σύνδεση

Πώς η αγάπη γίνεται Ιστορία;

Πώς η αγάπη γίνεται Ιστορία; Ο Αλέκος Παναγούλης σε τηλεοπτική συνέντευξή του το 1976. © KEYSTONE / HULTON ARCHIVE/GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE

 

Οριάνα Φαλλάτσι, Ένας Άντρας, μτφρ. Κωνσταντίνα Γερ. Ευαγγέλου, Πατάκη, Αθήνα 2021, σελ. 688


 

1.

[Προλογικά] Αν διαβάζοντας το παρακάτω κείμενο, αναμένετε απάντηση στην ερώτηση του τίτλου, καλύτερα προσπεράστε το. Ο παραφθαρμένος στίχος του Άλκη Αλκαίου λειτουργεί παιγνιωδώς και βέβαια όχι κυριολεκτικώς εδώ. «Η αγάπη είναι ένας σκύλος από την κόλαση» κατά τον άψογο ορισμό του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Και πότε αλήθεια είχαν καλή σχέση οι «σκύλοι από την κόλαση» με το σοβαρό, επιστημονικό και κριτικό πράγμα που οφείλει να είναι η ιστορία;

Το παρακάτω κείμενο γράφεται με αφορμή την επανέκδοση της μυθιστορηματικής βιογραφίας που συνέταξε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η διάσημη Ιταλίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Οριάνα Φαλλάτσι για τον Αλέκο Παναγούλη. Σαράντα στρογγυλά χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία τού Ένας Άντρας στα ελληνικά, το βιβλίο της Φαλλάτσι μεταφράστηκε ξανά, από την Κωνσταντίνα Γερ. Ευαγγέλου και τον Νοέμβριο που μας πέρασε κυκλοφόρησε σε έναν ιδιαιτέρως καλαίσθητο και προσεγμένο τόμο από τις εκδόσεις Πατάκη. Το κεντρικό ερώτημα που με απασχολεί εδώ μπορεί προσφυώς να συνοψιστεί στο ακόλουθο: Ποια υπήρξε η επίδραση των έργων και των λόγων –γραπτών και προφορικών– της Φαλλάτσι στη συγκρότηση της ηρωικής μνήμης του Παναγούλη; Για την καλύτερη ιχνηλάτηση και φωτισμό του παραπάνω ερωτήματος, το κείμενο δομείται τριμερώς, εγκύπτοντας σε τρεις κόμβους της εμπλοκής της Ιταλίδας στη διαμόρφωση της μνήμης του κορυφαίου αντιστασιακού. Στο πρώτο μέρος μελετάται η πρώτη γνωριμία των δύο, στη συνέντευξη του Αυγούστου του 1973, στο δεύτερο και εκτενέστερο το «τι» και το «πώς» της βιογραφίας, ενώ στο τρίτο επιστρέφουμε σε κάποια αποσπασματικά αλλά ενδεικτικά επεισόδια από έναν ορισμένο «πόλεμο μνήμης» γύρω από τον Παναγούλη.

2.

[Αύγουστος 1973: Η πρώτη μεγάλη συνέντευξη και η γνωριμία με τη Φαλλάτσι] Δυο μέρες μετά την αποφυλάκισή του, ο Αλέκος Παναγούλης θα παραχωρούσε συνέντευξη στη επιφανή Ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλλάτσι, η οποία είχε έρθει εσπευσμένα από την Ιταλία μόλις πληροφορήθηκε την είδηση της γενικής αμνηστίας στην Ελλάδα.[1] Η εξασφάλιση της πρώτης μεγάλης συνέντευξης με τον πλέον πολυθρύλητο πολιτικό κρατούμενο της ελληνικής χούντας συνιστούσε αναμφισβήτητα δημοσιογραφικό desideratum περιωπής και, συνεπώς, επιτυχία για όποιον ή όποια το κατόρθωνε. Έτσι, την Πέμπτη 23 Αυγούστου 1973 η Φαλλάτσι βρέθηκε στο πατρικό σπίτι του Παναγούλη, στη Γλυφάδα, για τις ανάγκες της συνέντευξης, η οποία δημοσιεύθηκε στο ιταλικό περιοδικό LEuropeo[2] και τμήματά της αναδημοσιεύθηκαν σε φύλλα του ελληνόφωνου αντιδικτατορικού Τύπου[3]. Υπήρξε ιδιαίτερα σχοινοτενής και εκτείνεται σε πενήντα πέντε σελίδες στο βιβλίο της Φαλλάτσι Συνάντηση με την ιστορία[4]. Εκείνο το απόγευμα στη Γλυφάδα συνέβησαν δύο τινά. Πρώτον, ξεκίνησε ένας έρωτας που έμελλε –κατά το κοινώς λεγόμενο– να μείνει στην ιστορία και, δεύτερον, ο Παναγούλης είχε την ευκαιρία για πρώτη φορά να μιλήσει αυτοπροσώπως για όλα όσα έως τότε είχε πράξει και βιώσει.

Διαβάζοντας τη συνέντευξη διαπιστώνουμε, αφενός, τον τρόπο που βλέπει η Φαλλάτσι τον Παναγούλη και, αφετέρου, εντοπίζουμε ποια είναι τα ζητήματα για τα οποία ο άρτι τότε αποφυλακισθείς αγωνιστής ένιωθε άνετα να μιλήσει και ποια εκείνα για τα οποία προτιμούσε τη σιωπή. Ακόμη, αναφαίνεται ο τρόπος που αντιλαμβανόταν τον ρόλο του στον ευρύτερο αντιδικτατορικό αγώνα, πώς ο ίδιος νομιμοποιούσε την απόπειρα και πώς αυτο-θεωρούσε τον εαυτό του και το παρελθόν του. Με άλλα λόγια, ήταν η πρώτη φορά –λειψή εξαίρεση όσα ποιήματά του έβγαιναν από τη φυλακή– που ο μέχρι τότε ερήμην ηρωοποιούμενος Παναγούλης παρενέβαινε στη σκακιέρα της εν εξελίξει συμβολοποίησής του, κραταιώνοντας –εμπρόθετα– ορισμένα από τα έως τότε επικρατούντα σε αυτήν μοτίβα, διαφοροποιώντας εν μέρει κάποια άλλα και αποποιούμενος μερικά άλλα.

Εκκινώντας από το βλέμμα της Ιταλίδας, είναι ιδιαίτερα εύγλωττη, όσο και δηλωτική της διελκυστίνδας ανάμεσα στον ήρωα και στο θύμα, η συνύπαρξη δύο ηρωικών αρχετύπων, στο προλογικό σημείωμα που προτάσσει η Φαλλάτσι στη συνέντευξη. Τα δύο ηρωικά ανάλογα είναι ο Χριστός και ο Οδυσσέας.[5] Ο Παναγούλης μπορεί να έφερε στο σώμα του ανεξίτηλες τις ουλές των βασανιστηρίων «στο σημείο που βρίσκονταν και οι πληγές του Χριστού», αλλά το ανυπότακτο πνεύμα, το αδάμαστο θάρρος και η πολυμήχανη εφευρετικότητα στους τρόπους αντοχής των μαρτυρίων τον έφερναν πιο κοντά στον ομηρικό ήρωα. Πλάι στην εικόνα του βασανισμένου μάρτυρα υπήρχε και με την πάροδο του χρόνου, με ιδιαίτερη ένταση από το 1973 και εξής, κραταιωνόταν και υπερίσχυε η ιδέα του αλύγιστου αγωνιστή, εκείνου που υπέφερε τα πάνδεινα μα στάθηκε ο μόνος που δεν έσπασε.

