Η ψευτοηθικολογία και ο φαρισαϊσμός είναι χειρότεροι από την υποκρισία: διότι αν ως υποκρισία νοείται η αδυναμία να ζήσουμε σύμφωνα με τα δεδηλωμένα ηθικά ιδεώδη μας, οι περισσότεροι είμαστε υποκριτές, ευτυχώς δηλαδή. Μια κοινωνία όπου όλοι θα τηρούσαν απαρέγκλιτα τις ηθικές αρχές τους θα ήταν μη ανεκτική, ανεξαρτήτως από το εάν αυτές οι αρχές συνέπιπταν μεταξύ τους ή όχι. Πέρα από το γεγονός ότι κανένα πλέγμα ηθικών αξιών δεν δύναται να είναι επαρκώς σφιχτό ώστε να πιάσει όλες τις άπειρα ποικίλες αναγκαιότητες της ζωής, ένα άτομο χωρίς καμία ηθική αδυναμία, μολονότι ενδεχομένως αξιοθαύμαστο σε θεωρητικό επίπεδο, θα ήταν άβολο, ακόμη και τρομακτικό εκ του σύνεγγυς. Είναι καλό να μην είσαι ψεύτης· αλλά το να μη λες ποτέ ψέματα σημαίνει ότι είσαι ακοινώνητο ον, με τόσο συναίσθημα όσο ένα ρομπότ.
Δίχως υποκρισία, δεν θα υπήρχε κουτσομπολιό· δίχως κουτσομπολιό δεν θα υπήρχε καθόλου λογοτεχνία και ελάχιστη συζήτηση. Η δόση της υποκρισίας που είναι αναγκαία για να διατηρηθεί η κοινωνική συναναστροφή είναι θέμα κρίσεως, διότι ενώ πολλές μεμονωμένες περιπτώσεις υποκρισίας είναι κατακριτέες και γίνονται δικαίως στόχος δυσμενούς σχολιασμού, και κάποιες μάλιστα είναι απαράδεκτες, η υποκρισία είναι εξίσου απαραίτητη για την ανθρώπινη ύπαρξη όσο ο έρωτας ή το γέλιο. Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε τη ρήση του Λα Ροσφουκώ ότι η υποκρισία είναι τα λύτρα που πληρώνει η αμαρτία στην αρετή: όμως τουλάχιστον εκείνος ξέρει ότι υφίσταται διαφορά. Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος να εξαλείψουμε πλήρως την υποκρισία από τις ανθρώπινες σχέσεις είναι να μην έχουμε καθόλου ηθικά μέτρα.
Η ψευδοηθικολογία είναι πιο καταστροφική από την υποκρισία, τόσο γιατί αποκαλύπτεται πιο δύσκολα όσο και γιατί ο φαρισαϊστής κοροϊδεύει και τον εαυτό του μαζί με τους άλλους, ενώ ο απλός υποκριτής διατηρεί κάποια επίγνωση· είναι κατεργάρης, όχι κακός. Ψευδοηθικολογία είναι η γεμάτη ζήλο δημόσια έκφραση ανησυχίας για τους άλλους ή θυμού απέναντι σε μια άποψη η οποία αμφισβητεί μια ηθική ορθοδοξία την οποία ούτε νιώθει ούτε μπορεί κανείς να νιώσει γνήσια, με τον ζήλο να αποτελεί ασπίδα για την ανειλικρίνεια και την έλλειψη πίστης στην ορθόδοξη άποψη. Ο Σάμιουελ Τζόνσον όρισε την ψευδοηθικολογία ως «μια στριγκή εκζήτηση καλοσύνης, με επίσημους και επιτηδευμένους όρους». Η ψευδοηθικολογία είναι μεταδοτική και, όταν είναι ευρέως διαδεδομένη, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα όπου οι άνθρωποι φοβούνται να την πουν με το όνομά της. Η επιχειρηματολογία πηγαίνει από μόνη της, κι όταν συμβαίνει αυτό, προκύπτουν γελοίες, κακές, ακόμη και κακοήθεις πολιτικές.
