Gunnar Hering, Ο ελληνικός πόλεμος της ανεξαρτησίας και ο Φιλελληνισμός, μτφρ. Αγαθοκλής Αζέλης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα-Ηράκλειο [υπό έκδοση] 2021.
Η μελέτη για τον Φιλελληνισμό ήταν η τελευταία εν ζωή δημοσίευση του Γκούνναρ Χέρινγκ, καθηγητή τότε στο Ινστιτούτο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Πρόκειται για εργασία η οποία δημοσιεύτηκε το 1994 στον συλλογικό τόμο Alfred Noe (επιμ.), Der Philhellenismus in der westeuropäischen Literatur [Ο φιλελληνισμός στη δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία] 1780-1830, Άμστερνταμ-Ατλάντα, GA 1994, στον οποίο η δική του μελέτη διαδραματίζει τον ρόλο της εισαγωγικής επισκόπησης του θέματος του Φιλελληνισμού, ενώ οι υπόλοιπες εργασίες εστιάζουν σε μελέτες περίπτωσης της λογοτεχνικής αποτύπωσής του στην Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και τη γερμανόφωνη Αυτοκρατορία των Αψβούργων.
H μελέτη έχει όλες τις αρετές που χαρακτηρίζουν τα έργα του Χέρινγκ: άρτια θεωρητική συγκρότηση και συνεπή μεθοδολογική πορεία, τοποθέτηση του θέματος σε ομόκεντρους (ελληνικό και ευρωπαϊκό) και τεμνόμενους (διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και των ΗΠΑ) κύκλους, διεξοδική μελέτη της βιβλιογραφίας σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες[1], δείχνοντας πόσο σημαντική είναι η γλωσσομάθεια για θέματα πολυεθνικής διάστασης, τεκμηρίωση η οποία γίνεται φανερή από τις 273 υποσημειώσεις. Προσεγγίζει τον Φιλελληνισμό τόσο ως προς τον ρόλο του για την ελληνική επανάσταση όσο και ως κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο στις διάφορες χώρες εμφάνισής του. Έτσι τον αναδεικνύει όχι ως ένα ενιαίο ως προς τα χαρακτηριστικά του κίνημα, αλλά ως ένα μωσαϊκό κινημάτων με ομοιότητες και διαφορές, τόσο ως προς τις κινητήριες δυνάμεις δημιουργίας τους, τις μορφές συγκρότησης, τους τρόπους συγκέντρωσης και αποστολής υλικής βοήθειας, την προσωπική συνεισφορά με τη μετάβαση στην επαναστατημένη χώρα. Κι όλα αυτά παρατηρούμενα στο πλαίσιο της εν χρόνω δυναμικής μεταβολής τους.
Στην πρώτη ενότητα με τίτλο «Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας» αναφέρεται στα αίτια της ελληνικής επανάστασης, στο ιστορικό της εκδήλωσης και στους λόγους της επιτυχούς καταρχάς έκβασής της. Ακολούθως στη δεύτερη ενότητα, με τίτλο «Ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας στη διεθνή πολιτική», παρουσιάζει με ευσύνοπτο τρόπο αλλά με πληρότητα τις εξελίξεις στην πολιτική σκηνή και στη στάση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων απέναντι στην Επανάσταση, στάση η οποία ξεκίνησε απορριπτική το 1821 και κατέληξε στην αποδοχή της ίδρυσης ενός ανεξάρτητου κράτους το 1830. Στο πρώτο μέρος της τρίτης ενότητας με τίτλο «Διαστάσεις του Φιλελληνισμού», εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι «Η επανάσταση των Ελλήνων εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας προκάλεσε στην Ευρώπη και στην Αμερική ένα κύμα συμπάθειας, κατά τρόπο που δεν εκφράστηκε προς κανέναν άλλον ευρωπαϊκό λαό κατά την προσπάθεια εθνικής κρατικής χειραφέτησης», διατυπώνει στη συνέχεια κάποιους βασικούς προβληματισμούς της μελέτης του, η οποία αποτελεί συνάμα τη βασική