Νίκος Παπαναστασίου, Αντίσταση από μικροφώνου. Ο Παύλος Μπακογιάννης απέναντι στη δικτατορία των Συνταγματαρχών, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2020, σελ. 320
Το βιβλίο Αντίσταση από μικροφώνου. Ο Παύλος Μπακογιάννης απέναντι στη δικτατορία των Συνταγματαρχών του Νίκου Παπαναστασίου δεν είναι ένα ακόμη βιβλίο ενθυμήσεων, δημοσιογραφικής έρευνας ή πολιτικής επιστήμης. Πρόκειται για ένα κανονικό ιστορικό βιβλίο, το οποίο καταχρηστικά ανήκει στη μικροϊστορία εφόσον αφηγείται μια ιστορία που εξελίσσεται σε έναν συγκεκριμένο χώρο και για ένα διάστημα μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο. Θεματικά ανήκει στην πολιτική ιστορία και στην ιστορία των μέσων ενημέρωσης.
Ο Παπαναστασίου για τη συγγραφή του βιβλίου έχει κάνει χρήση όλων των πηγών, όπως ελληνικών και γερμανικών επίσημων αρχείων, του ιδιωτικού αρχείου του Παύλου Μπακογιάννη, συνεντεύξεων, και έχει συμβουλευθεί το σύνολο της διαθέσιμης βιβλιογραφίας. Είναι πολύ σημαντική η ταυτόχρονη χρήση των γερμανικών πηγών, καθώς αντιπαρατίθενται με τις ελληνικές, οι οποίες είναι αμφίβολης αξιοπιστίας καθώς εκφράζουν το καθεστώς των Συνταγματαρχών.
Το βιβλίο αφηγείται την αντιδικτατορική δράση του δημοσιογράφου Παύλου Μπακογιάννη μέσα από τις συχνότητες της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας στη διάρκεια της Απριλιανής Δικτατορίας (1967-1974). Δεν πρόκειται για μια συνολική βιογραφία του Παύλου Μπακογιάννη, καθώς αναφέρονται ελάχιστα προσωπικά στοιχεία γι’ αυτόν, ενώ η δράση του και το έργο του υπερισχύουν κατά πολύ της σκιαγράφησης της προσωπικότητάς του. Απουσιάζει πλήρως από το έργο αυτό το συναίσθημα, το οποίο συνήθως κυριαρχεί σε παρόμοια έργα, που προσπαθούν να δικαιολογήσουν ενέργειες ή να σηματοδοτήσουν τη θέση και τη δράση προσώπων που βρίσκονταν ακόμη εν ζωή κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ο Παύλος Μπακογιάννης από τις πρώτες ημέρες του πραξικοπήματος τάχθηκε φανερά κατά του νέου καθεστώτος. Χρησιμοποίησε τη θέση του στη Βαυαρική Ραδιοφωνία προκειμένου να κάνει γνωστή όχι την προσωπική του αντίθεση στους Χουντικούς, αλλά την πραγματική κατάσταση που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα και την ανομία που είχε επικρατήσει. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επέτρεπε στον Μπακογιάννη να μην αντιμετωπίζει διώξεις, και στη διεύθυνση της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας να απορρίπτει κάθε διαμαρτυρία, απειλή, προσπάθεια παρέμβασης των ελληνικών αρχών στις ελληνόφωνες εκπομπές της.
Οι ελληνόφωνες, όπως όλες οι ειδησεογραφικές εκπομπές όφειλαν να τηρούν την αντικειμενικότητα και να παρουσιάζουν όλες τις ειδήσεις και τις γνώμες. Κι αυτό εφαρμοζόταν και στα δελτία ειδήσεων στην ελληνική γλώσσα. Όμως ταυτόχρονα έπρεπε να υπάρχει το σχόλιο, η διατύπωση της γνώμης, όπως διδάσκεται στις σχολές δημοσιογραφίας. Γι’ αυτό και ο Μπακογιάννης είχε ξεκινήσει μια άλλη εκπομπή, το σχόλιο του Σαββάτου, όπου ασκούσε μαχητική κριτική σε όλες τις ενέργειες των Χουντικών μιλώντας πειστικά υπέρ της δημοκρατίας. Τα όποια διαβήματα των ομοσπονδιακών αρχών της Γερμανίας, ως αποτέλεσμα της πίεσης των ελληνικών αρχών, οδήγησαν σε έρευνες οι οποίες έδειξαν ότι ο Μπακογιάννης τηρούσε πλήρως τη δημοσιογραφική δεοντολογία.