Νομίζω ότι ζούμε σε μια εποχή ψευδοηθικολογίας. Δεν λέω ότι είναι η μοναδική. Όμως ποτέ δεν ήταν, τουλάχιστον όσο ζω, τόσο σημαντικό όσο τώρα να έχεις τις σωστές απόψεις και να μην εκφράζεις καμία από τις λάθος, αν θέλεις να αποφύγεις τον διασυρμό και να μη χάσεις την ευυποληψία σου. Χειρότερη, και ακόμη πιο ολοκληρωτική, είναι η απαίτηση της δημόσιας συναίνεσης σε εμφανώς λανθασμένες ή υπερβολικές προτάσεις· η άρνηση να συγκατανεύσεις υπό αυτές τις συνθήκες γίνεται σχεδόν εξίσου μεγάλη αμαρτία με την έκφραση μιας απαγορευμένης άποψης. Είναι κανείς υποχρεωμένος να ενώσει τη φωνή του με την καθολική ψευδοηθικολογία, ειδάλλως…
Όποτε κάποιοι τιμωρούνται, νομικά ή κοινωνικά, επειδή εξέφρασαν μια άποψη που αντιβαίνει σε κάποια προσφάτως υιοθετημένη ορθοδοξία ή επειδή παρέλειψαν να εκφράσουν τα αξιώματα της ορθοδοξίας αυτής, αναπόφευκτα ανθεί η ψευδοηθικολογία· επιπλέον, οι άνθρωποι που ξεκινούν με την επίγνωση ότι ξεστομίζουν ψευδοηθικολογίες στην πορεία πείθονται ότι ισχύουν, επειδή κανείς δεν θέλει να πιστεύει ότι μιλάει ορμώμενος από απλό κομφορμισμό ή λιποψυχία, ή για αποφύγει τις δυσάρεστες καταστάσεις και την καταστροφή της φήμης του. Ως εκ τούτου, η ψευδοηθικολογία εξαπλώνεται ραγδαία μόλις ριζώσει σε μια κοινωνία και γίνεται πολύ δύσκολο να την αντικρούσει κανείς, πόσο μάλλον να την εξαλείψει.
Η ψευδοηθικολογία έχει επίσης μια εγγενή τάση για διόγκωση. Μόλις γενικευτεί, όποιος επιθυμεί να ξεχωρίσει με κάποιον τρόπο από την πλειονότητα των ανθρώπων είναι απαραίτητο να προχωρήσει ακόμη παραπέρα την ψευδοηθικολογία του. Είναι σαν τον φονταμενταλισμό του Ισλάμ: πάντα υπάρχει η πιθανότητα να σε υπερφαλαγγίσει κάποιος πιο ορθόδοξος από σένα. Μόλις ένα νέο ψευδοηθικολογικό δόγμα γίνει ορθόδοξο, στη συνέχεια υπερφαλαγγίζεται κι αυτό με τη σειρά του.
Οι πρωτοπόροι της ψευδοηθικολογίας δεν επιδιώκουν την αλήθεια αλλά επιζητούν τη δύναμη, έστω τη δύναμη να καταστρέψουν, η οποία συχνά είναι απόλαυση από μόνη της. Η ψευδοηθικολογία είναι το όπλο της φιλόδοξης μετριότητας, μιας τάξης ανθρώπων που έχει γίνει περισσότερο πολυπληθής μέσω της διεύρυνσης, αλλά και της αποδυνάμωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τέτοιοι άνθρωποι πιστεύουν ότι τους αξίζει κοινωνική διάκριση.
