σύνδεση

Η μοίρα των πολλών και η διάσωση των λίγων

Η μοίρα των πολλών και η διάσωση των λίγων Παράνομοι εβραίοι μετανάστες από την Ευρώπη αποβιβάζονται στις παλαιστινιακές ακτές.

 

 

Καρίνα Λάμψα, Ιακώβ Σιμπή, Η Διάσωση: Η σιωπή του κόσμου, η αντίσταση στα γκέτο και τα στρατόπεδα, οι Έλληνες Εβραίοι στα χρόνια της Κατοχής, Καπόν, Αθήνα 2021, σελ. 446 (περιλαμβάνει παραρτήματα και ευρετήριο ονομάτων)

 

Όπως αναγνωρίζουν οι συγγραφείς του βιβλίου, που κυκλοφόρησε σε αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη δεύτερη έκδοση, εννέα χρόνια μετά την πρώτη του 2012, το αποτέλεσμα της δουλειάς τους ξεπέρασε κατά πολύ το θέμα του τίτλου, δηλαδή τη διάσωση ενός μέρους από τον εβραϊκό πληθυσμό της Ελλάδας. Επεκτείνεται στη γενικότερη προβληματική της συστηματικής εξόντωσης των Εβραίων στην Ευρώπη του Χίτλερ, που περιλαμβάνει και τον ρόλο της ηγεσίας των θυμάτων, την αδυναμία της αντιχιτλερικής συμμαχίας να περιορίσει το κακό, και τις προσπάθειες των εβραϊκών οργανώσεων σε παγκόσμια και τοπική κλίμακα.

Η Εισαγωγή του βιβλίου προσφέρει μια κατατοπιστική ανασκόπηση της συζήτησης για το ιδεολογικό υπόβαθρο και την υλοποίηση της ναζιστικής «τελικής λύσης του εβραϊκού προβλήματος» στην Ευρώπη. Ο ρόλος των ιδεών και της ψυχολογίας του πλήθους είναι αδύνατο να υποτιμηθεί. Η έξαρση του ανορθολογισμού στο γύρισμα του αιώνα και ο εθισμός στη βία που επέφερε ο Μεγάλος Πόλεμος δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν κινήματα που πρέσβευαν τον διαχωρισμό των ανθρώπων με φυλετικά και άλλα κριτήρια. Ενώ «η ανάπτυξη του φιλελευθερισμού στην Ευρώπη είχε ευνοήσει τη χειραφέτηση και την κοινωνική ευελιξία» των Εβραίων κατά τον προηγούμενο αιώνα, η κρίση της φιλελεύθερης κοινωνίας και των δημοκρατικών θεσμών τους αποδυνάμωσαν και τους απομόνωσαν από τους μη Εβραίους συμπατριώτες τους. (σ. 12)

Τα έξι πρώτα κεφάλαια του Πρώτου Μέρους αναφέρονται στην εφαρμογή της πολιτικής εξόντωσης των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς και τους συνεργούς του στην Ευρώπη, τη στάση των Συμμάχων, τις αντιδράσεις και τα διλήμματα των εβραϊκών οργανώσεων, ιδίως αυτών που έδρευαν στην Παλαιστίνη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, τις απόπειρές τους να διαπραγματευτούν την τύχη των ομοθρήσκων τους με στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος, και την περίπτωση της Τουρκίας ως δίαυλου διαφυγής προς την υπό βρετανικό έλεγχο Μέση Ανατολή. Τα κεφάλαια αυτά παρέχουν το αναγκαίο πλαίσιο για την πραγμάτευση της τύχης των Ελλήνων Εβραίων και, ειδικότερα, των προσπαθειών για τη διάσωσή τους.