καινοτομία της: «Η ποικιλία των στόχων, των μέσων και των επιπέδων άρθρωσης Φιλελληνικών ενεργειών, το μεγάλο εύρος της επίδρασής τους, η καταγωγή των φορέων τους και όσων συμπαθούντων κατόρθωσαν να προσελκύσουν από διάφορα κοινωνικά στρώματα, τέλος η τοπική και εθνική διαφοροποίηση του Φιλελληνισμού είναι δεδομένα, τα οποία πρέπει να περιγράψει και να ερμηνεύσει κάθε έρευνα του Φιλελληνικού κινήματος. Ως μη ικανοποιητικές, ακόμη και ως παραπλανητικές θα πρέπει να απορρίψει κανείς ως εκ τούτου όλες τις μονοδιάστατες ερμηνείες, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη μόνο συγκεκριμένες μορφές εμφάνισης του Φιλελληνισμού σε μία χώρα. Για παράδειγμα, για να ανασύρω μία μόνο δημοφιλή ερμηνεία, μπόρεσε να διατηρηθεί με πείσμα χάρη στην ανεπαρκή γνώση των πολιτικών και ιστορικοκοινωνικών διαστάσεων του Φιλελληνικού κινήματος η άποψη ότι ο Φιλελληνισμός βασίζεται αποκλειστικά ή κυρίως στη λατρεία της κλασικής αρχαιότητας. Γι’ αυτόν τον λόγο θα επιχειρηθεί εδώ η απογραφή των στόχων και των ιδεολογικών θέσεων οι οποίες αρθρώθηκαν στον Φιλελληνισμό, ανυπερθέτως σε σύνδεση με την εποπτεία των Φιλελλήνων, των οργανώσεών τους και των καθοδηγητικών τους μορφών.»
Κατόπιν ορίζει τη στοχοθεσία του: «Στην εισαγωγή του ανά χείρας τόμου δεν μπορεί να αποδοθεί μια αναλυτική αποτίμηση του Φιλελληνισμού, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αποτελέσματα ερευνών μεμονωμένων πλευρών του Φιλελληνισμού για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες σε συγκρίσιμη πυκνότητα και προπάντων οι ιστορικοκοινωνικές έρευνες του Φιλελληνισμού βρίσκονται ακόμη στην αρχή. Η παρούσα μελέτη υπηρετεί λοιπόν έναν πολύ ταπεινότερο στόχο: σε μια συγκριτική θεώρηση να εξοικειωθεί ο αναγνώστης με κεντρικά σημαντικές διαστάσεις του Φιλελληνισμού, ώστε να κατανοήσει καλύτερα τις μεμονωμένες μελέτες του παρόντος τόμου και να λάβει ερεθίσματα για το πώς ευρήματα των αφιερωμένων ειδικά στη Φιλελληνική φιλολογία ερευνών, μπορούν να ενταχθούν σε ευρύτερα συμφραζόμενα.»
Η μελέτη καλύπτει πολύ περισσότερους στόχους και μάλιστα με τη χαρακτηριστική για τον Χέρινγκ άνεση να εμβαθύνει αναλύοντας και συνθέτοντας με ευσύνοπτο και συνάμα ιδιαζόντως διεξοδικό τρόπο, παρουσιάζοντας πολλές διαστάσεις του Φιλελληνισμού: κίνητρα, τρόπους οργάνωσης και έκφρασης, κοινωνική καταγωγή των μελών, ιδεολογία, προσφορά, κειμενική και καλλιτεχνική του έκφραση, ιστορική πορεία και μάλιστα συγκριτικά για όλα τα φιλελληνικά ρεύματα στα οποία είχε βιβλιογραφική πρόσβαση. Αξίζει να επισημανθεί ότι διερευνάται ξεχωριστά και η συνεισφορά των γυναικών. «Στόχος του –όπως σημειώνουν οι ΠΕΚ– είναι να αναδείξει τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του κινήματος, ανασκευάζοντας μονοδιάστατες ερμηνείες, με χαρακτηριστική εκείνη που το συνδέει με μια απλοϊκή αρχαιολατρία».
Κλείνουμε αυτή τη σύντομη παρουσίαση με την τελευταία φράση του βιβλίου, η οποία ίσως συνοψίζει τα κίνητρα του Φιλελληνισμού: «Ήταν πάντα οι ελπίδες και τα τραύματα του ιδίου παρελθόντος και παρόντος, τα οποία έτρεφαν τον Φιλελληνισμό.»
[1] Απαριθμούμε πρόχειρα, δίπλα στα αυτονόητα γερμανικά και ελληνικά, τα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ολλανδικά και ρωσικά.