Η Βρετανία είναι παλαιόθεν παγκόσμια ηγέτιδα στην ψευδοηθικολογία. Ο ιστορικός Μακώλεϋ είπε ότι δεν υπάρχει πιο γελοίο πράγμα από τους Βρετανούς σε κρίση ηθικής, με το οποίο εννοούσε τον ψευδοηθικολογικό φενακισμό παρά την υπακοή στον ηθικό νόμο ή τον γνήσιο στοχασμό της ηθικής βάσης της πράξης. Ο Ντίκενς αποτύπωσε αξιομνημόνευτα χαρακτήρες με βασικό χαρακτηριστικό την ψευδοηθικολογία: τον Πέκσνιφ, τον Ουράια Χιπ, την κυρία Τζέλιμπι, τον κύριο Πόντσναπ. Προφανώς η ψευδοηθικολογία δεν είναι καινούργια επινόηση. Επειδή ερχόταν συχνά αντιμέτωπος με την κατηγορία ότι οι χαρακτήρες του ήταν καρικατούρες, απάντησε (στην εισαγωγή του μυθιστορήματος Martin Chuzzlewit) ότι αυτό που σε κάποιους φαντάζει καρικατούρα για εκείνον ήταν η γυμνή πραγματικότητα. Και πιστεύω ότι ισχύει πως η συνήθεια της ψευδοηθικολογίας μπορεί να περιορίσει τους ανθρώπους σε ένα και μοναδικό ή σε πολύ κυρίαρχο, χαρακτηριστικό. Κάνει τις απόψεις των ανθρώπων να μοιάζουν με γρατζουνισμένο δίσκο που ωθεί τη βελόνα να πηδάει και να παίζει ξανά και ξανά το ίδιο σημείο του τραγουδιού.
Η ψευδοηθικολογία κυριεύει τον νου και μειώνει την ικανότητά του να συλλογίζεται άλλες απόψεις, να δέχεται αντικρουόμενα στοιχεία ή να συμμερίζεται οποιονδήποτε δεν συμφωνεί απόλυτα και άνευ όρων. Ως εκ τούτου είναι στην ουσία της μισαλλόδοξη. Προωθεί τη μονοτονία και εξαλείφει τις λεπτές αποχρώσεις, την ειρωνεία· δεν αναγνωρίζει μια τραγική διάσταση στη ζωή. Είναι εγγενώς ουτοπική επειδή προϋποθέτει ότι η τελειότητα, ιδίως η ηθική τελειότητα, είναι εφικτή. Είναι πληκτική. Πετυχαίνει τις νίκες της πάνω στους άλλους χρησιμοποιώντας αυτό που ο Ναπολέοντας χαρακτήρισε ως το μοναδικό αποτελεσματικό ρητορικό τέχνασμα – δηλαδή την επανάληψη (παρότι και η τρομακτική σφοδρότητα παίζει κι αυτή τον ρόλο της). Τρομοκρατεί με τη συγκέντρωση του πλήθους, το ανάθεμα, τον αφορισμό. Στερείται χιούμορ, ένα από τα προτερήματα της ανθρώπινης ύπαρξης· μάλιστα το χιούμορ είναι εχθρός της, ίσως ο μεγαλύτερος. Γι’ αυτό τα αστεία αποτελούν ιδιαίτερο στόχο των μομφών της.
Σε αντίθεση με την υποκρισία, λοιπόν, δεν βρίσκει κανείς τίποτα να πει υπέρ της ψευδοηθικολογίας· όμως εκεί όπου η υιοθέτηση των υποτιθέμενα σωστών απόψεων θεωρείται το μεγαλύτερο μέρος της αρετής –πολύ μεγαλύτερο από την πραγματική συμπεριφορά– η ψευδοηθικολογία βρίσκει ελάχιστα που να αντιτίθενται στη διάδοσή της και πολλά να την ενθαρρύνουν.
