σύνδεση

Τα «ποιήματα της Αυστραλίας» του Μιχάλη Πιερή

Νοσταλγία και επιθυμία του «ανήκειν»
Τα «ποιήματα της Αυστραλίας» του Μιχάλη Πιερή



 

Από τα 45 ποιήματα της δίγλωσσης ποιητικής συλλογής του Μιχάλη Πιερή AUSTRALIA: και άλλα ποιήματα (1978-2004), τα 22 ποιήματα του πρώτου μέρους (τά τῆς Αὐστραλίας, 1978-1980, 1990, 1992, 2010) αντικατοπτρίζουν την εμπειρία ενός ευαίσθητου ταξιδιώτη και εγγράμματου «μετανάστη».[1] Ενώ η ποίησή του μοιάζει να εστιάζει αποκλειστικά στην ιδιωτική ζωή, σε μια δεύτερη ανάγνωση βλέπουμε ότι συγχρόνως οι αφηγήσεις παραπέμπουν και σε συλλογικά βιώματα των ξενιτεμένων Ελλήνων. Παρότι μέσα από τις περσόνες του ο ποιητής συνήθως αυτοβιογραφείται, η αίσθηση του ξεριζωμού, οι τραυματικές αλλά και οι εξιδανικευμένες μνήμες από την πατρίδα και η ανεκπλήρωτη επιθυμία του «ανήκειν» συμπτύσσονται σε μνείες, αναφορές-θραύσματα, με αφηγηματική παραστατικότητα και με πυκνώσεις που παραπέμπουν στην ιδιότητά του τού μελετητή του Καβάφη. Έτσι, ο μελαγχολικός τόνος δηλώνει υπαινικτικά επίπονα συναισθήματα που σχετίζονται με τα θεματικά μοτίβα τα οποία απεικονίζουν όψεις της οικουμενικής εμπειρίας της μετανάστευσης.

Εδώ είναι σκόπιμο να αναφέρουμε τα βιογραφικά στοιχεία που εξηγούν την βιωματική διάσταση της γραφής. Το 1978 ο ελληνοκύπριος απόφοιτος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως υποψήφιος διδάκτορας, αναλαμβάνει να διδάξει ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ. Τούτο συμβαίνει σε μια εποχή όπου η παγκοσμιοποίηση, η μετα-αποικιοκρατία και η επονομαζόμενη πολυπολιτισμική κοινωνία δεν είχαν γεφυρώσει τις αποστάσεις, είτε με την ανοχή του διαφορετικού πολιτισμού που φέρουν οι μειονότητες στην χώρα υποδοχής, είτε με την εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών και της ευρύτερης επικοινωνίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην χώρα της μετανάστευσης, μόλις άρχιζε να απελευθερώνεται το δικαίωμα στη διαφορά που θα απαλύνει τη θλίψη του ξεριζωμού. Οι μισοί κάτοικοι προέρχονται από άλλη χώρα ή κατάγονται από πολιτισμό διαφορετικό από τον (πολιτιστικά) κυρίαρχο αγγλοσαξονικό, για τον οποίο έως τότε το έτερο/διαφορετικό εθνοτικό υπόβαθρο των μεταναστών ήταν υποδεέστερο. Για τον Πιερή είναι όμως και η χώρα επανασύνδεσης με αγαπημένα οικογενειακά πρόσωπα. Ενδεχομένως αυτοί που τον τραβάν πίσω αργότερα, αφού έχει επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα και έπειτα στην Κύπρο. Οι παρατεταμένες παραμονές στην Αυστραλία συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης σχέσης με τον «εξωτικό» τόπο και τους ανθρώπους του. Βέβαια, στο σύνολο σχεδόν του ποιητικού έργου, όπως εύστοχα παρατηρεί η Κατερίνα Κωστίου, η τοπογραφία και η τοπιογραφία «υποστασιώνουν αναφορές στο εσωτερικό τοπίο του ποιητικού εγώ», έτσι που οι περιγραφές του έξω κόσμου να γίνονται εικόνες των συναισθημάτων του ποιητή.[2] Και η μεταφορική διάσταση που αποκτά η παρουσία διαφόρων πόλεων του κόσμου, οι οποίες παίρνουν γυναικεία μορφή στην ποίηση αυτού του περιπλανώμενου ποιητή, να την κάνει να λειτουργεί ως «αυτοπροσδιορισμό του ποιητικού εγώ μέσα στον χρόνο».[3]