Από την άλλη, ο Παναγούλης σχεδόν διακηρυκτικά δήλωνε:

«Ούτε ήρωας είμαι, ούτε αισθάνομαι ήρωας. Δεν είμαι σύμβολο, ούτε βλέπω τον εαυτό μου σαν ήρωα. Κι όλη αυτή η δημοτικότητά μου με φέρνει σε αμηχανία. (…) Τι πρέπει λοιπόν να κάνω για να μη σας απογοητεύσω; Φοβάμαι τόσο μήπως σας απογοητεύσω, αφού περιμένετε τόσα πολλά από μένα! Ω, αν καταφέρνατε να μη με βλέπετε σαν ήρωα!»[6].

Το χωρίο αυτό είναι χρήσιμο στο μέτρο που δηλοί πως ο Παναγούλης, ήδη τον Αύγουστο του 1973, συνειδητοποιούσε πως –είτε το ήθελε είτε όχι– είχε υποστεί διαδικασίες ηρωοποίησης· για το σύμπαν της ελληνικής αντιδικτατορικής αντίστασης ήταν ήρωας, παρ’ όλες τις επιτακτικές περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του ίδιου.

sel23

Ο Αλέκος Παναγούλης απομακρύνεται από το στρατοδικείο μετά την καταδίκη του δις εις θάνατον στις 17 Νοεμβρίου 1968 για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου 1968. © KEYSTONE / HULTON ARCHIVE / GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE

Μεταβαίνοντας στο κυρίως σώμα της συνέντευξης εξάγεται πως ένα πρώτης τάξεως ζητούμενο για τον Παναγούλη ήταν να μιλήσει για την απόπειρα, να μπορέσει ν’ απαντήσει, δίνοντας τη δική του οπτική, στα πλείστα που είχαν έως τότε γραφεί. Ήταν πράκτορας αδιευκρίνιστων μα σκοτεινών δυνάμεων, όπως υποστηρίχθηκε από το ΚΚΕ αμέσως μετά την απόπειρα;[7] Ήταν ιδεαλιστής μα άφρων δυναμιτιστής, όπως υποστηρίχθηκε από μερίδα του αντιδικτατορικού κόσμου;[8] Ήταν πληρωμένος δολοφόνος, όπως τον ήθελε η χουντική πλευρά; Κατά τον ίδιο, εκείνος και οι σύντροφοί του λειτούργησαν «σαν όργανα της δικαιοσύνης»[9], υπακούοντας στο προαιώνιο καθήκον της τυραννοκτονίας. Η ιδέα αυτή του Παναγούλη, εντός της οποίας μοιάζει να συνυφαίνονται ιδανικά μιας μορφής λαϊκής δικαιοσύνης αφενός και μιας ιδιάζουσας δονκιχωτικής αυτοδικίας αφετέρου, υπήρξε μία από τις σταθερές αξίες βάσει των οποίων πορευόταν. Στη συνέντευξη, αφού αποσαφήνιζε πως για τον ίδιο η ιδέα να διαπράξει φόνο ήταν πάντοτε «αδιανόητη και αποκρουστική»[10] και κατόπιν επαναβεβαίωνε τη δήλωση της πρώτης ώρας της ελευθερίας του, πως διόλου δεν έχει μετανοήσει για την απόπειρα, έλεγε πως, σε ορισμένες περιστάσεις, «[τ]ο να γίνεις μόνος σου δικαστής είναι πια μια αναγκαιότητα!»[11]. Τέλος, έβρισκε κι ένα ιστορικό ανάλογο για να επενδύσει ιδεολογικά την απόπειρά του, και να καταστήσει σαφές σε ποια πλευρά της ιστορίας ήθελε στρατευμένο τον εαυτό του, όταν επεσήμαινε ότι «είναι τιμή για τους Ιταλούς που ο Μουσολίνι πέθανε όπως πέθανε και ντροπή για τους Πορτογάλους που ο Σαλαζάρ έσβησε στο κρεβάτι του»[12].

Πέρα από την απόπειρα, ο Παναγούλης ερωτάται πολύ από τη Φαλλάτσι για την πενταετή φυλάκιση, τις ανακρίσεις και τα βασανιστήρια. Η συνισταμένη όλων των απαντήσεων του συνεντευξιαζόμενου απέπνεαν την ιδέα πως επρόκειτο για έναν άοκνο και άκαμπτο αγωνιστή· για έναν αδιάπτωτα ανήμερο κρατούμενο, ανειρήνευτα ανεξημέρωτο με την ιδέα της φυλακής. Υπάρχει μια φράση, στη μακροσκελέστατη αυτή συνέντευξη, που προσφυώς συμπυκνώνει όλη την ουσία της. Εκεί ο Παναγούλης δήλωνε πώς άντεξε όσα υπέστη: «με την άρνησή μου να παραδεχτώ την ιδέα ότι είχα νικηθεί. Άλλωστε δεν ένιωσα ποτέ νικημένος. Γι’ αυτό δεν έπαψα ποτέ μου ν’ αγωνίζομαι»[13]. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος που ο Παναγούλης αντιμετώπιζε τα βασανιστήρια· και τούτο καθώς από τη μία, αφιέρωνε αρκετό χρόνο για να μιλήσει εκτενώς για τα φρικτά βασανιστήρια που βίωσε, αλλά από την άλλη, φρόντιζε επισταμένως να αποποιηθεί την ταυτότητα του μαρτυρικού θύματος μέσα από την εμμενή ανάδειξη των τακτικών αντοχής που είχε αναπτύξει την ώρα του βασανισμού. Τόνιζε, επί παραδείγματι, τη λειτουργικότητα των απεργιών πείνας ως μέσων αντίστασης ή σε άλλο σημείο εξομολογούνταν: «σκεφτόμουνα μόνο πώς να μη λυγίσω, να μη μιλήσω, να τους εναντιωθώ. Αν ήξερες πόσες φορές τους χτύπησα κι εγώ!»[14]. Δύο ακόμη συναφή με τα βασανιστήρια στοιχεία, τα οποία προβάλλονταν από τον Παναγούλη συνίστανται στα ακόλουθα. Επανερχόταν συχνά στην οξεία αντιδιαστολή που βίωνε ανάμεσα στην αντοχή του στον σωματικό πόνο –«το ατσάλι στη φωτιά σκληραίνει»– και στη δυσανεξία του στις λεκτικές προσβολές που δεχόταν από τους βασανιστές του. Κατ’ αυτό τον τρόπο επιχειρούσε να δείξει πως η έννοια της περηφάνιας και της τιμής βρίσκονταν πολύ ψηλά στον αξιακό του κώδικα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός, πως πολλάκις υπενθύμιζε ότι εκείνος πολύ συνειδητά ποτέ του δεν είχε καταδεχθεί να αιτηθεί χάρης, ούτε τον Νοέμβριο του 1968 όταν του είχε επιβληθεί η θανατική ποινή, ούτε και τον Αύγουστο του 1973, όταν και συμπεριλήφθηκε στην αμνηστία και αποφυλακίστηκε.[15] Δεύτερο στοιχείο που με καμάρι και κατηγορηματικότητα διατράνωνε ο Παναγούλης, απαντά στη διαβεβαίωση πως εκείνος, παρ’ όλα τα πάνδεινα βασανιστήρια, ποτέ δεν έσπασε – «από το στόμα μου δεν βγήκε ποτέ ούτε μία λέξη». Σε ένα μάλιστα σημείο που αναφερόταν στην πεισματική άρνησή του να πει το παραμικρό στους ανακριτές του, διηγείται κι εκείνη την ιστορία που κατέληγε με την αρκετά διάσημη φράση του διοικητή της ΕΣΑ, ταξίαρχου Δ. Ιωαννίδη, κατά την οποία ο Παναγούλης ήταν ο ένας στους εκατό χιλιάδες, που όσο κι αν βασανιστεί, δεν μιλάει[16].