Η ψευδοηθικολογία διαβρώνει τους θεσμούς εκ των έσω. Η περίπτωση του σερ Τίμοθυ Χαντ, βραβευμένου με Νόμπελ ερευνητή, είναι διδακτική από αυτή την άποψη. Το 2015 τού ζητήθηκε να κάνει μια αυτοσχέδια πρόποση σε ένα γεύμα στη Νότια Κορέα για επιστημονικούς ανταποκριτές, κυρίως γυναίκες. Ανάμεσα στα σύντομα σχόλιά του, ανέφερε το εξής:
Να σας πω το πρόβλημά μου με τις κοπέλες [στην επιστημονική έρευνα]. Τρία πράγματα συμβαίνουν όταν είναι στο εργαστήριο: τις ερωτεύεσαι, σε ερωτεύονται, και όταν τους κάνεις κριτική, κλαίνε. Μήπως θα ήταν καλό να φτιάξουμε ξεχωριστά εργαστήρια για αγόρια και κορίτσια;
Μια από τους παρευρισκόμενες, η Κόνι Σεντ Λούις, όχι επιστημονική δημοσιογράφος, αλλά διδάσκουσα δημοσιογραφία της επιστήμης σε πανεπιστήμιο στο Λονδίνο, μετέφερε τα σχόλιά του στο Twitter λέγοντας ότι κατέστρεψαν την εκδήλωση με τον απαίσιο σεξισμό τους. Έγιναν viral· πολύ σύντομα ουδείς λίβελος με στόχο τον Χαντ δεν ήταν υπερβολικά ακραίος για να αναπαραχθεί και ο σάλος που δημιούργησε η αγανάκτηση απέναντί του ήταν τόσο μεγάλος που ένιωσε αναγκασμένος να παραιτηθεί από τις επίτιμες θέσεις του (ήταν 72 ετών τότε) στο University College του Λονδίνου, τη Βασιλική Εταιρεία (μια από τις παλαιότερες και πιο σεβαστές επιστημονικές εταιρείες στον κόσμο) και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, το στήσιμο του οποίου είχε βοηθήσει. Το University College απαίτησε την παραίτησή του –η σύζυγός του ήταν καθηγήτρια στο κολλέγιο– ειδάλλως θα βρισκόταν αντιμέτωπος με απόλυση.
Οι συγγνώμες του Χαντ για τα σχόλιά του, σύμφωνα με τη Βασιλική Εταιρεία, δεν ήταν όσο ταπεινές θα όφειλαν· όμως τελικά αποδείχθηκε, ύστερα από λίγη έρευνα που κανένας από τους επικριτές του δεν περίμενε να γίνει πρώτα, πως η γυναίκα που ξεκίνησε τη θύελλα ήταν καθ’ έξιν τερατολόγος, με μοναδικό γνωστό επίτευγμα την αυτοπροώθηση που δεν βασιζόταν σε σχεδόν καμία ουσιαστική επιτυχία – τύπος που απαντάται συχνά αυτές τις μέρες στα πανεπιστήμια. Σύμφωνα με τουλάχιστον κάποιους μάρτυρες, ο Χαντ προλόγισε τα υποτιθέμενα φριχτά σχόλιά του ως εξής:
Λέω κάτι για τη σημασία των γυναικών στην επιστήμη. Επίσης αποτίω φόρο τιμής στις ικανές επιστήμονες που γνωρίζω, λέγοντας κάποια καλά πράγματα για εκείνες. Και τώρα αναγνωρίζω τη συμβολή των γυναικών δημοσιογράφων επιστημονικών θεμάτων. Είναι περίεργο που ζητήθηκε από ένα σοβινιστικό τέρας σαν εμένα να μιλήσω σε γυναίκες επιστήμονες.