Στόχος μου εδώ δεν είναι να εκτιμήσω τη λογοτεχνική αξία της ποίησης του Πιερή. Υπάρχουν αρκετές εξαίρετες μελέτες που αναλύουν τη σύνθετη τεχνοτροπία και την πολυσήμαντη θεματική της (βλ. τη συνόψιση της βιβλιογραφίας στη μελέτη της Κωστίου για την συλλογή Μεταμορφώσεις πόλεων, 1999). Στόχος μου είναι να προσδιορίσω τον βαθμό στον οποίο αποτυπώνονται τα πολυσχιδή συναισθήματα που προκαλεί η «μετανάστευση». Οι ερωτήσεις που με απασχολούν στην ανάγνωσή μου είναι οι εξής: Τα ποιήματα που αναφέρονται στη μεταναστευτική εμπειρία κάνουν πιο ορατές τις σύνθετες πτυχές της; Σε πιο βαθμό αναπαρίσταται και πώς προσδιορίζεται η εθνοπολιτισμική ταυτότητα των ελληνόφωνων μεταναστών από την ίδια την ποιητική γραφή;

Όπως ήδη επισημάναμε, παρότι τα ποιήματα που αναφέρονται στην Αυστραλία αποκτούν την μεταφορική διάσταση της «προσωπικής “Οδύσσειας” του ποιητή»,[4] διακρίνονται και από την ακρίβεια με την οποία ενσωματώνεται ο ιδιαίτερος ψυχισμός του μετανάστη. Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «Ἕνας μετανάστης νιώθει» (Σίδνεϋ, 1990), όπου δίνεται μια θέαση του εσωτερικού κόσμου συμπατριωτών του ποιητή τη στιγμή που συνειδητοποιούν ότι εγκαθίστανται μονίμως στην ξένη χώρα και συμφιλιώνονται με τη μοναξιά του ξενιτεμένου, ενώ ταυτόχρονα εντείνεται η νοσταλγία και ο προβληματισμός για την εθνοτική ταυτότητα: «Ἡ νοσταλγία τοῦ παλιοῦ ξεφτίζοντας / αὐξαίνει. Μά οἱ συνήθειες τῆς ζωῆς / ὁλοένα δυναμώνουν. Γίνονται ρυθμός / ἀλλάζουν τήν ψυχή σου. // Σιγά σιγά στεριώνεις. Στή νέα γῆ / στά νέα ἤθη. Δέν εἶναι μόλυνση / φυλετική τῶν αἰσθημάτων. // Εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς γαλήνης. Νά νιώσεις / ὡς σέ σπίτι, σῶμα καί νοῦ νά γείρεις». Εδώ διακρίνεται η επίγνωση των αντικρουόμενων συναισθημάτων που φέρνει στο προσκήνιο μέσω της ποιητικής περσόνας του μετανάστη. Παράλληλα, το ποίημα εκφράζει τις απογοητεύσεις από την πατρίδα εξαιτίας των περιορισμένων ευκαιριών ανέλιξης για τους πολίτες της – ο κύριος λόγος που αναγκάζονται να φύγουν: «Τώρα κοιτάζεις μπρός ἄν γείρεις πίσω / σ’ ἔκαναν ἀμέσως σκόνη. Στά σόδομά τους / στήλη. Οἱ σβέλτοι καί οἱ σκόροι / πού εἶναι τῆς πατρίς ἡ πρώτη / συμμορία πού πουλᾶ καί σφάζει: / γόμωσις ἐνδόξου φήμης».

