σύνδεση

Οι αντίπαλοι του υπαρκτού Ρήγα

Οι αντίπαλοι του υπαρκτού Ρήγα Πορτρέτο του Ρήγα Φεραίου από τη Μαρία Γιαννακάκη για την Athens Review of Books.

 

 

Δημήτρης Ψαρράς, Πώς συλλογάται ο Ρήγας; Επιστροφή στις πηγές, Πόλις, Αθήνα 2020, σελ. 220

 

 

Αντίθετα από ό,τι γενικώς πιστεύεται, η ανάθεση της εκφώνησης επετειακών λόγων για την 25η Μαρτίου, στα Πανεπιστήμια τουλάχιστον, δεν είναι κάτι που γίνεται πάντοτε δεκτό μετά χαράς. Ο λόγος είναι προφανής. Δύσκολα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν οι ομιλίες αυτές στοιχεία πρωτοτυπίας, άρα και ενδιαφέροντος. Κάτι νέο ως σκέψη ή ερευνητική πρόταση, εκτός του πλαισίου των καθολικής αποδοχής γενικοτήτων που η εθνική επέτειος απαιτεί.

Όταν μιλάμε δε για πανηγυρικούς λόγους, εορτασμούς, εκθέσεις, παρελάσεις και πάσης φύσεως εκδηλώσεις οργανωμένες από την Πολιτειακή και την Πολιτική ηγεσία της χώρας, την Εκκλησία, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά και ποικίλους άλλους φορείς, με αφορμή την συμπλήρωση ενός σεβαστού και κυρίως στρογγυλού αριθμού ετών (50, 100, 150, 200) από το γεγονός που εορτάζεται, οι απαιτήσεις αυτές γίνονται ακόμα πιο επιτακτικές. Να σημειώσουμε εδώ ότι η Ελλάδα ατύχησε σε όλες τις προηγούμενες «στρογγυλές» επετείους του 1821. Το 1871, με το ζήτημα των (πλούσιων σε άργυρο υποτίθεται) «εκβολάδων» των αρχαίων μεταλλείων του Λαυρίου να εξακολουθεί να τροφοδοτεί μια όλο και πιο έντονη πολιτική κρίση, ο Γεώργιος Α΄ αποφάσισε να ακολουθήσει την εισήγηση της Εκκλησίας της Ελλάδος που επέμενε στην μετάθεση των εορτασμών της 25ης Μαρτίου για τις 25 Απριλίου, ώστε να προλάβει να φθάσει από την Οδησσό στον Πειραιά το σκήνωμα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και να στηθεί το άγαλμά του στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διότι ήταν «το πλέον σημαντικόν πρόσωπον» για την Επανάσταση του 1821. Όντως, ως ο πρώτος και διασημότερος πολέμιός της. Πενήντα χρόνια αργότερα, στις αρχές Μαρτίου του 1921, ο ελληνικός στρατός, στο κύριο μέτωπο της Μικράς Ασίας, ηττήθηκε για πρώτη φορά και υποχώρησε στην αναμέτρησή του με τις διαρκώς ισχυροποιούμενες δυνάμεις του Κεμάλ. Διάθεση για επετειακούς εορτασμούς συνεπώς δεν υπήρχε, πολλώ δε μάλλον μετά την οριστική όσο και καταστροφική ήττα του 1922. Έτσι οι εκδηλώσεις για την «εκατονταετηρίδα», μετά από πολλές αναβολές, έγιναν τελικώς το 1930. (100 χρόνια από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους). Μόνον η Εκκλησία τήρησε επακριβώς το ημερολόγιο, και την 25η Μαρτίου του 1921 προχώρησε στην «αγιοποίηση» του Γρηγορίου Ε΄.

Το 1971, στο κυρίαρχο εθνικοθρησκευτικό αφήγημα, η Στρατιωτική Δικτατορία ήρθε να προσθέσει τις δικές της αλησμόνητες γελοιότητες. Κύριος στόχος φαίνεται πως ήταν τότε η μαθητιώσα νεολαία. Σειρά εντολών καθόριζε τα της μεταδόσεως εμβατηρίων και δημοτικής μουσικής πριν, κατά τα διαλείμματα, και μετά τη λήξη των μαθημάτων, καθώς και τον στολισμό των αιθουσών με κάδρα των «Ηρώων της Επαναστάσεως του 1821» –στην ολοκλήρωση της οποίας παρέπεμπε άλλωστε ο αριθμός 21, «Επανάστασις της 21ης Απριλίου 1967» (!)– και όχι μόνον. Έπρεπε να υπάρχουν και κάδρα με ρητά εθνοπρεπούς περιεχομένου. Να μην διαφέρουν δηλαδή οι σχολικές αίθουσες από τα ΚΨΜ (Κέντρα Ψυχαγωγίας Μονάδος), στα Κέντρα Εκπαιδεύσεως νεοσυλλέκτων, τουλάχιστον της δικής μου εποχής. Χαμένοι κόποι. Σκηνή εκ του φυσικού όπως μου την περιέγραψε, πριν από πολλά χρόνια, ο συνάδελφος ιστορικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Βασίλης Κρεμμυδάς (1935-2017). Συνέβη κατά την διάρκεια της προηγούμενης θητείας του στη Σχολή Μωραΐτη: Οι Διευθυντές όλων των σχολείων ειδοποιούνται πως είναι υποχρεωτική η παρουσία των μαθητών «με τους καθηγητάς τους» στην μεγάλη γιορτή του Παναθηναϊκού Σταδίου, της οποίας το κυρίως πιάτο θα ήταν η αναπαράσταση των στρατιωτικών νικών των Ελλήνων εναντίον των εχθρών τους· ανά τους αιώνας. Όταν τα δρώμενα επί του γηπέδου του Σταδίου έφτασαν στους Περσικούς Πολέμους, οι νεαροί μαθητές –σκυλοβαρεθέντες προφανώς από τις ενδιάμεσες επεξηγηματικές ομιλίες και διαμαρτυρόμενοι για το υποχρεωτικόν της παρουσίας τους– άρχισαν από τις κερκίδες να ζητωκραυγάζουν υπέρ της αντίπαλης ομάδος, φωνάζοντας ρυθμικά… Ξέρ - ξης, Ξέρ - ξης![1]

Ο φετινός δωδεκάμηνος εορτασμός των διακοσίων χρόνων, που πριν από λίγες ημέρες ολοκληρώθηκε, είχε τα πάντα: Κοινοτοπίες, από τους συνήθεις ειδικούς επί γενικών θεμάτων, διασκεδαστικές ανοησίες, αλλά και εμπνευσμένους λόγους που ήταν κατά βάθος δηλώσεις πολεμικής ετοιμότητος. Αντίπαλοι οι «προαιώνιοι» εχθροί μας, ως φυλής και ως έθνους, και ακόμα πιο συχνά οι μετοχές (οι πτώσεις τους και γενικώς η χρήση τους), καθώς και τα άλλοτε τριγενή και δικατάληκτα επίθετα που λήγουν σε -ής· μεταξύ άλλων.