Δεν υπάρχει πλήρης καταγραφή της ομιλίας του, όμως είναι πιθανό ότι ο Χαντ είπε κάτι που έδειχνε σε κάθε άνθρωπο κανονικής ευφυΐας –τουλάχιστον σε κάποιον που δεν γύρευε μια ευκαιρία να σκανδαλιστεί για να προωθήσει την καριέρα του– ότι τα ατυχή αυτά σχόλια ειπώθηκαν ειρωνικά. Αυτό ουσιαστικά αποδεικνύει η κατακλείδα του, η οποία υπάρχει ηχογραφημένη: «Γι’ αυτό συγχαρητήρια σε όλες και ελπίζω –ελπίζω– πραγματικά το ελπίζω να μην σας κρατά τίποτα πίσω, ιδίως όχι κανένα τέρας σαν εμένα». Η Κόνι Σεντ Λούις, δασκάλα μελλοντικών επιστημονικών δημοσιογράφων, παρέλειψε να το αναφέρει, μολονότι είναι βέβαιο ότι το άκουσε. Άριστη διαφθορέας της νεολαίας!
Πολλές διαπρεπείς γυναίκες επιστήμονες, τις οποίες ο Χαντ είχε διδάξει, βγήκαν να τον υπερασπιστούν λέγοντας ότι η συμπεριφορά του απέναντί τους ήταν πάντα καλή, όμως ούτε η πραγματική διαγωγή του ούτε η υπεροχή του ως επιστήμονα ήταν αρκετές για να τον σώσουν. Το University College, επιδεικνύοντας την προσήλωσή του στις διδαχές του Ουράια Χιπ, εξέδωσε ανακοίνωση: «Το UCL υπήρξε το πρώτο πανεπιστήμιο στην Αγγλία που δέχτηκε φοιτήτριες με ίσους όρους με τους άντρες, και το πανεπιστήμιο πιστεύει ότι αυτό το αποτέλεσμα [η παραίτηση του Χαντ] είναι συμβατό με τη δέσμευσή μας στην ισότητα των φύλων». Με όλο το θάρρος της δειλής ψευδοηθικολογίας του, επέμεινε στην απόφασή του ακόμη και αφότου ανέκυψαν περισσότερα στοιχεία, λέγοντας ότι η επαναφορά του Χαντ θα ήταν «ανάρμοστη» – καθώς αυτή ήταν η πλησιέστερη λέξη που μπορούσαν να βρουν στη λέξη «λάθος».
Ο Χαντ και η σύζυγός του εγκατέλειψαν την Αγγλία για την Ιαπωνία. Επομένως υπάρχει χώρος στην αγγλική ακαδημαϊκή ζωή για αδίστακτους απαράτσικ της ψευδοηθικολογίας, αλλά όχι για νομπελίστες επιστήμονες που έκαναν μερικά σχετικά αθώα σχόλια τα οποία δεν φτάνουν καν στο επίπεδο του σκαμπρόζικου. Τον καημένο τον Τιμ Χαντ, που σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες είναι καλός άνθρωπος. Η αυτοδιέγερτη αγανάκτηση μιας προφανούς μετριότητας ήταν αρκετή για να ανατρέψει έναν διαπρεπή άνθρωπο προφανούς σπουδαιότητας.
Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη, αλλά δυστυχώς υπάρχουν πολλοί κούκοι. Σκεφτείτε τις περιπτώσεις της Τζερμέιν Γκριρ και της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, που διασύρθηκαν και αφορίστηκαν επειδή τόλμησαν να ξεστομίσουν μια αλήθεια τόσο εμφανή που πριν λίγο καιρό θα χλευαζόταν ως κλισέ – δηλαδή ότι οι άντρες που έχουν κάνει αλλαγή φύλου δεν είναι γυναίκες απλώς. Ο πλούτος και η φήμη προστάτευσαν σε μεγάλο βαθμό τις δύο γυναίκες από τις συνέπειες της ελευθεροστομίας τους, παρότι η Ρόουλινγκ, για παράδειγμα, αναγκάστηκε να υποστεί την αποκήρυξη από άντρες και γυναίκες ηθοποιούς που οφείλουν την καλή τους τύχη στις δημιουργίες της.