Έχει, τέλος, αξία να καταγραφεί ο τρόπος με τον οποίο ο Παναγούλης αντιλαμβανόταν τον ρόλο του στον αντιδικτατορικό αγώνα, τόσο κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του όσο και στο παρόν της συνέντευξης. Εκ των λεγομένων του εξάγεται πως επρόκειτο για έναν άνθρωπο συνειδητά και ολόψυχα δοσμένο στη δυναμική μάχη κατά της δικτατορίας, με αίσθηση κι ενίοτε επιθυμία αυτοθυσίας· με τα δικά του λόγια: «[Όσο ήμουν στο Μπογιάτι] σκεφτόμουνα ότι αν κρατούσα στάση σταθερή, θαρραλέα, οι στρατιώτες, οι δεσμοφύλακες, ακόμα και οι ίδιοι οι αξιωματικοί, θα συνειδητοποιούσαν ότι βρισκόμουνα εκεί σαν εκπρόσωπος ενός λαού αποφασισμένου να νικήσει»[17], και αλλού: «μοναδική μου φιλοδοξία είναι να προσφέρω τη ζωή μου για να δοθεί τέλος σ’ αυτή τη δικτατορία, μοναδική μου επιθυμία είναι να είμαι ο τελευταίος νεκρός σ’ αυτή τη μάχη. Όχι για να ζήσω περισσότερο από τους άλλους: για να προσφέρω περισσότερα από τους άλλους»[18].

3.

[Ένας Άντρας – «Ένα μυθιστόρημα που θα έδινε νόημα στην τραγωδία»] Στις δύο και μισή το μεσημέρι της Τρίτης 21 Αυγούστου 1973 ο Αλέκος Παναγούλης πέρναγε το κατώφλι των στρατιωτικών φυλακών Μπογιατίου και έπεφτε στην αγκαλιά της μητέρας του, Αθηνάς. Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε δύο μέρες πριν, την Κυριακή 19 Αυγούστου 1973, ορκιστεί «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» στη Μητρόπολη της Αθήνας, και στο πλαίσιο της επιχειρούμενης φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος είχε εξαγγείλει παραχώρηση γενικής αμνηστίας για όλα τα πολιτικά αδικήματα. Ανάμεσα στα διάφορα μέτρα που είχε ανακοινώσει στον πανηγυρικό του ο Γ. Παπαδόπουλος, δεν παρέλειψε να δειχθεί και «μεγάθυμος», αφού διατράνωνε πως «θ’ απονείμω χάριν εις τον Αλέξανδρον Παναγούλην, ο οποίος την 13ην Αυγούστου 1968 απεπειράθη να με δολοφονήση».[19]

Κατ’ αυτό τον τρόπο, πέντε χρόνια και μια βδομάδα μετά την απόπειρα κατά του δικτάτορα, ο Παναγούλης απελευθερωνόταν, εγκαταλείποντας τη σκληρή απομόνωση. Ξεκίναγε τότε, εκείνο το αυγουστιάτικο μεσημέρι, η κολοβή τριετία, κατά την οποία –για πρώτη και τελευταία φορά μετά την απόπειρα– ο Παναγούλης θα ήταν ταυτόχρονα ζωντανός και ελεύθερος. Κατά τη διάρκεια αυτής της τριετίας –1973 έως 1976– ο Βασίλης Βασιλικός, που ήδη το 1972 είχε προβεί σε μια πρώτη γραπτή καταγραφή της ιστορίας της απόπειρας του Αυγούστου του 1968, στο βιβλίο του Πορτραίτο ενός αγωνιστή: Νίκος Ζαμπέλης[20], παρότρυνε τον Παναγούλη να γράψει ο ίδιος «την πραγματική ιστορία της απόπειρας, με κάθε λεπτομέρεια, για να μην αμφιβάλλει πια κανείς»[21]. Ο Παναγούλης φαίνεται πως δεν ήταν αρνητικός σε αυτήν την ιδέα, καθώς πράγματι, την άνοιξη του 1976 ξεκίνησε να γράφει ένα βιβλίο, στο οποίο θα αφηγούνταν ο ίδιος την ιστορία του.[22] Ενώ είχε αρχίσει να γράφει το βιβλίο, και παράλληλα οι ενέργειές του για τη σταδιακή δημοσίευση των αρχείων της ΕΣΑ στα Νέα βρίσκονταν στην τελική ευθεία, εκμυστηρεύθηκε στη σύντροφό του, Οριάνα Φαλλάτσι, πως οι απειλές που δεχόταν τον έκαναν να πιστεύει ότι θα πεθάνει σχετικά σύντομα και συνεπώς, θα χρειαζόταν εκείνη να ολοκληρώσει το βιβλίο. Είχε μάλιστα διαλέξει και συνωμοτικά ψευδώνυμα –Άχαμπ για τον εαυτό του και Ισμαήλ για τη Φαλλάτσι–, εμπνεόμενος από την ιστορία του Μόμπι Ντικ, στην οποία ο Άχαμπ ήταν ο καπετάνιος του πλοίου που πέθαινε κυνηγώντας τη φάλαινα, ενώ ο Ισμαήλ ο ναύτης που διασώζεται από το ναυάγιο για να διηγηθεί μετά την ιστορία.[23]

Ο Παναγούλης πρόλαβε να γράψει είκοσι τρεις μονάχα σελίδες από εκείνο το βιβλίο, στις οποίες η αφήγηση εκκινεί την 13η Αυγούστου 1968, ημέρα της απόπειρας, και καταλήγει με την περιγραφή των βασανιστηρίων που υπέστη κατά την ανάκριση, τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψή του, στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Το βιβλίο τελικά, όπως και στην ιστορία του Μόμπι Ντικ, το έγραψε η Φαλλάτσι και δεν είναι άλλο από το Ένας Άντρας. Η πρώτη ολοκληρωμένη βιογραφία του Λευκαδίτη αγωνιστή εκδόθηκε στα ελληνικά στις αρχές του 1981 (το ιταλικό πρωτότυπο κυκλοφόρησε το 1979).

Το Ένας Άντρας αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πηγές για όποιο εγχείρημα θέλει να αναμετρηθεί με τη μνήμη του Παναγούλη. Αν το επίγραμμα της ηρωοποίησης υπήρξε η διάσημη καταληκτήρια φράση από την απολογία του Παναγούλη, κατά την οποία «το ωραιότερο κύκνειο άσμα κάθε πραγματικού αγωνιστή είναι ο επιθανάτιος ρόγχος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα της τυραννίας», η βιογραφία της Ιταλίδας συνιστά χωρίς αμφιβολία το ευαγγέλιό της. Το βιβλίο της Φαλλάτσι εξελίχθηκε στο πλέον πολυδιαβασμένο και επιδραστικό ανάγνωσμα για τον Παναγούλη, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, καθώς το 1981, ταυτόχρονα με την ελληνική μετάφρασή του κυκλοφόρησε και αγγλική.