Αλλά, ευτυχώς, όχι μόνον αυτά. H 200ή επέτειος δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να προστεθεί στα «άτυχα» ιωβηλαία που προηγήθηκαν. Για μια σειρά από λόγους. Μια σειρά από δημοσιεύματα του Τύπου, ημερήσιου και περιοδικού, εκπομπές τηλεοπτικές, παραστάσεις θεατρικές, εκθέσεις, και επιστημονικά συνέδρια. Κυρίως αυτό, συνέδρια και βιβλία.

Από τα πολλά και πολύ αξιόλογα βιβλία, αλλά και τις ακόμα περισσότερες αξιομνημόνευτες συνεδριακές ανακοινώσεις –σταθερά κέρδη της ιστοριογραφίας μας– νομίζω ότι ξεχωρίζει το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά Πώς συλλογάται ο Ρήγας;

Η απόφαση του συγγραφέα του «να το στείλει στο τυπογραφείο», όπως λέγαμε παλιά, τον Οκτώβριο του 2020, πριν από το πανδαιμόνιο των επίσημων πανηγυρισμών του επετειακού 2021, δεν θα πρέπει να ήταν άσχετη με όσα «επισήμως» συμβαίνουν σε τέτοιες περιστάσεις. Το ίδιο υποθέτω ότι ισχύει και για ένα άλλο σημαντικό βιβλίο: To Φουστανέλες και χλαμύδες (2020) της Χριστίνας Κουλούρη.

Η πρόθεση του Δημήτρη Ψαρρά δηλώνεται με απόλυτη ακρίβεια στο εξώφυλλο: «Πώς συλλογάται ο Ρήγας;». Μια φράση που παραπέμπει στην πιο γνωστή ίσως από τις παρακαταθήκες που μας άφησε: «Όποιος συλλογάται ελεύθερα, συλλογάται καλά». Στόχος του είναι να μας γνωρίσει –για πρώτη φορά– τον Ρήγα, τον κύκλο του και την εποχή του. Να φωτίσει τον τρόπο με τον οποίον διαμορφώθηκαν τα επαναστατικά πιστεύω ενός ανθρώπου για την ζωή του οποίου, μέχρι την σύλληψη και τον μαρτυρικό του θάνατο, ελάχιστες αξιόπιστες πληροφορίες διαθέτουμε. Μέχρι σήμερα. Και πρόκειται για ένα όνομα, μαζί με εκείνα του Κολοκοτρώνη και του Καποδίστρια, το οποίο δεν θα πρέπει να υπάρχει συμπολίτης μας που να μην το αναγνωρίζει, που να μην το έχει ακούσει, ή να μην έχει διαβάσει κάτι σχετικό. Παραφράζοντας μια επίσης γνωστή, πολύ μεταγενέστερη όμως, αποφθεγματική διατύπωση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι «ποτέ δεν γράφτηκαν τόσο πολλά πράγματα, από τόσο πολλούς, για κάποιον για τον οποίον ξέρουμε τόσο λίγα».

sel47

Πιερ-Ναρκίς Γκερέν, Ο θάνατος του Κάτωνα, 1797. Οι ομοιότητες με την απόπειρα αυτοκτονίας του Ρήγα μετά τη σύλληψή του είναι εμφανείς.

Το Πώς συλλογάται ο Ρήγας; είναι ένα σημαντικό βιβλίο, που παράγει νέα γνώση και ανοίγει νέα πεδία έρευνας. Από αυτήν την άποψη διαφέρει από όλα εκείνα που έχουμε κατά καιρούς διαβάσει «από τόσο πολλούς». Απαραίτητη ωστόσο είναι εδώ η προσθήκη πως τα ευρήματα που μας προσφέρει ο Δημήτρης Ψαρράς δεν είναι απλώς προϊόν εντατικής ερευνητικής προσπάθειας, με αφετηρία τα δύο πρώτα έργα του Ρήγα, αλλά καρπός της συστηματικής μελέτης της εποχής που διαμορφώνεται ο ριζοσπαστισμός της σκέψης του. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, ο αθέατος πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η επαναστατική δεκαετία του 1790. Μια εντελώς διακριτή περίοδος της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, της οποίας τα πολιτικά προτάγματα έμειναν χωρίς συνέχεια.

Μέσα σε αυτό το επαναστατικό κλίμα ο νεαρός Θεσσαλός εμφανίζεται έτοιμος να αναπτύξει το πρόγραμμά του. Ήδη από το 1790, από τις αρχές τη δεκαετίας που σκόρπισε τον τρόμο της ανατροπής στους βασιλείς και τους πάσης μορφής δυνάστες της Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου. Ένα πρόγραμμα «φωτισμού», σε πρώτη φάση, των συμπατριωτών του και όλων των υπηκόων του Σουλτάνου, που θα τους απελευθέρωνε από τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες των προνεωτερικών κοινωνιών και θα τους καθιστούσε «πολίτες», με συναίσθηση των δικαιωμάτων τους. Έτοιμους να δεχτούν το μήνυμα της εξέγερσης, στην οποία τους καλούσε με τον Θούριο, με σκοπό την δημιουργία μιας Πολιτείας ανεκτικής και δημοκρατικής –αυτήν που περιέγραφε στο επαναστατικό μανιφέστο του Νέα Πολιτική Διοίκησις (1797)– όπου θα συνυπήρχαν όλοι οι λαοί των Βαλκανίων και της Οθωμανικής Μικράς Ασίας.

Όλα αυτά αποδείχτηκαν «ουτοπικά». Εκ των υστέρων όμως. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν όσοι δυσκολεύονται να πλησιάσουν την διαδικασία διαμόρφωσης της σκέψης του Ρήγα –και δεν εννοώ μόνον εκείνους που περιμένουν να τους φωτίσει ο Απόστολος Δασκαλάκης, ο πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός, ο άλλοτε προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, ή ο Γιώργος Καραμπελιάς– είναι πως όλα αυτά τα «ουτοπικά» και τα «ακραία» αποτελούσαν τότε, κατά την επαναστατική δεκαετία του 1790, ένα από τα ενδεχόμενα. Δεν ήταν κάποιου είδους desperados όσοι, όπως ο Ρήγας και οι σύντροφοί του, τα υποστήριζαν. Αυτό το ειδικό κλίμα της εποχής είναι που αναδεικνύει με υποδειγματικό τρόπο στο βιβλίο του ο Δημήτρης Ψαρράς, ένα κλίμα εντός του οποίου οι οπαδοί των πιο ριζοσπαστικών, των πιο «ακραίων» ιδεών του Διαφωτισμού και της επαναστατημένης Γαλλίας αποφασίζουν να αφιερώσουν τον εαυτό τους και την δράση τους στο «όνομα το ιερό της Ελευθερίας», ακριβώς επειδή πίστευαν πως το όραμά τους θα μπορούσε τότε να γίνει πράξη καθημερινή.

