σύνδεση

Ο Τσβάιχ στη χώρα του Στάλιν

Ο Τσβάιχ στη χώρα του Στάλιν Ίγκορ Ομπρόσοφ, «1937. Πατέρας και μητέρα. Περιμένοντας», (λεπτομέρεια). Ινστιτούτο ρωσικής ρεαλιστικής τέχνης. Μόσχα.

 

 

Ο Στέφαν Τσβάιχ δέχθηκε στις αρχές του καλοκαιριού του 1928 πρόσκληση να επισκεφθεί τη Ρωσία ως εκπρόσωπος των αυστριακών συγγραφέων στον εορτασμό της 100ής επετείου από τη γέννηση του Λέοντα Τολστόι και να εκφωνήσει μια ομιλία. «Δεν είχα κανένα λόγο ν’ αποφύγω μια τέτοια αφορμή, καθώς η επίσκεψή μου στη Ρωσία θα είχε κάθε άλλο παρά πολιτικό χαρακτήρα. Ο Τολστόι, ως απόστολος της non violence, δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί μπολσεβίκος, … μου φαινόταν άλλωστε και μια σημαντική χειρονομία από την πλευρά της Ευρώπης, να συγκεντρωθούν συγγραφείς απ’ όλες τις χώρες για να εκφράσουν τον κοινό τους σεβασμό στο πρόσωπο του μεγαλύτερου της γενιάς τους». Έτσι θα επισκεπτόταν για δύο εβδομάδες τη Μόσχα. Περιγράφει το ταξίδι του στα απομνημονεύματά του, Ο κόσμος του Χθες. Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου (Εκδόσεις Printa, 2006), στις σελίδες 390-406. Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

 

«Το γεγονός ότι δεν έπεσα κι εγώ θύμα αυτής της μαγικής μέθης, δεν το οφείλω τόσο στη δική μου εσωτερική δύναμη, όσο σε κάποιον άγνωστο, το όνομα του οποίου δεν το γνωρίζω κι ούτε πρόκειται ποτέ να το μάθω. Ήταν μετά από μια φοιτητική γιορτή. Με είχαν περικυκλώσει, με αγκάλιαζαν και μου έσφιγγαν το χέρι. Ήμουν ακόμα κατασυγκινημένος απ’ τον ενθουσιασμό τους κι έβλεπα γεμάτος χαρά τα ολοζώντανα πρόσωπά τους. Τέσσερις πέντε με συνόδεψαν ως το σπίτι μου, ένα ολόκληρο τσούρμο, ενώ η διερμηνέας που είχαν ορίσει στο πλάι μου, φοιτήτρια κι αυτή, μου μετέφραζε όλα όσα έλεγαν. Μόνο όταν έφτασα στο ξενοδοχείο κι έκλεισα την πόρτα του δωματίου μου βρέθηκα και πάλι πραγματικά μόνος, για πρώτη φορά μετά από δώδεκα ολόκληρες μέρες, γιατί πάντα με συνόδευαν, πάντα με προστάτευαν, πάντα βρισκόμουν στην αγκάλη θερμών κυμάτων. Άρχισα να γδύνομαι κι έβγαλα πρώτα το σακάκι μου. Τότε ένιωσα κάτι να τρίζει. Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη. Ήταν ένα γράμμα. Ένα γράμμα στα γαλλικά, το οποίο όμως δεν έλαβα ταχυδρομικώς, αλλά μάλλον κάποιος είχε χώσει επιδέξια στην τσέπη μου την ώρα που σπρώχνονταν όλοι γύρω μου και με αγκάλιαζαν.

Ήταν ένα γράμμα χωρίς υπογραφή, που πρόδιδε ιδιαίτερη ευφυΐα και ανθρωπιά και το οποίο, παρ’ όλο που δεν είχε γραφτεί από κάποιον “Λευκό”, ήταν ωστόσο γεμάτο πικρία για τον ολοένα αυξανόμενο περιορισμό της ελευθερίας τα τελευταία χρόνια. «Μην πιστεύετε όλα όσα σας λένε», μου έγραφε αυτός ο άγνωστος. «Μην ξεχνάτε πως εκτός απ’ αυτά που σας δείχνουν υπάρχουν και πολλά που δε σας δείχνουν. Θυμηθείτε πως οι άνθρωποι που μιλούν μαζί σας, δε σας λένε αυτά που πραγματικά θέλουν να σας πουν, παρά μονάχα αυτά που τους επιτρέπεται να σας λένε. Μας παρακολουθούν όλους μας, και σας το ίδιο. Η διερμηνέας που σας παραχώρησαν μεταφέρει κάθε σας λέξη. Παρακολουθούν τις τηλεφωνικές σας συνδιαλέξεις, σας ακολουθούν κι ελέγχουν κάθε σας βήμα». Στο γράμμα του, μου απαριθμούσε ολόκληρη σειρά από παραδείγματα και λεπτομέρειες που δεν ήμουν σε θέση να επαληθεύσω. Στο τέλος το έκαψα, ακολουθώντας τις υποδείξεις του άγνωστου αποστολέα ‒που έλεγαν «μην περιοριστείτε να το σκίσετε, γιατί είναι πιθανό να πάρουν τα κομμάτια από τον κάλαθο των αχρήστων στο δωμάτιό σας και να τα ενώσουν»‒ και τότε άρχισα για πρώτη φορά να εξετάζω όλα όσα μου έγραφε.» (σσ. 401-402)


Μετάφραση: Αλεξία Καλανταρίδου - Τατιάνα Λιάνη