Όσοι δεν είναι ούτε διάσημοι ούτε σε θέση να αγνοήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα και δεν θέλουν να μαρτυρήσουν από την κατακραυγή των ψευδοηθικολόγων του Twitter, ο φόβος των συνεπειών έχει υπεισέλθει σε όλα όσα λένε για ένα ολοένα αυξανόμενο πλήθος θεμάτων. Ακόμη και οι κατ’ ιδίαν συζητήσεις περιορίζονται εξαιτίας του φόβου της καταγγελίας στις αρμόδιες αρχές. Όπως ανακάλυψαν οι Σοβιετικοί και οι Ναζί, η κατ’ ιδίαν καταγγελία ήταν μια από τις χαρές του ολοκληρωτισμού.
Ένας 73χρονος λέκτορας Μηχανικής μερικής απασχόλησης στο Σαουθάμπτον είχε μια συζήτηση στην τραπεζαρία του πανεπιστημίου με μια συνάδελφο: μια ιδιωτική συζήτηση που οδήγησε στην απόλυσή του, η οποία εν συνεχεία επικυρώθηκε από έναν κατώτερο δικαστή. Ο Στίβεν Λάμονμπυ συνάντησε την προϊσταμένη του, Τζάνετ Μπόναρ, στην τραπεζαρία. Εν τη ρύμη του λόγου, της είπε ότι οι Εβραίοι είναι οι εξυπνότεροι άνθρωποι του κόσμου, παρότι έχουν κακολογηθεί πολύ εξαιτίας αυτού, και ότι οι Γερμανοί είναι καλοί στη μηχανική, πράγμα που απέδωσε στο γεγονός ότι ανήκουν σε μια κοινωνία που παλαιόθεν εκτιμά και προωθεί τη μηχανική. Η Μπόναρ προσβλήθηκε τόσο από τα λεγόμενά του, μολονότι δεν έγιναν από δημόσιο βήμα, που, σύμφωνα με τον Λάμονμπυ, έβαλε τις φωνές. Σε μια πράξη αντάξια της NKVD, τον κατήγγειλε στη συνέχεια στις Αρχές.
Στην ακρόαση της υπόθεσης από το πανεπιστήμιο για το ζήτημα, η αντιπρύτανης Τζούλι Χολ είπε ότι ο Λάμονμπυ δεν κατανοούσε ότι τα λεγόμενά του ήταν προσβλητικά και απολύθηκε για «βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα» – βαρύ, σημειώστε, όχι έλασσον. Η Μπόναρ είπε ότι «ανησυχούσε» που οι φοιτητές διδάσκονταν από κάποιον με τις δικές του «εδραιωμένες ρατσιστικές απόψεις». Ωστόσο δεν επικαλέστηκε κανείς ότι ήταν ανίκανος στη διδασκαλία του, ούτε καν ότι ήταν αντισημίτης: δεν ανήκε στους συνωμοσιολόγους που παραδέχονται ότι οι Εβραίοι είναι έξυπνοι, αλλά χρησιμοποιούν την εξυπνάδα τους για να κυριεύσουν τον κόσμο.