Ως οξυδερκής παρατηρητής και ευαίσθητος ακροατής ιστοριών ανθρώπων που εκπατρίστηκαν με τις μεγάλες ροές στην μετεμφυλιακή περίοδο σαν οικονομικοί μετανάστες, ή από βιαιότερους (εκ)διωγμούς (Έλληνες της Αιγύπτου, Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες), δεν αγνοεί το ιστορικό τραύμα τους. Η ποίησή του προβάλλει τις επιπτώσεις του φαινομένου με έναν ιδιαίτερα συγκινητικό τρόπο μακριά από μελοδραματισμούς. Και πέρα από το προσωπικό συναίσθημα, σε άλλα σημεία οι λεπτομέρειες στις περιγραφές αναδεικνύουν την ανείπωτη θλίψη (τον πόνο για την αναπόφευκτη απομάκρυνση από την πατρίδα), το συνήθως φαινομενικά άδηλο τραύμα, μετατρέποντάς τες σε αναπαράσταση της συλλογικής εμπειρίας παρά τις διαφορετικές εμπειρίες των Ελλήνων της διασποράς. Έτσι, στα ποιήματα της πρώτης περιόδου, διακρίνεται ο εξομολογητικός τόνος του βιώματος του ποιητή που μετουσιώνεται και σε αποτύπωμα της πολιτισμικής αποξένωσης που νιώθουν οι ελληνόφωνοι μετανάστες.

Ως μελετητής του Κωνσταντίνου Καβάφη, ο Πιερής επιχειρεί την ποιητική πύκνωση του μείζονα ποιητή της ελληνικής διασποράς. Θεματικά μοτίβα όπως το ταξίδι, η πόλη που υπόσχεται περιπέτεια, η αποκοπή από τον κοινωνικό περίγυρο, η επιθυμία του «ανήκειν», ο προβληματισμός για την ταυτότητα αποκτούν υπόσταση. Η αγωνιώδης προσπάθεια να συνάψει μια αισθηματική και αισθησιακή σχέση με τις ξένες πόλεις και με πρόσωπα που μοιράζονται τις ίδιες συγκινήσεις στον ανοίκειο τόπο διατρέχουν την ποίηση του Πιερή, από την αρχή ως το τέλος. Ήδη από το «Ποίημα τοῦ Σίδνεϋ» (Σίδνεϋ, 1978), πέραν της πρόδηλης ερωτικής εξομολόγησης, κατατίθεται με την αμεσότητα του πρώτου προσώπου η ανάγκη να αναπτύξει προσωπική σχέση που θα απαλύνει την αίσθηση της αποξένωσης: «Ἀδειανή καί πάλι σήμερα ἡ θέση σου. Δέν ἔχω ποῦ ν’ ἀπευθυνθῶ. / Δέν ἔχω ποῦ ν’ ἀποταθῶ κρυφά / στά μυστικά νά μπῶ τῆς ποίησης». Και στο ίδιο: «Εἶσαι τό ποίημα πού λείπει ἀπ’ αὐτό τό μάθημα. / Κι αὐτό τό τυπωμένο πράγμα πού κρατῶ / θά μείνει ὅπως εἶναι. Ἕνα κλειστό τετράγωνο». Σε ένα δεύτερο επίπεδο, λοιπόν, ο μελαγχολικός τόνος κρύβει μέσα του την νοσταλγία να μοιραστεί τη σαγήνη του ποιητικού λόγου με ένα ακροατήριο που θα μπορούσε να την αντιληφθεί, γιατί θα είχε την απαιτούμενη κατάρτιση της ελληνικής γλώσσας.

Αλλού στην ποιητική φωνή διακρίνεται και πάλι η μοναξιά την οποία έρχεται να σπάσει η διέγερση του έρωτα και η βούληση να ζήσει τις απολαύσεις που του προσφέρονται ώστε η ξένη πόλη να αποκτά άλλες διαστάσεις: «Ὁ δρόμος σήμερα πού ἔγινε ἀλλιώτικος. / Οἱ χτύποι τῆς καρδιᾶς πού ξέφυγαν / ἀπ’ τήν πεπατημένη τάξη τοῦ ρυθμοῦ τους. // Ὅλα τά θαυμαστά πού μοῦ ἔτυχαν σήμερα. / Σήμερα πού ἦταν νά σέ συναντήσω». («Ἀπό τή Λακέμπα στό Σίτι (ἐπικερδής ζημία)», Λακέμπα, 1978). Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, η μνήμη ξυπνά γιατί υπάρχουν οι αναμνήσεις από το πρότερο βίωμα, τότε που είχε αφεθεί στις «γοητείες» του νέου τόπου, και αποτυπώνεται σε ποίημα εμπνευσμένο από το αισθησιακό συνειρμό που ξυπνά το τωρινό ταξίδι:

Σάν ξημερώνεσαι σέ πόλη πού ἀγάπησες / […] κι οἱ μυρωδιές / πρωτάκουστες καί περπατᾶς ἀνάλαφρος / καί δροσερός στιγμή πού μπαίνεις σέ κορμί / πρώτη φορά / […] τῆς νέας ἡδονῆς τήν πρώτη γεύση, / ἔτσι // σκεφτόταν μπαίνοντας ἀργά στό τρένο / στό σταθμό […] καί ἔνιωσε  / ρίγος νά τόν τυλίγει … θυμήθηκε / κοιτάζοντας τήν ξένη πινακίδα μιά μέρα / φωτεινή πρίν ἀπό εἴκοσι δύο χρόνια….» («Στό Σίδνεϋ ξανά καί πάλι», Σίδνεϋ, 2000).