Πολύ αργά πολύ λίγα;
Οι συγγραφείς τονίζουν τη βραδύτητα με την οποία όχι μόνον οι συμμαχικές κυβερνήσεις –ιδίως των δύο μεγάλων δυτικών δυνάμεων, της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής–, αλλά και οι εβραϊκές οργανώσεις –συχνά σε έντονο ανταγωνισμό μεταξύ τους– αντιλήφθηκαν τις πραγματικές διαστάσεις της «τελικής λύσης» που η Γερμανία του Χίτλερ προώθησε μετά την εισβολή της στη Σοβιετική Ένωση, στις 22 Ιουνίου 1941. Το εγχείρημα, ο ολοκληρωτικός αφανισμός εκατομμυρίων ανθρώπων με βάση την υποτιθέμενη φυλετική τους ταυτότητα, έμοιαζε αδιανόητο όχι μόνο για όσους είχαν την τύχη να βρίσκονται εκτός της κατεχόμενης Ευρώπης, αλλά και για τους πληθυσμούς της τελευταίας, των Εβραίων συμπεριλαμβανομένων. Όσοι τύχαινε να πληροφορηθούν τα δολοφονικά σχέδια της ναζιστικής ηγεσίας, ακόμα και όταν η πηγή ήταν Γερμανοί υπεράνω υποψίας, κατά κανόνα αντιδρούσαν με δυσπιστία και άρνηση. Επιπλέον, ήταν ισχυρή η τάση να θεωρείται «η μοίρα των Εβραίων της Ευρώπης … ως ένα ακόμη πρόβλημα του πολέμου» που θα αντιμετωπιζόταν μόνο μέσω της νίκης στον πόλεμο κατά του Άξονα.

Οι θύτες, από την πλευρά τους, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να παραπλανήσουν τα θύματά τους και να συγκαλύψουν το έγκλημα. Βέβαια, ένα έγκλημα τέτοιων διαστάσεων ήταν αδύνατο να μείνει κρυφό για μεγάλο διάστημα. Οι εκτελεστές της «τελικής λύσης» υπολόγιζαν τότε στον ασφυκτικό έλεγχο που ασκούσαν στις κατεχόμενες περιοχές, ιδίως στα γκέτο όπου συγκέντρωναν τον εβραϊκό πληθυσμό, και βέβαια στην αποτελεσματικότητα της βιομηχανίας θανάτου των στρατοπέδων.

Στο καταθλιπτικό αυτό περιβάλλον δεν θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση η επιλογή της πλειονότητας των κοινοτήτων αυτών –ηγεσίας και απλών μελών– να μην προβάλουν αντίσταση. Άλλωστε, η μαζική εξόντωση αθώων παρέμενε αδιανόητο σενάριο, ενώ η απείθεια, και πολύ περισσότερο η αντίδραση, στις εντολές του κατακτητή ήταν βέβαιο ότι θα επέσυρε φονικά αντίποινα. Αντιθέτως, εντύπωση προκαλούν οι συγκριτικά λίγες περιπτώσεις εξέγερσης –στο γκέτο της Βαρσοβίας, τη Γιανόβσκα, την Τρεμπλίνκα ή το Άουσβιτς– έστω και αν αυτό σήμαινε βέβαιο θάνατο για τους συμμετέχοντες και τους «ομόφυλούς» τους. Στις συνθήκες αυτές, η εξέγερση αποτελούσε την έσχατη επιβεβαίωση της ανθρωπιάς των θυμάτων, αυτή που είχαν αναγκαστεί να αποβάλουν μετά την αιχμαλωσία τους, προκειμένου να επιβιώσουν. (σ. 60)

Οι συγγραφείς του βιβλίου συντάσσονται με την άποψη ότι η κινητοποίηση οργανώσεων και κυβερνήσεων καθυστέρησε δραματικά, χωρίς να είναι βέβαιο ότι η πρωιμότερη εκδήλωσή της θα είχε αποτρέψει ή περιορίσει σημαντικά τη ναζιστική «τελική λύση». Όταν εκδηλώθηκε τον Ιανουάριο του 1944, με την ίδρυση του Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες Πολέμου, είχαν ήδη εξολοθρευτεί τα τέσσερα πέμπτα των Εβραίων της Ευρώπης. (σ. 108) Ωστόσο, χάρη στην κινητοποίηση αυτή, και την αυτοθυσία προσωπικοτήτων όπως ο Σουηδός διπλωμάτης Ραούλ Βάλενμπεργκ (Raoul Wallenberg), σώθηκε τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος μιας από τις μεγαλύτερες και πιο ανθηρές εβραϊκές κοινότητες που είχαν απομείνει, εκείνης της Βουδαπέστης.[1]