Το Ένας Άντρας είναι βιογραφία μεν, με έντονο το μυθιστορηματικό στοιχείο δε. Βιογράφος και βιογραφούμενος είχαν –κατά τα γραφόμενα της πρώτης– βιώσει την «πιο ακροσφαλή αγάπη που υπάρχει: [αυτήν] που συμπλέκει τις ιδεολογικές επιλογές και τις ηθικές δεσμεύσεις με την έλξη και τα συναισθήματα»[24]. Προτού περάσουμε σε μια κριτική ανάλυση του καθαυτό περιεχομένου του βιβλίου και ανασυνθέσουμε τα κεντρικά ηρωοποιητικά μοτίβα που αναπτύσσονται εντός του, έχει σημασία να επισημανθούν ορισμένα μορφολογικά στοιχεία. Η Φαλλάτσι στην αρχή του βιβλίου δήλωνε πως το έναυσμα για να γράψει ήταν η «αναζήτηση του μύθου» του Παναγούλη. Πράγματι, η αφηγηματική στρατηγική της μένει πιστή, απ’ αρχής μέχρι τέλους, στην εξιστόρηση του «μύθου του ήρωα». Στην εισαγωγή κάθε κεφαλαίου παρέθετε κάποιες σελίδες που διηγούνταν αποπροσωποιημένα και ανώνυμα μια ορισμένη εκδοχή αρχετυπικής ιστορίας του μύθου του ήρωα. Επί παραδείγματι, στο προοίμιό της αποσαφήνιζε πως σκόπευε να αφηγηθεί τον «γνώριμο μύθο του ήρωα που αγωνίζεται μόνος (…) [την] γνώριμη ιστορία του ανθρώπου που (…) διακηρύσσει την ελευθερία»[25]. Κατόπιν, στην αρχή του δεύτερου κεφαλαίου, όταν έχοντας ιστορήσει τα της απόπειρας και της δίκης, εκκινούσε τη διήγηση των πέντε ετών της φυλακής, έγραφε: «Ο μύθος του ήρωα δεν εξαντλείται με τον μεγάλο άθλο (βλέπε απόπειρα), (…) [αυτή] είναι η έναρξη της αποστολής. Ακολουθεί η περίοδος των μεγάλων δοκιμασιών»[26]. Αργότερα, στην εισαγωγή του κεφαλαίου, όπου αναφερόταν στην επιστροφή του Παναγούλη στην Αθήνα, τον Αύγουστο του 1974, μετά την πτώση της δικτατορίας, η Φαλλάτσι, πιστή στο μοτίβο του «μύθου του ήρωα» και με εμφανείς εδώ ομηρικές επιρροές, σημείωνε: «στο μύθο του ήρωα η επιστροφή στο χωριό δικαιώνει τα δεινά που υπέφερε (…), η επιστροφή όμως είναι και η πιο αχθεινή εμπειρία που πρέπει να αντιμετωπίσει»[27]. Προς το τέλος της βιογραφίας, όταν έφθανε η στιγμή να διηγηθεί τα του θανάτου, προλόγιζε ως ακολούθως: «οι ήρωες του μύθου δεν αναλώνονται ποτέ στις κακοπάθειες των γηρατειών (…) φεύγουν στο άνθος της νεότητάς τους, με βίαιο τρόπο»[28].

Πέρα από την προαναφερθείσα επιλογή της συγγραφέως, εντοπίζονται τρία ακόμη στοιχεία στην αφηγηματική στρατηγική της βιογραφίας, τα οποία παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα σε λογοτεχνικά σχήματα ηρωικού έπους, είτε ομηρικού είτε ακριτικών δημοτικών τραγουδιών. Τα τρία συγκεκριμένα στοιχεία μπορούν να εντοπιστούν, αν τεθούν τα ερωτήματα: πώς αρχίζει και πώς τελειώνει η ιστορία; Πώς εκδιπλώνεται; Πώς ανατροφοδοτεί τον αφηγηματικό της ρυθμό; Πρώτον, η Φαλλάτσι επέλεγε να ξεκινήσει ab finem· εκκινούσε, δηλαδή, την διήγησή της από το τέλος της ιστορίας, από την κηδεία του Παναγούλη στις 5 Μαΐου 1976 και έπειτα έπιανε το γραμμικό χρονολογικό νήμα από την απόπειρα κατά του δικτάτορα, τον Αύγουστο 1968 έως και τον θάνατο του ήρωα, την Πρωτομαγιά 1976. Δεύτερον, ανιχνεύεται ως αφηγηματική τακτική το σχήμα κύκλου, στο μέτρο που η ηρωική ιστορία του Παναγούλη παρουσιάζεται να ξεκινά με μια βόμβα που απέτυχε να εκραγεί σωστά και να τελειώνει με μια άλλη «βόμβα» που δεν πρόλαβε να πυροδοτηθεί επαρκώς. Με άλλα λόγια, όλο το βιβλίο αφηγείται μια ηρωική τροχιά, η οποία ξεκίνησε με τη βόμβα της απόπειρας, τον Αύγουστο 1968, «που θα καθόριζε τη ζωή σου» και έληξε με τη «βόμβα» των αρχείων της ΕΣΑ, οχτώ χρόνια μετά, την άνοιξη του 1976, «που θα καθόριζε το θάνατό σου». Στο Ένας Άντρας το γεγονός πως καμία εκ των δύο δεν πέτυχε το σκοπό της, δεν μείωνε το ηρωικό διαμέτρημα του βιογραφούμενου ήρωα· μονάχα επιβεβαίωνε πως ο Παναγούλης ανήκε στη χορεία των «φιλέρημων επαναστατών, [εκείνων που] η ύπαρξή τους είναι μια φωτιά από χιλιάδες μη περαιωμένες περιπέτειες, ένα πλήθος από σπόρους πεταμένους στον άνεμο»[29]. Ένα τρίτο στοιχείο, που παραπέμπει σε αφηγηματική πρακτική έπους, συνίσταται στην ευρεία χρήση της προοικονομίας. Η Ιταλίδα μετερχόταν κατ’ εξακολούθηση το συγκεκριμένο σχήμα. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως ο τρόπος που δομείται η αφήγησή της είναι ως εάν όλα να προοικονομούν το πρόωρο τραγικό τέλος του ήρωα. Η συνηθέστερα χρησιμοποιούμενη μανιέρα προοικονομίας εντοπίζεται στα συμβολικά, προφητικά όνειρα του Παναγούλη, που παρατίθενται και τα οποία πάντοτε προμήνυαν κάτι ζοφερό.[30]

Εκείνο που προκύπτει από τις παραπάνω επισημάνσεις και έχει ξεχωριστή αξία, είναι πως η Φαλλάτσι επέλεγε να βιογραφήσει τον ήρωα, αξιοποιώντας φόρμες, μοτίβα και σχήματα που προσιδιάζουν σε αρχετυπικές ηρωικές αφηγήσεις, οι οποίες έλκουν την καταγωγή τους από τα βάθη της ιστορίας της λογοτεχνίας. Εν ολίγοις, πέρα από το καθαυτό ηρωοποιητικό περιεχόμενο των γραφομένων της, είναι και τα μορφολογικά γνωρίσματα του έργου, που σε μεγάλο βαθμό κατάγονται από τους τρόπους με τους οποίους η δυτική παράδοση από αρχαιοτάτων χρόνων μιλούσε για τους ήρωες και τα ανδραγαθήματά τους, σημάδια ηρωοποίησης.[31]

Στο Ένας Άντρας οικοδομείται ένα στιβαρό ηρωικό προφίλ για τον Παναγούλη. Σε όλο το βιβλίο, η Φαλλάτσι του απευθυνόταν σε δεύτερο ενικό πρόσωπο. Σε ορισμένα μάλιστα σημεία, απηύθυνε στο νεκρό βιογραφούμενό της και ευθείες ερωτήσεις –«Θυμάσαι;». Συναφές με τη συγκεκριμένη επιλογή της απεύθυνσης σε δεύτερο ενικό, είναι και το είδος των πηγών που αξιοποιεί η συγγραφέας. Εκτός από τις εμπειρίες του κοινού τους βίου στα 1973-1976, μπορούμε να ισχυριστούμε πως η σπουδαιότερη πηγή της Φαλλάτσι είναι η αφηγημένη μνήμη του Παναγούλη. Ως εκ τούτου, η Ιταλίδα διηγιόταν όχι μόνο τις πράξεις του ήρωα, αλλά και τις εκάστοτε σκέψεις του, τους προβληματισμούς του, τους μύχιους πόθους του και τις ανομολόγητες αγωνίες του.[32] Το στοιχείο αυτό είχε ως συνέπεια, το βιβλίο σε στιγμές να ταλαντεύεται στη νεφελώδη μεθόριο βιογραφίας-αυτοβιογραφίας και, ακόμη, ενίσχυε την ηθελημένη και καλλιεργούμενη από τη Φαλλάτσι εικόνα της ως της πλέον αυθεντικής κοινωνού της αλήθειας του Παναγούλη.

