«Όπου αυξάνει ο κίνδυνος, αυξάνει και η δύναμη αυτού που σώζει»
Χέλντερλιν
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, στη Νέα Υόρκη, στη Μαδρίτη, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Βοστόνη, στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο, ο δυτικός κόσμος βγήκε «από τη χρυσή εποχή της ασφάλειας» (Στέφαν Τσβάιχ). Η συμμαχία που είχαν υποσχεθεί μετά το 1989 οι νεόκοποι προφήτες, ανάμεσα στη δικαιοσύνη, την αγορά και τη δημοκρατία, κλονίστηκε μαζί με τους Δίδυμους Πύργους. H ιστορία δεν άρεσε πια στην Ευρώπη· πίστευε πως είχε αφήσει πίσω της τον εφιάλτη, για πρώτη φορά το 1945, για δεύτερη φορά μετά τη πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Έχοντας μια νοσηρή αλλεργία στην αντιπαράθεση, προστάτευε τον εαυτό της από το δηλητήριο με προδιαγραφές, κανόνες, διαδικασίες, περιχαρής που δεν την άγγιζαν οι καταιγίδες. Για τους λαούς της, τους αποστειρωμένους, τους ναρκωμένους μέσα στο διπλό κουκούλι του καταναλωτισμού και της ειρήνης, οι επιθέσεις σήμαναν την επιστροφή του μοιραίου που σε κατακεραυνώνει και σε υποχρεώνει να ακολουθήσεις την πορεία του ή να αφανιστείς μέσα στη φρίκη. Ο τρόμος μας μάς εγκαθιστά μέσα στον κόσμο της προειδοποίησης: της επιλογής μεταξύ ζωής και θανάτου. Η σύντομη ανάπαυλα που εγκαινίασε στις 9 Νοεμβρίου 1989 η πτώση του Τείχους του Βερολίνου έληξε στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 με την κατάρρευση των πύργων του World Trade Center. Η ειρήνη ήταν μόνο μια παρένθεση, η ευμάρεια δεν καταλάγιασε τα θρησκευτικά πάθη, οι πόλεμοι ξανάρχισαν, ακόμα πιο φονικοί αφ’ ης στιγμής δεν κάνουν διάκριση μεταξύ στρατιωτών και αμάχων.
Το Ισλάμ δεν είναι μόνο πρόβλημα, είναι ταυτόχρονα και σύμπτωμα. Όταν οι γενειοφόροι εκφράζουν την απέχθειά τους για τη Δύση, δεν χρειάζεται να ψάξουν μακριά για επιχειρήματα, αρκεί να σκαλίσουν την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και φιλοσοφία των τελευταίων δύο αιώνων. Τους προσφέρουμε τα όπλα με τα οποία μας επιτίθενται. Η δίκη της Ευρώπης συνεχίζεται, με ταχείς ρυθμούς, από την ίδια την Ευρώπη. Υπερήφανη που αποδέχεται την ενοχή της επιδεικτικά, διεκδικεί το οικουμενικό και αποστολικό μονοπώλιο της βαρβαρότητας. Ο Παλαιός Κόσμος νίκησε όλα τα τέρατά του, τη δουλεία, την αποικιοκρατία, το φασισμό, τον σταλινισμό, εκτός από ένα: την αηδία για τον εαυτό του. Η βαριά συνείδηση δεν είναι τύψεις για κάποιο συγκεκριμένο έγκλημα. Έχει γίνει για πολλούς ταυτότητα, η δευτερεύουσα κατοικία των τεθλιμμένων, ένα βολικό καταφύγιο για να αποσυρθούν από την εποχή τους. Το καταραμένο αποφόρι του εγκληματία είναι μια βολική δικαιολογία για την παραίτηση. Ποιον αντιμαχόμαστε; Καταρχάς, τον εαυτό μας, τους ενδοιασμούς και τις αμφιβολίες που μας κατασπαράζουν. Πρέπει να φοβόμαστε λιγότερο το μένος των τρελών του Θεού από τη σφοδρότητα του μίσους μας για τον εαυτό μας, που προστάζει την υποταγή μας. Προφανώς, μια ήπειρος που δεν αγαπά τον εαυτό της δεν μπορεί αν αγαπηθεί από τους άλλους και προετοιμάζει ηθικά τον αφανισμό της. Μπορεί να αποικηθεί διότι έχει καταστεί νοερά αποικίσιμη.