Αργότερα ο δικαστής είπε απορρίπτοντας την προσφυγή του Λάμονμπυ: «Προς αποφυγή αμφιβολιών, κρίνω ότι είναι τουλάχιστον δυνητικά ρατσιστική η ομαδοποίηση εθνικοτήτων, φυλών, εθνοτικών ή θρησκευτικών ομάδων βάσει ολόκληρων κατηγοριών και η απόδοση ορισμένων ικανοτήτων ή ταλέντων (ή το αντίθετο) σε αυτούς, όταν φυσικά, όπως σε κάθε τέτοια ομάδα, τα ταλέντα και οι ικανότητες ποικίλλουν ευρύτατα από άτομο σε άτομο». Απέρριψε τον ισχυρισμό του Λάμονμπυ ότι πρόβαλλε ένα θετικό στερεότυπο. Με αξιοσημείωτη έλλειψη λογικής ή προσοχής στο νόημα των λέξεων, ο δικαστής αποφάνθηκε ότι ένας Εβραίος φυσικός ίσως θιγεί εάν η επιτυχία του αποδοθεί στο γεγονός ότι είναι Εβραίος παρά στην ατομική ικανότητα ή τη σκληρή δουλειά του. Εφόσον όμως το να είσαι Εβραίος και το να δουλεύεις σκληρά δεν είναι αλληλοαποκλειόμενα –μάλιστα η διάκριση στα περισσότερα πεδία είναι αδιανόητη χωρίς σκληρή δουλειά, τόσο που ο Μότσαρτ, που αν έχει υπάρξει μια μεγαλοφυΐα είναι εκείνος, δούλευε και εργαζόταν εξαιρετικά σκληρά– κανένας που να αξίζει κανείς να μας απασχολεί δεν θα απέδιδε την αριστεία στη φυσική απλώς στην εβραϊκή καταγωγή. Ο δικαστής είπε ότι το θετικό στερεότυπο –δεν αρνήθηκε ότι ήταν θετικό– ήταν παρ’ όλα αυτά «δυνητικά προσβλητικό για τον αποδέκτη».
Παρατηρήστε εδώ, για δεύτερη φορά, τη χρήση της λέξης «δυνητικά» στο σκεπτικό του δικαστή, στο πλαίσιο της κρίσης του ότι ο Λάμονμπυ απολύθηκε δίκαια. Δυνητικά, αυτή η χρήση της λέξης «δυνητικά» θα μπορούσε να φέρει πλήρη ολοκληρωτισμό, διότι δεν προϋποθέτει την απαίτηση να έχει προκληθεί κάποια βλάβη από το άτομο για να επισύρει την τιμωρία του, παρά μόνο τη δυνατότητα να προκαλέσει βλάβη. Όπως το έθεσε ο Κάφκα, «Κάποιος πρέπει να είχε διαβάλει τον Γιόζεφ Κ., διότι μια ωραία πρωία, χωρίς να έχει κάνει τίποτε κακό, τον συνέλαβαν». Και ποια ήταν αυτή η βλάβη που προκάλεσε δυνητικά ο Λάμονμπυ, κατά την κρίση του δικαστή; Πέρα από την οποιαδήποτε προσβολή στους Εβραίους, και οι μη Εβραίοι θα μπορούσαν πιθανώς να προσβληθούν, και μάλιστα «βαριά», επειδή πιθανόν να αισθάνονταν πως κάποιο χαρακτηριστικό –ενδεχομένως ανεπιθύμητο, αν και ο δικαστής δεν το διευκρίνισε– αποδιδόταν σε εκείνους.
Ο δικαστής διατύπωνε αυτό που ίσως θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε θεωρία του εύθραυστου κελύφους της ανθρώπινης ψυχής. Αν κάποιος προσβληθεί από κάτι που λέει κάποιος άλλος, αυτό αρκεί για να θεωρηθεί η βλάβη βάσιμη. Έχει ξεπερασθεί ο «σώφρων άνθρωπος» του παραδοσιακού αγγλικού δικαίου στο πλαίσιο της εκτίμησης τού εάν η συμπεριφορά είναι απειλητική ή τόσο προσβλητική ώστε να συνιστά ελαφρυντικό για την απώλεια της ψυχραιμίας: κάποιος απειλείται, εκφοβίζεται, προσβάλλεται ή θίγεται άπαξ και το δηλώσει, κι αυτό αρκεί για τη θεμελίωση αγώγιμου δικαιώματος. [Έτσι] τα συναισθήματα γίνονται νομοθέτες.