sel24

Η Οριάνα Φαλλάτσι στο σπίτι της στο Λαμόλε του Κιάντι. Τοσκάνη, Ιούνιος 1979. © ANGELO COZZI / MONDADORI VIA GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE

Αν επιχειρούσαμε να φτιάξουμε έναν συγκεφαλαιωτικό ορισμό, εντός του οποίου θα συναιρούνταν τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που αποδίδονταν από τη Φαλλάτσι στον Παναγούλη και τα οποία συναρμοζόμενα συγκροτούσαν την ηρωική εικόνα του Ενός Άντρα, τότε αυτός θα έμοιαζε κάπως έτσι: ο Παναγούλης αποτυπωνόταν ως ένας μοναχικός, αντικομφορμιστής επαναστάτης· ως ένας αγνός ιδεολόγος, ασυμβίβαστος και ορκισμένος πολέμιος κάθε εξουσίας· ένας αιρετικός, οικουμενικός αγωνιστής της ελευθερίας, που ο λαός δεν τον κατάλαβε όσο βρισκόταν εν ζωή· ένας περήφανος και αλύγιστος άνθρωπος, ο οποίος παρ’ όλο που πέρασε τα μαρτύρια ενός Χριστού, συνειδητά κι επίμονα αρνούνταν τη θυματοποίηση· ένας ήρωας που αντιλαμβανόταν τον αντιδικτατορικό αγώνα ως προσωπική του υπόθεση.

Εγκύπτοντας κάπως λεπτομερέστερα στα επιμέρους γνωρίσματα του ήρωα Παναγούλη, σε μια προσπάθεια να αναλυθούν αυτά επί τροχάδην, όπως οικοδομούνται στη βιογραφία της Φαλλάτσι, οφείλουμε να έχουμε κατά νου πως κεντρική παραδοχή του έργου συνίσταται στην ιδέα πως ο βιογραφούμενος εγγραφόταν στους «μοναχικούς βλάσφημους»[33]. Φιλοτεχνούνταν ως επαναστάτης, διακατεχόμενος από υπέρμετρη ορμή, στον οποίο η δέσμευση σε συνεχή αγώνα δεν αποτελούσε επιλογή αλλά άφευκτη ανάγκη και ζωογόνο δύναμη.[34] Μέσα στις σελίδες του βιβλίου της συντρόφου του, κραταιά και επαναλαμβανόμενη πρόβαλλε η εικόνα του, ως ενός αγωνιστή απολύτως ακαταχώρητου και αταξινόμητου βάσει των υφιστάμενων κανόνων και των παραδεδεγμένων πολιτικών ομαδοποιήσεων.[35]

Ένα ακόμη σταθερό μοτίβο στον τρόπο που κατασκεύαζε η Φαλλάτσι το ηρωικό απείκασμα του Παναγούλη έγκειται στην μη εν ζωή αναγνώρισή του. Έγραφε χαρακτηριστικά: «ο εξεγερμένος ποιητής, ο φιλέρημος ήρωας είναι ένα ον χωρίς οπαδούς»[36]. Θεωρούσε πως οι σύγχρονοί του στάθηκαν αγνώμονες έναντι του Παναγούλη. Σημείωνε με πικρία πως ούτε μεγαλειώδη υποδοχή του επεφύλαξαν κατά την επιστροφή του στην Αθήνα, μετά την πτώση της χούντας,[37] ούτε τον τίμησαν όσο του έπρεπε με την ψήφο τους, αφού εκλέχθηκε μεν βουλευτής το 1974, αλλά ασθμαίνοντας και με την αγωνία της δεύτερης κατανομής[38].

Αφαιρετικά αλλά όχι αυθαίρετα, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως, αν στο Ένας Άντρας έπρεπε να αποδοθεί στον Παναγούλη ένας μόνο σκοπός και ένας μόνο εχθρός, αυτά θα ήταν αφενός η ελευθερία και αφετέρου η εξουσία. Απ’ αρχής μέχρι τέλους του βιβλίου, αποτυπωνόταν ως στρατευμένος αγωνιστής της ελευθερίας και διακηρυγμένος εχθρός κάθε εξουσίας. Κατά τη διάρκεια της ιστορούμενης, οκτάχρονης (1968-1976) ηρωικής τροχιάς του, δύο ήσαν εκείνοι που περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους προσωποποίησαν την εξουσία και άρα εκείνοι που εμμενώς και παθιασμένα μαχόταν ο Παναγούλης. Οι εν λόγω δύο ήσαν ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή, Ευ. Αβέρωφ. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον πως αμφότεροι, πληθυντικοποιούνταν –λόγου χάρη στη φράση του Παναγούλη της Φαλλάτσι, σχετικά με το κατ’ αυτόν είδος της μετάβασης, όταν σημείωνε: «οι Παπαδόπουλοι παρέρχονται και οι Αβέρωφ μένουν»[39]– ως ιδεοτυπικές μετωνυμίες της εξουσίας.

Αναφορικά με τον τρόπο που επέδρασε το Ένας Άντρας στη διαδικασία διαμόρφωσης της μνήμης του Παναγούλη, αξίζει να αναφερθούμε σε δύο στοιχεία, τα οποία, με διαφορετικό τρόπο το καθένα, κατά τι θόλωναν ή αμφισβητούσαν την ηρωική εικόνα, η οποία κυριαρχούσε στο συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι του έργου. Πρώτον, αν επιχειρηθεί μια συνολική και αναστοχαστική θέαση της βιογραφίας, διαπιστώνεται πως η ιστορία του Παναγούλη περιγραφόταν ως προσδιορισμένη πλήρως από την έννοια της ήττας. Μια ηρωική μεν πορεία, αλλά πορεία από αποτυχία σε αποτυχία, μια διαδρομή με σταθμούς αλλεπάλληλες ήττες και στο λυκόφως της, μια ακόμη διπλή όσο και ανεπίστρεπτη ήττα. Διπλή, καθώς αφενός, ο θάνατος ερμηνευόταν ως μια ακόμα νίκη της εξουσίας έναντι των ανθρώπων σαν τον Παναγούλη, εκείνων δηλαδή που «ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο», και διότι, αφετέρου, η εκδημία του σηματοδοτούσε τη μαζική απορρόφηση φίλων και συντρόφων του νεκρού από το ΠΑΣΟΚ, κόμμα που ο ίδιος φανατικά αποστρεφόταν. Έγραφε η Φαλλάτσι στην τελευταία σελίδα του βιβλίου της, αισθητοποιώντας τη ματαίωση και την ήττα: «ο Παπανδρέου υιοθετούσε το πτώμα σου όπως υιοθετεί κανείς ένα ανυπεράσπιστο ορφανό και το κυμάτιζε σαν κουρελόπανο στις συγκεντρώσεις»[40].