Οι άνθρωποι εκείνης της δεκαετίας που έκαναν αυτήν την επιλογή, αλλά και πολλοί άλλοι, όσοι βάδιζαν με λιγότερο «ακραίο» τρόπο στον ίδιο δρόμο που άνοιξε η Γαλλική Επανάσταση, είχαν, πρώτα και πάνω απ’ όλα, την πεποίθηση ότι ανήκουν σε μία μεγάλη υπερεθνική κοινότητα, που θα μπορούσε και έπρεπε να γίνει ακόμα μεγαλύτερη. Δεν υπήρχε, όχι απλώς δεν προείχε, η επιδίωξη της ατομικής διάκρισης, έστω και με την μορφή της σεμνώς εκφραζόμενης ευγενούς φιλοδοξίας: «Ασφαλώς δεν είναι αυτό το πρωτεύον, αλλά να ξέρεις ότι εγώ το έκανα/ το είπα / το έγραψα πρώτος». Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς έξω από το κλίμα της εποχής.

Το γεγονός της μεταφοράς μιας φράσης ή ενός υπάρχοντος συνθήματος ή της μετάφρασης/διασκευής ενός κειμένου χωρίς αναφορά στην πηγή του, θεωρείται για τους επαναστάτες εκείνης της εποχής πράξη «αξιοποίησής του» και από την δική τους γλωσσική κοινότητα, ώστε να ενισχυθεί ο κοινός στόχος της ανατροπής των τυράννων. Αυτό ακριβώς κάνει και ο Ρήγας. Και δεν το κρύβει. To βιβλίο του Φυσικής Απάνθισμα παραδείγματος χάριν –το δηλώνει ο ίδιος ρητώς στον υπότιτλό του– ότι είναι «εκ της Γερμανικής και Γαλλικής διαλέκτου ερανισθέν». Δεν είναι δικό του πρωτότυπο έργο. Πράγμα που φυσικά καθόλου δεν μειώνει την αξία του βιβλίου του, ούτε –το κυριότερο– σκέφτηκε κάποιος από τους απηνείς διώκτες των επαναστατικών κηρυγμάτων του να τον κατηγορήσει για …λογοκλοπή. Για αυτούς, για το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρωτίστως, ήταν ένοχος ακριβώς για τον αντίθετο λόγο. Επειδή κυκλοφορούσαν κατ’ αυτόν τον τρόπο και στην ελληνική γλώσσα οι ριζοσπαστικές ιδέες του «άθεου Διαφωτισμού».

Θα μπορούσαμε εδώ, χωρίς βεβαίως να μπερδεύουμε τις εποχές, να αναφέρουμε ως πρόχειρα σύγχρονα παραδείγματα, δύο περιστάσεις όπου η παραβίαση του «κοπυράιτ» δεν αποτέλεσε μομφή, ή μάλλον δεν το έθεσε ποτέ κανείς ως «θέμα»: το “Victory to NLF” / Νίκη για το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο [του Βιετνάμ], που κυριαρχούσε στις τεράστιες πορείες που διέσχιζαν το κεντρικό Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ένα σύνθημα που πρωτοακούστηκε το 1968 –το annus mirabilis ολόκληρης της δεκαετίας– στις διαδηλώσεις στο Παρίσι ως “FLN vaincra”, και, δεύτερον, το λίγο πιο πρόσφατο (1970) «Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος», που είναι ακριβής μετάφραση του “El pueblo unido, jamás será vencido” της Χιλής.

Ο Ρήγας, όπως και όλοι οι επαναστάτες της εποχής του, δεν «δανείζεται», απλώς και απολύτως ελεύθερα, σελίδες βιβλίων, συνθήματα, ιδέες, στίχους ποιημάτων, ή λήμματα από την γαλλική La Grande Encyclopédie, το εμβληματικό έργο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Τα μεταφράζει άλλοτε κατά λέξιν και άλλοτε με «δημιουργικό τρόπο», έχοντας πάντα υπ’ όψιν του το δικό του ελληνόφωνο κοινό και τις προσλαμβάνουσες που εκτιμά ότι το κοινό αυτό διαθέτει. Απλοποιεί ή επεξηγεί ή μετατρέπει σε εύληπτους διαλόγους όποια σημεία κρίνει πως αυτό χρειάζεται. Αλλά όχι μόνον. Προσθέτει ορισμένες φορές τις δικές του, πιο επαναστατικές, απόψεις, στην θέση εκείνων του ξενόγλωσσου κειμένου που «μεταφράζει». Κοινός στόχος των επαναστατών της δεκαετίας τού 1790 παραμένει πάντα η μετακένωση –από γλώσσα σε γλώσσα και από περιοχή σε περιοχή– των νέων τότε επιτευγμάτων της επιστήμης, και στην συνέχεια η διάδοση, με τον ίδιο τρόπο, βιβλίων, ιδεών, και συνθημάτων που θα παρακινούσαν τους καταπιεζόμενους σε αγώνες εναντίον των πάσης μορφής τυράννων.

Ακριβώς έτσι αρχίζει ο Ρήγας να εκδιπλώνει το επαναστατικό του σχέδιο και ο Δημήτρης Ψαρράς την εις βάθος έρευνα στο σωζόμενο έργο του: Με το Φυσικής Απάνθισμα, έργο του 1790, το οποίο τροφοδοτείται κυρίως από λήμματα της Grande Encyclopédie. Στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου του ο Ψαρράς αναφέρει κατά χρονολογική σειρά όσους έκαναν στο παρελθόν αυτήν την συσχέτιση. Με πρώτο τον ιστορικό Λέανδρο Βρανούση, ήδη από το 1953. Ακολούθησε, πολλές δεκαετίες αργότερα, ο γιατρός Δημήτρης Καραμπερόπουλος, Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Μελέτης Φερών - Βελεστίνου - Ρήγα, που κατάφερε να μας δώσει και τα πρώτα συγκεκριμένα εδάφια της Φυσικής που είναι μεταφρασμένα από την Εγκυκλοπαίδεια, και στην συνέχεια ο Κώστας Πέτσιος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ο οποίος πρόσθεσε μερικά ακόμα λήμματα που προέρχονται από την ίδια πηγή, στον Β΄ τόμο (2003) του έργου με τίτλο Ρήγα Βελεστινλή, Άπαντα τα σωζόμενα, έκδοση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων.

Από το σημείο αυτό την σκυτάλη παίρνει ο συγγραφέας του Πώς συλλογάται ο Ρήγας; (υπότιτλος) Eπιστροφή στις πηγές, που παραθέτει (σσ. 64-81) πολύ περισσότερα δάνεια από την Εγκυκλοπαίδεια, διευκολυνόμενος, όπως διευκρινίζει, από την ψηφιοποίηση όλων των τόμων της το 2017. Πράγματι, η συγκεκριμένη διευκόλυνση σε συνδυασμό με το ειδικό λογισμικό (OCR) που επιτρέπει την «οπτική αναγνώριση χαρακτήρων», δηλαδή γραμμάτων, άρα και λέξεων, προσφέρει σήμερα νέες δυνατότητες στους ερευνητές, αδιανόητες μέχρι και πολύ λίγα χρόνια πριν.