Στην έσχατη επίθεσή του κατά της ελευθερίας του λόγου, αυτός ο σπουδαιότερος δικαστής μετά τον Πόντιο Πιλάτο είπε για τις απόψεις του Λάμονμπυ ότι ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να θιχτεί, επειδή μίλησε για πράγματα «που δεν τον αφορούσαν». Ο δικαστής έδειξε να μην αντιλαμβάνεται πως, αν οι άνθρωποι έχαναν τη δουλειά τους επειδή είπαν κάτι που δεν τους αφορούσε, το παγκόσμιο ποσοστό ανεργίας θα πλησίαζε το εκατό τοις εκατό, εκτός ίσως από τη Βόρεια Κορέα. Ούτε έκανε καμία διάκριση ανάμεσα σε όσα λέγονται δημόσια και όσα λέγονται κατ’ ιδίαν.
Σε έναν κόσμο όπου θα κυβερνούσε ο δικαστής, δεν θα ήταν δυνατή καμία γενίκευση αναφορικά με τους ανθρώπους, ούτε καν ότι, ας πούμε, οι Ολλανδοί είναι ο ψηλότερος λαός στον κόσμο. Για εκείνον δεν παίζει κανένα ρόλο αν αυτές οι γενικεύσεις ισχύουν. Η διαπίστωση ότι οι Εβραίοι είναι έξυπνοι, για οποιοδήποτε λόγο, φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τον δυσανάλογο αριθμό βραβείων Νόμπελ που κερδίζουν. Η διαπίστωση ότι οι Γερμανοί είναι καλοί στη μηχανική δείχνει να επιβεβαιώνεται από τα αυτοκίνητα, τα εργαλεία και τα άλλα προϊόντα τους που απαιτούν μηχανική ικανότητα. Όμως τα απλά γεγονότα, όσο προφανή κι αν είναι, δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στην έκφραση των σωστών απόψεων και την κατάπνιξη των λανθασμένων.
Η γυναίκα που κατήγγειλε τον Λάμονμπυ, η αντιπρύτανης του πανεπιστημίου, η πειθαρχική επιτροπή που δήλωσε ότι το πανεπιστήμιο είχε χρέος απέναντι στο πολυπολιτισμικό φοιτητικό σώμα να «το προφυλάξει από πιθανές ρατσιστικές πράξεις» και ο δικαστής που απέρριψε την προσφυγή του Λάμονμπυ, υποκατέστησαν τη σκέψη με την ψευδοηθικολογία και τον φαρισαϊσμό. Φυσικό είναι να εικάσουμε την αιτία. Νομίζω ότι, κατά ειρωνεία, η απάντηση μπορεί να βρεθεί σε μία λέξη: ρατσισμός. Εξοργίστηκαν με τον Λάμονμπυ γιατί, αν (για οποιονδήποτε λόγο) τα όσα είπε ισχύουν –ότι οι Εβραίοι είναι έξυπνοι και οι Γερμανοί είναι καλοί στη μηχανική– τότε ασφαλώς ισχύει και πως άλλοι λαοί είναι λιγότερο έξυπνοι και λιγότερο καλοί στη μηχανική, μια σκέψη ανεπίτρεπτη. Γιατί ανεπίτρεπτη; Επειδή στα μύχια της καρδιάς τους φοβούνται τις πιθανές εξηγήσεις της ανισότητας του αποτελέσματος. Γι’ αυτό δεν θέλουν μια κοινωνία με κανένα νομικό κώλυμα για κανέναν, όπου ο καθένας αφήνεται να βρει το δικό του επίπεδο.
Η ψευδοηθικολογία είναι, μεταξύ άλλων, μια άμυνα απέναντι σε ανεπιθύμητες σκέψεις. «Καθαρίστε το μυαλό σας από την ψευδοηθικολογία» είπε ο Σάμιουελ Τζόνσον. «Είναι ένας τρόπος συζήτησης στην Κοινωνία: όμως μη σκέφτεστε ανόητα». Αυτό είναι πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις, ιδίως στις μέρες μας, που η ενστάλαξη της ψευδοηθικολογίας, και η παρεμπόδιση οτιδήποτε άλλου, αποτελεί το βασικό μέλημα της εκπαίδευσης.
— Μετάφραση: Νίνα Μπούρη