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως το γεγονός, ότι η ιστορία του Παναγούλη περιγραφόταν από τη Φαλλάτσι ως μια πορεία γεμάτη από ημιτελείς επιχειρήσεις και ανολοκλήρωτα εγχειρήματα, δεν σήμαινε αυτοδίκαια πως η ηρωικότητά του πληττόταν ή αμφισβητούνταν. Τουναντίον, τα παραπάνω θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως επιτείνοντα –κατά έναν ετερόδοξο τρόπο– το ηρωικό του φορτίο. Το δεύτερο, ωστόσο, στοιχείο που παρακάτω θα σχολιαστεί, συνιστούσε αναντίρρητα ρηγμάτωση στο ηρωικό συνεχές. Επρόκειτο για μια κριτική στον ήρωα, αρθρωμένη σε δύο βαθμίδες διαφορετικής έντασης. Στο πρώτο επίπεδο, απαντούν διεσπαρμένα εντός της βιογραφίας, στοιχεία τρωτότητας του Παναγούλη, που απλώς αποδείκνυαν πως ο ήρωας ήταν και αυτός άνθρωπος με αδυναμίες. Στο δεύτερο, όμως, επίπεδο, συναντάμε μια στιγμή συθέμελης απομυθοποίησης τόσο του ήρωα Παναγούλη όσο και εν γένει του ηρωικού αφηγήματος.

Πιο αναλυτικά, εκκινώντας από την πρώτη βαθμίδα, αυτή της ηπιότερης κριτικής στον ήρωα, ο άνθρωπος Παναγούλης παρουσιαζόταν ως παθιασμένος με το αλκοόλ. Η Φαλλάτσι διηγιόταν περιόδους της κοινής τους ζωής, κατά τις οποίες ο βιογραφούμενος βίωνε έναν άκρατο διονυσιασμό, γεμάτο κραιπάλες και απροϋπόθετη παράδοση σε κάθε είδους απολαύσεις. Εντούτοις, εκείνο που χαλιναγωγούσε εν πολλοίς τις αμφισβητησιακές επενέργειες της συγκεκριμένης κριτικής στον ήρωα, ήταν το γεγονός πως η Φαλλάτσι έσπευδε να αποσαφηνίσει αφενός, ότι «ο ήρωας είναι κι άνθρωπος» και, αφετέρου, πως αυτά τα ξεσπάσματα έκλυτου βίου αποτελούσαν αντίδραση στη συνειδητοποίηση του Παναγούλη, πως η αναζήτηση, εξεύρεση και αποκάλυψη των αρχείων της ΕΣΑ τον είχε οδηγήσει να εμπλακεί σε «κάτι ανώτερο από τις δυνάμεις του».[41]

Σε αντίθεση με αυτή την συγκαταβατική διάθεση που συνόδευε την παραπάνω κριτική, στη δεύτερη βαθμίδα το κατηγορώ προς τον ήρωα ήταν πολύ πιο ριζικό. Η αφορμή για την εκφορά της διπλής κριτικής, τόσο στον Παναγούλη ως άνθρωπο όσο και στο ηρωικό εγχείρημα εν γένει, δόθηκε στη Φαλλάτσι όταν ο σύντροφός της, της είχε αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο σκόπευε να αποκτήσει τα αρχεία της ΕΣΑ. Ο Παναγούλης σχεδίαζε να φλερτάρει τη γυναίκα του πρώην διοικητή του ΕΑΤ-ΕΣΑ και τότε (αρχές του 1976) φυλακισμένου, Ν. Χατζηζήση, να την κάνει να τον ερωτευτεί και έτσι να του παραχωρήσει τα αρχεία της ΕΣΑ. Τότε, η Ιταλίδα διαπίστωνε πως ο βιογραφούμενος δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό στις τακτικές που επέλεγε προς επίτευξη του εκάστοτε σκοπού του και προέβαινε σε μια συνολική αναθεώρηση του Παναγούλη. Απέδιδε τον χαρακτήρα του με τα μελανότερα χρώματα, ως τραχύ, αλαζόνα, επιπόλαιο και αντιφατικό,[42] ενώ παράλληλα εξ αφορμής αυτού, επιχειρούσε μια δριμεία κριτική τόσο στον ηρωισμό γενικά όσο και στον ανδρικό ηρωισμό ειδικότερα. Πέρα από το ότι οι σελίδες αυτές της κατακλυσμιαίας κριτικής συνιστούν μια πραγματική έκπληξη για τον αναγνώστη, ευρισκόμενες εντός ενός κατά τα λοιπά καθ’ ολοκληρία δοξαστικού βιβλίου, αποτελούν μία από τις πιο έντονες λογοτεχνικές στιγμές του έργου. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη, προτού παρατεθούν ορισμένες γραμμές από τη συγκεκριμένη κριτική, πως στο δεύτερο σκέλος της απαντούν ιδιαιτέρως έκδηλα ψήγματα συνειδητοποίησης της έμφυλης διάστασης. Έγραφε η Φαλλάτσι:

«Δεν υπάρχει εγχείρημα στην ανθρώπινη ιστορία που να μην κόστισε αίμα και σκατά. (…) Αλίμονο στους ήρωες που μάχονται ενάντια στους δράκους (…) είναι οι φρικτότεροι δήμιοι διότι, αφιερωμένοι στη θυσία, δε διστάζουν να επιβάλουν τη θυσία και στους άλλους. (…) Υπάρχει στις κατάλερες από αίμα και σκατά σημαίες (…) [και] το σπέρμα των ηρώων που αγωνίζονται για την ελευθερία, την αλήθεια, την ανθρωπιά, τη δικαιοσύνη. (…) Υπάρχουν και μερικοί που έγραψαν ιστορία έτσι. (…) [Στηλίτευε] την αναγκαιότητα που ανέκαθεν αναγνωρίζεται στους αγωνιστές που στο όνομα του γαμημένου αγώνα μπορούν να διαπράξουν οποιαδήποτε πανουργία, να ανταλλάξουν τη Βρισηίδα, να σύρουν στη σκλαβιά την Κασσάνδρα, να θυσιάσουν την Ιφιγένεια, να εγκαταλείψουν την Αριάδνη σ’ ένα ερημονήσι αφού προηγουμένως έχει βοηθήσει να νικήσουν τον Μινώταυρο. Αφού άλλωστε το να σκίζεις την καρδιά μιας γυναίκας, να ανοίγεις την κοιλιά μιας άλλης είναι πταίσματα μπροστά στην Ιστορία και στην Επανάσταση, έτσι δεν είναι;».[43]

4.

[Σε ποιον ανήκει η μνήμη;] Οδεύοντας προς το τέλος, έχει ενδιαφέρον να σταθούμε σε δυο επεισόδια από έναν ορισμένο «πόλεμο μνήμης» γύρω από τον Παναγούλη. Κοινή συνισταμένη και των δύο περιστατικών συνίσταται στο διαφιλονικούμενο επίδικο, ποιοι δικαιούνταν να μιλάνε και να γράφουν για τον ήρωα; Πολλαπλώς εκπεφρασμένη πεποίθηση της Φαλλάτσι ήταν πως ο σύντροφός της συνιστούσε τελείως έξεργη περίπτωση σε σχέση με τους υπόλοιπους αγωνιστές της αντιδικτατορικής πάλης, εφόσον «κανείς στην Ελλάδα δεν έκανε αυτό που έκανε ο Αλέκος. Κανείς δεν υπόφερε όσο υπόφερε ο Αλέκος. Κανείς άλλος δεν αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Παπαδόπουλο»[44]. Η θέση της αυτή μες στην απολυτότητα της εκφοράς της έφερε την Ιταλίδα αντιμέτωπη με Έλληνες δημοσιογράφους, αλλά και με ομοεθνείς της καλλιτέχνες που θέλησαν να ασχοληθούν με την προσωπικότητα του Παναγούλη.