Σε ποίημα της μέσης περιόδου, και πάλι, οι αναφορές σε τοπωνύμια και εικόνες της φύσης λειτουργούν ως ψηλάφηση των συναισθημάτων που δημιουργούν οι νέες εμπειρίες: «Δόσμου τό σῶμα σου. Καί πάρε / τό δικό μου. Ἕνα κορμί ν’ ἀναστηθεῖ / εὐκάλυπτος τοῦ Νότου. Στή φύση ὀρθός / κι ἀρσενικός σάν λεμονιά θροΐζει». («Ὁ εὐκάλυπτος-λεμονιά», Μελβούρνη, 1992).

Αλλού η γραφή συγκινεί γιατί μεταφέρει με ειλικρίνεια την ευγνωμοσύνη που νιώθουν οι ξενιτεμένοι προς την νέα «πατρίδα». Έτσι, η πόλη του Σίδνεϋ προσωποποιείται ως μητέρα φύση (την οποία αποκαλεί «Ἀνατολή μητέρα/ ἐξαίσια τοῦ Εἰρηνικοῦ), ή και ως ερωμένη που λυτρώνει από τις βιοποριστικές δυσκολίες της πατρίδας και απελευθερώνει από αναστολές. Σε περιγραφή μιας επανόδου από την Ελλάδα διαβάζουμε:

«Ἀγαπημένη ἀνατολή, ἀλλιώτικη, λυτρωτική. // Λαχτάρα πού σοῦ καίει τά σωθικά / νερό νά πιεῖς τοῦ Οὐρακατάνγκα-Τάνγκ / τή μυρωδιά νά μυριστεῖς τοῦ σίτι. / Μπαίνοντας ἀπό pub νά βγαίνεις σέ ταβέρνα / νά ἠχοῦν στ’ αὐτιά φωνές ἀπό ποικίλες γλῶσσες / τόσο μοναδικός μές στό δικό σου χῶρο / σέ πλήρη ἀπόσβεση στό πρῶτο βῆμα. // Ἔτσι σκεφτόταν σέ παράθυρο τά μάτια κολλημένα / τοῦ τζάμπο πού τόν ἔφερνε ξανά στήν ξένη χώρα». («Πρός Αὐστραλία (ἐν πτήσει)», 1990).

Στο ίδιο, μέσω της αναστροφής της μυθολογικής μεταφοράς κατατίθενται οι απογοητεύσεις από την πατρίδα που τον κάνουν να στήσει γέφυρες πλέον, «γυρνᾶ γιά δεύτερη φορά στή νέαν Ἰθάκη». Οι συνδηλώσεις για την πατρίδα είναι αρνητικές, αφού «πίσω του σβήνει ὁριστικά τοῦ γυρισμοῦ ἡ πλάνη / στήν τάχατες πατρίς πού ὡς ξένη μοιάζει. / (Καί πῶς νά ἐπιβιώσει / μέ τόσες περιπέτειες μέ τόσες γκάφες / θύμα συνέχεια μπαμπεσιᾶς κομπίνας καί πλεκτάνης / ἀπάτες κόλπα κώδικες ζωῆς πού δέν καταλαβαίνει. ...)».