Σύμφωνα με τον Παπαναστασίου και όπως προκύπτει από το αρχειακό υλικό, ο Παύλος Μπακογιάννης δεν επιθυμούσε να διχάσει το κοινό του, αφού δεν ήταν δημαγωγός ή ακραίος. Είχε φιλελεύθερα πιστεύω, πίστευε στη δημοκρατία. Γι’ αυτό και τον Ιούνιο του 1967 ζήτησε δημοσίως από τις ελληνικές διπλωματικές αρχές στη Γερμανία να αποφύγουν κάθε ενέργεια (π.χ. ακύρωση διαβατηρίων) που θα οδηγούσε στην αποξένωση των Ελλήνων εργατών από την πατρίδα τους, που θα τους έκανε να βλέπουν την παραμονή τους στη Γερμανία σαν εξορία.
Ο Μπακογιάννης ήταν σταθερά επικριτικός απέναντι στη Χούντα. Όμως την ίδια εποχή επεδίωκε να πάρει συνεντεύξεις από στελέχη του χουντικού καθεστώτος που επισκέπτονταν τη Γερμανία ζητώντας την άποψή τους πάνω στα ακανθώδη θέματα. Φυσικά οι ίδιοι ποτέ δεν εμφανίστηκαν στις εκπομπές του.
Οι Έλληνες της Γερμανίας στήριζαν τις εκπομπές του Παύλου Μπακογιάννη και έστελναν χιλιάδες επιστολές συμπαράστασης. Αυτοί που αρέσκονταν στις ταμπέλες δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τη στάση του Μπακογιάννη. Για κάποιους ήταν ένας δεξιός και βασιλικός. Για άλλους ήταν κομμουνιστής ή φιλοκομμουνιστής.
Όμως ο Μπακογιάννης ήταν ανεξάρτητος κι αυτό φάνηκε από τις τοποθετήσεις του σχετικά με τις ενέργειες των Ελλήνων εξόριστων πολιτικών, του βασιλιά και του ΚΚΕ. Κατέκρινε τη ριζοσπαστικοποίηση του Ανδρέα Παπανδρέου και την άμεση και απόλυτη σύνδεση του ΚΚΕ με τη Μόσχα. Τηρούσε την ίδια στάση απέναντι σε όλα τα γεγονότα και πολιτικούς χωρίς εξαιρέσεις. «Η σημερινή γενιά στον κομμουνιστικό και στον καπιταλιστικό κόσμο αγωνίζεται για την ελευθερία της».
Ο Παύλος Μπακογιάννης στο γραφείο του στην Αθήνα το 1976. Αρχείο Παύλου Μπακογιάννη.
Η προσπάθεια των ομοσπονδιακών αρχών της Γερμανίας να καλλιεργήσουν καλές οικονομικές σχέσεις με την Χούντα μετά το 1970-71 ενθάρρυνε την ελληνική πλευρά να ζητήσει εκ νέου την απομάκρυνση του Μπακογιάννη, κάτι που προωθούσαν και πολιτικά πρόσωπα στη Γερμανία. Το 1972 έγινε έντονη συζήτηση στη Γερμανία για τη συνέχιση ή μη των εκπομπών για τους μετανάστες και για την απομάκρυνση ή μη του Μπακογιάννη. Εκείνος όμως παρέμεινε και συνέχισε να αποτελεί μια σημαντική αντιδικτατορική φωνή μέχρι τη Μεταπολίτευση, οπότε και επέστρεψε στην Ελλάδα.
Όλα αυτά παρουσιάζονται με εξαιρετικό τρόπο στο βιβλίο του Παπαναστασίου. Ο συγγραφέας δεν επιδιώκει να υπερτονίσει τη σημασία του αντιδικτατορικού αγώνα του Παύλου Μπακογιάννη, ούτε να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την παράθεση λεπτομερειών της δράσης του. Ο Μπακογιάννης παρουσιάζεται ως δρων πρόσωπο μέσα στο πλαίσιο της εποχής και ως ένα πρόσωπο που προκαλούσε πολλά προβλήματα στις σχέσεις των δυο χωρών, Δυτ. Γερμανίας και Ελλάδας.
Ταυτόχρονα με την εξιστόρηση της δράσης του Μπακογιάννη παρουσιάζονται συνολικά οι ελληνογερμανικές σχέσεις. Η μεγάλη ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση μεταξύ των μεταναστών που αντιτάσσονταν στη δικτατορία και σε εκείνους που επηρεάζονταν από αυτήν. Οι παρεμβάσεις των ελληνικών πολιτικών και διπλωματικών αρχών στη Γερμανία για να σταματήσουν οι επικρίσεις κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Οι προσπάθειες σπίλωσης και εξαγοράς του Μπακογιάννη. Η φιλοχουντική στάση του Φραντς Γιόζεφ Στράους, η προσέγγιση από πλευράς του των συνταγματαρχών, η παρέμβαση στον Κωνσταντίνο Καραμανλή να μην προχωρήσει στις διώξεις των Χουντικών, η δυσφορία του Καραμανλή απέναντί του.