Τον Απρίλιο του 1977, η Φαλλάτσι παραχωρούσε συνέντευξη στο περιοδικό Ταχυδρόμος και τον Ορέστη Λαζαρίδη. Σε αυτή δήλωνε πως οι Έλληνες ουδέποτε είχαν εκτιμήσει το χάρισμα και τη μοναδικότητα του Παναγούλη. Επιπλέον, υποστήριζε ότι «η αντίσταση στην Ελλάδα ονομαζόταν Αλέκος Παναγούλης. Όταν μιλούσαν για την Ελλάδα, στην Ευρώπη, δεν ακούγαμε άλλο όνομα, παρά το όνομα του Αλέξανδρου Παναγούλη».[45] Δύο μέρες μετά τη δημοσιοποίηση της συνέντευξης, ο Δημήτρης Ψαθάς, σε χρονογράφημά του στην Ελευθεροτυπία, της απαντούσε με τρόπο πύρινο. Την επιτιμούσε, καθώς έκρινε πως με τα λεγόμενά της εξαπέλυε ύβρη εναντίον του ελληνικού λαού πως «δεν ξέρει να τιμά τους ήρωές του». Κλιμακώνοντας την πολεμική του, της χρέωνε ταύτιση απόψεων με τον Θ. Θεοφιλογιαννάκο, στο μέτρο που και η Φαλλάτσι, όπως και ο χουντικός αρχιβασανιστής, διατράνωναν πως μόνη πηγή αντίστασης κατά την διάρκεια της επταετίας ήταν ο Παναγούλης. Στο απόγειο του φιλιππικού του χρονικογράφου συναντάμε τη μομφή πως η Φαλλάτσι καπηλεύτηκε τη μνήμη του Παναγούλη, μετατρέποντας «την ιστορία του εθνικού μας ήρωα σε υπόθεση προσωπική της». Επιχειρούσε να εκμεταλλευθεί τη μνήμη του για να δειχθεί η ίδια εντός της χορείας των «μεγάλων ερωμένων της ιστορίας» και έτσι εκχυδάιζε την πολιτεία του Παναγούλη, καταντώντας τη «ένα απλό, κοινό «λαβ στόρυ».[46]

Τρία χρόνια αργότερα, το 1980, και λίγο αφότου η βιογραφία του Παναγούλη, γραμμένη από τη Φαλάτσι, είχε κυκλοφορήσει στην Ιταλία, ξέσπασε νέα φιλονικία. Αυτή τη φορά απέναντι στη δημοσιογράφο βρισκόταν όχι Έλληνες συνάδελφοί της, αλλά ο Ιταλός σκηνοθέτης Giuseppe Ferrara (1932-2016). Ο Φερράρα είχε γυρίσει μια μίνι τηλεοπτική σειρά τεσσάρων επεισοδίων, συντομευμένη εκδοχή της οποίας θα έπαιρνε διανομή δύο χρόνια αργότερα, το 1982, και για τις κινηματογραφικές αίθουσες. Στην ταινία επιχειρούσε να δραματοποιήσει τη ζωή του Παναγούλη. Η Φαλλάτσι κατηγορούσε το σκηνοθέτη πως στο έργο του είχε υστερόβουλα οικειοποιηθεί πλείστα όσα στοιχεία από το άρτι τότε εκδοθέν βιβλίο της. Στον αντίποδα, ο Φερράρα διατεινόταν ότι «οι αδερφές Φαλλάτσι διεκδικούν την αποκλειστική προβολή γύρω από τον Παναγούλη», ενώ εν συνεχεία αντέτεινε αφενός, πως εκείνος είχε ολοκληρώσει την συγγραφή του σεναρίου δύο χρόνια πριν την έκδοση του Un Uomo της Φαλλάτσι και, αφετέρου, πως υπήρχαν και άλλα βιβλία που πραγματεύονταν την υπόθεση Παναγούλη, όπως εκείνα της Αμαλίας Φλέμινγκ, του Β. Βασιλικού και του Αχ. Χατζόπουλου. Η ουσία της όλης απάντησης του Φερράρα προσφυώς συνοψιζόταν στην φράση του, κατά την οποία: «Η φιγούρα του Παναγούλη έχει μια τέτοια ιστορική αξία, που ο καθένας έχει δικαίωμα να μιλήσει, να γράψει και να κάνει φιλμ, χωρίς γι’ αυτό να διώκεται προκαταβολικά από τις αδερφές Φαλάτσι».[47] Συνάγεται από τα παραπάνω, πως η ηρωική μνήμη του Παναγούλη δημιούργησε προστριβές και διχογνωμίες μεταξύ των διεκδικητών της κυριότητάς της και των επίδοξων συνδιαμορφωτών της. Οι διαμάχες επί των πνευματικών δικαιωμάτων της ηρωοποίησης αποδείχνουν πως, τουλάχιστον κατά την πρώτη πενταετία μετά τον θάνατό του ήρωα, οι συγκροτητικές διεργασίες του συμβόλου Παναγούλης ήσαν ζωντανές, ζέουσες και εν πλήρει εξελίξει. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι, στη συντριπτική πλειοψηφία των συγκρούσεων μνήμης αυτών, το ένα εκ των δύο αντιμαχόμενων μερών ταυτοποιούνταν στη Φαλλάτσι δηλοί πως η Ιταλίδα διεκδίκησε παντί τρόπω –άλλοτε εριστικά, άλλοτε δημιουργικά– περίοπτη θέση ανάμεσα στους πλάστες και διαχειριστές της υστεροφημίας του Παναγούλη· θέση που τελικά θα καταλάμβανε μετά την εκδοτική επιτυχία που σημείωσε το Ένας Άντρας σε Ελλάδα και εξωτερικό.

5.

[Αντί επιλόγου] Καταληκτικά, ο Αλέκος Παναγούλης θα ήταν –ή/και θα συγκροτούνταν ως– ήρωας και χωρίς την Οριάνα Φαλλάτσι. Και ποτέ να μην την είχε συναντήσει εκείνο το ζεστό απομεσήμερο του Αυγούστου του 1973 στο σπίτι του στη Γλυφάδα, δυο μέρες μετά την αποφυλάκισή του από το χουντικό καθεστώς, θα δέσποζε αναντίρρητα ως μια από τις πλέον εμβληματικές μορφές της αντιδικτατορικής αντίστασης. Δεν θα ήταν όμως ο ίδιος ήρωας. Η επενέργεια της μυθιστορηματικής βιογραφίας Ένας Άντρας που έγραψε γι’ αυτόν η Φαλλάτσι, ερωτική του σύντροφος κατά τα τρία τελευταία έτη της ζωής του, είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά απροσμέτρητη. Η απήχηση του βιβλίου είναι δεδομένη, τα τιράζ του εκατομμυρίων, οι μεταφράσεις του σε γλώσσες δεκάδες, πρόκειται για μια κλασική περίπτωση best seller με την έννοια της παλιάς εποχής, της προ του internet, του καιρού που οι άνθρωποι εν γένει διάβαζαν περισσότερο. Η διάχυση του ηρωικού απεικάσματος που φιλοτέχνησε γι’ αυτόν η Φαλλάτσι δεν είναι απολύτως μετρήσιμη ούτε επακριβώς ποσοτικοποιήσιμη, είναι όμως το δίχως άλλο επίμονα κι εξακολουθητικά παρούσα κι ανιχνεύσιμη.