Η μοίρα της πολυπληθέστερης κοινότητας
Έπειτα από ένα κεφάλαιο που εκθέτει την αργόσυρτη διαδικασία για να αφυπνισθεί και να κινητοποιηθεί το εβραϊκό στοιχείο στην Παλαιστίνη σχετικά με την τύχη των ομοθρήσκων του στην Ελλάδα,[2] ο αναγνώστης εισάγεται στο Δεύτερο Μέρος του βιβλίου με το ερώτημα-τίτλο κεφαλαίου: «Μπορούσαν να σωθούν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης;». Πρόκειται για το εκτενέστερο κεφάλαιο του βιβλίου – όπως θα ανέμενε κανείς, αφού αναφέρεται στη μοίρα της πολυπληθέστερης εβραϊκής κοινότητας στην Ελλάδα. Το θέμα πυροδότησε έντονες διαμάχες στους κόλπους εκείνων που επέζησαν και εξακολουθεί να τροφοδοτεί αντιπαραθέσεις μεταξύ ιστορικών. Οι συγγραφείς του βιβλίου παίρνουν σαφείς αποστάσεις από τη μεταχείριση αποδιοπομπαίου τράγου που επιφυλάχτηκε σε προσωπικότητες, όπως ο αρχιραβίνος της Θεσσαλονίκης Τσβι Κόρετς, ο οποίος βρέθηκε επικεφαλής της κοινότητάς του σε ώρες απόγνωσης. Ο Κόρετς, όπως και η πλειονότητα των ομολόγων του ανά την Ευρώπη, συμπεριφέρθηκε σαν τον καπετάνιο του Τιτανικού, ο οποίος, «όταν είδε πως δεν υπήρχε σωτηρία, έβαλε την ορχήστρα να παίζει». (σ. 207) Το αποτέλεσμα, όπως επισημαίνουν η Λάμψα και ο Σιμπή, θα ήταν το ίδιο είτε υπήρχαν οι άνθρωποι αυτοί είτε όχι.

Αν η τύχη των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 1943 έμοιαζε προδιαγεγραμμένη, στην Αθήνα, έναν χρόνο αργότερα, επιχειρήθηκε να αποφευχθεί το μοιραίο. Η σχετικά επιτυχημένη προσπάθεια να διασωθούν οι δέκα περίπου χιλιάδες Εβραίοι που βρέθηκαν στη γερμανοκρατούμενη πρωτεύουσα οφείλεται σε ένα συνδυασμό προϋποθέσεων που δεν ίσχυαν στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης – μεταξύ αυτών και το δικό της οδυνηρό προηγούμενο που οδήγησε τον ραβίνο της Αθήνας Ελιάου Μπαρζιλάι να μην παραδώσει στους Γερμανούς αλλά να καταστρέψει τους ονομαστικούς καταλόγους των ομοθρήσκων του.

Πέρα από τα υφιστάμενα δίκτυα διαφυγής, τη γενναία συνδρομή του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και του αρχηγού της Αστυνομίας Άγγελου Έβερτ, τη θετική στάση των Βρετανών και της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης ή τις επαφές με το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), δύσκολα μπορεί να υποτιμηθεί η αλληλεγγύη που έδειξε σημαντική μερίδα του χριστιανικού στοιχείου για την αριθμητικά και αναλογικά μικρή κοινότητα των «Ισραηλιτών» συμπολιτών του. Αντίθετα, η «πρωτεύουσα των προσφύγων» Θεσσαλονίκη, ήδη από την περίοδο του μεσοπολέμου, είχε καταστεί «για τον εβραϊκό πληθυσμό ένα αφιλόξενο περιβάλλον». (σ. 227)[3]

Έναντι αντιτίμου
Τα επόμενα τέσσερα, και τελευταία, κεφάλαια του βιβλίου αναφέρονται στον ρόλο της ελληνικής αντίστασης, δηλαδή του ΕΑΜ, στις επιχειρήσεις φυγάδευσης Εβραίων προς τα τουρκικά παράλια, τη συμβολή βρετανικών και, αργότερα, αμερικανικών υπηρεσιών, και τη μεταχείριση των φυγάδων από τη στιγμή που έφταναν στην υπό βρετανικό έλεγχο Μέση Ανατολή.[4]