Στα ποιήματα της δεύτερης περιόδου (1990 και εξής), προβάλλονται οι στιγμές συνειδητοποίησης∙ η έννοια της πατρίδας αρχίζει να συγχέεται και να αποκτά διφορούμενες σημασίες και άλλη βαρύτητα. Σε αυτή την τοιχογραφία των συναισθηματικών διακυμάνσεων των μεταναστών είναι εντυπωσιακό πόσα αποκαλύπτει η γραφή του Πιερή για την εμπειρία των ξενιτεμένων: από το θρήνο του ξεριζωμού στην χαρά του πρωτόγνωρου που προσφέρει η χώρα υποδοχής, η οποία ανέχεται και συγχρόνως «ακυρώνει» την εθνοτική ιδιαιτερότητα: «σέ πλήρη ἀπόσβεση στό πρῶτο βῆμα». Αν και η «νέα Ἰθάκη» προσφέρει ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης, ταυτοχρόνως έχει ως συνέπεια ένα αίσθημα μετεωρισμού που εντείνει την δυσκολία να βρει τους δρόμους μέσα από τους οποίους θα ορίσει την ταυτότητά του σε ένα σαφώς ξένο περιβάλλον.

Σε άλλο ποίημα αναδύεται η νοσταλγία και η επίμονη επιθυμία για επιστροφή, όταν οι περισσότεροι μετανάστες γνωρίζουν πως η επιστροφή από ένα σημείο και έπειτα είναι μάλλον ανέφικτη. Είναι μια ανάγκη συνήθως ανείπωτη γιατί είναι τόσο επώδυνη η συνειδητοποίηση της οριστικής απομάκρυνσης από τη γενέθλια γη. Στο ποίημα «Ὀδυσσέας Δεσμώτης», (Μελβούρνη, 1992) διαβάζουμε: «Βόδι δεμένο στό κατάρτι / θά μείνω πάντα διψασμένος / δεσμώτης στήν παλιά μου γνώμη / πού μοῦ ’χει τάξει γιά σκοπό τήν πλάνη / τοῦ γυρισμοῦ στή νέκρα τῆς Ἰθάκης». Με τον αντιθετικό σύνδεσμο μυθολογικών συμβόλων, ο λόγιος «μετανάστης» σε αυτήν την μίξη των αρχέτυπων του ταξιδευτή, της περιπέτειας και του καθηλωμένου σε ξένο τόπο προβαίνει σε ανασημασιοδότηση του ψυχισμού του ξενιτεμένου, τονίζοντας τον σχεδόν αναγκαστικό διωγμό από την πατρίδα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενσωματώνεται το ιστορικό αίτιο με όλες τις υπαρξιακές προεκτάσεις του.

Στο ομώνυμο ποίημα-ύμνο στις γυναίκες της Κύπρου συναντάμε εικόνες που παραπέμπουν ευθέως στην μακρά ιστορία της γενέθλιας γης, και υπαινικτικά στην βία που έχει υποστεί στην πρόσφατη Ιστορία της. Οι φιγούρες αυτές γίνονται εκφραστές του ανείπωτου πόνου των προσφύγων που μνημονεύουν τους αγνοούμενούς τους είκοσι οκτώ χρόνια μετά την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο:

Ὡραία γυναίκα, μεστωμένη. Στήν ὀμορφιά / τοῦ Μόρφου ζυμωμένη, ἀξόδευτη. Στό χρόνο / κρατημένη μέ δύναμη. Σάν πολυκύμαντη / ὀργή τοῦ σκοτεινοῦ πελάγου στό χῶμα / πού σοῦ πῆραν τά θηρία περπάτησες ξανά / τρικυμισμένη. Τά σώματα ξυπνῆσαν / σκοτωμένων. Σοῦ γύρεψαν ταυτότητα / νά δώσεις τά δάκρυα τῶν ἄχραντων χαμένων / πίσω ξανά. Ἐσύ. Ὡραία γυναίκα. // Στό πεῖσμα καί στόν πόνο γινωμένη. («Γυναῖκες τῆς Κύπρου στήν πορεία», Μελβούρνη, 2002).