Όταν η Φαλλάτσι και ο Παναγούλης συναντήθηκαν ήταν κι οι δύο ήδη μύθοι. Η διάσημη, πολυγραφότατη, τολμηρή φεμινίστρια πολεμική ανταποκρίτρια που ξεβόλευε με τις συνεντεύξεις και τα ρεπορτάζ της τους ισχυρούς του κόσμου και ο γενναιότερος, ο αλύγιστος Έλληνας αντιστασιακός, ο επίδοξος τυραννοκτόνος, ο μόνος με δις εις θάνατον, εκείνος που υπέφερε τα πάνδεινα απ’ τη χούντα και δεν έσπασε ποτέ. Συνάντηση δυο μύθων που εξελίχθηκε σε πολυκύμαντο έρωτα. Αυτοστιγμεί σχεδόν πρέπει να εγκαθιδρύθηκε μεταξύ τους μια εκρηκτική συνομιλητικότητα. Ένα μίγμα που –τελικώς κι εκ των υστέρων ιδωμένο– δεν μπορούσε να παραγάγει τίποτε λιγότερο από ιστορία και μνήμη. Κάπως έτσι τελικά γίνεται κι η αγάπη ιστορία. Με «ένα μυθιστόρημα που δίνει νόημα στην τραγωδία», με τα λόγια της Φαλλάτσι.


 

 

[1] «Η Φαλάτσι πήρε συνέντευξι από τον Παναγούλη», Απογευματινή, φ. 6256 (24 Αυγούστου 1973), σ. 1.

[2] LEuropeo, n. 36, 6 Σεπτεμβρίου 1973. Καταλάμβανε «εννέα ολόκληρες σελίδες στο “Εουροπέο”», σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Ελεύθερης Ελλάδας.

[3] Βλ. ενδεικτικά, «Οι ξένοι δημοσιογράφοι με τους αποφυλακισθέντες αγωνιστές. Ομιλούν οι Δρακόπουλος, Φίλιας και Παναγούλης», Ελεύθερη Ελλάδα. Εβδομαδιαία ελληνική αντιστασιακή εφημερίδα, περίοδος Β΄, φ. 131 (13 Σεπτεμβρίου 1973), σ. 1 και 4.

[4] Η συνέντευξη αυτή περιλήφθηκε και στο βιβλίο, που εξέδωσε η Φαλλάτσι το 1974, με τίτλο Intervista con la storia (Συνάντηση με την ιστορία). Εκεί περιλαμβάνονταν δεκαοκτώ συνεντεύξεις που είχε πάρει η Ιταλίδα δημοσιογράφος κατά την πενταετία 1969-1973. Ανάμεσά τους, εκτός από αυτή με τον Παναγούλη, περιέχονταν συνεντεύξεις με προσωπικότητες όπως ο Χένρυ Κίσινγκερ, ο στρατηγός Γκιαπ, ο Γιασέρ Αραφάτ, η Ίντιρα Γκάντι, ο Βίλλυ Μπραντ και ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Το συγκεκριμένο βιβλίο εκδόθηκε και σε ελληνική μετάφραση στα 1976 από τις εκδόσεις Πάπυρος.

[5] Οριάνα Φαλάτσι, Συνάντηση με την ιστορία, μτφρ. Έρη Χανδρή, Πάπυρος, Αθήνα 1976, σ. 550, 553, 555, 560-561.

[6] Ό.π., σ. 605-606.

[7] Βλ. ενδεικτικά, «Και το ΚΚΕ αποδοκιμάζει», Ακρόπολις, φ. 12577 (17 Αυγούστου 1968), σ. 1· «Ο Βασιλεύς συγχαίρει τον Πρωθυπουργόν και ο Γ. Παπανδρέου αποκηρύσσει τον Ανδρέα», Απογευματινή, φ. 4817 (17 Αυγούστου 1968), σ. 1.

[8] Γιάννης Κάτρης, Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970, Παπαζήσης, Αθήνα 1974 , σ. 330-332.

[9] Οριάνα Φαλάτσι, Συνάντηση με την ιστορία, ό.π., σ. 602.

[10] Ό.π., σ. 585.

[11] Ό.π., σ. 586.

[12] Ό.π., σ. 586.

[13] Ό.π., σ. 591.

[14] Ό.π., σ. 580.

[15] Ό.π., σ. 568-569 και 590.

[16] Ό.π., σ. 581-582. Στο σημείο αυτό της συνέντευξης, και αφού ο Παναγούλης έχει διηγηθεί το περιστατικό με τον Δ. Ιωαννίδη, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η αναδίπλωση στην οποία αμέσως μετά προβαίνει. Λέει στη Φαλλάτσι, πως ίσως δεν έπρεπε να της πει αυτή την ιστορία, καθώς διηγούμενος τέτοια πράγματα, μπορεί να φαίνεται «ματαιόδοξος και να γράψεις ότι με διακρίνει η αυταρέσκεια (…) Εγώ όμως αισθάνομαι την ανάγκη να στο πω, γιατί είναι για μένα μεγάλη ικανοποίηση.»

[17] Ό.π., σ. 576.

[18] Ό.π., σ. 591.

[19] «Γενική αμνηστία – Βουλή εντός του 1974», Απογευματινή, φ. 6252 (20 Αυγούστου 1973), σ. 1 και 3 και «Τα πρώτα μέτρα για την ομαλοποίηση», Τα Νέα, φ. 8636 (20 Αυγούστου 1973), σ. 1 και 11.

[20] Βασίλης Βασιλικός, Πορτραίτο ενός αγωνιστή: Νίκος Ζαμπέλης, Εκδόσεις 8 ½, Ρώμη 1973.

[21] Βασίλης Βασιλικός, Σαρξ και Μαρξ, Οδοιπορικά, Μονόλογοι, Το σοκ της φύσης, Ο Παναγούλης ζει, Γ. Λαδιά, Αθήνα 1977, σ. 498-499.

[22] Οριάνα Φαλλάτσι, Ένας Άντρας, σ. 57 και 564-584.

[23] Ό.π., σ. 472

[24] Ό.π., σ. 218

[25] Ό.π., σ. 30

[26] Ό.π., σ. 107

[27] Ό.π., σ. 405

[28] Ό.π., σ. 618

[29] Ό.π., σ. 283

[30] Βλ. ενδεικτικά, ό.π., σ. 33 και σ. 52-53.

[31] Βλ. ενδεικτικά, τα Thomas Carlyle, Heroes and Hero-Worship, Henry Altemus, Φιλαδέλφεια 1895· Ralph Waldo Emerson, Representative Men, Houghton, Mifflin and Company, Βοστώνη 1884, όπου, δύο έργα του 19ου αιώνα που καταπιάνονταν με τον ηρωισμό και τους ήρωες και ακολουθούσαν τηρουμένων των αναλογιών– παρόμοιες αφηγηματικές στρατηγικές και συγγενή μορφολογικά σχήματα.

[32] Βλ. ενδεικτικά, ό.π., σ. 146-147.

[33] Ό.π., σ. 322.

[34] Ό.π., σ. 257-259.

[35] Ό.π., σ. 257 και σ. 300-301 κ.ε.

[36] Ό.π., σ. 301.

[37] Ό.π., σ. 405-408.

[38] Ό.π., σ. 433.

[39] Ό.π., σ. 221.

[40] Ό.π., σ. 679.

[41] Ό.π., σ. 268-269 και σ. 464-469.

[42] Ό.π., σ. 517.

[43] Ό.π., σ. 507-508, 513, 523.

[44] Ορέστης Λαζαρίδης, «Η Οριάνα Φαλάτσι ξετυλίγει, για πρώτη φορά, την ιστορία μιας μεγάλης αγάπης…», Ταχυδρόμος, περίοδος Β΄, τχ. 17 (1200), 28 Απριλίου 1977, σ. 14.

[45] Στο ίδιο, σ. 12-14.

[46] Δημήτρης Ψαθάς, «Φαλάτσι Μαινόμενη», Ελευθεροτυπία, φ. 536 (30 Απριλίου 1977), σ. 1.

[47] Λάκης Χατζηκυριάκος, «Αποκλειστικό θέλουν τον Αλέκο Παναγούλη οι αδελφές Φαλάτσι», Ελευθεροτυπία, φ. 1442 (2 Μαΐου 1980), σ. 5.