Το μεγαλύτερο μέρος των Εβραίων που διέφυγαν από την κατεχόμενη Ελλάδα κινήθηκε από την Αττική προς την Εύβοια, και συγκεκριμένα τον μικρό όρμο των Τσακαίων, και από εκεί με καΐκι στην τουρκική ακτή του Τσεσμέ. Στις ενέργειες αυτές, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή του απόπλου από τα ευβοϊκά παράλια, αποδείχτηκε απαραίτητη η συνεργασία του ΕΑΜ. Ο κυριότερος λόγος ήταν ότι, από το φθινόπωρο του 1943, μεγάλο μέρος της χερσαίας διαδρομής περνούσε μέσα από περιοχές όπου δρούσε ο ένοπλος βραχίονας της οργάνωσης, ο ΕΛΑΣ. Εκπρόσωποι του ΕΑΜ διαπραγματεύτηκαν συμφωνίες με τον ραβίνο Μπαρζιλάι, τον βρετανικό SOE, το Εβραϊκό Πρακτορείο και, πιθανόν, μια μυστική επιτροπή διάσωσης με έδρα την Αθήνα. Τοπικά στελέχη του λειτουργούσαν ως σύνδεσμοι με τις ομάδες των Εβραίων φυγάδων και τμήματα του ΕΛΑΣ έπρεπε να εγγυηθούν την ασφάλειά τους.

Από τα τεκμήρια που παραθέτουν οι συγγραφείς, γίνεται σαφές ότι τα κίνητρα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στις επιχειρήσεις φυγάδευσης Εβραίων ήταν ιδεολογικά όσο και υλικά. Αφενός, όπως παρατηρεί ο Ιάσονας Χανδρινός,[5] Εβραίοι και αντιστασιακοί αντιμετώπιζαν τον ίδιο θανάσιμο εχθρό, τους Ναζί και τους συνεργάτες τους. Ταυτόχρονα, η αρωγή προς τους Εβραίους συνδεόταν με την παροχή απτών ανταλλαγμάτων, σε είδος –κατά προτίμηση, σε χρήμα– αλλά και σε θετική δημοσιότητα (σ. 168, 278, σ. 422, σημ. 42, σ. 281, 330-1). Σύντομα, η αλυσίδα της διάσωσης, στην οποία πλην του ΕΑΜ εμπλέκονταν και άλλοι παράγοντες, «δεν άργησε να εξελιχτεί σε εμπορική επιχείρηση» (σ. 299). Ενδεικτική είναι η περίπτωση των Εβραίων της Βέροιας, καθώς το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων με το τοπικό ΕΑΜ για το ύψος του χρηματικού ανταλλάγματος οδήγησε στη ματαίωση της διάσωσης για το μεγαλύτερο μέρος των μελών μιας κοινότητας που αριθμούσε πάνω από 850 ψυχές. (σ. 19) Αλλά και στην Αθήνα, περίπου χίλιοι Εβραίοι «οι οποίοι δεν είχαν τα μέσα να επιβιώσουν» ή να εξαγοράσουν τη διαφυγή τους, δήλωσαν τελικά την παρουσία τους στις γερμανικές αρχές. Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι και η πληροφορία, από περισσότερες πηγές, ότι, τους πρώτους μήνες από την έναρξη της διακίνησης Εβραίων μέσω Εύβοιας, ο ΕΛΑΣ επιχειρούσε να παρεμποδίσει τη διαφυγή μη Εβραίων Ελλήνων, προκειμένου να μην πυκνώσουν τις τάξεις του «βασιλικού στρατού» στη Μέση Ανατολή (σ. 302, 324).

Φαίνεται ότι ο αριθμός των Εβραίων που σώθηκαν διαφεύγοντας από τη θάλασσα μένει ανεξακρίβωτος. Στην Εισαγωγή του βιβλίου, αναφέρεται, με σημαντικότατο εύρος διακύμανσης, ένας αριθμός «1.000-2.000 Ελλήνων Εβραίων» (σ. 28, πβ. σ. 345). Πιο κάτω όμως (σ. 317), άλλη πηγή κάνει λόγο για «2.000-3.000», ενώ στη σημείωση 77 (σ. 371) οι συγγραφείς προειδοποιούν τον αναγνώστη ότι και οι προηγούμενοι, πιο μετριοπαθείς, υπολογισμοί «δεν είναι ακριβείς».

