐδη και Ανδρεάδη. Βέβαια το κόστος της ARB για το επίτευγμα αυτό ήταν μεγάλο, αφού ο διευθυντής της υπέστη τα πάνδεινα από τον άρχοντα του Ιδρύματος που νομπελίζει ασυστόλως (βλ. Φρεντερίκ Λε Μπλαι (Frédéric Le Blay), «Άνδρας μετεωροφένακας – Ζερεφός: και Νομπελίστας και Αριστοτελιστής»· Μ. Βασιλάκης, «Προς τον Γενικό Γραμματέα της Ακαδημίας Αθηνών»· Asmodeus Junior, «Ακαδημία [με] Ακαδημαϊκούς», ARB, τχ. 137, Μάρτιος 2022).

[21] Εμμανουήλ Δ. Ροΐδης, Οι ετήσιες Επιθεωρήσεις στην Ώρα (1878-1889), επιμ. Λ. Βαρελάς - Σ. Τσέλικας, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Αθήνα 2021.