Όταν πάλι αποτυπώνει σκηνές από την καθημερινότητα των μεταναστριών, ενώ γίνεται εμφανέστατη η αληθινή τους κατάσταση, το δράμα γίνεται κριτική: «Ἄλλη μιά μέρα δύσκολη κουραστική / μέ τόσα θλιβερά μέ τόσες πίκρες: / ἀναδουλειές, κακές εἰδήσεις ἀπό πέρα…» («Ἀπόδημες γυναῖκες τοῦ Ἑλληνισμοῦ», Μελβούρνη, 2002). Εδώ καταρρίπτεται το στερεότυπο της εύκολης επιτυχίας και ευμάρειας του μετανάστη για να καταλήξει καταθέτοντας μια εικόνα που υποδηλώνει την ανάγκη να διώξουν τη σκιά του υποδεέστερου που τους υποβάλλεται από το βλέμμα του «ισχυρότερου» Άλλου: «(θά πᾶνε σέ γιορτή συγγενικοῦ προσώπου / μέ θέση ἐκλεκτή στήν παροικία / θά παρευρίσκεται ὁ Δεσπότης) / […] Κι ἔτσι, καθώς μεταμορφώνονται / μέ ροῦχα καί μ’ ἀρώματα, διαμαντικά / καί χρώματα, ἀλλάζει καί ἡ ἀτμόσφαιρα / στό σπίτι. Σάμπως νά διαλύεται τό μαῦρο / τῆς ψυχῆς, […] βρίσκονται σέ τροχιά γιά τό τραπέζι / στό ὡραῖο σπίτι τό ψηλό μέ τά πολλά / τά φῶτα, μέ τά χρυσάφια καί τ’ ἀσημικά / τά πλούσια φαγητά, τήν ἐκλεχτή παρέα». Ο εμπαιγμός έχει ως στόχο τη νοοτροπία ότι η όποια κοινωνική καταξίωση θα προέλθει μόνο από την επίδειξη πλούτου, και το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει μόνο στους στενούς κόλπους της ελληνικής κοινότητας, άρα μειώνοντας περισσότερο την υποτιθέμενη επιτυχία.

Αυτό που δεν παραλείπει να θυμίσει ο ποιητής είναι ο πόνος που κρύβει μέσα της η ζωή του μετανάστη: του χωρισμού και της απουσίας αγαπημένων προσώπων από τις ζωές τους. Και αυτό με τον πιο προσωπικό τρόπο, καταθέτοντας στιγμή από την ιδιωτική του ζωή –  από τον δικό του θρήνο. Με αναμνήσεις από την παιδική ηλικία και μέσα από την φωνή της μητέρας λίγο πριν την ύστατη στιγμή της, μεταφέρει με συγκινητική αμεσότητα τον πόνο του ξεριζωμού και της αναγκαστικής απομάκρυνσης από την πατρίδα: «… «Νά μή μέ κλάψετε», τούς εἶπε, «τόν ἔχω / ἀντικρύσει κάμποσες φορές καί γνώριζα τήν ὄψη του / πρίν φτάσει αὐτή ἡ μέρα, παλέψαμε πολλές φορές, / τόν νίκησα καί πῆρα παρατάσεις, πότε γιά γάμους / καί χαρές πότε γιά λύπες καί θανάτους, / πότε γιατί περίμενα τούς ξένους μου // νά ’ρθοῦν ἀπ’ τήν πατρίδα» («Ἀντρονίκη Ἀλεξάνδρου Πιερῆ (Ἑφταγώνια, 25 Δεκεμβρίου 1926 – Σίδνεϋ, 15 Ἰουλίου 2010)», Λευκωσία, 2010).

Με την σύντομη αυτή περιδιάβαση στα ποιήματα που αναφέρονται στην Αυστραλία διαπιστώνουμε ότι ο μελαγχολικός τόνος προκύπτει από μοτίβα όπως ο υπόκωφος και παρατεταμένος “θρήνος” για τον ξεριζωμό, η επιθυμία του «ανήκειν», η ανάγκη προσδιορισμού πολιτισμικής ταυτότητας σε ένα ξένο τόπο. Ο Πιερής γνώρισε και αναγνώρισε (στους δικούς του και στους φοιτητές του) άμεσα αυτά τα συναισθήματα και γι’ αυτό η ποίησή του μετουσιώνει τη βιωμένη εμπειρία προσφέροντας μια διεισδυτική ματιά σε διάφορες πλευρές της μετανάστευσης – φαινόμενο το οποίο στον 21ο αιώνα αναδύεται σε μια κομβική διάσταση της ανθρώπινης περιπέτειας.


 

 

[1] Μιχάλης Πιερής, Australia and other Poems (1978-2014), Trans. Irena Joannides, Ylandron Publications, Σίδνεϋ 2016.

[2] Κατερίνα Κωστίου, «Οι Μεταμορφώσεις Πόλεων, “Το Κλειστό Τετράγωνο” του Ποιήματος και ο Περιηγητής», Ποίηση 16 (2000), 284-290: 287.

[3] Ό.π.

[4] Ό.π.