Πολύ περισσότεροι Εβραίοι έσωσαν τη ζωή τους καταφεύγοντας στα βουνά, ιδίως στη νότια Ελλάδα. Εκεί, ένας αριθμός ανδρών αλλά και γυναικών νεαρής ηλικίας κατατάχθηκαν στην ένοπλη αντίσταση της υπαίθρου. Στοιχεία των αρχών του 1945, που συγκέντρωσε η Επιτροπή των Εβραίων της κατεχόμενης Ευρώπης, ανεβάζουν τον αριθμό των Εβραίων ανταρτών σε περίπου 600. Η συντριπτική πλειονότητά τους είχε ενταχθεί στον ΕΛΑΣ, μικρός αριθμός στον ΕΔΕΣ και, σύμφωνα πάντα με τα ίδια στοιχεία, 300 από αυτούς φέρονται να έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Στο πρόσφατο βιβλίο του, ο Χανδρινός εκτιμά τον αριθμό των Εβραίων μαχητών του ΕΛΑΣ σε περίπου 400.[6]

Ο μονοσέλιδος Επίλογος του βιβλίου περιορίζεται σε σχόλια του Μενάχεμ Μπάντερ, στελέχους της Επιτροπής Διάσωσης που δρούσε από την Κωνσταντινούπολη, για τον οικονομικό απολογισμό της διάσωσης Εβραίων της Ευρώπης γενικά. Κατά τρόπο μάλλον ανορθόδοξο, ο αναγνώστης οφείλει να ανατρέξει στην Εισαγωγή. Εκεί, εκτός από τον γενικότερο προβληματισμό για το Ολοκαύτωμα, θα βρει μια σύνοψη της μοίρας των σημαντικότερων επιμέρους κοινοτήτων και τη διατύπωση συμπερασμάτων, τα οποία θα περίμενε κανείς δει στο τέλος της αφήγησης. Στην Εισαγωγή, επίσης, οι συγγραφείς προειδοποιούν τον αναγνώστη για το «πλήθος εκδοχών και αντιφάσεων», μέσα από τις οποίες ο ίδιος θα πρέπει να βγάλει τα συμπεράσματά του (σ. 8). Για παράδειγμα, θεωρούν ότι «παραμένει ανεξήγητο πώς στον έναν χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ του Μαρτίου 1943 και του Μαρτίου 1944, δεν μπόρεσαν περισσότεροι Εβραίοι να κρυφτούν ή να διαφύγουν». (σ. 18) Όσο για τους αριθμούς, παρατηρούν: «Οι αριθμοί των προπολεμικών εβραϊκών πληθυσμών και των διασωθέντων Εβραίων είναι σπάνια οι ίδιοι και οι μαρτυρίες είναι ελάχιστες». (σ. 18)

Παρά τις επιφυλάξεις των συγγραφέων του, οι αριθμοί δεν λείπουν από το βιβλίο. Επιπλέον, παρατίθεται πλήθος εγγράφων, συχνά αυτούσιων. Στο τέλος, βρίσκονται δύο παραρτήματα: Στο πρώτο, καταγράφονται ονόματα συνεργατών του κατακτητή, κυρίως Εβραίων, με σύντομα βιογραφικά στοιχεία ή περιγραφή. Το υλικό αυτό προέρχεται από το Κεντρικό Σιωνιστικό Αρχείο της Ιερουσαλήμ και χρονολογείται στον Ιούλιο και τον Οκτώβριο του 1944. Επίσης, αναφέρονται ονόματα προσώπων, κυρίως Ελλήνων, που συνέβαλαν στη διάσωση Εβραίων. Και αυτά τα στοιχεία, ως επί το πλείστον, ανάγονται στο 1944. Το δεύτερο Παράρτημα περιέχει τρεις καταλόγους, τους οποίους συνέταξε η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης έως το τέλος Οκτωβρίου του 1945. Ο πρώτος περιέχει 854 ονόματα μελών της που επέστρεψαν στην Ελλάδα από τα στρατόπεδα εξόντωσης. Στον δεύτερο καταγράφονται 48 αιχμάλωτοι πολέμου εβραϊκού θρησκεύματος που επίσης παλιννόστησαν. Ο τρίτος είναι ανώνυμος. Παρέχει τους αριθμούς των Ελλήνων Εβραίων που στάλθηκαν στα στρατόπεδα, κυρίως στο Άουσβιτς. Η συντριπτική πλειονότητα των αποστολών αυτών (19 από 22) είχε ως αφετηρία τη Θεσσαλονίκη και πραγματοποιήθηκε μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου 1943. Φυσικά, οι λίστες αναφέρουν μόνον αριθμούς – για το σύνολο των εκτοπισμένων, τους άνδρες και τις γυναίκες (αλλά όχι τα παιδιά), όσους θανατώθηκαν αμέσως και όσους οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο, όπου, βέβαια, οι περισσότεροι θα άφηναν την τελευταία τους πνοή.