Στην περίπτωση του Δημήτρη Ψαρρά ωστόσο, η παραπάνω διευκρίνιση σίγουρα δεν αρκεί. Θα έλεγα ότι η γνώση της βιβλιογραφίας για ολόκληρη την χρονική περίοδο που περικλείει την δεκαετία του 1790, η ιστορική του κρίση, η «φιλολογικού» τύπου προσοχή στην λεπτομέρεια και η δυνατότητα κινήσεων μεταξύ τριών γλωσσών (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά) συνιστούν πολύ πιο πειστικές εξηγήσεις. Στις αμέσως επόμενες σελίδες άλλωστε (σσ. 82-86) παραθέτει, άγνωστα μέχρι τώρα, μεταφραστικά δάνεια του Ρήγα και από άλλες, εκτός της Grande Encyclopédie, γαλλικές πηγές. Στην συνέχεια δε (σσ. 87-100) εντοπίζει, πάλι με την μέθοδο της προσεκτικής αξιοποίησης παντός είδους «έμμεσων» πληροφοριών, και μία, επίσης άγνωστη, γερμανική πηγή. Απάντηση στο αναπάντητο μέχρι τώρα ερώτημα, τι εννοούσε ο Ρήγας όταν έγραφε ότι το βιβλίο Φυσικής Απάνθισμα είναι «εκ της Γερμανικής και Γαλλικής διαλέκτου ερανισθέν». Πρόκειται, όπως διαβάζουμε (σσ. 87-91), για την γερμανική μετάφραση –ο Ρήγας δεν διάβαζε αγγλικά– του έργου του Σκωτσέζου αστρονόμου James Ferguson (1710-1776) An Easy Introduction to Astronomy (Λονδίνο 1768), το οποίο κυκλοφόρησε σε γερμανική μετάφραση τρία χρόνια αργότερα.

Θα ανοίξουμε μία μεγάλη παρένθεση στο σημείο αυτό για να πούμε πως με το δεύτερο έργο του Ρήγα, που τυπώθηκε και αυτό το 1790, το Σχολείον των ντελικάτων εραστών, ο Δ. Ψαρράς ασχολείται στο κεφάλαιο « Ένας επικίνδυνος “ιακωβίνος”» (σσ. 149-155) όπου κάνει μια σειρά από εύστοχα σχόλια. Περισσότερα πράγματα μπορεί να διαβάσει κανείς στο μικρό βιβλίο Ο έρωτας στα χρόνια της επανάστασης, μία έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (Μάιος 2021) που επιμελήθηκε και προλογίζει ο ίδιος. Χαρακτηριστικός είναι και ο τίτλος που επέλεξε για τα προλεγόμενα του επιμελητή: «Η άλλη επανάσταση του Ρήγα». Εδώ δεν έχουμε πρόβλημα εντοπισμού των «ερανισμάτων» από τα οποία προέκυψε αυτό το, «σκανδαλιστικόν» για ορισμένους, προϊόν της πέννας του Ρήγα. Πρόκειται για επιλογή και μετάφραση αυτοτελών διηγημάτων του Γάλλου λογοτέχνη Ρετίφ ντε λα Μπρετόν (Restif de la Bretonne,1734-1806). Εδώ το επίδικο είναι το πώς εντάσσεται η συγκεκριμένη μεταφραστική επιλογή στους επαναστατικούς του σχεδιασμούς. Πρώτοι, όπως αναφέρει ο Δ. Ψαρράς, ο Ιωάννης Α. Θωμόπουλος και ο Λέανδρος Βρανούσης διατύπωσαν την άποψη ότι το Σχολείον των ντελικάτων εραστών, για τον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα ο 33χρονος τότε επαναστάτης, ήταν μέρος του «διαφωτιστικού» του έργου. Ήξερε ότι το συγκεκριμένο βιβλίο θα ξενίσει τους αναγνώστες του, και για να τους ενθαρρύνει προφανώς να το διαβάσουν και να αρχίσουν να απελευθερώνονται από τα δεσμά των κοινωνικών καταναγκασμών της εποχής, στην εισαγωγή που έγραψε για αυτόν ακριβώς τον λόγο, τους πληροφορούσε πως «οι εμπεριεχόμενοι τω παρόντι βιβλίον έρωτες εις υπανδρείαν καταντούν»(!) – προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, το «καταντούν» σήμαινε τότε «καταλήγουν». Γράφει ο Βρανούσης για τα διηγήματα που μετέφρασε ο Ρήγας: Βασίζονται σε «μία καινούργια αντίληψη, ανατρεπτική της συντηρητικής νοοτροπίας της εποχής του, μιας νοοτροπίας που έβλεπε σε κάθε ζωντανή εκδήλωση και χαρά της ζωής να ορθώνεται απειλητικό το φόβητρο της “αμαρτίας”…». Συνεχίζοντας τις επισημάνσεις του Βρανούση, ο Δημήτρης Ψαρράς προσθέτει νέα στοιχεία, τα οποία στηρίζουν το επιχείρημα ότι για τους διώκτες –τις Αυστριακές Αρχές εν προκειμένω– των βιβλίων του «άθεου Διαφωτισμού», που μιλούσαν για κοινωνική δικαιοσύνη, ατομικά δικαιώματα, ή την ισοτιμία των δύο φύλων στον έρωτα, τα βιβλία δηλαδή που αναφέρονταν στην πραγματική δημοκρατία, στο δικαίωμα επιλογής της αθεΐας ή στις ερωτικές σχέσεις των ανθρώπων, ήταν όλα και εξ ορισμού «ύποπτα». Αυτό που θα μπορούσε να παρατηρηθεί εδώ, είναι πως εάν συνδυάσουμε την απόφαση του Ρήγα να μεταφράσει κάποια από τα διηγήματα του Ρετίφ ντε λα Μπρετόν (1790) με τα «Δίκαια του ανθρώπου» (Νέα Πολιτική Διοίκησις, 1797) όπου τονίζεται (άρθρο 22) ότι «Όλοι, χωρίς εξαίρεσιν έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα» και ότι «η πατρίς έχει να καταστήση σχολεία εις όλα τα χωρία διά τα αρσενικά και θηλυκά παιδία», θα καταλάβουμε, ακόμα καλύτερα ίσως, πόσο «ιδιαίτερη» υπήρξε η δεκαετία του 1790.