Με μια δεύτερη ανάγνωση, και ο τυχαίος και ο φιλίστορας αναγνώστης θα δουν ότι ο γερμανικός Τύπος ανέδειξε και κατήγγειλε την πρόθεση των ελληνικών αρχών να πάρουν μέτρα κατά της ανάπτυξης του αντιδικτατορικού αγώνα στη Δυτ. Γερμανία. Ότι στη Γερμανία, 60 χρόνια πριν, υπήρχαν εκπομπές για τους μετανάστες στη γλώσσα τους, από Έλληνες, Ισπανούς, Ιταλούς στα κρατικά μέσα ενημέρωσης. Ότι είχαν απόλυτη ελευθερία έκφρασης, και οι Γερμανοί υπερασπίζονταν την ανεξαρτησία του δημοσιογραφικού λόγου ακόμη και όταν ερχόταν σε σύγκρουση με το κράτος προέλευσης των μεταναστών. Βλέπει επίσης ότι απέφευγαν ενσυνείδητα την υποτίμηση του μορφωτικού επιπέδου των Ελλήνων στη Γερμανία. Όλα τα παραπάνω είναι μαθήματα, είναι ζητούμενα για τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης ακόμη και σήμερα.
Επίσης με μια δεύτερη ανάγνωση ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι η μεταπολεμική Γερμανία δεν ήταν μια συνέχεια εκείνης του Χίτλερ, όπως ισχυρίζονται και σήμερα πολλοί Έλληνες με αφορμή τα μνημόνια, αλλά μια φιλόξενη χώρα για τους μετανάστες, με θεσμούς ευνοϊκά διακείμενους για τη διοργάνωση αντιδικτατορικού αγώνα και με πολλούς φορείς που καταδίκασαν απερίφραστα την ελληνική Χούντα.
Σε κάθε περίπτωση η μονογραφία του Νίκου Παπαναστασίου είναι ένα χρήσιμο βιβλίο για όποιον ενδιαφέρεται για μια σημαντική ιστορική προσωπικότητα που ουσιαστικά δεν εισήλθε στην κεντρική πολιτική σκηνή, για όσους ασχολούνται με τη δικτατορία των συνταγματαρχών, και τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Ταυτόχρονα όμως είναι ένα πολύ καλό βιβλίο που εξετάζει τις ελληνογερμανικές σχέσεις σε μια κρίσιμη πολιτική περίοδο, για τις οποίες μέχρι τώρα γνωρίζαμε ελάχιστα.
Το βιβλίο κλείνει με το σύντομο αλλά πυκνό κεφάλαιο «Ο Παύλος Μπακογιάννης κατά τη Μεταπολίτευση» απ’ όπου παραθέτουμε την τελευταία παράγραφο:
«Η πίστη του [Παύλου Μπακογιάννη] στην αναγκαιότητα υπέρβασης διχαστικών διαχωρισμών του παρελθόντος στο όνομα των αναγκαίων πολιτικών προσεγγίσεων αποτυπώθηκε στη ρήση του ότι “στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα”. Η μονιμότερη και σημαντικότερη παρακαταθήκη του δεν είναι οι όποιες αλλαγές στο πολιτικό γίγνεσθαι και το κομματικό πεδίο, αλλά η αναζήτηση συναινέσεων και ο διαρκής προβληματισμός για την ποιότητα της δημοκρατίας. Η έλλειψη δογματισμού που τον χαρακτήριζε του επέτρεπε να παραμένει κριτικό πνεύμα και να επιδιώκει την υλοποίηση του πολιτικού του οράματος μέσα από συγκλίσεις και όχι μέσω της τεχνητής συντήρησης παραδοσιακών διαχωριστικών γραμμών. Γι’ αυτό και ταυτίστηκε δικαιολογημένα με την εθνική συμφιλίωση και τον εποικοδομητικό πολιτικό διάλογο μεταξύ όλων των πολιτικών δυνάμεων. Και είναι τραγική ειρωνεία ότι ο Παύλος Μπακογιάννης, μια από τις σημαντικότερες φωνές αντίστασης κατά της χούντας στο εξωτερικό, δολοφονήθηκε από μια τρομοκρατική οργάνωση η οποία σφετερίστηκε την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τον συμβολισμό που αυτή απέκτησε κατά τη μεταπολίτευση».