Κι όμως, μέσα στην αγριότητά του, ο εχθρός μάς προσφέρει υπηρεσίες. Αν από τη μια μας τρομοκρατεί, από την άλλη οξύνει την αντίληψη της αντιπαλότητας, αφυπνίζει τo πνεύμα αντίστασής μας. Άθελά του, μας ξανάδωσε τη σημαία μας και τον πατριωτισμό μας. Ξανάδωσε στα παλιά ευρωπαϊκά έθνη πάθος και υπόσταση. Ξανάκανε τους στρατιώτες και τους αστυνομικούς θετικούς ήρωες στην υπηρεσία της κοινότητας. Πρωτίστως, μας ωθεί να διακρίνουμε τι ανήκει στον χώρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων και τι αφορά την αντιπαράθεση των ιδεών. Αυτό τον πόλεμο δεν θα τον κερδίσουμε μόνο με κατασκόπους, τανκς και αεροπλάνα – με κίνδυνο να αναπαραγάγουμε την αδυναμία της αμερικανικής υπερδύναμης που συσσωρεύει την μία ήττα μετά την άλλη εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Θα τον κερδίσουμε καταρχάς σε πολιτισμικό επίπεδο, εφόσον πειστούμε και πείσουμε και τον υπόλοιπο κόσμο για τις εξέχουσες αρετές του πολιτισμού και των ηθών μας. Όπως τον καιρό του φασισμού και του κομμουνισμού, το πεδίο της μάχης μεταφέρεται στη σκέψη, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μαζικής επικοινωνίας, στην επιχειρηματολογία και κυρίως στην προσεκτική χρήση της έννοιας των λέξεων. Καμιά ιδέα δεν σκοτώνεται με σφαίρες. Ας μην ονειρευόμαστε μια πρόωρη συμφιλίωση. Πρέπει πρώτα να σπάσουμε το απόστημα, να νικήσουμε τον αντίπαλο πριν του δώσουμε το χέρι. Αυτή η αφύπνιση της θρησκευτικότητας, στη σκοταδιστική της μορφή, μας υποχρεώνει να επανεξετάσουμε όσα θεωρούσαμε δεδομένα: την κοσμικότητα του κράτους, την ισότητα ανδρών και γυναικών, το δημοκρατικό πολίτευμα, την ελευθερία του λόγου, την ανεκτικότητα στις ερωτικές επιλογές, την σημασία της θρησκευτικής πίστης και της ασέβειας. Υποχρεώνει τη νεωτερικότητα σε απολογισμό. Πρέπει να αναλογιστούμε ξανά ό,τι έμοιαζε αυτονόητο απέναντι στα επιχειρήματα των πιστών, των θεολόγων, αποφασισμένων να μην κάνουν καμιά υποχώρηση στις επιτρεπτικές κοινωνίες μας. Κάθε κρίση είναι και μια ευκαιρία να βελτιωθούμε. Δεν θα βγούμε αλώβητοι από αυτή θύελλα· είτε θα συντριβούμε είτε θα γίνουμε πιο δυνατοί, με εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στις δυνατότητές μας να δράσουμε.
Ακόμα κι αν δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο τζιχαντιστικός μηδενισμός θα ηττηθεί αυτό τον αιώνα –πόσα εκατομμύρια θάνατοι θα είναι όμως το τίμημα;– ας δεχτούμε ότι ένας εχθρός γεννήθηκε και μας βοηθά να ξαναγίνουμε προσεκτικοί και περήφανοι για όσα μας κάνουν αυτό που είμαστε. Εδώ ταιριάζει το ρητό του Θουκυδίδη: «Οὐ γὰρ τοσοῦτον ἡμᾶς βλάπτει ἡ ἔχθρα ὑμῶν ὅσον ἡ φιλία». Αντιφατική η διάθεση που μας γεννά ο αντίπαλος. Θέλουμε να τον νικήσουμε, αλλά και να διατηρήσουμε την ενέργεια που μας εμφυσά. Δεν επιλέγουμε την εποχή μας, δεν επιλέγουμε να είμαστε ή να μην είμαστε αυτής της εποχής. Διεισδύει στις ζωές μας, εν αγνοία μας, μας διατάσσει να ανταποκριθούμε ή να αφανιστούμε. Ζούμε μια τρομερή εποχή. Όσο απαίσια κι αν είναι όμως, είναι συναρπαστική. Είναι αδύνατο να αποφύγουμε την πρόκληση του νέου αιώνα: να κατατροπώσουμε τον φανατισμό της Ημισελήνου στο πλευρό των πεφωτισμένων ή μετριοπαθών μουσουλμάνων που είναι πρωτίστως τα θύματά της. Προκειμένου να ανταποκριθούμε σ’ αυτό το τεράστιο καθήκον, κανείς δεν περισσεύει.
— Μετάφραση: Αθηνά Πεντίδη
Το παραπάνω κείμενο είναι ο Επίλογος στο βιβλίο του Πασκάλ Μπρυκνέρ Ένας κατά φαντασίαν ρατσισμός. Ισλαμοφοβία και ενοχή (Un racisme imaginaire. Islamophobie et culpabilité, Grasset, 2017), σσ. 247-250.