Να επιστρέψουμε όμως στις ερευνητικές προσπάθειες που μας έδωσαν τόσες νέες γνώσεις για το Φυσικής Απάνθισμα, και να πούμε πως με την ίδια ερευνητική δεινότητα, που κάνει ορισμένες σελίδες του βιβλίου του να θυμίζουν τις ενδιαφέρουσες διαδρομές προς την λύση αναπάντητων ερωτημάτων στα καλά αστυνομικά μυθιστορήματα, ο Δημήτρης Ψαρράς, προχωρά ακόμα περισσότερο, βοηθούμενος από τις σχέσεις απόλυτης οικειότητος που έχει αναπτύξει με την επαναστατική δεκαετία του 1790, τα διακυβεύματά της και την βιβλιογραφία τους. Εντοπίζει, για πρώτη φορά, ένα ακόμη μεταφραστικό δάνειο του Ρήγα, και απαντά οριστικά στο ερώτημα από πού ακριβώς, και με ποιον τρόπο έφτασε μέχρι αυτόν και μεταφέρθηκε στα ελληνικά ένα δεύτερο δάνειο: Πρόκειται, αντιστοίχως, για το «Κάλλιο ’ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή», και το «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά»· τα πιο γνωστά ίσως «λόγια του». Στις περιπτώσεις αυτές πάντως –προκύπτει άλλωστε από την υποδειγματική έρευνα του Δ. Ψαρρά– θα μπορούσαμε να μιλάμε για ειδικού τύπου δάνεια. Για αναλήψεις, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1790, από το ανεξάντλητο κοινό Ταμείο επαναστατικών κειμένων, δράσεων, φράσεων και συνθημάτων, που ξεκινά από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα και ισχυροποιείται με την πάροδο των χρόνων, χάρις και σε όσους είχαν λάβει τέτοια δάνεια, επώνυμους και ανώνυμους, και τα επέστρεφαν ως πολλαπλάσιας αξίας καταθέσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας είναι το «όποιος ελεύθερα συλλογάται…». Πηγή του είναι ένας στίχος ποιήματος, που γράφτηκε το 1734 από τον Ελβετό Albrecht von Haller (1708-1777), γιατρό και ποιητή, οπαδό του Διαφωτισμού, ο οποίος υπήρξε ένας πολύ σημαντικός λόγιος του 18ου αι. Αφού καταγράψει αναλυτικά όλη την σκυταλοδρομία των μελετητών τού έργου του Ρήγα, που ξεκινά από τον εντοπισμό της πηγής, μέχρι την εξήγηση της επιβίωσης του στίχου, με άλλη μορφή, και την ευρεία διάδοσή του κατά την δεκαετία του 1790 –όχι πλέον ως στίχου, αλλά ως «το γνωμικό του Χάλερ»· έτσι αναφέρεται στο Φυσικής Απάνθισμα – ο Ψαρράς παίρνει την σκυτάλη και φτάνει μέχρι την χώρα που κατοικούν οι «Προυσιάνοι» (δηλαδή την Γερμανία), εκεί «όπου έχει κύρος το γνωμικόν του Χάλερ», κατά τη διατύπωση του ίδιου του Ρήγα. Αναφέρεται κατόπιν στο ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα στα Πανεπιστήμια της (νότιας κυρίως) Γερμανίας, που σύμφωνα με τις σχετικά πρόσφατες επιστημονικές μελέτες τις οποίες και παραθέτει, ξεκίνησε πολύ πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το «γνωμικόν του Χάλερ» το εκόμισε στον Ρήγα ο γερμανομαθής, φοιτητής σε γερμανικό Πανεπιστήμιο, Δημήτριος Νικολίδης, από την Ζίτσα της Ηπείρου. Στενός συνεργάτης του και ένας από τους επτά συλληφθέντες στην Τεργέστη που τον ακολούθησε στον θάνατο.

Είπαμε ότι, εκτός όλων των άλλων, το Πώς συλλογάται ο Ρήγας; ανοίγει νέα πεδία έρευνας. Ένα από τα πεδία αυτά θα μπορούσε να είναι το πώς οι ριζοσπαστικές ιδέες που κυκλοφορούσαν σε πολλά γερμανικά Πανεπιστήμια επηρέασαν τις ελληνικές εξελίξεις. Γνωρίζουμε ότι το φοιτητικό κίνημα στα Πανεπιστήμια αυτά, με την ενεργό υποστήριξη ορισμένων καθηγητών τους και την ευμενή σιωπή πολύ περισσότερων, συνέχισε την δυναμική πορεία του και μετά την δεκαετία του 1790, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την άγρια καταστολή του 1819 με τα «Διατάγματα του Κάρλσμπαντ». Προϊόν Συσκέψεως που κάλεσε ο Καγκελάριος Μέττερνιχ, ο οποίος και τα εισηγήθηκε. Η σειρά αυτή των Διαταγμάτων προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την κατάργηση της –ηλικίας αρκετών αιώνων– «Αυτονομίας» των Πανεπιστημίων, την άμεση απομάκρυνση όλων των διδασκόντων που διακινούσαν φιλελεύθερες ιδέες, και την απαγόρευση της λειτουργίας φοιτητικών συλλόγων. Γνωρίζουμε επίσης, κυρίως χάρις στην συστηματική έρευνα του William St. Clair για το βιβλίο του That Greece Might Still Be Free: The Philhellenes in the War, Appendix I, ότι οι περισσότεροι ξένοι φιλέλληνες που έφτασαν στην Ελλάδα ήταν Γερμανοί, και οι περισσότεροι από αυτούς που σκοτώθηκαν. Τους νεκρούς φιλέλληνες τους γνωρίζουμε, στις περισσότερες περιπτώσεις, με το όνομά τους. Εάν με τα ονόματα των Γερμανών, αναζητήσει κανείς πιθανό «ίχνος» τους σε ψηφιοποιημένα βιβλία, αρχεία και εφημερίδες του τέλους του 18ου αι. και των αρχών του 20ού, θα μπορούσε ίσως να βρεθεί μπροστά σε νέα στοιχεία· όχι μόνον για τον Ρήγα και τους συντρόφους του.

Στους παλαιούς και τους νέους αντιπάλους των επαναστατικών σχεδίων του Ρήγα αναφέρεται ο Δημήτρης Ψαρράς σε πολλά σημεία του βιβλίου του και εκτενώς στα τελευταία του κεφάλαια. Τους αντιπάλους του αυτούς, ο αναγνώστης θα μπορούσε να τους κατατάξει σε δύο, χάριν συντομίας, γενικές κατηγορίες. Εκείνους του τέλους του 18ου αιώνα και των αρχών του επομένου και τους άλλους –ας τους ονομάσουμε νεώτερους– που χρειάστηκε να τον αντιμετωπίσουν ως «πρόβλημα», όχι τον ίδιο, αλλά τα πιστεύω του, όταν αυτά άρχισαν, πολύ μετά την θανάτωσή του, να γίνονται γνωστά.

Ας αρχίσουμε με τους παλαιούς: Όσους τον πολέμησαν με συνέπεια και γνήσιο πάθος, δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι μητροπολίτες και ο ανώτερος κλήρος της εποχής του, για λόγους προφανείς. Διότι τους καταργούσε· και μάλιστα κατά τρόπο αυτονόητο. Δεν προέβλεπε καμία θέση για αυτούς –έστω και με κάπως λιγότερα προνόμια που θα μπορούσαν στην συνέχεια να τα διευρύνουν επισείοντες τον «φόβο του Θεού»– στην κοινωνική οργάνωση που θα προέκυπτε μετά την εξέγερση όλων των καταπιεζομένων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

sel48

Ο Τζόζεφ Άντισον (1672-1719), έργο του Σερ Γκόντφρι Κνέλλερ. Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων του Λονδίνου. Από φράση του Κάτωνα, στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Άντισον, προέρχονται οι περίφημοι δυο στίχοι από τον «Θούριο» του Ρήγα: «Καλλιό ’ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, / παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή».