Τα στοιχεία του δεύτερου παραρτήματος ολοκληρώνονται με κατάλογο των Ελλήνων, οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί (μέχρι το 2019) ως «Δίκαιοι των Εθνών» από το Γιαντ Βασέμ, το Μουσείο Ολοκαυτώματος της Ιερουσαλήμ, επειδή, με κίνδυνο της ζωής τους, βοήθησαν να σωθούν Εβραίοι αλλά και η τιμή και ο ανθρωπισμός της χώρας τους. Οι ενέργειές τους δικαιολογούν, αν μη τι άλλο, μια επιφύλαξη στην ετυμηγορία του Γιαν Κάρσκι (Jan Karski), του καθολικού Πολωνού διπλωμάτη που επισκέφθηκε μυστικά το γκέτο της Βαρσοβίας τον Αύγουστο του 1942 και μετέφερε ασφαλείς πληροφορίες για τη συντελούμενη γενοκτονία στις κυβερνήσεις της πατρίδας του, της Βρετανίας και των ΗΠΑ: «Τώρα [μετά τον πόλεμο], όλες οι κυβερνήσεις και οι εκκλησίες λένε “προσπαθήσαμε να βοηθήσουμε τους Εβραίους”, επειδή ντρέπονται. Δεν βοήθησαν. Έξι εκατομμύρια Εβραίοι χάθηκαν, αλλά εκείνοι που ήταν στις κυβερνήσεις και τις εκκλησίες έζησαν. Κανείς δεν έκανε αρκετά» (σ. 92).


 

 

[1] Είχαν προηγηθεί περισσότερο ή λιγότερο ατελέσφορα σχέδια διάσωσης με καταβολή λύτρων για συγκεκριμένες ομάδες εβραϊκού πληθυσμού, για παράδειγμα από τη Ρουμανία ή τη Σλοβακία: σ. 132-143.

[2] Διαφωτιστική για τις αδυναμίες των ποικίλων εβραϊκών οργανώσεων, με σημαντικότερες το Εβραϊκό Πρακτορείο και το Ίδρυμα Εγκατάστασης, είναι η επιστολή Ελλήνων Εβραίων μεταναστών στην Παλαιστίνη προς τον Μοσέ Σέρτοκ, στενό συνεργάτη του Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, τον Σεπτέμβριο του 1943, η οποία παρατίθεται ολόκληρη στις σελίδες 194-7.

[3] Οι συγγραφείς δεν σχολιάζουν την αναφορά στις ανέκδοτες «Αναμνήσεις» του Μικαέλ Μόλχο, σύμφωνα με την οποία, την παραμονή των πρώτων αποστολών στο Άουσβιτς, και ενώ ο Κόρετς επιχειρούσε να διαπραγματευτεί τη ματαίωση του εκτοπισμού, οι Γερμανοί συνομιλητές του τον πληροφόρησαν ότι «διάφορες ελληνικές οργανώσεις της Θεσσαλονίκης έχουν πλημμυρίσει με υπομνήματα το Βερολίνο, απαιτούσαι την αναχώρηση των Εβραίων»: σ. 249.

[4] Για την ίδια θεματολογία, αξίζει να αναφερθεί και η συμβολή της Ρίκας Μπενβενίστε, Αυτοί που επέζησαν: Αντίσταση, επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940, Πόλις, Αθήνα 2014.

[5] Ιάσονας Χανδρινός, Συναγωνιστές: Το ΕΑΜ και οι Εβραίοι της Ελλάδας, Ψηφίδες, Αθήνα 2021, σ. 46.

[6] Χανδρινός, ό.π., 48.