Φυσικό ήταν συνεπώς να τεθούν επικεφαλής των μαχών εναντίον του. Ζητούσαν από τους Αυστριακούς να τους παραδοθεί ο ίδιος και οι σύντροφοί του –«διά τα περαιτέρω», όπως θα λέγαμε σήμερα– και επανειλημμένα απαιτούσαν από τους ιερείς όλων των ενοριών να εντοπίζουν αντίγραφα των έργων του, ώστε να συγκεντρωθούν όλα και παραδοθούν στην πυρά. Απειλούσαν δε με αφορισμό όσους κατείχαν έντυπα ή χειρόγραφα αντίγραφα βιβλίων του, ή μετέφεραν προφορικώς τις ιδέες του. Όλα αυτά, γιατί ο Ρήγας είχε διαπράξει ίσως κάτι πολύ χειρότερο από το να καταγγείλει την Εκκλησία και τον ρόλο της, όπως έκανε αργότερα, το 1806, ο Ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας και ο επίσης Ανώνυμος συντάκτης του έργου Λίβελλος κατά Αρχιερέων (Σμύρνη 1810). Είχε θεωρήσει αυτονόητο, όπως είπαμε ήδη, πως σε μία Δημοκρατική Πολιτεία, η Ορθόδοξη Εκκλησία, που ήταν μέρος του Οθωμανικού διοικητικού συστήματος, δεν μπορούσε να εξακολουθεί να έχει ειδικές, πολιτικής φύσεως, εξουσίες και προνόμια, αλλά μόνον την, επίσης αυτονόητη, ελευθερία να φροντίζει για τις πνευματικές ανάγκες και τα λατρευτικά καθήκοντα των πιστών της, που θα έπρεπε να ασκούνται ελεύθερα, όπως και εκείνα των πιστών όλων των άλλων θρησκειών. Η Νέα Πολιτική Διοίκησις συνεπώς –Το Σύνταγμα της Πολιτείας στην οποία πίστευε ο Ρήγας και οι σύντροφοί του– δεν ανέφερε τίποτε απολύτως για την Εκκλησία. Ούτε στην αρχή (από όσα μέχρι σήμερα γνωρίζουμε) των επαναστατικών του σχεδιασμών, δηλαδή με το Φυσικής Απάνθισμα, δεν «ανοίγει μέτωπο» με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Δηλαδή με τον υπόλογο μόνον απέναντι στον Σουλτάνο, Ανώτερο Οθωμανό αξιωματούχο. Τον Υφυπουργό Εσωτερικών θα λέγαμε, για τους «ραγιάδες» που ανήκαν στο Ελληνορθόδοξο Δόγμα· ομοιόβαθμο με τον Πατριάρχη των Αρμενίων Χριστιανών, τον Αρχιραβίνο των Εβραίων της Αυτοκρατορίας κ.ο.κ.

Με εκείνη την πρώτη προσπάθεια διάδοσης στους υπόδουλους συμπατριώτες του, των επιτευγμάτων όχι μόνον της Φυσικής, αλλά και της Αστρονομίας και της Ιατρικής, μεταξύ πολλών άλλων –προσπάθεια την οποία απευθύνει προς τους «αγχίνοες» αναγνώστες του και όσους είναι «ήδη θιασώται της Φυσικής»– ο Ρήγας φιλοδοξεί, μέσω αυτών, να φτάσουν «τα φώτα της Ευρώπης» στην μεγάλη πλειονότητα των ελληνόφωνων υπηκόων της Πύλης. Ώστε οι τελευταίοι να μπορέσουν να απελευθερωθούν από τις δεισιδαιμονίες, την μοιρολατρία και κυρίως από τους φόβους τους πως κάθε απείθεια προς τις Οθωμανικές αρχές είναι «αμαρτία». Να αποκτήσουν έτσι εμπιστοσύνη στον εαυτό τους για να μπορέσουν, με συλλογικό τρόπο, να διεκδικήσουν την ελευθερία τους.

Το τελικό πολιτικό αποτέλεσμα του «φωτισμού» των σκλαβωμένων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι αυτό που προτάσσει ο Ρήγας, ήδη από το 1790 με το Φυσικής Απάνθισμα, και όχι η καταγγελία των –γνωστών άλλωστε και καθιερωμένων– τρόπων με τους οποίους το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι μητροπολίτες, και ο ανώτερος κλήρος αποκόμιζε προνόμια από την Πύλη και πολύ σημαντικές περιουσίες, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, από το χριστεπώνυμο ποίμνιό τους σε όλες τις Βαλκανικές χώρες. Από αυτούς που έπρεπε να συνεχίσουν να πιστεύουν ότι η υποταγή στον Σουλτάνο ήταν «θέλημα Θεού». Με το όπλο του «αφορισμού» από την Εκκλησία, την αποκοπή από την τοπική κοινότητα, και βεβαίως τη σίγουρη θέση μετά θάνατον στα καζάνια της Κολάσεως, να περιμένει πάντα όσους άρχιζαν να έχουν ερωτηματικά για την στάση του κλήρου απέναντι στον κατακτητή και κυρίως να τα κοινολογούν.

Περισσότερο σύνθετη είναι η εικόνα της δεύτερης κατηγορίας των αντιπάλων του αποτελέσματος που προέκυψε από την στιγμή που ο Ρήγας άρχισε να «συλλογάται». Δηλαδή η εικόνα εκείνων που, από το 1821 και την δημιουργία του Ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, δεν ήξεραν και δεν ξέρουν τι να τον κάνουν, ή, ακριβέστερα, δεν ξέρουν τι να κάνουν με τα (δυστυχώς για αυτούς) σωζόμενα έργα του. Χωρίς όμως να έχουν το άμεσο έννομο συμφέρον για την εξαφάνιση της δράσης και των ιδεών του, το οποίο θα μπορούσε να επικαλεστεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο της εποχής του, με πανίσχυρα, όπως είδαμε, επιχειρήματα.

Αυτήν την πιο σύνθετη εικόνα θα χρειαστεί να την χωρίσουμε σε δύο υποκατηγορίες. Στην πρώτη ανήκει ο γνωστός ιστορικός της Φιλικής Εταιρίας (1834) και της Ελληνικής Επαναστάσεως (1859-1861) Ιωάννης Φιλήμων, γνωστός και ως σημαίνον στέλεχος του «Ρωσικού κόμματος», εκδότης της εφημερίδος Αιών. Στο προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Δημήτρης Ψαρράς παραθέτει τα πολύ χαρακτηριστικά σχόλια του τελευταίου για τον Ρήγα: Ήταν, γράφει το 1834 ο Φιλήμων, «μεγαλόφρων», αλλά ενέδωσε στις αόριστες διαδόσεις «των Αποστόλων του Ναπολέοντος». Ως «ζωηρός εις το πνεύμα, αλλ’ επιπόλαιος εξεταστής των πραγμάτων» εστράφη κατά «του Ιερατείου και των Προεστώτων … τα σημαντικότερα στοιχεία του Έθνους». Γι’ αυτό και απέτυχε. Παρά τον ηρωισμό του.

Στο έργο της αποσιώπησης του επαναστατικών ιδεών του Ρήγα, ο υπόλοιπος 19ος αιώνας δεν τα πήγε καθόλου άσχημα. Η πρώτη ανατύπωση του Θούριου, το 1871, χάρις σε ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα χειρόγραφα αντίτυπά του, δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το ενισχύσει την «ηρωική» εικόνα του «πρωτομάρτυρα» που είχε ήδη εγκατασταθεί στην λαϊκή συνείδηση. Την επόμενη δεκαετία, ο Νικόλαος Πολίτης ανέλαβε να επιζωγραφίσει αυτήν την κάπως αόριστη εικόνα, ώστε να γίνει αμιγώς ελληνοπρεπής. Ο ορθώς θεωρούμενος ως πατέρας της ελληνικής Λαογραφίας, αλλά πολύ λιγότερο γνωστός ως κορυφαίο στέλεχος, όπως και τρεις ακόμη καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, της «Εθνικής Εταιρείας» –της μυστικής στρατιωτικής οργάνωσης των ακραίων εθνικιστών αξιωματικών που οδήγησε την Ελλάδα στον «ατυχή» πόλεμο του 1897– σε άρθρο του τον Ιανουάριο του 1885, στο περιοδικό Εστία, με τίτλο «Η νεότης του Ρήγα», παραθέτει μια σειρά από «πληροφορίες» που συνέλεξε από τις επιτόπιες παραδόσεις του Βελεστίνου. Σύμφωνα με αυτές –εντελώς μυθιστορηματικές τις χαρακτηρίζει ο Δημήτρης Ψαρράς, αναφερόμενος λεπτομερώς στο συγκεκριμένο άρθρο– ο Ρήγας έφυγε από τον τόπο του λόγω των διώξεων των Τούρκων, και έτοιμος να ξεκινήσει τον αγώνα εναντίον τους, επισκέπτεται δύο φορές το Άγιο Όρος, και μία φορά το Λιτόχωρο του Ολύμπου, όπου, ενώ συνέτρωγε με έναν εξάδελφό του, αρματωλό της περιοχής, «μετά δακρύων ετραγώδησεν το “Καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή”».

Η ανακάλυψη, από τον Αιμίλιο Λεγκράν (Émile Legrand), το 1892, των ανακριτικών εγγράφων της Αστυνομίας της Βιέννης μετά την σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του στην Τεργέστη (που μετέφρασε τον ίδιο χρόνο στα ελληνικά ο Σπυρίδων Λάμπρος) και η δημοσίευση 63 επιπλέον εγγράφων από την ίδια πηγή, που έκανε ο Κωνσταντίνος Άμαντος το 1930, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να αντιμετωπισθεί –επιτέλους– ο πολυτάλαντος Θεσσαλός επαναστάτης ως ιστορικό πρόσωπο, αλλά και πάλι δεν συνέβη αυτό.

Την δεύτερη υποκατηγορία των αντιπάλων του «υπαρκτού» Ρήγα, υποκατηγορία η οποία αφορά το χρονικό διάστημα από την δημοσίευση των ανακριτικών εγγράφων μέχρι σήμερα, θα μπορούσε κανείς να την χωρίσει σε δύο ομάδες, με αρκετά όμως κοινά στοιχεία μεταξύ τους: Από την θέση του Αρχηγού της πρώτης ομάδος, ο Απόστολος Δασκαλάκης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνεχίζει, το 1948, απτόητος την γραμμή του Ιωάννη Φιλήμονα, που έχει ως δραστικό συστατικό της την λέξη «επιπόλαιος», δηλαδή τη γραμμή «να κοντύνουμε» τον Ρήγα. «Πρωτομάρτυρας μεν, αλλά…». Όταν δε, το 1954, ο Λέανδρος Βρανούσης εκδίδει τα έργα του Ρήγα και ξεκινά η ουσιαστική συζήτηση για την σκέψη του, τα επαναστατικά του σχέδια και ποιες επιρροές τα διαμόρφωσαν, καθώς και την συσχέτιση, εξ αρχής, από το 1790, του «διαφωτιστικού» έργου του με την επιδιωκόμενη εξέγερση, ο Δασκαλάκης, πάντα απτόητος, εξακολουθεί να θεωρεί το Φυσικής Απάνθισμα ως πρωτόλειο μεταφραστικό γύμνασμα, και το Σχολείο Ντελικάτων Εραστών ως έργο που γράφτηκε από «έναν νεαρό που τον τυραννά ανικανοποίητο πάθος» και ότι πρόκειται για «βιβλίο χωρίς καμιά αξία».

Η δεύτερη ομάδα, πολυπληθέστερη, περιλαμβάνει κυρίως αλλά όχι μόνον, όσους/ες συμμετείχαν στα δέκα ετήσια Συνέδρια, που οργάνωσε η Εκκλησία της Ελλάδος, από το 2012 και μετά, ενόψει του επετειακού 2021. Εδώ συνυπάρχουν οι φιλότιμες προσπάθειες να εξηγηθούν τα ανεξήγητα και να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα –σε ανακοινώσεις καθηγητών της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ– μέσα από πολύπλοκες και περίτεχνες αναφορές σε εκκλησιαστικά κείμενα της εποχής του Ρήγα, με άλλες ανακοινώσεις που «διαβάζουν» την ίδια εποχή, με τρόπο που εγγίζει ή και ξεπερνά τα όρια της χαριτωμένης στρεψοδικίας.

Όλον αυτό τον (μη) διάλογο μεταξύ ερευνητών και διανοητών του επιπέδου του Λέανδρου Βρανούση, του Κ.Θ. Δημαρά, του Άλκη Αγγέλου, του Φίλιππου Ηλιού, και του Αριστόβουλου Μάνεση –καθώς και πολλών άλλων, όχι νέων αλλά νεώτερων, όπως ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, παραδείγματος χάριν, ή ο Richard Clogg– με τους εκπροσώπους του αφηγήματος που θέλει τον Ρήγα και τον φανατικό εχθρό του απηνή διώκτη των επαναστατικών του σχεδίων, τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, να συνυπάρχουν ως ανδριάντες στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον εξετάζει με κάθε λεπτομέρεια ο Δημήτρης Ψαρράς στο βιβλίο του.

Διαβάζει με προσοχή, όλα τα κείμενα –και είναι πάρα πολλά– εντοπίζει συγκλίσεις και επιρροές, προφανείς παρερμηνείες, κενά και αντιφάσεις. Σχολιάζει δε, όπου χρειάζεται, παραπέμποντας σε άρθρα και βιβλία που εκδόθηκαν μέχρι πολύ πρόσφατα. Σε μία περίπτωση μάλιστα, παρεμβαίνει στις επαναλαμβανόμενες θεωρίες, οι οποίες, επί τη βάσει ενός από τα πολύ σημαντικά πρόσθετα ανακριτικά έγγραφα των αυστριακών αρχών που βρήκε και μετάφρασε στα ελληνικά ο Κωνσταντίνος Άμαντος το 1930, υποστηρίζουν ότι ο Ρήγας θα πρέπει να είχε στενές σχέσεις με την Εκκλησία! Ο Δημήτρης Ψαρράς ανατρέχει στο πρωτότυπο έγγραφο και εξηγεί ότι ένα κρίσιμο για τις παραπάνω θεωρίες σημείο του –δύο λέξεις– ο Κ. Άμαντος το είχε μεταφράσει λάθος από τα γερμανικά! Πράγμα το οποίο κανείς δεν το είχε παρατηρήσει εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, ούτε βεβαίως όσοι κατά καιρούς το επικαλούνται· και κατά πάσα πιθανότητα θα εξακολουθήσουν να το κάνουν.

Όλοι οι μετά την δημιουργία του Ελληνικού κράτους αντίπαλοι τού «υπαρκτού» Ρήγα, είδαμε πως μπορούν να χωριστούν σε κατηγορίες, υποκατηγορίες και ομάδες, με κάποια όμως κοινά στοιχεία μεταξύ τους. Το πρωτεύον από τα κοινά αυτά στοιχεία είναι το ότι όλοι εξακολουθούν να τον ερμηνεύουν, να ερμηνεύουν δηλαδή τα λίγα από «τα λόγια του» που ήταν και είναι ευρέως γνωστά, κατά τρόπο που όχι απλώς δεν πλήττει, αλλά ενισχύει το κυρίαρχο εθνικο-θρησκευτικό αφήγημα για το 1821 και το κράτος που προέκυψε ως αποτέλεσμα. Είναι βεβαίως γνωστό και αναντίρρητο ότι το εν λόγω αποτέλεσμα δεν ήταν συμβατό με τις «ακραίες» αντιλήψεις των εκπροσώπων του ριζοσπαστισμού της δεκαετίας του 1790. Άλλες ήταν οι διεθνείς συγκυρίες τρεις δεκαετίες αργότερα, και άλλη η εσωτερική δυναμική, άρα και η τροχιά των εξεγέρσεων στα Βαλκάνια που συνδιαμόρφωσαν αυτό το αποτέλεσμα.

Το γνωστό αυτό γεγονός αναφέρει και ο Δημήτρης Ψαρράς, για να προχωρήσει όμως στην ερμηνεία του γιατί ο Ρήγας ήταν και είναι «πρόβλημα». Γιατί αντιμετωπίστηκε με «αμηχανία» (η λέξη αμηχανία που χρησιμοποιεί, είναι νομίζω ιδιαιτέρως επιτυχής). Γιατί δεν δηλώνεται απλώς, ότι ο εκ Βελεστίνου γενναίος οραματιστής της ελευθερίας –ένας από τους πολλούς της εποχής του– είχε αντιλήψεις και σχέδια δράσεως «εκτός τόπου και χρόνου» ή έστω «εκτός ελληνικής πραγματικότητος», όπως υποστήριξε ο Φιλήμων.

Η απάντηση του βιβλίου, μια απάντηση αποκαλυπτικά απλή, υπενθύμιση μάλλον σε όσους έχουν γνώση της συνολικής ιστορίας του ελληνικού 19ου αιώνα, είναι πως ο «μύθος» του «πρωτομάρτυρα» Ρήγα είχε εδραιωθεί στην λαϊκή συνείδηση πολύ πριν αρχίσει η συζήτηση για τον ίδιο ως ιστορικό πρόσωπο και για τα σωζόμενα έργα του. Υποθέτω ότι η απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα –μη ορθόδοξο, και με τις δύο σημασίες της λέξεως– περί του τι θα συνέβαινε εάν ήταν δυνατόν να αντιστραφεί η παραπάνω χρονική ακολουθία, δηλαδή να μην είχε προηγουμένως ηρωοποιηθεί ο Θεσσαλός επαναστάτης, θα μπορούσε να είναι η εξής: Κάποτε θα μαθαίναμε μερικά πράγματα για έναν Ρήγα από το Βελεστίνο –πολύ λίγα πράγματα, όπως αυτά που ξέρουμε για τον αφορισμένο το 1793 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Χριστόδουλο Παμπλέκη– και κάποιος Φίλιππος Ηλιού του μέλλοντος, θα μας εξηγούσε την σιωπή που σκέπασε αυτόν τον Ρήγα και τα ριζοσπαστικά του σχέδια.

Ο κατάλογος αυτών που φταίνε για το ότι το παραπάνω σενάριο δεν έχει φυσικά καμία σχέση με την πραγματικότητα που ξέρουμε, θα μπορούσε να είναι αρκετά μακρύς: Ως βασικούς υπόπτους, θα επρότεινα κατ’ αρχάς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τους Μητροπολίτες, που με την συνεχή πολεμική εναντίον του έκαναν ακόμα πιο γνωστό τον ίδιο και την δράση του· δεύτερον, κάτι σκοτεινούς τύπους που έφτιαχναν στα κρυφά πολλά χειρόγραφα αντίγραφα προκηρύξεων και επαναστατικών ποιημάτων με αποτέλεσμα κάποια από αυτά να διασωθούν· τρίτον, την Αυστριακή αστυνομία που τον παρακολουθούσε και τους ανακριτές της –χαρακτηριστικό δείγμα της γραφειοκρατικής νοοτροπίας που επικρατούσε και επικρατεί «εις τας Ευρώπας» γενικώς– οι οποίοι αντί να «δέσουν» την υπόθεση σε ένα τυποποιημένο και ευσύνοπτο έγγραφο, και ακολούθως να τοποθετήσουν στις αποσκευές της ομάδας μόνο τα κατάλληλα ενοχοποιητικά στοιχεία, κάθισαν και έγραψαν εκατοντάδες σελίδες· και, τέλος, εκείνον τον Αιμίλιο Λεγκράν που άρχισε μανιωδώς να τις σκαλίζει, σαν να μην είχε τίποτα καλύτερο να κάνει.

Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Από εδώ και στο εξής θα φταίνε αποκλειστικά όσοι/ες διαβάσουν το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά και λένε πολύ καλά λόγια για αυτό, με αποτέλεσμα να το διαβάσουν και άλλοι.

 

sel50

Αριστερά: Το αγγλικό πρωτότυπο των δυο στίχων του «Θούριου» (J. Addison, “Cato, a tragedy”, Εδιμβούργο 1712, σ. 21). Δεξιά: Ο στίχος από ποίημα που έγραψε το 1734 ο Ελβετός Άλμπρεχτ φον Χάλερ (1708-1777) ήταν ήδη το 1739 διάσημο γνωμικό (“Der Critische Musicus”, Αμβούργο 1740, σ. 338).


sel51

Η απόδοση στα ελληνικά του στίχου του Χάλερ σε ιδιόγραφο του Ρήγα από το Φυσικής Απάνθισμα: «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά».


 

 

[1] Βλ. και συνέντευξη Β. Κρεμμυδά στο youtube.com/watch?v=5OFUbPdioDM